1. Κρατούμενοι οι οποίοι, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου, εκτίουν ποινή στερητική της ελευθερίας απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο της ανάκλησης χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, κατά τις εξής διακρίσεις: α) εάν η ποινή τους έχει διάρκεια μέχρι τρία (3) έτη, εφόσον έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο το ένα δέκατο αυτής, β) εάν η ποινή τους έχει διάρκεια μεγαλύτερη των τριών (3) και μέχρι πέντε (5) έτη, συμπεριλαμβανομένης της κάθειρξης, καθώς και εάν η ποινή φυλάκισής τους έχει διάρκεια μεγαλύτερη των πέντε (5) ετών, εφόσον έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο το ένα πέμπτο αυτής.
2. Κρατούμενοι οι οποίοι, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου, εκτίουν ποινή κάθειρξης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη, απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο της ανάκλησης χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, εφόσον έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο τα δύο πέμπτα της ποινής.
3. Κρατούμενοι οι οποίοι, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου, εκτίουν ποινή κάθειρξης άνω των δέκα (10) ετών απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο της ανάκλησης χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, εφόσον έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο το ένα δεύτερο της ποινής που τους επιβλήθηκε ή έχουν συμπληρώσει το ένα τρίτο πραγματικής έκτισης της ποινής αυτής.
4. Εξαιρούνται από τις ρυθμίσεις των παραγράφων 1 έως 3 όσοι έχουν καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης για κακουργήματα που προβλέπονται στα άρθρα 299 παράγραφος 1, 322, 323, 323Α, 324, 336, 338, 339, 342, 348Α, 348Γ, 349, 351, 351Α και 380 παράγραφος 1 εδάφιο τρίτο και 380 παράγραφος 2 του Ποινικού Κώδικα.
5. Στους απολυόμενους, κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 3, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών με την ίδια διάταξή του, μπορεί να επιβάλει: α) την υποχρέωσή τους να εμφανίζονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα στις αστυνομικές αρχές του τόπου όπου διαμένουν, β) τη μη απομάκρυνσή τους, χωρίς έγγραφη άδεια του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, από τον ως άνω τόπο, γ) οποιονδήποτε άλλον όρο από αυτούς που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 100 του Ποινικού Κώδικα κρίνει σκόπιμο πλην της περίπτωσης η΄. Με αίτηση του απολυμένου οι παραπάνω όροι μπορούν να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, κατά την επιβολή των ως άνω όρων, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του την προσωπικότητα, καθώς και τις ατομικές, οικογενειακές και επαγγελματικές ανάγκες του απολυόμενου. Αν εκείνος που απολύθηκε παραβαίνει τους όρους που του έχουν επιβληθεί, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να διατάξει την ανάκληση της απόλυσης. Σε περίπτωση ανάκλησης ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη δεν υπολογίζεται στη διάρκεια της ποινής. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 109 του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζεται αναλόγως.
6. Οι διευθυντές των καταστημάτων κράτησης υποβάλλουν μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, στον εισαγγελέα του τόπου έκτισης της ποινής, τους φακέλους των καταδίκων, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις των παραγράφων 1 έως 3.
7. Κατ’ εξαίρεση των οριζομένων στην παράγραφο 4, κρατούμενοι, οι οποίοι, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου, εκτίουν ποινή κάθειρξης για κακουργήματα που προβλέπονται στα άρθρα 299 παράγραφος 1, 322, 323, 323Α, 338, 348Α, 348Γ, 349, 351 και 380 παράγραφος 1 εδάφιο τρίτο του Ποινικού Κώδικα, εφόσον έχουν εκτίσει τα τμήματα των ποινών που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3, απολύονται, κατόπιν αίτησής τους προς τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο της ανάκλησης, χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα. Στους απολυόμενους μπορούν να επιβληθούν οι όροι που αναφέρονται στην παράγραφο 5, καθώς και, εφόσον είναι δυνατό, η υποχρέωση του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 283Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η επιβολή της υποχρέωσης του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση δεν μπορεί να εκτείνεται πέραν του χρονικού ορίου της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα. Τα εδάφια δεύτερο έως και έκτο της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή.
8. Εάν ο απολυθείς, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, μέσα στο χρονικό διάστημα που προβλέπει το άρθρο 109 του Ποινικού Κώδικα, τελέσει έγκλημα από δόλο, για το οποίο του επιβληθεί αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη από δύο (2) έτη, εκτίει αθροιστικά και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, για την οποία είχε απολυθεί υπό όρο.
9. Απολύσεις που γίνονται κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ανακοινώνονται από τους διευθυντές των καταστημάτων κράτησης τόσο στις αρμόδιες υπηρεσίες Ποινικού Μητρώου και καταχωρούνται στα οικεία δελτία των απολυθέντων, όσο και στη Διεύθυνση Αλλοδαπών του Κλάδου Ασφάλειας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας.
10. Η απόλυση υπό όρο, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δεν κωλύεται από τη μη καταβολή των δικαστικών εξόδων και της χρηματικής ποινής που τυχόν επιβλήθηκε.
11. Οι ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου δεν έχουν εφαρμογή σε όσους μεταφέρονται σε ελληνικά καταστήματα κράτησης από την αλλοδαπή, σε εφαρμογή του ν. 4307/2014 (Α΄ 246) ή της Σύμβασης για τη μεταφορά των καταδίκων, η οποία κυρώθηκε με το ν. 1708/1987 (Α΄ 108), καθώς και του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στην ανωτέρω Σύμβαση, το οποίο κυρώθηκε με το ν. 3351/2005 (Α΄ 147).
12. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στους καταδίκους που αποκτούν τις προϋποθέσεις των προηγουμένων παραγράφων μετά την έναρξη ισχύος αυτού και έως τις 28 Αυγούστου 2019.
13. Κάθε αμφισβήτηση ως προς την εφαρμογή του άρθρου αυτού λύεται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, προκειμένου δε για ανηλίκους από το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων του τόπου έκτισης.