Είναι δυσανάλογη στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον 5 ετών για απομίμηση/παραποίηση εμπορικού σήματος;
Δικαστήριο ΕΕ: Στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον 5 ετών για απομίμηση/παραποίηση εμπορικού σήματος μπορεί να αποδειχθεί δυσανάλογη
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 19.10.2023 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον πέντε ετών για απομίμηση/παραποίηση εμπορικού σήματος μπορεί να αποδειχθεί δυσανάλογη.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η G. ST. T. είναι ιδιοκτήτρια ατομικής επιχείρησης εμπορίας ενδυμάτων.
Το 2016 υπάλληλοι του βουλγαρικού Υπουργείου Εσωτερικών διενήργησαν έλεγχο σε μισθωμένο από την επιχείρηση αυτή εμπορικό κατάστημα στον δήμο Nesebar (Βουλγαρία) και κατέσχεσαν προϊόντα που προσφέρονταν εκεί προς πώληση. Η διαταχθείσα δικαστική πραγματογνωμοσύνη έδειξε ότι τα σημεία που είχαν τεθεί επί των προϊόντων αυτών ήταν παρόμοια με καταχωρισμένα σήματα και εκτίμησε ότι τα προϊόντα είχαν συνολική αξία 1.404.590 BGN (περίπου 718.000 ευρώ) «ως γνήσια» και 80.201 BGN (περίπου 41.000 ευρώ) «ως απομιμήσεις».
Η Rayonna prokuratura Burgas, TO Nesebar (εισαγγελία Μπουργκάς, τμήμα Nesebar, Βουλγαρία) έκρινε ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η G. ST. T. είχε κάνει, χωρίς τη συναίνεση των δικαιούχων των αποκλειστικών δικαιωμάτων, χρήση σημάτων καλυπτόμενων από τα αποκλειστικά αυτά δικαιώματα η οποία είχε προκαλέσει «σοβαρές επιζήμιες συνέπειες» και ως εκ τούτου παρέπεμψε την G. ST. T. στο ακροατήριο του Rayonen sad – Nesebar (περιφερειακού δικαστηρίου Nesebar, Βουλγαρία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, με την κατηγορία της διακεκριμένης προσβολής δικαιώματος σε σήμα κατά το άρθρο 172b, παράγραφος 2, του βουλγαρικού ποινικού κώδικα.
Κανένα από τα ζημιωθέντα νομικά πρόσωπα δεν άσκησε αγωγή αποζημίωσης κατά της G. ST. T., ούτε δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής στο πλαίσιο της ανωτέρω διαδικασίας.
Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει, εν συνόψει, ότι, στο πλαίσιο της παρεχόμενης στα κράτη μέλη από την αιτιολογική σκέψη 28 της οδηγίας 2004/48/ΕΚ [οδηγίας σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας] διακριτικής ευχέρειας να προβλέπουν ποινικές κυρώσεις για την προσβολή δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, η Βουλγαρία θέσπισε το άρθρο 172b, παράγραφοι 1 και 2, του ποινικού κώδικα. Με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού χαρακτηρίζεται ως ποινικό αδίκημα η χρήση σήματος στις συναλλαγές χωρίς τη συναίνεση του δικαιούχου του αποκλειστικού δικαιώματος, ενώ η παράγραφος 2 αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η πράξη έχει τελεστεί επανειλημμένα ή έχει προκαλέσει «σοβαρές επιζήμιες συνέπειες». Το κράτος μέλος αυτό θέσπισε επίσης, με το άρθρο 81, παράγραφος 1, του προϊσχύσαντος ZMGO, το οποίο έχει αντικατασταθεί πλέον από το άρθρο 127, παράγραφος 1, του νέου ZMGO, διοικητική παράβαση για την επιβολή κυρώσεων για τις ίδιες πράξεις.
Κατά πρώτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν εθνική διάταξη, όπως το άρθρο 172b, παράγραφος 2, του ποινικού κώδικα, κατά την οποία η ζημία που υφίσταται ο δικαιούχος αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του προβλεπόμενου από αυτήν ποινικού αδικήματος συνάδει με τους κανόνες σχετικά με τη ζημία που προκαλείται λόγω παράνομης άσκησης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας οι οποίοι θεσπίστηκαν με την οδηγία 2004/48/ΕΚ και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, αν συνάδει με τους κανόνες αυτούς ο καθιερωθείς από τη βουλγαρική νομολογία μηχανισμός τεκμαρτού υπολογισμού της ζημίας στο ύψος της αξίας των εμπορευμάτων που προσφέρονται προς πώληση με βάση τις τιμές λιανικής πώλησης νομίμως παραχθέντων εμπορευμάτων.
