Παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο δίκης - Επίκληση στοιχείων ποινικής δικογραφίας σε αστική δίκη (ΑΠ 79/2020)
Άρειος Πάγος: Υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου στον καθορισμό του ποσού χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη
Μία ενδιαφέρουσα απόφαση σχετικά με την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη που προκλήθηκε λόγω της χωρίς συγκατάθεση επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο δίκης, εξέδωσε ο Άρειος Πάγος (ΑΠ 79/2020).
Συγκεκριμένα, με την απόφασή του το ανώτατο δικαστήριο έκανε δεκτή αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης με την οποία επιδικάσθηκε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προκλήθηκε στην αδελφή ιδιοκτήτη διαμερίσματος πολυκατοικίας, λόγω της χωρίς συγκατάθεση επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων της από την ιδιοκτήτρια γειτονικού διαμερίσματος, στο πλαίσιο δίκης, χωρίς δόλο προσβολής της προσωπικότητάς της.
Ειδικότερα, ο Άρειος Πάγος αποφάνθηκε ότι το επιδικασθέν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ποσό χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που προκλήθηκε από την παραβίαση των προσωπικών δεδομένων ήταν δυσαναλόγως μικρό σε σχέση με αυτά που επιδικάζονται σε ανάλογες περιπτώσεις.
Διαβάστε επίσης: Προσωπικά δεδομένα: Προσκόμιση ποινικής απόφασης σε πολιτική δίκη (ΑΠ 252/2018)
Έτσι, κατέληξε ότι συντρέχει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και υπέρβαση των ακραίων ορίων διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, η Σ.Κ., ιδιοκτήτρια διαμερίσματος πολυκατοικίας, σε δύο αστικές δίκες κατά του ιδιοκτήτη γειτονικού διαμερίσματος της πολυκατοικίας, προσκόμισε και επικαλέστηκε μεταξύ άλλων διάφορα έγγραφα από τη σχηματισθείσα δικογραφία της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ξάνθης από την οποία προέκυπτε η κίνηση ποινικής δίωξης σε βάρος της αδελφής του προαναφερθέντος ιδιοκτήτη, για τα εγκλήματα της εξύβρισης και απειλής εναντίον της [της Σ.Κ.], η οποία όμως ποινική διώξη στη συνέχεια έπαυσε καθώς, δυνάμει του άρθρου 8 παρ.3Α του Ν. 4198/2013, θεωρήθηκε ότι παραγράφηκε το αξιόποινο των εν λόγω πράξεων και έτσι η υπόθεση τέθηκε αυτεπαγγέλτως στο αρχείο.
Στη συνέχεια, η αδελφή του ιδιοκτήτη και η Σ.Κ. άσκησαν, έκαστη, αγωγές ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ξάνθης οι οποίες συνεκδικάσθηκαν και εκδόθηκε οριστική απόφαση επί αυτών. Η Σ.Κ. άσκησε έφεση κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξανθης.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η Σ.Κ., με την επίκληση των συγκεκριμένων εγγράφων και την προσκόμιση αυτών, επεξεργάστηκε ανεπίτρεπτα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα της αδελφής του ιδιοκτήτη, χωρίς τη συγκατάθεσή της.
Εντούτοις, το δικαστήριο δέχθηκε την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος της Σ.Κ. “που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την παροχή άδειας προς αυτήν, για κατ' εξαίρεση επεξεργασία, με τη μορφή της χρήσης (προσκόμισης), ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, που ήταν αναγκαία για την άσκηση και υπεράσπιση δικαιώματος της ενώπιον Δικαστηρίου κατ' άρθ. 7 § 1 περ. γ' Ν. 2472/1997”.
Ώς εκ τούτου, έκανε δεκτό τον ισχυρισμό της Σ.Κ. ότι δεν προέβη στην επεξεργασία των εν λόγω ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της αδελφής του ιδιοκτήτη από δόλο, “μη εκλείπουσας πάντως της υπαιτιότητάς της, λόγω αμέλειάς της”.
