Μετά από το άρθρο 16Α του ν. 4786/2021 (Α’ 43) προστίθεται άρθρο 16Β ως εξής:
«Άρθρο 16Β
Ανακριτικές πράξεις, ποινική δίωξη και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού
1. Επί κακουργημάτων και συναφών πλημμελημάτων για τα οποία η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει ασκήσει την αρμοδιότητά της, σύμφωνα με τα άρθρα 24, 25, 26 και 27 του Κανονισμού ΕΕ 2017/1939, απευθύνεται παραγγελία προς τον ανακριτή μόνο για τη λήψη της απολογίας του κατηγορουμένου και όλες οι ανακριτικές πράξεις ενεργούνται από τους Ευρωπαίους Εντεταλμένους Εισαγγελείς, αυτοπροσώπως ή μέσω των ανακριτικών υπαλλήλων που υπάγονται σε αυτούς, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 28 του Κανονισμού ΕΕ 2017/1939 (L 283). Κατ’ εξαίρεση ο ανακριτής δύναται να ασκήσει την αρμοδιότητα της παρ. 2 του άρθρου 248 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) μόνο με τη σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέα.
2. Η ποινική δίωξη ασκείται από τον Ευρωπαίο Εντεταλμένο Εισαγγελέα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 13 του Κανονισμού ΕΕ 2017/1939, με παραγγελία προς τον ανακριτή για λήψη απολογίας του κατηγορουμένου και υποβολή κατηγορητηρίου που περιέχει όλα τα περιστατικά που συνιστούν αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο αξιόποινης πράξης, καθώς και τον νομικό χαρακτηρισμό της. Η ποινική δίωξη ασκείται με μόνη την υποβολή του κατηγορητηρίου προς τον ανακριτή, όταν ζητείται η έκδοση εντάλματος σύλληψης χωρίς προηγούμενη κλήση για απολογία. Σε περίπτωση σύλληψης πριν από την αμετάκλητη παραπομπή σε δίκη, η δικογραφία επιστρέφεται στον ανακριτή για λήψη της απολογίας. Για πλημμελήματα που διώκονται αυτοτελώς, η ποινική δίωξη ασκείται με την επίδοση προς τον κατηγορούμενο του κατηγορητηρίου, μαζί με κλήση για απολογία ενώπιον του Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέα ή του ανακριτικού υπαλλήλου που έχει ορισθεί από αυτόν, η οποία περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 271 ΚΠΔ και στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο αυτό. Αν δεν έχει προηγηθεί προκαταρτική εξέταση, τηρούνται οι προθεσμίες της παρ. 1 του άρθρου 244 ΚΠΔ.
3. Αν μετά τη λήψη της απολογίας και την εξέταση τυχόν υπερασπιστικών μέσων του κατηγορουμένου, ο Ευρωπαίος Εντεταλμένος Εισαγγελέας κρίνει ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να παραπεμφθεί για πράξη ελαφρύτερη από αυτήν που του απέδωσε με το κατηγορητήριο ή ότι συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 39 και 40 του Κανονισμού ΕΕ 2017/1939, συντάσσει ανάλογο σχέδιο απόφασης, εκθέτοντας με συνοπτική αιτιολογία στην έκθεσή του προς τον εποπτεύοντα Εισαγγελέα και τους λόγους μεταβολής της κρίσης του επί των σημείων αυτών. Αν μετά την απολογία ο Ευρωπαίος Εντεταλμένος Εισαγγελέας κρίνει ότι πρέπει να υποβάλει σχέδιο απόφασης παραπομπής για πράξη βαρύτερη ή ουσιωδώς διαφορετική από αυτή για την οποία απήγγειλε κατηγορία, οφείλει να ζητήσει την εκ νέου κλήση του κατηγορουμένου για συμπληρωματική απολογία.
4. Aν ο Ευρωπαίος Εντεταλμένος Εισαγγελέας κρίνει ότι είναι αναγκαία η σύλληψη, η προσωρινή κράτηση, ο κατ’ οίκον περιορισμός ή η επιβολή περιοριστικών όρων, μετά την απολογία ή μετά τη μη εμφάνιση του κατηγορουμένου στην ταχθείσα προς τούτο ημέρα και ώρα, απευθύνεται με αίτηση στον ανακριτή. Στην αίτηση του Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέα περιέχεται πλήρης η αιτιολογία και το διατακτικό του τίτλου που ζητείται να εκδοθεί. Αν η έρευνα περαιωθεί με έκδοση εντάλματος σύλληψης, ο Εντεταλμένος Ευρωπαίος Εισαγγελέας απευθύνεται στον ανακριτή για την επιβολή στον κατηγορούμενο μέτρων δικονομικού καταναγκασμού σε περίπτωση σύλληψής του. Το ίδιο δύναται να πράξει ο Εντεταλμένος Ευρωπαίος Εισαγγελέας και όταν η περαίωση γίνεται με έκδοση εντάλματος βίαιης προσαγωγής. Αν πρόκειται για μέτρα που λαμβάνονται μετά την απολογία, ο ανακριτής αποφαίνεται αφού ακούσει επ’ αυτών τον κατηγορούμενο που εμφανίστηκε ενώπιόν του και τον συνήγορό του.
5. Ο ανακριτής μπορεί να δεχθεί εν μέρει ή να απορρίψει το αίτημα. Αν ο ανακριτής συμφωνεί με το αίτημα του Εισαγγελέα, εκδίδει σχετική διάταξη, ένταλμα σύλληψης ή ένταλμα προσωρινής κράτησης. Τη διάταξη περί μερικής ή ολικής απόρριψης ο ανακριτής τη σημειώνει επί του σώματος της αίτησης ή την προσαρτά σε αυτή, συμπεριλαμβάνοντας και την κατά την κρίση του αναγκαία συνοπτική αιτιολογία. Επί μερικής ή ολικής απόρριψης, ο Ευρωπαίος Εντεταλμένος Εισαγγελέας μπορεί να αποδεχθεί την κρίση του ανακριτή, ζητώντας αμέσως την πρόοδο της διαδικασίας, ή να εισαγάγει τη διαφωνία του στο συμβούλιο πλημμελειοδικών, οπότε εφαρμόζεται το άρθρο 288 ΚΠΔ. Αν ο ανακριτής διαπιστώνει τυπικές ελλείψεις που επιδέχονται συμπλήρωση, μπορεί να αναπέμψει για συμπλήρωση το αίτημα μία (1) μόνο φορά, επισημαίνοντας τις κατά την κρίση του ελλείψεις που χρήζουν συμπλήρωσης.
6. Οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και τα δικαιώματα των μερών σε σχέση με τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού καθορίζονται κατά τα λοιπά από τις οικείες διατάξεις του ΚΠΔ.».