Επιστροφή φακέλου στον εντολέα: Πρόστιμο 1400 ευρώ σε δικηγόρο από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων (ΑΠΔΠΧ 30/2024)
Η Αρχή επιβάλει πρόστιμα 700 ευρώ για μη ανταπόκριση σε αίτημα πρόσβασης και 700 ευρώ για μη συνεργασία με την εποπτική αρχή
Την επιστροφή των εγγράφων του από τον πρώην δικηγόρο του ζήτησε ο εντολέας σε μια υπόθεση που έφτασε μέχρι την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Σύμφωνα με την καταγγελία που υποβλήθηκε ενώπιον της ΑΠΔΠΧ, ο εντολέας – καταγγέλλων απέστειλε στον καταγγελλόμενο δικηγόρο SMS, με το οποίο του ζητούσε την επιστροφή του φακέλου του, ενώ ακολούθησε αίτημα μέσω email αλλά και δύο εξώδικες δηλώσεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο καταγγέλλων διευκρίνισε πως ο πρώην δικηγόρος του αρνείται να του παραδώσει τον φάκελό του, παρά το ότι έχει ανακαλέσει την εντολή του και δεν διατηρεί κάποια οικονομική εκκρεμότητα προς αυτόν.
Η Αρχή απέστειλε έγγραφο προς τον καταγγελλόμενο δικηγόρο, ζητώντας διευκρινίσεις ως προς την ανταπόκρισή του επί των αιτημάτων του καταγγέλλοντος ή και ως προς τον λόγο για τη μη χορήγηση των αιτηθέντων στοιχείων. Ο δικηγόρος δεν απάντησε επί των ζητημάτων αυτών, περιοριζόμενος στο να ενημερώσει την Αρχή πως παρεμφερής με την καταγγελία έγκληση του πρώην εντολέα του έχει αρχειοθετηθεί με διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η απάντηση αυτή δεν κάλυψε την εποπτική αρχή, η οποία επανήλθε με νέο έγγραφό της, ζητώντας την απάντηση επί των ερωτημάτων της αμελλητί και υπενθυμίζοντας την υποχρέωση του άρθρου 31 ΓΚΠΔ για συνεργασία των υπευθύνων επεξεργασίας μαζί της. Το έγγραφο αυτό απεστάλη ηλεκτρονικώς αλλά και με συστημένη επιστολή που ταχυδρομήθηκε στην επαγγελματική έδρα του καταγγελλόμενου, χωρίς ωστόσο να υπάρξει κάποια ανταπόκριση. Η Αρχή ζήτησε διευκρινίσεις από τον καταγγέλλοντα σχετικά με την αντιδικία του με τον καταγγελλόμενο και στη συνέχεια τους κάλεσε αμφότερους σε ακρόαση ενώπιον του Προέδρου της.
Οι ισχυρισμοί του καταγγελλόμενου δικηγόρου
Με το εμπροθέσμως υποβληθέν υπόμνημά του, ο καταγγελλόμενος επικαλέστηκε την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης από τον καταγγέλλοντα, καθώς η υποτιθέμενη παραβίαση αυτού έγινε το 2019, ενώ η καταγγελία υποβλήθηκε στην ΑΠΔΠΧ το 2022. Ως προς την άρνησή του να ανταποκριθεί στα αιτήματα που είχε λάβει, ο καταγγέλλων επικαλέστηκε το άρθρο 12 παρ.5β’ ΓΚΠΔ, καθώς επρόκειτο για αίτημα προδήλως αβάσιμο, υπερβολικό και καταχρηστικά επαναλαμβανόμενο.
Περαιτέρω, ο δικηγόρος ισχυρίστηκε πως έχει ήδη από τις αρχές του 2017 αποστείλει στον καταγγέλλοντα με email τα «απαραίτητα έγγραφα για τις υποθέσεις που χειριζόταν ως πληρεξούσιος δικηγόρος του», ενώ ως προς τις παλαιότερες υποθέσεις που είχε χειριστεί, κανένα αντίγραφο των εγγράφων που του είχε χορηγήσει ο τότε εντολέας του δεν τηρείτο σε φυσική μορφή.
