1. Προκαταρκτική εξέταση είναι η άτυπη συλλογή και καταγραφή στοιχείων για να διαπιστωθεί η τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος και οι συνθήκες τέλεσής του.
2. Ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, ευθύς ως λάβει αναφορά με την οποία καταγγέλλονται πειθαρχικώς επιλήψιμες πράξεις δικηγόρου ή λάβει με οποιονδήποτε τρόπον γνώση από ανακοίνωση δικαστικής ή εν γένει δημόσιας αρχής για τέλεση τέτοιων πράξεων, διατάσσει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, την οποία αναθέτει σε μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Αναφορά για την οποία δεν έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο, καθώς και αναφορά η οποία δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προδήλως αβάσιμη κατ’ ουσία ή ανεπίδεκτη οποιασδήποτε εκτίμησης αρχειοθετείται με ανέκκλητη απόφαση του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου, η οποία ανακοινώνεται στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Ανώνυμες αναφορές και καταγγελίες δεν λαμβάνονται υπόψη και αρχειοθετούνται αμέσως.
3. Η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται εντός μηνός από την ημερομηνία ανάθεσής της αφού προηγουμένως κληθεί να δώσει εξηγήσεις, γραπτές ή προφορικές ο κατονομαζόμενος δικηγόρος. Το μέλος του Πειθαρχικού Συμβούλιου που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση μπορεί να εξετάζει μάρτυρες και να αναζητά κάθε άλλο πρόσφορο νόμιμο αποδεικτικό μέσο.
4. Δεν διενεργείται προκαταρκτική εξέταση για πράξεις, για τις οποίες έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα ή πλημμέλημα.
5. α) Ο αρμόδιος Εισαγγελέας, σε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος δικηγόρου, οφείλει να γνωστοποιεί σε περίληψη την ποινική δίωξη στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο.
β) Οι γραμματείς των δικαστηρίων ή των δικαστικών συμβουλίων οφείλουν να διαβιβάζουν στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο τα παραπεμπτικά ή απαλλακτικά βουλεύματα του πρώτου και του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας, καθώς και τις πρωτόδικες, τελεσίδικες και αμετάκλητες καταδικαστικές ή απαλλακτικές αποφάσεις που αφορούν σε δικηγόρο.