Τέλος, το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης έκρινε ότι “παρότι σκοπός της άνω επεξεργασίας των, προερχόμενων από 2 διαφορετικά αρχεία, δεδομένων της εφεσίβλητης [αδελφής του ιδιοκτήτη] ουδέποτε υπήρξε να θιγεί αυτή με παραβίαση των προσωπικών της δεδομένων (απουσία δόλου), από την άνω αμελή συμπεριφορά της εκκαλούσας [Σ.Κ.] αυτή υπέστη μια ελάχιστη ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας πρέπει, ενόψει ιδίως του είδους και βάρους της προσβολής (παράβασης), της έκτασης της βλάβης και πιο ειδικά της μη προσφορότητας σημαντικής προσβολής εννόμου συμφέροντος της εφεσίβλητης, λόγω του γεγονότος ότι γνώση του ευαίσθητου δεδομένου της, έλαβαν δύο Δικαστές και ο μετέπειτα δικηγόρος της, ώστε πρακτικά η πιθανότητα να θιγεί προσωπικά ήταν μάλλον αφηρημένη παρά συγκεκριμένη ..., του λογικά πολύ περιορισμένου αντίκτυπου στην ηθική της συγκρότηση, της αμέλειας της εκκαλούσας (ενόψει και της εν γένει στάθμισης των ισοδυνάμων εννόμων συμφερόντων της εκκαλούσας για την υποστήριξη ισχυρισμών της σε 2 αστικές δίκες, και της εφεσίβλητης να μη διαδίδονται περαιτέρω οι ποινικές της υποθέσεις), να επιδικαστεί στην εφεσίβλητη χρηματική ικανοποίηση 50€ για κάθε αρχείο και κάθε αγωγή, ώστε συνολικά 100€.”
Αποσπάσματα της απόφασης του Αρείου Πάγου
Με την απόφασή του που εκδόθηκε επί της ασκηθείσας αίτησης αναιρέσεως της Ο.Ξ. κατά της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, ο Άρειος Πάγος έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι “το Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο δίκασε ως Εφετείο κατά το μέρος που έκρινε, ότι η ευθύνη της αναιρεσίβλητης [Σ.Κ.] για τη χρηματική ικανοποίηση της αναιρεσείουσας [Ο.Ξ.], εξαιτίας παραβίασης των επίμαχων προσωπικών δεδομένων της τελευταίας, είναι νόθος αντικειμενική και, κατά παραδοχή, εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμης της ενστάσεως της ήδη αναιρεσίβλητης, εναγομένης, περί απαλλαγής της από την ευθύνη, λόγω μη συνδρομής των θεμελιωτικών του πταίσματός της πραγματικών γεγονότων, κατέληξε στην κρίση, ότι αυτή ευθύνεται από αμέλεια και όχι από δόλο (όπως είχε δεχθεί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο), για την ηθική βλάβη, που προκλήθηκε στην ήδη αναιρεσείουσα, ενάγουσα, δεν παραβίασε, εκ πλαγίου, τις προαναφερθείσες διατάξεις του Ν. 2472/1997, μεταξύ των οποίων και αυτή του άρθρου 23 παρ. 2 αυτού, επί της οποίας και θεμελιωνόταν η ως άνω ένσταση, στις οποίες ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην προκειμένη περίπτωση”.
Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος κατέληξε ότι “με το να επιδικάσει, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στην ήδη αναιρεσείουσα, ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που αυτή υπέστη από την αναφερόμενη στην αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του παράνομη και υπαίτια προσβολή των προσωπικών της δεδομένων, εκ μέρους της ήδη αναιρεσίβλητης, εναγομένης, το ποσό των πενήντα (50) ευρώ για κάθε μία από τις ένδικες αγωγές αυτής και, συνολικά, το ποσό των εκατό (100) ευρώ, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, δεδομένου ότι το ποσό αυτό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, υστερεί, καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης και είναι ευτελές”.
Συναφώς, ο Άρειος Πάγος επισήμανε ότι “η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης [στα πλαίσια του άρθρου 932 ΑΚ] αποφασίζεται (κατ' αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το Δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων”.
Δείτε το πλήρες κείμενο της απόφασης στην ΤΝΠ Ισοκράτης