ΑΡΘΡΟ 9
Αεροπορική ασφάλεια
1. Σύμφωνα με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που υπέχουν βάσει του διεθνούς δικαίου, τα μέρη επιβεβαιώνουν ότι η υποχρέωση ενός μέρους έναντι του άλλου να προστατεύει την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας από έκνομες πράξεις αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας συμφωνίας. Τα μέρη, χωρίς να περιορίζουν τη γενική ισχύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που υπέχουν δυνάμει του διεθνούς δικαίου, ενεργούν ιδίως σύμφωνα με τις ακόλουθες συμφωνίες: τη Σύμβαση περί Παραβάσεων και Ορισμένων Άλλων Πράξεων που διαπράττονται επί Αεροσκαφών, η οποία έγινε στο Τόκιο στις 14 Σεπτεμβρίου 1963, τη Σύμβαση για την Καταστολή της Παράνομης Υφαρπαγής Αεροσκαφών, η οποία έγινε στη Χάγη στις 16 Δεκεμβρίου 1970, και τη Σύμβαση για την Καταστολή Παρανόμων Πράξεων κατά της Ασφάλειας της Πολιτικής Αεροπορίας, η οποία έγινε στο Μόντρεαλ στις 23 Σεπτεμβρίου 1971, και το Πρωτόκολλο για την Καταστολή Παράνομων Πράξεων Βίας σε Αερολιμένες που Εξυπηρετούν τη Διεθνή Πολιτική Αεροπορία, το οποίο έγινε στο Μόντρεαλ στις
24 Φεβρουαρίου 1988.
2. Κατόπιν αιτήσεως, τα μέρη παρέχουν όλη την αναγκαία συνδρομή εκατέρωθεν για την αντιμετώπιση οποιασδήποτε απειλής κατά της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας, συμπεριλαμβανομένης της αποτροπής ενεργειών παράνομης υφαρπαγής αεροσκαφών της πολιτικής αεροπορίας και άλλων παράνομων ενεργειών κατά της ασφάλειας των αεροσκαφών αυτών, των επιβατών και του πληρώματός των και των αερολιμένων και των αεροναυτιλιακών διευκολύνσεων.
3. Στις αμοιβαίες σχέσεις τους, τα μέρη ενεργούν σύμφωνα με τα πρότυπα αεροπορικής ασφάλειας και με τις ανάλογες συνιστώμενες πρακτικές που έχουν καθιερωθεί από τη Διεθνή Οργάνωση Πολιτικής Αεροπορίας και έχουν ενσωματωθεί ως Παραρτήματα της Σύμβασης αυτής· απαιτούν από τους φορείς εκμετάλλευσης των αεροσκαφών που είναι νηολογημένα στα Μητρώα τους, τους φορείς εκμετάλλευσης αεροσκαφών που έχουν την κύρια εγκατάστασή τους ή τη μόνιμη έδρα τους στην επικράτειά τους, καθώς και από τους φορείς εκμετάλλευσης αερολιμένων που ευρίσκονται στην επικράτειά τους, να ενεργούν σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις αεροπορικής ασφάλειας.
4. Κάθε μέρος μεριμνά ώστε να λαμβάνονται αποτελεσματικά μέτρα εντός της επικρατείας του για την προστασία των αεροσκαφών και για τον έλεγχο των επιβατών και των μελών των πληρωμάτων και των αποσκευών και των χειραποσκευών τους, καθώς και του φορτίου και των αποθηκών των αεροσκαφών, πριν και κατά τη διάρκεια της επιβίβασης ή της φόρτωσης, και ώστε τα εν λόγω μέτρα να είναι κατάλληλα για την αντιμετώπιση μεγάλων απειλών κατά της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας. Κάθε μέρος συμφωνεί ότι πρέπει να τηρούνται οι διατάξεις αεροπορικής ασφαλείας που απαιτούνται από το άλλο μέρος για την έξοδο και κατά την παραμονή στην επικράτεια του εν λόγω άλλου μέρους. Κάθε μέρος ανταποκρίνεται θετικά σε κάθε αίτημα του άλλου μέρους για τη λήψη ειδικών μέτρων ασφάλειας προς αντιμετώπιση συγκεκριμένης απειλής.
5. Με πλήρη και αμοιβαίο σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας των μερών, ένα μέρος μπορεί να λαμβάνει μέτρα ασφάλειας για την είσοδο στην επικράτειά του. Εφόσον είναι δυνατόν, το εν λόγω μέρος λαμβάνει υπόψη του τα μέτρα ασφαλείας που εφαρμόζει ήδη το άλλο μέρος και τις σχετικές απόψεις που ενδεχομένως διατυπώνει. Ωστόσο, κάθε μέρος αναγνωρίζει, ότι καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν περιορίζει τη δυνατότητα ενός μέρους να αρνείται την είσοδο οποιασδήποτε πτήσης ή πτήσεων στην επικράτειά του, εφόσον κρίνει ότι απειλείται η ασφάλειά του.
6. Ένα μέρος μπορεί να λαμβάνει επείγοντα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων τροποποιήσεων, για την αντιμετώπιση συγκεκριμένης απειλής κατά της ασφάλειάς του. Τα μέτρα αυτά κοινοποιούνται αμέσως στις υπεύθυνες αρχές του άλλου μέρους.
