logo-print

Κανονισμός Ρώμη Ι

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:

04/07/2008

Κωδικοποιημένο
Ανώνυμες Εταιρίες
Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων και Ευθύνη για Αποζημίωση

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 61 στοιχείο γ) και το άρθρο 67 παράγραφος 5 δεύτερη περίπτωση,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Η Κοινότητα έχει θέσει ως στόχο τη διατήρηση και την ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Για την προοδευτική εγκαθίδρυση ενός τέτοιου χώρου, η Κοινότητα πρέπει να θεσπίσει μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις με διασυνοριακές επιπτώσεις, στο βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(2) Σύμφωνα με το άρθρο 65 στοιχείο β) της συνθήκης, τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν την προώθηση της συμβατότητας των κανόνων που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη όσον αφορά τη σύγκρουση νόμων και δικαιοδοσιών.

(3) Κατά τη σύνοδό του στο Τάμπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιβεβαίωσε την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών και άλλων αποφάσεων ως τον ακρογωνιαίο λίθο της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις και κάλεσε το Συμβούλιο και την Επιτροπή να εγκρίνουν πρόγραμμα μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης.

(4) Στις 30 Νοεμβρίου 2000, το Συμβούλιο ενέκρινε κοινό πρόγραμμα μέτρων της Επιτροπής και του Συμβουλίου για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων. Το πρόγραμμα προσδιορίζει ότι τα μέτρα σχετικά με την εναρμόνιση των κανόνων σύγκρουσης των νόμων συμβάλλουν πράγματι στη διευκόλυνση της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων.

(5) Το πρόγραμμα της Χάγης, που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 5 Νοεμβρίου 2004, ζητούσε να συνεχισθούν δραστήρια οι εργασίες σχετικά με τους κανόνες σύγκρουσης νόμων όσον αφορά τις συμβατικές ενοχές («Ρώμη Ι»).

(6) Η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς προϋποθέτει, προκειμένου να βελτιωθεί η προβλεψιμότητα της έκβασης των διαφορών, η ασφάλεια του εφαρμοστέου δικαίου και η ελεύθερη κυκλοφορία των δικαστικών αποφάσεων, ότι οι κανόνες σύγκρουσης νόμων που ισχύουν στα κράτη μέλη ορίζουν ως εφαρμοστέο το αυτό εθνικό δίκαιο ανεξαρτήτως της χώρας ενώπιον των δικαστηρίων της οποίας ασκείται η αγωγή.

(7) Το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής και οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να συνάδουν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Βρυξέλλες I) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη II»).

(8) Οι οικογενειακές σχέσεις θα πρέπει να καλύπτουν τις σχέσεις γονέων και τέκνων, το γάμο και τις σχέσεις συγγένειας εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, σε ευθεία ή πλάγια γραμμή. Η παραπομπή του άρθρου 1, παράγραφος 2, σε σχέσεις που παράγουν αποτελέσματα ανάλογα με το γάμο και άλλες οικογενειακές σχέσεις θα πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους του επιληφθέντος δικαστηρίου.

(9) Οι ενοχές που προκύπτουν από συναλλαγματικές, επιταγές, γραμμάτια σε διαταγή και άλλα αξιόγραφα θα πρέπει να καλύπτουν και τις φορτωτικές στον βαθμό που οι προκύπτουσες από τη φορτωτική ενοχές οφείλονται στον χαρακτήρα της ως αξιογράφου.

(10) Οι ενοχές που απορρέουν από συζητήσεις που προηγούνται της σύναψης μιας σύμβασης καλύπτονται από το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007. Κατά συνέπεια, οι ενοχές αυτές θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(11) Η ελευθερία των μερών να επιλέγουν το εφαρμοστέο δίκαιο θα πρέπει να αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους του συστήματος των κανόνων σύγκρουσης νόμων όσον αφορά τις συμβατικές ενοχές.

(12) Η συμφωνία μεταξύ των μερών για την ανάθεση αποκλειστικής αρμοδιότητας σε ένα ή περισσότερα δικαστήρια ή δικαιοδοτικά όργανα ενός κράτους μέλους για τη διευθέτηση διαφορών στο πλαίσιο μιας σύμβασης θα πρέπει να αποτελεί έναν από τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον εκδηλώθηκε σαφώς μια επιλογή εφαρμοστέου δικαίου.

(13) Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα μέρη να ενσωματώσουν με ειδική μνεία στη σύμβασή τους ένα μη κρατικό σώμα κανόνων δικαίου ή μια διεθνή σύμβαση.

(14) Αν η Κοινότητα θεσπίσει, με κατάλληλη νομοθετική πράξη, κανόνες ουσιαστικού δικαίου των συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένων καθιερωμένων όρων και προϋποθέσεων, η πράξη αυτή μπορεί να προβλέπει ότι τα μέρη δύνανται να επιλέξουν την εφαρμογή των εν λόγω κανόνων.

(15) Όταν πραγματοποιείται επιλογή εφαρμοστέου δικαίου και όλα τα άλλα στοιχεία που σχετίζονται με την περίπτωση ευρίσκονται σε μια χώρα διαφορετική από τη χώρα το δίκαιο της οποίας έχει επιλεγεί, η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου δεν θα πρέπει να θίγει την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της χώρας αυτής από τις οποίες δεν μπορεί να υπάρξει παρέκκλιση με συμφωνία. Ο κανόνας αυτός θα πρέπει να εφαρμόζεται είτε η επιλογή εφαρμοστέου δικαίου συνοδεύεται από επιλογή δικαστηρίου ή δικαιοδοτικού οργάνου είτε όχι. Δεδομένου ότι δεν προβλέπεται ουσιαστική αλλαγή σε σύγκριση με το άρθρο 3 παράγραφος 3 της σύμβασης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές («σύμβαση της Ρώμης»), η διατύπωση του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να ευθυγραμμισθεί κατά το δυνατόν με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007.

(16) Προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο γενικός στόχος του παρόντος κανονισμού, που είναι η ασφάλεια δικαίου στον ευρωπαϊκό χώρο δικαιοσύνης, οι κανόνες σύγκρουσης νόμων θα πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας. Εντούτοις, τα δικαστήρια θα πρέπει να διατηρούν ένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας προκειμένου να καθορίζουν το δίκαιο που έχει τη στενότερη σχέση με την υπόθεση.

(17) Όσον αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο ελλείψει επιλογής, η έννοια της «παροχής υπηρεσιών» και της «πώλησης αγαθών» θα πρέπει να ερμηνεύεται με τον ίδιο τρόπο όπως κατά την εφαρμογή του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001, στο μέτρο που η πώληση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών καλύπτονται από τον εν λόγω κανονισμό. Μολονότι οι συμβάσεις δικαιόχρησης και διανομής είναι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, αποτελούν αντικείμενο ειδικών κανόνων.

(18) Όσον αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο ελλείψει επιλογής, πολυμερή συστήματα θα πρέπει να είναι εκείνα στα οποία γίνεται διαπραγμάτευση, όπως οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι πολυμερείς μηχανισμοί διαπραγμάτευσης σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, ανεξαρτήτως αν βασίζονται ή όχι σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

(19) Όταν δεν έχει γίνει επιλογή δικαίου, το εφαρμοστέο δίκαιο θα πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με τον κανόνα που διέπει τον συγκεκριμένο τύπο σύμβασης. Όταν η σύμβαση δεν μπορεί να υπαχθεί σε έναν συγκεκριμένο τύπο σύμβασης, ή όταν τα στοιχεία της εμπίπτουν σε περισσότερους από έναν τύπους, θα πρέπει να διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία έχει τη συνήθη διαμονή του το μέρος που καλείται να πραγματοποιήσει τη χαρακτηριστική παροχή (characteristic performance). Στην περίπτωση σύμβασης απαρτιζόμενης από μια δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν σε περισσότερους από έναν καθορισμένους τύπους σύμβασης, η χαρακτηριστική παροχή της σύμβασης θα πρέπει να προσδιορίζεται λαμβανομένου υπόψη του κέντρου βάρους της.

(20) Όταν η σύμβαση είναι προδήλως στενότερα συνδεδεμένη με χώρα άλλη από εκείνη που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 ή 2, ρήτρα διαφυγής θα πρέπει να προβλέπει ότι θα πρέπει να εφαρμόζεται το δίκαιο της εν λόγω άλλης χώρας. Προκειμένου να καθορισθεί η εν λόγω χώρα, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, κατά πόσον η σχετική σύμβαση παρουσιάζει πολύ στενή σχέση με άλλη σύμβαση ή συμβάσεις.

(21) Ελλείψει επιλογής, στην περίπτωση κατά την οποία το εφαρμοστέο δίκαιο δεν μπορεί να καθορισθεί ούτε βάσει του γεγονότος ότι η σύμβαση εμπίπτει σε έναν καθορισμένο τύπο ούτε βάσει του ότι εφαρμοστέο δίκαιο είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία έχει τη συνήθη διαμονή του το μέρος που καλείται να πραγματοποιήσει τη χαρακτηριστική παροχή, η σύμβαση θα πρέπει να διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία είναι στενότερα συνδεδεμένη. Προκειμένου να καθορισθεί η εν λόγω χώρα, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, κατά πόσον η σχετική σύμβαση παρουσιάζει πολύ στενή σχέση με άλλη σύμβαση ή συμβάσεις.

(22) Όσον αφορά την ερμηνεία των συμβάσεων μεταφοράς εμπορευμάτων, δεν προβλέπεται καμία ουσιαστική αλλαγή σε σχέση με το άρθρο 4 παράγραφος 4 τρίτη πρόταση της σύμβασης της Ρώμης. Κατά συνέπεια, οι ναυλώσεις για ένα μόνο ταξίδι και άλλες συμβάσεις με κύριο αντικείμενο τη μεταφορά εμπορευμάτων θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως συμβάσεις μεταφοράς εμπορευμάτων. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ο όρος «αποστολέας» θα πρέπει να αναφέρεται σε κάθε πρόσωπο που συνάπτει σύμβαση μεταφοράς με τον μεταφορέα και ο όρος «μεταφορέας» θα πρέπει να αναφέρεται στο συμβαλλόμενο μέρος που αναλαμβάνει να μεταφέρει τα εμπορεύματα, ανεξαρτήτως αν η μεταφορά εκτελείται από τον ίδιο ή όχι.

(23) Όσον αφορά τις συμβάσεις που συνάπτονται με συμβαλλόμενα μέρη που θεωρούνται ασθενέστερα, φαίνεται ενδεδειγμένη η προστασία τους μέσω κανόνων σύγκρουσης νόμων, οι οποίοι, σε σύγκριση με τους γενικούς κανόνες, είναι ευνοϊκότεροι για τα συμφέροντά τους.

(24) Όσον αφορά ειδικότερα τις συμβάσεις καταναλωτών, ο κανόνας σύγκρουσης νόμων θα πρέπει να επιτρέπει τη μείωση των δαπανών για την επίλυση διαφορών οι οποίες αφορούν συχνά αξιώσεις μικρής αξίας, και να λαμβάνει υπόψη την εξέλιξη των τεχνικών εξ αποστάσεως εμπορίας. Η συνέπεια με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 επιβάλλει, αφενός, την αναφορά στην έννοια της «κατευθυνόμενης δραστηριότητας» ως προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα προστασίας του καταναλωτή και, αφετέρου, την εναρμονισμένη ερμηνεία της συγκεκριμένης έννοιας στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 και στον παρόντα κανονισμό, εξειδικεύοντας ότι μια κοινή δήλωση του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 προσδιορίζει ότι «για να μπορέσει να εφαρμοσθεί το άρθρο 15 παράγραφος 1 στοιχείο γ) δεν αρκεί να κατευθύνει μια επιχείρηση τις δραστηριότητές της στο κράτος μέλος κατοικίας του καταναλωτή ή σε διάφορα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους αλλά πρέπει επίσης να έχει συναφθεί σύμβαση στα πλαίσια αυτών των δραστηριοτήτων». Αυτή η δήλωση υπενθυμίζει εξάλλου ότι «μόνο το γεγονός ότι είναι προσιτή μια σελίδα του Διαδικτύου δεν αρκεί για να καταστήσει εφαρμοστέο το άρθρο 15, χρειάζεται επιπλέον η εν λόγω ιστοσελίδα να καλεί για τη σύναψη συμβάσεων εξ αποστάσεως και να έχει όντως συναφθεί η σύμβαση εξ αποστάσεως με οιοδήποτε μέσο. Στην περίπτωση αυτή η γλώσσα ή το νόμισμα που χρησιμοποιούνται από την ιστοσελίδα του Διαδικτύου δεν συνιστούν στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη».

(25) Οι καταναλωτές θα πρέπει να προστατεύονται με κανόνες της χώρας της συνήθους διαμονής τους, από τους οποίους δεν μπορεί να υπάρξει παρέκκλιση με συμφωνία, υπό την προϋπόθεση ότι η σύμβαση καταναλωτή έχει συναφθεί ως αποτέλεσμα των εμπορικών ή επαγγελματικών δραστηριοτήτων του επαγγελματία στη συγκεκριμένη αυτή χώρα. Η ίδια προστασία θα πρέπει να παρέχεται όταν ο επαγγελματίας, μολονότι δεν ασκεί τις εμπορικές ή επαγγελματικές του δραστηριότητες στη χώρα της συνήθους διαμονής του καταναλωτή, κατευθύνει με οιοδήποτε μέσο τις δραστηριότητές του στη χώρα αυτή ή σε διάφορες χώρες στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η χώρα αυτή, και η σύμβαση συνάπτεται ως αποτέλεσμα των εν λόγω δραστηριοτήτων.

(26) Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες όπως οι επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες και οι παρεπόμενες υπηρεσίες που παρέχονται από επαγγελματία σε καταναλωτή, όπως αναφέρονται στα τμήματα Α και Β του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, και οι συμβάσεις για την πώληση μεριδίων των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, ανεξαρτήτως αν καλύπτονται από την οδηγία 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), θα πρέπει να υπόκεινται στο άρθρο 6 του παρόντος κανονισμού. Κατά συνέπεια, όταν γίνεται αναφορά στους όρους και προϋποθέσεις που διέπουν την έκδοση κινητών αξιών ή την προσφορά τους σε δημόσια εγγραφή, ή στην απόκτηση και εξόφληση μεριδίων των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, η αναφορά αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις πτυχές που συνδέουν τον εκδότη ή προσφέροντα με τον καταναλωτή αλλά δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει τις πτυχές που προϋποθέτουν την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

(27) Θα πρέπει να υπάρξουν διάφορες εξαιρέσεις από τον γενικό κανόνα σύγκρουσης νόμων για τις συμβάσεις καταναλωτών. Σύμφωνα με μια τέτοια εξαίρεση, ο γενικός κανόνας δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου ή μίσθωση ακινήτου, εκτός αν η σύμβαση έχει ως αντικείμενο δικαίωμα χρήσης ακινήτου υπό καθεστώς χρονομεριστικής μίσθωσης κατά την έννοια της οδηγίας 94/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 1994, περί της προστασίας των αγοραστών ως προς ορισμένες πλευρές των συμβάσεων που αφορούν την απόκτηση δικαιώματος χρήσης ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής μίσθωσης.

(28) Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απαρτίζουν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο δεν πρέπει να καλύπτονται από τον γενικό κανόνα που εφαρμόζεται στις συμβάσεις καταναλωτών, καθώς αυτό θα ήταν δυνατόν να καταστήσει εφαρμοστέα διαφορετικά δίκαια για καθένα από τα εκδιδόμενα μέσα, αλλάζοντας έτσι τη φύση τους και εμποδίζοντας την ανταλλαξιμότητα της διαπραγμάτευσης και της προσφοράς τους. Ομοίως, οποτεδήποτε εκδίδονται ή προσφέρονται τέτοια μέσα, οι συμβατικές σχέσεις που δημιουργούνται ανάμεσα στον εκδότη ή προσφέροντα και τον καταναλωτή δεν θα πρέπει να υπόκεινται κατ’ ανάγκη στην υποχρεωτική εφαρμογή του δικαίου της χώρας συνήθους κατοικίας του καταναλωτή, δεδομένου ότι χρειάζεται να εξασφαλισθεί ομοιομορφία στους όρους και τις προϋποθέσεις της έκδοσης ή προσφοράς. Η ίδια λογική θα πρέπει να ισχύει όσον αφορά τα πολυμερή συστήματα που καλύπτονται από το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο η), ως προς τα οποία θα πρέπει να εξασφαλίζεται ότι το δίκαιο της χώρας συνήθους κατοικίας του καταναλωτή δεν θα παρεμβαίνει στους εφαρμοστέους κανόνες για τις συμβάσεις που συνάπτονται στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών ή με παράγοντες τέτοιων συστημάτων.

(29) Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, οι αναφορές σε δικαιώματα και υποχρεώσεις που αποτελούν τους όρους και προϋποθέσεις που διέπουν την έκδοση, προσφορές σε δημόσια εγγραφή ή προσφορά εξαγοράς κινητών αξιών, και οι αναφορές στην απόκτηση και εξόφληση μεριδίων των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, θα πρέπει να περιλαμβάνουν τους όρους που διέπουν, μεταξύ άλλων, την κατανομή των κινητών αξιών ή μεριδίων, τα δικαιώματα σε περίπτωση υπερκάλυψης της έκδοσης, τα δικαιώματα αποχώρησης και παρεμφερή θέματα στο πλαίσιο της προσφοράς, καθώς και τα θέματα στα οποία αναφέρονται τα άρθρα 10, 11, 12 και 13, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι όλες οι συναφείς συμβατικές πτυχές μιας προσφοράς που συνδέει τον εκδότη ή προσφέροντα με τον καταναλωτή θα διέπονται από ένα μόνο δίκαιο.

(30) Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, χρηματοπιστωτικά μέσα και κινητές αξίες είναι εκείνα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 4 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

(31) Καμία διάταξη του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να θίγει τη λειτουργία μιας επίσημης διευθέτησης που ορίζεται ως σύστημα κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο α), της οδηγίας 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων.

(32) Λόγω της ιδιομορφίας των συμβάσεων μεταφοράς και των συμβάσεων ασφάλισης, ειδικές διατάξεις θα πρέπει να εξασφαλίζουν επαρκές επίπεδο προστασίας των επιβατών και των ασφαλισμένων. Κατά συνέπεια, το άρθρο 6 θα πρέπει να εφαρμόζεται στο πλαίσιο των συγκεκριμένων αυτών συμβάσεων.

(33) Όταν μια σύμβαση ασφάλισης που δεν καλύπτει ένα μεγάλο κίνδυνο καλύπτει περισσότερους από έναν κινδύνους, εκ των οποίων τουλάχιστον ένας ευρίσκεται σε ένα κράτος μέλος και τουλάχιστον ένας σε τρίτη χώρα, οι ειδικοί κανόνες του παρόντος κανονισμού σχετικά με τις συμβάσεις ασφάλισης θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνο στον κίνδυνο ή στους κινδύνους που ευρίσκονται στο σχετικό κράτος μέλος ή κράτη μέλη.

(34) Ο κανόνας για την ατομική σύμβαση εργασίας δεν θα πρέπει να θίγει την εφαρμογή των υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου της χώρας απόσπασης του εργαζομένου, σύμφωνα με την οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών.

(35) Οι εργαζόμενοι δεν θα πρέπει να στερούνται της προστασίας που τους εξασφαλίζουν οι διατάξεις από τις οποίες δεν επιτρέπεται παρέκκλιση με συμφωνία ή η παρέκκλιση επιτρέπεται μόνον όταν είναι προς όφελός τους.

(36) Όσον αφορά τις ατομικές συμβάσεις, η εργασία που παρέχεται σε μια άλλη χώρα θα πρέπει να θεωρείται ως προσωρινή εάν ο εργαζόμενος αναμένεται να εργασθεί εκ νέου στη χώρα καταγωγής του μετά την ολοκλήρωση των καθηκόντων του στην αλλοδαπή. Η σύναψη μιας νέας σύμβασης εργασίας με τον αρχικό εργοδότη ή με έναν εργοδότη που ανήκει στον ίδιο όμιλο εταιρειών με τον αρχικό εργοδότη δεν θα πρέπει να παρεμποδίζει τον εργαζόμενο από το να θεωρείται ότι εργάζεται προσωρινά σε μια άλλη χώρα.

(37) Για λόγους δημοσίου συμφέροντος δικαιολογείται να δίνεται στα δικαστήρια των κρατών μελών, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η δυνατότητα να εφαρμόζουν εξαιρέσεις για λόγους δημοσίας τάξης και λόγω υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου. Η έννοια των «υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου» θα πρέπει να διακρίνεται από την έκφραση «διατάξεις από τις οποίες δεν μπορεί να υπάρξει παρέκκλιση με συμφωνία», και θα πρέπει να ερμηνεύεται πιο συσταλτικά.

(38) Στο πλαίσιο της εκχώρησης απαιτήσεων, ο όρος «σχέσεις» θα πρέπει να καθιστά σαφές ότι το άρθρο 14 παράγραφος 1 εφαρμόζεται και στις περιουσιακές πτυχές μιας εκχώρησης μεταξύ εκχωρητή και εκδοχέα στις έννομες τάξεις, στις οποίες οι πτυχές αυτές αντιμετωπίζονται αυτοτελώς σε σχέση με τις πτυχές που εμπίπτουν στο ενοχικό δίκαιο. Εντούτοις, ο όρος «σχέσεις» δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε οποιαδήποτε ενδεχόμενη σχέση μεταξύ εκχωρητή και εκδοχέα. Ειδικότερα, δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει τα προκαταρκτικά ζητήματα μιας εκχώρησης απαιτήσεων ή συμβατικής υποκατάστασης. Ο όρος θα πρέπει να περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στις πτυχές που αφορούν άμεσα τη συγκεκριμένη εκχώρηση απαιτήσεων ή συμβατική υποκατάσταση.

(39) Για λόγους ασφάλειας δικαίου, επιβάλλεται ο σαφής προσδιορισμός της συνήθους διαμονής, ιδίως όσον αφορά τις εταιρείες και άλλες ενώσεις, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα. Αντίθετα από το άρθρο 60 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001, το οποίο προτείνει τρία κριτήρια, ο κανόνας σύγκρουσης νόμων θα πρέπει να περιορίζεται σε ένα μόνο κριτήριο· σε αντίθετη περίπτωση, θα ήταν αδύνατο για τα μέρη να προβλέψουν το εφαρμοστέο για την περίπτωσή τους δίκαιο.

(40) Θα πρέπει να αποφεύγεται μια κατάσταση όπου οι κανόνες σύγκρουσης νόμων είναι διάσπαρτοι σε διάφορες πράξεις και υπάρχουν διαφορές μεταξύ των κανόνων αυτών. Ο παρών κανονισμός, ωστόσο, δεν θα πρέπει να αποκλείει τη δυνατότητα ενσωμάτωσης κανόνων σύγκρουσης νόμων σχετικά με τις συμβατικές ενοχές σε διατάξεις του κοινοτικού δικαίου που αφορούν ειδικώς προσδιοριζόμενα ζητήματα.

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει την εφαρμογή άλλων πράξεων οι οποίες περιέχουν διατάξεις που προορίζονται να συμβάλλουν στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, στο μέτρο που οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να εφαρμοσθούν σε συνδυασμό με το δίκαιο που ορίζεται από τους κανόνες του παρόντος κανονισμού. Η εφαρμογή των διατάξεων του εφαρμοστέου δικαίου που ορίζουν οι κανόνες του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων και υπηρεσιών, όπως αυτή ρυθμίζεται από κοινοτικές πράξεις, όπως η οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, σχετικά με ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά (οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο).

(41) Η τήρηση των διεθνών δεσμεύσεων που αναλαμβάνονται από τα κράτη μέλη συνεπάγεται ότι ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να επηρεάζει τις διεθνείς συμβάσεις στις οποίες έχουν προσχωρήσει ένα ή περισσότερα κράτη μέλη κατά τη χρονική στιγμή της θέσπισης του παρόντος κανονισμού. Προκειμένου να γίνουν περισσότερο προσιτοί οι κανόνες, η Επιτροπή θα πρέπει να δημοσιεύσει, βάσει των πληροφοριών που διαβιβάζονται από τα κράτη μέλη, τον κατάλογο των σχετικών συμβάσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(42) Η Επιτροπή θα υποβάλει πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τις διαδικασίες και προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες τα κράτη μέλη θα μπορούν να διαπραγματεύονται και να συνάπτουν, επ’ ονόματί τους, συμφωνίες με τρίτες χώρες σε επιμέρους και εξαιρετικές περιπτώσεις, όσον αφορά τομεακά θέματα, όπου θα περιέχονται διατάξεις για το εφαρμοστέο στις συμβατικές ενοχές δίκαιο.

(43) Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορεί, κατά συνέπεια, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων του παρόντος κανονισμού, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του εν λόγω στόχου.

(44) Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Ιρλανδία γνωστοποίησε ότι επιθυμεί να συμμετάσχει στη θέσπιση και την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(45) Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει στη θέσπιση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

(46) Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου για τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Άρθρο 1 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής

Άρθρο 2 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Οικουμενική εφαρμογή

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II ΟΜΟΙΟΜΟΡΦΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ

Άρθρο 3 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Ελευθερία επιλογής

Άρθρο 4 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Εφαρμοστέο δίκαιο ελλείψει επιλογής

Άρθρο 5 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Συμβάσεις μεταφοράς

Άρθρο 6 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Συμβάσεις καταναλωτών

Άρθρο 7 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Συμβάσεις ασφάλισης

Άρθρο 8 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Ατομικές συμβάσεις εργασίας

Άρθρο 9 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου

Άρθρο 10 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Συναίνεση και ουσιαστικό κύρος

Άρθρο 11 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Τυπικό κύρος

Άρθρο 12 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Έκταση του εφαρμοστέου δικαίου

Άρθρο 13 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Ανικανότητα

Άρθρο 14 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Εκχώρηση απαιτήσεων και συμβατική υποκατάσταση

Άρθρο 15 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Υποκατάσταση εκ του νόμου

Άρθρο 16 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Παθητική ενοχή εις ολόκληρον

Άρθρο 17 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Συμψηφισμός

Άρθρο 18 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Βάρος απόδειξης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 19 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Συνήθης διαμονή

Άρθρο 20 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Αποκλεισμός της παραπομπής

Άρθρο 21 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Δημόσια τάξη του δικάζοντος δικαστή

Άρθρο 22 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Κράτη χωρίς ενοποιημένο σύστημα δικαίου

Άρθρο 23 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Σχέση με άλλες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου

Άρθρο 24 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Σχέση με τη σύμβαση της Ρώμης

Άρθρο 25 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Σχέση με τις ισχύουσες διεθνείς συμβάσεις

Άρθρο 26 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Κατάλογος συμβάσεων

Άρθρο 27 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Ρήτρα αναθεώρησης

Άρθρο 28 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Διαχρονική εφαρμογή

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 29 - Κανονισμός Ρώμη Ι - Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Στρασβούργο, 17 Ιουνίου 2008

H διατάραξη της κυριότητας

ΜΑΡΙΑ ΠΕΡΤΣΕΛΑΚΗ

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ ΔΙΚΑΙΟ

Πρόσθετοι λογοι αναιρέσεων κατά τον ΚΠΔ

Αθανάσιος Κ. Ζαχαριάδης

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

send