1. Η έκδοση της απόφασης σχετικά με την αναγνώριση ή την εκτέλεση και η εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου, πραγματοποιούνται με την ταχύτητα και προτεραιότητα που αρμόζει σε παρόμοια εσωτερική υπόθεση και σε κάθε περίπτωση εντός των προθεσμιών που ορίζει το παρόν άρθρο.
2. Αν η αρχή έκδοσης εκθέτει στην ΕΕΕ ότι, λόγω της σοβαρότητας της αξιόποινης πράξης, δικονομικών προθεσμιών, ή άλλων ιδιαίτερα επειγουσών περιστάσεων απαιτείται συντομότερη προθεσμία από την οριζόμενη στο παρόν, ή αν η αρχή έκδοσης έχει δηλώσει στην ΕΕΕ ότι το ερευνητικό μέτρο πρέπει να εκτελεστεί σε συγκεκριμένη ημερομηνία, η αρχή εκτέλεσης λαμβάνει κατά προτεραιότητα υπόψη αυτό το αίτημα.
3. Η απόφαση για την αναγνώριση ή την εκτέλεση ΕΕΕ, εκδίδεται από την αρχή εκτέλεσης το συντομότερο δυνατόν και, με την επιφύλαξη της παραγράφου 5, το αργότερο τριάντα (30) ημέρες μετά την παραλαβή της ΕΕΕ.
4. Αν δεν συντρέχει λόγος αναβολής δυνάμει του άρθρου 17, ή αν βρίσκονται ήδη στην κατοχή των ελληνικών αρχών αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν στο ερευνητικό μέτρο που αναφέρει η ΕΕΕ, η αρχή εκτέλεσης εκτελεί αμελλητί το ερευνητικό μέτρο, με την επιφύλαξη της παραγράφου 5, το αργότερο ενενήντα (90) ημέρες μετά τη λήψη της απόφασης της παραγράφου 3.
5. Όταν σε συγκεκριμένη περίπτωση η αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να τηρήσει τις προθεσμίες των παραγράφων 2 και 3, ενημερώνει αμελλητί την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, αναφέροντας τους λόγους καθυστέρησης και τον χρόνο που εκτιμά ότι θα χρειαστεί για την έκδοση της απόφασης. Στην περίπτωση αυτή, η προθεσμία της παραγράφου 3 μπορεί να παραταθεί κατά τριάντα (30) ημέρες κατ’ ανώτατο όριο.
6. Όταν σε συγκεκριμένη περίπτωση η αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να τηρήσει την προθεσμία που ορίζεται στην παράγραφο 4, ενημερώνει αμελλητί την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, αναφέροντας τους λόγους της καθυστέρησης και προβαίνοντας σε διαβούλευση με την αρχή έκδοσης για τον κατάλληλο χρόνο εκτέλεσης του ερευνητικού μέτρου.