Στην παρ. 5 του άρθρου 69 του ν. 4478/2017 (Α’ 91) οι αναφορές σε «άλαλο» αντικαθίστανται από αναφορές σε «πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου» και η παρ. 5 διαμορφώνεται ως εξής:
«5. Αν το θύμα είναι κωφός ή πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου, η εξέτασή του γίνεται ως εξής: όλες οι ερωτήσεις και οι τυχόν παρατηρήσεις δίνονται στον κωφό, αφού καταγραφούν από τον γραμματέα της ανάκρισης ή του δικαστηρίου, ενώ οι απαντήσεις δίνονται από αυτόν γραπτώς, προφορικώς ή στη νοηματική γλώσσα. Στο πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου οι ερωτήσεις και οι παρατηρήσεις δίνονται προφορικά και αυτός απαντά γραπτώς ή στη νοηματική γλώσσα. Στο ακροατήριο οι γραπτές απαντήσεις που δόθηκαν από τον κωφό ή το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου, αφού μονογραφηθούν από τον πρόεδρο και τον γραμματέα, καταγράφονται στα πρακτικά και συνοδεύουν τη δικογραφία. Αν ο κωφός ή το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει, όποιος διεξάγει την ανάκριση ή διευθύνει τη συζήτηση, διορίζει έναν ή δύο διερμηνείς, που αν είναι δυνατό, εκλέγονται κατά προτίμηση μεταξύ των προσώπων που συνήθισαν να συνεννοούνται με τον κωφό ή το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου. Κατά τα άλλα, τηρούνται, αν είναι δυνατό, οι διατάξεις που αναφέρονται στους διερμηνείς.»