1. Ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος οφείλει κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων του να μεριμνά για τα συμφέροντα του αντιπροσωπευομένου και να δρα νόμιμα με βάση την καλή πίστη.
Ιδιαίτερα ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος οφείλει:
α) Να ασχολείται με την δέουσα επιμέλεια κατά την διαπραγμάτευση και ενδεχομένως κατά την σύναψη των πράξεων οι οποίες του έχουν ανατεθεί.
β) Να ανακοινώνει στον αντιπροσωπευόμενο κάθε αναγκαία πληροφορία που διαθέτει.
γ) Να συμμορφώνεται προς τις εύλογες υποδείξεις του αντιπροσωπευόμενου.
2. Ο αντιπροσωπευόμενος οφείλει κατά τη διάρκεια των σχέσεών του με τον Εμπορικό Αντιπρόσωπο να δρα νόμιμα, με βάση την καλή πίστη.
Ιδιαίτερα ο αντιπροσωπευόμενος οφείλει:
α) Να θέτει στη διάθεση του Εμπορικού Αντιπροσώπου τα αναγκαία πληροφοριακά έγγραφα, που αφορούν τα εμπορεύματα περί των οποίων εκάστοτε πρόκειται.
β) Να παρέχει στον Εμπορικό Αντιπρόσωπο τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκτέλεση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, ιδίως να ειδοποιεί τον Εμπορικό Αντιπρόσωπο, μέσα σε εύλογη προθεσμία, μόλις προβλέψει ότι ο όγκος των εμπορικών πράξεων θα είναι αισθητά μικρότερος από εκείνον που ο αντιπρόσωπος θα έπρεπε να αναμένει κανονικά.
3. Ο αντιπροσωπευόμενος οφείλει εξάλλου να ενημερώνει μέσα σε εύλογη προθεσμία τον εμπορικό αντιπρόσωπο σχετικά με την εκ μέρους του αποδοχή ή απόρριψη καθώς και με η μη εκτέλεση μίας εμπορικής πράξης για την οποία μεσολάβησε.
4. Τα μέρη σε μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του άρθρου αυτού.