7. Τα μέρη τονίζουν ότι είναι σημαντική η επίτευξη συμβιβάσιμων πρακτικών και προτύπων ως μέσου βελτίωσης της ασφαλείας των αεροπορικών μεταφορών και ελαχιστοποίησης των κανονιστικών αποκλίσεων. Προς το σκοπό αυτόν, τα μέρη χρησιμοποιούν πλήρως και αναπτύσσουν τις υπάρχουσες διαύλους συζήτησης των ισχυόντων και των προτεινόμενων μέτρων ασφαλείας. Τα μέρη αναμένουν ότι οι συζητήσεις θα αφορούν, μεταξύ άλλων, τα νέα μέτρα ασφάλειας που προτείνει ή εξετάζει το άλλο μέρος, συμπεριλαμβανομένης της αναθεώρησης των μέτρων ασφάλειας λόγω μεταβολής των συνθηκών, τα μέτρα που προτείνει ένα μέρος για να τηρηθούν οι απαιτήσεις ασφάλειας του άλλου μέρους, τις δυνατότητες της ταχύτερης προσαρμογής των προτύπων που αφορούν τα μέτρα αεροπορικής ασφάλειας, και τη συμβατότητα των απαιτήσεων ενός μέρους με
τις εκ του νόμου υποχρεώσεις του άλλου μέρους. Οι εν λόγω συζητήσεις θα πρέπει να χρησιμεύουν για την έγκαιρη ειδοποίηση και την προκαταβολική συζήτηση για νέες πρωτοβουλίες και απαιτήσεις ασφαλείας.
8. Με την επιφύλαξη της ανάγκης για άμεση ανάληψη δράσης για την προστασία της ασφάλειας των μεταφορών, τα μέρη βεβαιώνουν ότι, κατά την εξέταση μέτρων ασφάλειας, ένα μέρος αξιολογεί τις πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις τους στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές και λαμβάνει υπόψη του τους εν λόγω παράγοντες, εκτός εάν περιορίζεται από το νόμο, όταν καθορίζει ποια μέτρα είναι αναγκαία και κατάλληλα για την αντιμετώπιση αυτών των θεμάτων ασφάλειας.
9. Σε περίπτωση συμβάντος ή απειλής συμβάντος παράνομης υφαρπαγής αεροσκάφους ή άλλων παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας επιβατών, πληρώματος, αεροσκάφους, αερολιμένων ή αεροναυτιλιακών εγκαταστάσεων, τα μέρη αλληλοβοηθούνται διευκολύνοντας τις συνεννοήσεις και άλλα κατάλληλα μέτρα με σκοπό να τερματισθεί γρήγορα και με ασφάλεια το συμβάν ή η απειλή τέτοιου συμβάντος.
10. Όταν ένα μέρος έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι το άλλο μέρος δεν τηρεί τις διατάξεις του παρόντος άρθρου για την αεροπορική ασφάλεια, οι υπεύθυνες αρχές του εν λόγω μέρους μπορούν να ζητούν άμεσες διαβουλεύσεις με τις υπεύθυνες αρχές του άλλου μέρους. Η μη επίτευξη ικανοποιητικής συμφωνίας εντός 15 ημερών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος, αποτελεί βάση για τη λήψη απόφασης για ανάκληση, αναστολή, περιορισμό ή επιβολή όρων στην εξουσιοδότηση λειτουργίας ή την τεχνική άδεια αεροπορικής εταιρίας ή εταιριών του εν λόγω μέρους. Σε περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης, ένα μέρος μπορεί να αναλαμβάνει προσωρινή δράση πριν από την εκπνοή της δεκαπενθήμερης προθεσμίας.
11. Πέραν των αξιολογήσεων αερολιμένων οι οποίες διενεργούνται για να διαπιστωθεί η συμμόρφωση προς τα πρότυπα αεροπορικής ασφάλειας και προς τις πρακτικές που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, ένα μέρος μπορεί να ζητεί τη συνεργασία του άλλου μέρους προκειμένου να αξιολογηθεί κατά πόσον κάποια συγκεκριμένα μέτρα ασφάλειας αυτού του άλλου μέρους πληρούν τις απαιτήσεις του αιτούντος μέρους. Οι υπεύθυνες αρχές των μερών συντονίζουν εκ των προτέρων τους αερολιμένες που πρόκειται να αξιολογηθούν και τις ημερομηνίες αξιολόγησης και καθορίζουν διαδικασία για την εξέταση των αποτελεσμάτων των αξιολογήσεων αυτών. Αφού λάβει υπόψη του τα αποτελέσματα της αξιολόγησης, το αιτούν μέρος μπορεί να αποφασίσει ότι εφαρμόζονται ισοδύναμα μέτρα ασφάλειας στην επικράτεια του άλλου μέρους, έτσι ώστε η μετεπιβίβαση επιβατών και η μεταφόρτωση αποσκευών ή/και φορτίου να είναι δυνατόν να εξαιρούνται από επαναληπτικό έλεγχο στην επικράτεια του αιτούντος μέρους. Η απόφαση αυτή ανακοινώνεται στο άλλο μέρος.