Κατά δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η αρχή της νομιμότητας των αξιοποίνων πράξεων και των ποινών, την οποία καθιερώνει το άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη, προϋποθέτει ότι οι ρυθμίσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης οριοθετούν με σαφήνεια τη συμπεριφορά που συνιστά ποινικό αδίκημα και ιδίως προσδιορίζουν τα στοιχεία της ειδικής υπόστασης του συγκεκριμένου αδικήματος. Πλην όμως, στη βουλγαρική νομοθεσία υπάρχουν διατάξεις κατά τις οποίες η ίδια συμπεριφορά, ήτοι η χρήση σήματος στις συναλλαγές χωρίς τη συναίνεση του δικαιούχου του αποκλειστικού δικαιώματος, συνιστά τόσο διοικητική παράβαση (άρθρο 81, παράγραφος 1, του προϊσχύσαντος ZMGO και άρθρο 127, παράγραφος 1, του νέου ZMGO) όσο και ποινικό αδίκημα (άρθρο 172b του ποινικού κώδικα). Εντούτοις, η νομοθεσία αυτή δεν περιέχει κριτήριο χαρακτηρισμού βάσει του οποίου να γίνεται διάκριση μεταξύ του ποινικού αδικήματος και της διοικητικής παράβασης. Η ανωτέρω απουσία σαφούς και συγκεκριμένου κριτηρίου έχει ως αποτέλεσμα αντιφατικές πρακτικές και συνεπάγεται άνιση μεταχείριση πολιτών οι οποίοι έχουν τελέσει κατ’ ουσίαν τις ίδιες πράξεις.
Κατά τρίτον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η αρχή της αναλογικότητας την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 49, παράγραφος 3, του Χάρτη αντιτίθεται σε νομοθεσία όπως η βουλγαρική, λαμβανομένης υπόψη της αυστηρότητας των κυρώσεων που προβλέπονται για την τιμωρία της αξιόποινης πράξης του άρθρου 172b, παράγραφος 2, του ποινικού κώδικα, ήτοι υψηλής στερητικής της ελευθερίας ποινής σε συνδυασμό με βαριά χρηματική ποινή. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, στο ως άνω πλαίσιο, οι δυνατότητες μείωσης της ποινής και αναστολής της εκτέλεσής της είναι περιορισμένες και ότι οι ποινές συνοδεύονται από τη δήμευση και καταστροφή των επίμαχων προϊόντων.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rayonen sad – Nesebar (περιφερειακό δικαστήριο Nesebar) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, πρώτον, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει την έννοια ότι η αρχή της νομιμότητας των αξιοποίνων πράξεων και των ποινών δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει, σε περίπτωση χρήσης σήματος στις συναλλαγές χωρίς τη συναίνεση του δικαιούχου του αποκλειστικού δικαιώματος, ότι η ίδια συμπεριφορά στοιχειοθετεί τόσο διοικητική παράβαση όσο και ποινικό αδίκημα, χωρίς η νομοθεσία αυτή να περιλαμβάνει κριτήρια οριοθέτησης της διοικητικής παράβασης σε σχέση με το ποινικό αδίκημα, λαμβανομένου υπόψη ότι η διατύπωση που χρησιμοποιείται στον ποινικό νόμο και στον νόμο περί σημάτων για την περιγραφή τους είναι παρόμοια, ή ακόμη και πανομοιότυπη.
Δεύτερον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το άρθρο 49, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική διάταξη η οποία, σε περίπτωση χρήσης σήματος στις συναλλαγές χωρίς τη συναίνεση του δικαιούχου του αποκλειστικού δικαιώματος, προβλέπει, όταν η χρήση ήταν επανειλημμένη ή προκάλεσε σοβαρές επιζήμιες συνέπειες, στερητική της ελευθερίας ποινή με κατώτατο όριο τα πέντε έτη.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA