1α. Σε δίκη ενώπιον του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ή της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στην οποία, εν όψει των ισχυρισμών των διαδίκων ή της τυχόν παραπεμπτικής απόφασης, τίθεται ζήτημα αν διάταξη τυπικού νόμου είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα ή όχι, έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβαση φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, τα οποία δικαιολογούν έννομο συμφέρον σε σχέση με την κρίση του ζητήματος αυτού, εφόσον το αυτό ζήτημα εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης στην οποία είναι διάδικοι. Δικαίωμα άσκησης παρέμβασης έχει σε κάθε περίπτωση ο Υπουργός Δικαιοσύνης, εφόσον δεν είναι ήδη διάδικος. Η παράγραφος αυτή δεν έχει εφαρμογή σε δίκες ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί ποινικών υποθέσεων.
β. Ο παρεμβαίνων με βάση το προηγούμενο εδάφιο νομιμοποιείται να προβάλει απόψεις και επιχειρήματα αναφερόμενα αποκλειστικά σε ζητήματα συνταγματικότητας που έχουν τεθεί. Η εκδιδόμενη απόφαση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα για τον παρεμβαίνοντα αυτόν.
γ. Η κατά το εδάφιο α' παρέμβαση ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ασκείται σύμφωνα με τα άρθρα 13 του Κώδικα "περί του κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου* (ν. 345/1976, ΦΕΚ 141 Α'), 49 του π.δ/τος 18/1989 (ΦΕΚ 6 Α'), 81 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. και 14 του π.δ/τος 1225/1981 (ΦΕΚ 304 Α'). αντιστοίχως.
δ. Για την παράσταση όσων παρεμβαίνουν με βάση την παρούσα παράγραφο, τη νομιμοποίηση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, τα απαιτούμενα τέλη και παράβολα και τη δικαστική δαπάνη εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις που αφορούν το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση.
ε. Η μη άσκηση παρέμβασης κατά την παρούσα παράγραφο, σε οποιονδήποτε λόγο και αν οφείλεται, δεν δημιουργεί δικαίωμα ανακοπής ή τριτανακοπής.
2. Το άρθρο 27 του Κώδικα περί του κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ν. 345/1976} αντικαθίσταται ως εξής:
"Άρθρο 27
Διάδικοι εκ του νόμου στην εκλογική δίκη είναι, εκτός από τους αιτούντες, ο βουλευτής ή ο αναπληρωματικός κατά του οποίου στρέφεται η ένσταση. Οι αναπληρωματικοί εκείνοι, στην ανακήρυξη των οποίων δύναται να επιδράσει η απόφαση, έχουν δικαίωμα πρόσθετης παρέμβασης κατά το άρθρο 13 του παρόντος νόμου. Με την πρόσθετη παρέμβαση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η εγκυρότητα ή ακυρότητα ψηφοδελτίων ή σταυρών προτιμήσεως που δεν αμφισβητείται από το διάδικο υπέρ του οποίου ασκείται η παρέμβαση."
3. Οι παρ. 1 και 3 του άρθρου 29 του Κώδικα περί του κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ν. 345/1976) αντικαθίστανται ως εξής:
1. Αν η επιδιωκόμενη από την ένσταση ακύρωση της ανακήρυξης βουλευτή ή αναπληρωματικού σε ορισμένη εκλογική περιφέρεια δύναται να έχει έννομες συνέπειες στην ανακήρυξη βουλευτών ή αναπληρωματικών σε άλλη ή άλλες εκλογικές περιφέρειες από εκείνη του καθ' ου η ένσταση, βουλευτή ή αναπληρωματικού, ο εισηγητής υποχρεούται να μεριμνήσει για την κοινοποίηση αντίγραφου της ένστασης, μαζί με την πράξη ορισμού της δικασίμου, στο βουλευτή ή τον αναπληρωματικό της άλλης αυτής εκλογικής περιφέρειας, η ανακήρυξη του οποίου μπορεί να επηρεασθεί από την απόφαση. Η κοινοποίηση γίνεται τουλάχιστον είκοσι (20) ήμερες πριν από τη συζήτηση."