Επιπροσθέτως, ο καταγγελλόμενος ανέφερε πως τα έγγραφα που κατείχε και αφορούσαν τον καταγγέλλοντα, είτε του είχαν αποσταλεί από τον ίδιο, είτε είχαν ανακτηθεί από τη Διαύγεια, ενώ τα έγγραφα που σχετίζονταν με δύο συγκεκριμένες υποθέσεις του «ήταν ήδη στα χέρια του καταγγέλλοντος, καθώς είχε δικαίωμα να λάβει αντίγραφα αυτών από την ποινική δικογραφία ως διάδικος».
Τέλος, ο καταγγελλόμενος ισχυρίστηκε πως «ο καταγγέλλων δεν άσκησε τα δικαιώματα διαγραφής και εναντίωσης που ήταν τα μόνο πρόσφορα για να ικανοποιηθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός και ότι η επιλεκτική κοινοποίηση στην Αρχή στιχομυθίας σύντομων γραπτών μηνυμάτων (sms) από τον καταγγέλλοντα κινείται στη σφαίρα της παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών», ενώ διατύπωσε και την αμφιβολία του ως προς το «κατά πόσο υφίσταται πρακτικά, ενόψει των ανωτέρω, πεδίο ικανοποίησης του επίμαχου δικαιώματος πρόσβασης, εφόσον το υποκείμενο των δεδομένων γνωρίζει το υλικό που είχε αποστείλει ηλεκτρονικά σε παλαιότερο χρόνο».
Η απόφαση της Αρχής
Η Αρχή διαπίστωσε αρχικώς πως τα αιτήματα του καταγγέλλοντος, όπως αυτά ασκήθηκαν μέσω SMS, email και εξωδίκων, αποτελούν αιτήματα πρόσβασης σε προσωπικά δεδομένα, τα οποία ασκήθηκαν προσηκόντως και με σαφήνεια.
Ακολούθως και από την εξέταση του συνόλου των στοιχείων του φακέλου, η Αρχή διαπίστωσε ότι δεν προέκυψε πως «ο καταγγελλόμενος δικηγόρος ανταποκρίθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στα ανωτέρω αιτήματα πρόσβασης που άσκησε και επανέφερε ενώπιόν του ο καταγγέλλων, κατά τα ανωτέρω αναλυτικώς εκτεθέντα, μολονότι δεν προκύπτει κάποια οικονομική εκκρεμότητα μετά την ανάκληση της εντολής του τελευταίου προς τον καταγγελλόμενο».
Η Αρχή υπενθύμισε πως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12 παρ.4 ΓΚΠΔ, ο δικηγόρος όφειλε να ενημερώσει τον πρώην εντολέα του και υποκείμενο των δεδομένων για τους λόγους για τους οποίους δεν ενεργεί, καθώς και για τη δυνατότητα υποβολής καταγγελίας και άσκησης δικαστικής προσφυγής. Ο καταγγελλόμενος δικηγόρος επικαλέστηκε ενώπιον της Αρχής τον υπερβολικό, αβάσιμο και καταχρηστικό χαρακτήρα του αιτήματος του καταγγέλλοντος, «σε κάθε περίπτωση, όμως, όφειλε, κατά τα προαναφερόμενα, να απαντήσει και δη εμπροθέσμως στο υποκείμενο των δεδομένων αιτιολογώντας τη μη ανταπόκρισή του στο αίτημα πρόσβασης που ασκήθηκε ενώπιόν του αναφερόμενος στον κατά την κρίση του ανωτέρω χαρακτήρα του αιτήματος για τον οποίο, μάλιστα, φέρει το βάρος της απόδειξης σύμφωνα με την παράγραφο 5 του προαναφερόμενου άρθρου 12 του ΓΚΠΔ, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ο καταγγέλλων επανέφερε το αίτημα του, και με εξώδικες προσκλήσεις, λόγω της παράλειψης του καταγγελλόμενου να αποστείλει οποιαδήποτε απάντηση, έστω και αρνητική». Όπως μάλιστα επισημάνθηκε, ακόμα και η περίπτωση της μη τήρησης αρχείου με τα δεδομένα του υποκειμένου, όπως εν προκειμένω ισχυρίστηκε ο καταγγέλλων σχετικά με τις παλαιότερες υποθέσεις, δεν απαλλάσσει τον υπεύθυνο επεξεργασίας από την υποχρέωση να ενημερώσει το υποκείμενο, απαντώντας έστω και αρνητικά.
