1. Η Επιτροπή διοικείται από επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) που είναι το ανώτατο όργανό της και απαρτίζεται από:
α) τον Πρόεδρο,
β) έναν εκπρόσωπο της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος υποδεικνυόμενο από αυτήν,
γ) έναν αναλογιστή εκπρόσωπο της Ένωσης Αναλογιστών Ελλάδος υποδεικνυόμενο από αυτήν,
δ) έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών,
ε) έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Ανάπτυξης υποδεικνυόμενο από τον Υπουργό Ανάπτυξης,
στ) έναν εμπειρογνώμονα,
ζ) έναν εκπρόσωπο των καταναλωτών, που ορίζεται από το Εθνικό Συμβούλιο Καταναλωτών.
Τα υπό α', δ' και στ' μέλη επιλέγονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Ο Υπουργός ορίζει ένα από τα μέλη ως Αντιπρόεδρο, ο οποίος είναι ο νόμιμος αναπληρωτής του Προέδρου.
2. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. πρέπει να είναι πρόσωπα καταξιωμένα και αναγνωρισμένα στην οικονομική και επιστημονική ζωή του τόπου ή της δημόσιας διοίκησης. Τα μέλη του πρέπει να είναι πρόσωπα αναγνωρισμένου κύρους της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας και να διαθέτουν ειδικές γνώσεις και εμπειρία σε θέματα της ιδιωτικής ασφάλισης και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών γενικότερα, ώστε να συμβάλλουν με αυτές αποτελεσματικά στην επίτευξη των σκοπών της Επιτροπής.
3. Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα λοιπά πέντε μέλη του Δ.Σ. διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών για θητεία τεσσάρων ετών. Ο Πρόεδρος μπορεί να αναδιορίζεται για μια δεύτερη το πολύ θητεία. Τα λοιπά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μπορούν να αναδιορίζονται χωρίς περιορισμό θητειών.
4. Στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου παρίσταται και ο Γενικός Διευθυντής της Επιτροπής με δικαίωμα γνώμης χωρίς ψήφο.
5. Οι αποδοχές του Προέδρου, καθώς και οι αμοιβές των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου καθορίζονται από τον εποπτεύοντα Υπουργό κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων.
6. Οι αναφερόμενοι στην παράγραφο 1 υπό στοιχεία β', γ' και ε' φορείς οφείλουν, μέσα σε ένα μήνα αφότου λάβουν το σχετικό έγγραφο του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, να ορίσουν τα προβλεπόμενα τακτικά μέλη. Σε περίπτωση μη τήρησης της προθεσμίας ή διαφωνίας των οικείων φορέων που δεν επιτρέπει τη διαπίστωση της επικρατούσας βούλησής τους, ο διορισμός των μελών από τους αντίστοιχους φορείς γίνεται από τον Υπουργό.
7. Ο Πρόεδρος είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και δεν επιτρέπεται να ασκεί άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη, ή να συμμετέχει στην ίδρυση ή στο μετοχικό κεφάλαιο ή σε διοικητικό όργανο επιχείρησης που τελεί υπό τον κατά νόμο έλεγχο της Επιτροπής ή συνδεδεμένης με αυτή εταιρίας κατά την έννοια του άρθρου 42ε του Κ.Ν. 2190/1920. Η απαγόρευση της συμμετοχής ισχύει και για τα λοιπά μέλη του Δ.Σ. που δεν εκπροσωπούν φορείς. Σε περίπτωση παράβασης, ανεξαρτήτως πειθαρχικών ή ποινικών κυρώσεων, ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών παύει τον παραβάτη. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Δ.Σ. που δεν εκπροσωπούν φορείς δεν επιτρέπεται κατά τα τρία επόμενα έτη από τη λήξη της θητείας τους να παρέχουν υπηρεσίες με οποιαδήποτε ιδιότητα σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή συνδεδεμένες με αυτές εταιρίες κατά την παραπάνω έννοια.
8. Αν για οποιονδήποτε λόγο κενωθεί θέση μέλους κατά τη διάρκεια της θητείας του Δ.Σ., διορίζεται με την ίδια διαδικασία νέο μέλος για το χρόνο μέχρι τη λήξη της θητείας των λοιπών μελών. Σε περίπτωση κενώσεως περισσότερων θέσεων και μέχρι να διορισθούν νέα μέλη, το Δ.Σ. εξακολουθεί να λειτουργεί νόμιμα, εφόσον παραμένουν τουλάχιστον πέντε από τα ορισθέντα μέλη του, συμπεριλαμβανομένου σε αυτά του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου.
9. Ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να παύσει τον Πρόεδρο, Αντιπρόεδρο ή άλλο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής με απόφασή του, αν κατά τη διάρκεια της θητείας του συντρέξει σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα ή καταδίκη για αδίκημα που αποτελεί κώλυμα διορισμού σε δημόσια θέση ή σε περίπτωση απουσίας του από τις συνεδριάσεις του Δ.Σ. χωρίς απο-χρώντα λόγο επί τέσσερις συνεχείς συνεδριάσεις ή επί οκτώ συνολικά μέσα στο ίδιο έτος.
10. Το Δ.Σ. συνεδριάζει έγκυρα, εφόσον παρίστανται αυτοπροσώπως πέντε τουλάχιστον μέλη, μεταξύ των οποίων πρέπει να είναι υποχρεωτικά ο Πρόεδρος ή, όταν αυτός απουσιάζει ή κωλύεται, ο Αντιπρόεδρος. Οι αποφάσεις του λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των παρόντων. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Χρέη Γραμματέα του Συμβουλίου εκτελεί ένας από τους υπαλλήλους της Επιτροπής που ορίζεται από τον Πρόεδρο.
11. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν συμμετέχουν στη συζήτηση και λήψη αποφάσεων από το Διοικητικό Συμβούλιο για θέματα που αφορούν φυσικά πρόσωπα με τα οποία είναι σύζυγοι ή συγγενείς μέχρι και τον τρίτο βαθμό ή νομικά πρόσωπα, με τα οποία τελούν σε σχέση εργασίας, εντολής ή άλλη παρόμοια ή στο μετοχικό κεφάλαιο των οποίων συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα. Η παράβαση του προηγούμενου εδαφίου δεν επιφέρει ακυρότητα της απόφασης, αλλά συνεπάγεται πειθαρχική και ενδεχομένως ποινική ευθύνη του παραβάτη, ο δε εποπτεύων Υπουργός μπορεί, ανεξαρτήτως των προηγουμένων, να παύσει το μέλος αυτό.