"3. Αν κατά τις προηγούμενες παραγράφους επηρεάζεται-η ανακήρυξη βουλευτή, ο βουλευτής αυτός θεωρείται καθ' ου και έχει δικαίωμα να ασκήσει αντένσταση κατά το άρθρο 28. Αν επηρεάζεται η ανακήρυξη αναπληρωματικού, ο αναπληρωματικός αυτός μπορεί να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση κατά τα άρθρα 13 και 27.
4. Στον Κώδικα περί του κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ν. 345/1976) προστίθεται άρθρο 30 Α, το οποίο έχει ως εξής:
"Άρθρο 30 Α
1. Αν ο αριθμός των ψηφοδελτίων ή των σταυρών προτίμησης, οι οποίοι πρέπει να καταμετρηθούν η των οποίων η εγκυρότητα ή ακυρότητα αμφισβητείται από τις ενστάσεις και τις αντενστάσεις, είναι μεγάλος, το Δικαστήριο μπορεί, με απόφασή του που λαμβάνεται σε συμβούλιο, ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου του και χωρίς κλήτευση των διάδικων, να αναθέσει την καταμέτρηση και τον έλεγχο των ψηφοδελτίων η των σταυρών προτίμησης, κατά την πραγματική βάση των αιτιάσεων που προβάλλονται, σε δικαστικούς λειτουργούς, κατά προτίμηση πρωτοδίκες, όλων των κλάδων. Οι δικαστικοί αυτοί λειτουργοί μπορούν να επικουρούνται στο έργο τους από δικαστικούς υπαλλήλους
2. Με την απόφαση τάσσεται προθεσμία για την περάτωση του έργου και προσδιορίζεται ο αριθμός των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών υπαλλήλων που είναι αναγκαίοι, καθώς και ο κλάδος η οι κλάδοι της Δικαιοσύνης από τους οποίους προέρχονται. Ο διορισμός τους γίνεται με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου, ύστερα από πρόταση του Προέδρου του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναλόγως του κλάδου από τον οποίο προέρχονται οι διοριζόμενοι.
3. Οι δικαστικοί αυτοί λειτουργοί, που τελούν καθόσον αφορά το έργο τους αυτό υπό την εποπτεία του εισηγητή της υπόθεσης, ενεργούν είτε συλλογικά, καθ' ομάδες είτε ατομικά, κατά τις. οδηγίες του εισηγητή και συντάσσουν έκθεση ή εκθέσεις (πρακτικό καταμέτρησης ψηφοδελτίων, έκθεση αυτοψίας ψηφοδελτίων) για τα θέματα που τους ανατέθηκαν, τις οποίες καταθέτουν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου.
4. Με μέριμνα της Γραμματείας καλούνται οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους να λάβουν γνώση της έκθεσης ή των εκθέσεων της προηγούμενης παραγράφου. Οι πιο πάνω μπορούν να υποβάλουν υπόμνημα με τις παρατηρήσεις τους μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία που έλαβαν γνώση των εκθέσεων. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί για δεκαπέντε (15) ακόμη ημέρες, αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, με πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου.
5. Η περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης γίνεται, μέσα στα όρια της ένστασης και των τυχόν αντενστάσεων, με βάση τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν οι διάδικοι
για τις εκθέσεις που προβλέπει η παράγραφος 3.
6. Τc Δικαστήριο μπορεί πάντοτε με απόφαση του, που λαμβάνεται με την ίδια διαδικασία ανακαλέσει ή να τροποποιήσει την απόφασή του που αναφέρεται στην παρ. 1
7 Η διαδικασία των προηγούμενων παραγράφων μπορεί να διαταχθεί και με προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου που λαμβάνεται ύστερα από τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο.
8. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζονται τα σχετικό με την αποζημίωση των δικαστικών λειτουργών και δραστικών υπαλλήλων, που εκτελούν το πιο πάνω έργο. Η αποζημίωση καταβάλλεται από το Δημόσιο
9. Το Δικαστήριο μπορεί με την εριστική απόφασή του και εκτιμώντας τις περιστάσεις να επιβάλει στους διαδίκους που ηττώνται το σύνολο ή μέρος της δαπάνης του Δημοσίου, η οποία προβλέπεται από την προηγουμένη παράγραφο η να τους απαλλάξει από αυτή. Η Γραμματεία του Δικαστηρίου επισυνάπτει στο φάκελο σημείωμα για το ύψος της πιο πάνω δαπάνης στη συγκεκριμένη περίπτωση.