Αντίστοιχη υποχρέωση απάντησης έχει ο υπεύθυνος επεξεργασίας και στην περίπτωση όπου θεωρεί πως το υποκείμενο των δεδομένων έχει ήδη πρόσβαση σε ορισμένα εκ των δεδομένων που ζήτησε ή μπορεί να τα αποκτήσει από άλλες πηγές, όπως οι φάκελοι δικογραφίας. Στην τελευταία περίπτωση μάλιστα, το γεγονός πως το υποκείμενο μπορεί να βρει τα δεδομένα από έτερη πηγή «δεν επηρεάζει την υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας όπως ικανοποιεί το σχετικό δικαίωμα πρόσβασης που ασκείται ενώπιόν του. Τούτο δε, καθώς οποιαδήποτε τυχόν έτερη πηγή ή αρχείο εξ αντικειμένου δεν ταυτίζεται με το τηρούμενο από τον καταγγελλόμενο δικηγόρο αρχείο».
Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή έκρινε πως ο καταγγελλόμενος δικηγόρος όφειλε να απαντήσει και δη εμπρόθεσμα στον πρώην εντολέα του, αποστέλλοντας σε αυτόν τα ζητηθέντα στοιχεία του ή ενημερώνοντας αυτόν για τη μη διατήρηση δεδομένων του ή ενημερώνοντας αυτόν για τους λόγους για τους οποίους δεν ενεργεί και για το δικαίωμά του να απευθυνθεί στην εποπτική και δικαστική αρχή. Εν προκειμένω, ο καταγγελλόμενος δεν απάντησε ποτέ στα αιτήματα, παραβιάζοντας έτσι το άρθρο 15 ΓΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 12 παρ.3 και 4 ΓΚΠΔ.
Για την παραβίαση αυτή επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο ύψους 700 ευρώ.
Η μη συνεργασία με την Αρχή
Αυτοτελής παραβίαση διαπιστώθηκε και ως προς τη υποχρέωση συνεργασίας του καταγγελλόμενου με την εποπτική αρχή κατ’άρθρο 31 ΓΚΠΔ, για την οποία επιβλήθηκε και αυτοτελές διοικητικό πρόστιμο. Η Αρχή παρατήρησε πως ο καταγγελλόμενος δικηγόρος «δεν επέδειξε οποιαδήποτε διάθεση συνεργασίας» μαζί της «παρέχοντας διευκρινίσεις σχετικά με την καταγγελία που τον αφορούσε». Ειδικότερα, «αδιαφόρησε και δεν μερίμνησε να απαντήσει με σαφήνεια στα συγκεκριμένα ερωτήματα που έθεσε το πρώτον η Αρχή με το με αριθ. πρωτ. Γ/ΕΞΕ/666/14-03-2023 έγγραφό της. Συγκεκριμένα, απέστειλε μία σημείωση με την οποία δεν απαντήθηκε κανένα ερώτημα της Αρχής και κατ’ επέκταση εξ αντικειμένου ανέκυπταν προσκόμματα στην περαιτέρω διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητας της επίμαχης καταγγελίας. Περαιτέρω, ουδεμία απάντηση απέστειλε o καταγγελλόμενος στο με αριθ. πρωτ. Γ/ΕΞΕ/1828/19-07-2023 έγγραφο της Αρχής, με το οποίο εκλήθη όπως παράσχει αμελλητί τις δέουσες διευκρινίσεις, και το οποίο υπενθύμιζε και την απορρέουσα από το άρθρο 31 του ΓΚΠΔ υποχρέωση που υπέχει ως καταγγελλόμενος. Όπως δε αναφέρεται ανωτέρω, το τελευταίο ως άνω έγγραφο απεστάλη στην διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, από την οποία απάντησε στο πρώτο έγγραφο της Αρχής ο καταγγελλόμενος, χωρίς να λάβει η Αρχή κάποιο αποδεικτικό περί ανεπιτυχούς αποστολής του επίμαχου ηλεκτρονικού μηνύματος, ενώ το αυτό ως άνω έγγραφο εστάλη στον καταγγελλόμενο δικηγόρο και με συστημένη επιστολή στη διεύθυνση της επαγγελματικής του έδρας χωρίς ουδέποτε να επιστρέψει στην Αρχή ως μη παραδοθείσα στον καταγγελλόμενο – παραλήπτη της».
Για την παραβίαση αυτή επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο ύψους 700 ευρώ, με την Αρχή να λαμβάνει υπόψιν της επιβαρυντικώς πως αυτή τελέστηκε από υπεύθυνο επεξεργασίας που φέρει την ιδιότητα του δικηγόρου.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα