logo-print

Νόμος 2871/2000

Κύρωση της Συμφωνίας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Μάλτας για τις αεροπορικές μεταφορές μεταξύ και πέραν των αντίστοιχων εδαφών τους.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:

05/01/2001

Ένδικη προστασία για ακίνητο φερόμενο ως "άγνωστου" ιδιοκτήτη - Β έκδοση, Βιβλιοθήκη Δικαίου Κτηματολογίου Νο 19 -

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ

ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΣΙΛΙΓΓΕΡΙΔΟΥ

Διοικητική Δικονομία - Συλλογή Διατάξεων

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΤΑΚΤΙΚΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 2871

Κύρωση της Συμφωνίας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Μάλτας για τις αεροπορικές μεταφορές μεταξύ και πέραν των αντίστοιχων εδαφών τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο πρώτο

Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Συμφωνία μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Μάλτας για τις αεροπορικές μεταφορές μεταξύ και πέραν των αντίστοιχων εδαφών τους, που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 7 Οκτωβρίου 1999, της οποίας το κείμενο σε πρωτότυπο στην ελληνική και αγγλική γλώσσα έχει ως

εξής:

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ

ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΜΑΛΤΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΚΑΙ ΠΕΡΑΝ ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΩΝ ΕΔΑΦΩΝ ΤΟΥΣ

Η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και

Η Κυβέρνηση της Μάλτας (εφεξής καλούμενες «τα Συμβαλλόμενα Μέρη»)

ΑΠΟΤΕΛΟΥΣΕΣ Μέρη της Σύμβασης για τη Διεθνή Πολιτική Αεροπορία, η οποία ετέθη προς υπογραφή στο Σικάγο στις 7.12.1944 και

ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΕΣ τη σύναψη Συμφωνίας με σκοπό την εγκατάσταση τακτικών αεροπορικών δρομολογίων μεταξύ και πέραν των αντίστοιχων εδαφών τους,

ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:

Αρθρο 2 της παρούσας Συμφωνίας, σε κάθε περίπτωση που οι ως άνω αεροπορικές αρχές δεν έχουν πεισθεί ότι η ουσιαστική κυριότητα και ο αποτελεσματικός έλεγχος αυτής της εταιρείας ανήκουν στο Συμβαλλόμενο Μέρος που διόρισε την αεροπορική εταιρεία ή στους υπηκόους αυτού του Συμβαλλόμενου Μέρους ή αμφότερα.

5. Η διορισθείσα και εξουσιοδοτηθείσα κατά τον τρόπο αυτόν αεροπορική εταιρεία μπορεί να αρχίσει την εκτέλεση των συμφωνηθέντων δρομολογίων, υπό την προϋπόθεση ότι η χωρητικότητα έχει ρυθμισθεί σύμφωνα με το άρθρο 10 της παρούσας Συμφωνίας και ότι έχει καθορισθεί και ισχύει σχετικό τιμολόγιο ως προς τα δρομολόγια αυτά, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αρθρου 11 της παρούσας Συμφωνίας.

6. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα έχει το δικαίωμα με γραπτή γνωστοποίηση προς το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος να αποσύρει το διορισμό μιας αεροπορικής εταιρείας προβαίνοντας στο διορισμό μιας άλλης αεροπορικής εταιρείας.

ΑΡΘΡΟ 4

ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ 1. Οι αεροπορικές αρχές κάθε Συμβαλλόμενου ΜέΑΡΘΡΟ 2 ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ

ρους θα έχουν το δικαίωμα να ανακαλούν την άδεια εκτέλεσης δρομολογίων ή να αναστέλλουν την άσκηση των δικαιωμάτων, τα οποία ορίζονται στο άρθρο 2 της παρούσας Συμφωνίας, από την αεροπορική εταιρεία του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους ή να επιβάλουν όρους οι οποίοι κρίνονται αναγκαίοι για την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, όταν:

α) η αεροπορική εταιρεία δεν δύναται να αποδείξει ότι πληροί τις προϋποθέσεις, οι οποίες προβλέπονται συνήθως από τους νόμους και τους κανονισμούς των αρχών αυτών σχετικά με την εκτέλεση διεθνών αεροπορικών δρομολογίων σύμφωνα με τη Σύμβαση ή

β) δεν έχουν πεισθεί ότι η ουσιαστική κυριότητα και ο αποτελεσματικός έλεγχος της αεροπορικής εταιρείας ανήκουν στο Συμβαλλόμενο Μέρος, το οποίο διορίζει την αεροπορική εταιρεία ή τους υπηκόους του εν λόγω Συμβαλλόμενου Μέρους ή

γ) η αεροπορική εταιρεία δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις διατάξεις των νόμων ή κανονισμών του Συμβαλλόμενου Μέρους, το οποίο εκχωρεί τα εν λόγω δικαιώματα ή

δ) η αεροπορική εταιρεία δεν λειτουργεί σύμφωνα με τους όρους, οι οποίοι καθορίζονται στην παρούσα Συμφωνία.

2. Η άσκηση του δικαιώματος αυτού θα ασκείται μόνο μετά από διαβουλεύσεις με το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος, εκτός αν η άμεση ανάκληση ή αναστολή ή επιβολή των όρων, οι οποίοι αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος Άρθρου, είναι απαραίτητη για την πρόληψη περαιτέρω παραβιάσεων των νόμων ή των κανονισμών.

1. Αεροσκάφη που εκτελούν διεθνή δρομολόγια για λογαριασμό των διορισμένων αεροπορικών εταιρειών κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους, καθώς και ο συνήθης εξοπλισμός τους, ανταλλακτικά, καύσιμα και λιπαντικά, καθώς και εφόδια αεροσκάφους (συμπεριλαμβανομένων των φαγητών, ποτών και καπνού) που ευρίσκονται επί του αεροσκάφους, απαλλάσσονται με βάση την αμοιβαιότητα από κάθε τελωνειακό δασμό, τέλη επιθεωρήσεων και επιβαρύνσεις ή φόρους κατά την άφιξη τους στην επικράτεια του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις των νόμων και κανονισμών κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους, εφόσον ο εν λόγω εξοπλισμός και τα εφόδια παραμένουν επί του αεροσκάφους μέχρι της επανεξαγωγής τους.

2. Απαλλάσσονται ομοίως με βάση την αμοιβαιότητα από τους αυτούς δασμούς, τέλη και επιβαρύνσεις σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις των νόμων και κανονισμών κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους, με εξαίρεση τις χρεώσεις που αναλογούν σε συγκεκριμένη υπηρεσία που εκτελέσθηκε κατόπιν αιτήσεως της αεροπορικής εταιρείας και σχετίζονται με τις υπηρεσίες που παρατίθενται παρακάτω:

α) Εφόδια αεροσκάφους τα οποία φορτώνονται σε αυτό στην επικράτεια του ενός ή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, εντός των ορίων που καθορίζονται από τις αρμόδιες αρχές του εν λόγω Συμβαλλόμενου Μέρους και τα οποία προορίζονται προς χρήση επί του αεροσκάφους το οποίο εκτελεί τα συμφωνημένα δρομολόγια του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.

β) Ανταλλακτικά, συμπεριλαμβανομένων των κινητήρων, συνήθης εξοπλισμός αεροσκάφους και αναλώσιμα τεχνικά εφόδια τα οποία εισάγονται στην επικράτεια του ενός ή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους και προορίζονται για τη συντήρηση ή επισκευή του αεροσκάφους, που χρησιμοποιείται στα συμφωνημένα δρομολόγια από τις ορισθείσες εταιρείες του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.

γ) Καύσιμα και λιπαντικά που προορίζονται για τον εφοδιασμό του αεροσκάφους που εκτελεί τα συμφωνημένα δρομολόγια για λογαριασμό των διορισμένων αεροπορικών εταιρειών του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία τα αποθέματα αυτά προορίζονται να χρησιμοποιηθούν κατά το τμήμα του ταξιδιού που εκτελείται υπεράνω της επικράτειας του Συμβαλλόμενου Μέρους στο οποίο πραγματοποιήθηκε η φόρτωσή τους.

Τα υλικά που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (α), (β) και (γ) της παραγράφου αυτής μπορεί να τεθούν υπό τελωνειακό έλεγχο ή επίβλεψη.

3. Οι απαλλαγές, οι οποίες χορηγούνται με το παρόν άρθρο, θα εφαρμόζονται για τα αντικείμενα τα αναφερόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου τα οποία:

α) Εισάγονται στην επικράτεια του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους από ή για λογαριασμό της ορισθείσας αεροπορικής εταιρείας του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.

β) Παραμένουν επί του αεροσκάφους της ορισθείσας αεροπορικής εταιρείας του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους κατά την άφιξη ή αναχώρηση από την επικράτεια του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.

γ) Παραλαμβάνονται από το αεροσκάφος της ορισθείσας αεροπορικής εταιρείας του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους και προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για την εκτέλεση των συμφωνηθέντων δρομολογίων ανεξαρτήτως εάν τα είδη αυτά χρησιμοποιήθηκαν ή καταναλώθηκαν πλήρως ή μη, εντός της επικράτειας του Συμβαλλόμενου Μέρους, το οποίο χορηγεί την απαλλαγή, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω είδη δεν εκποιούνται στην επικράτεια του εν λόγω Συμβαλλόμενου Μέρους.

4. Ο κανονικός αεροπορικός εξοπλισμός, τα ανταλλακτικά, τα καύσιμα, τα λιπαντικά, καθώς και τα αεροπορικά εφόδια, τα οποία συνήθως βρίσκονται επί του αεροσκάφους κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους, μπορεί να εκφορτωθούν στην επικράτεια του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους μόνο με την έγκριση των τελωνειακών αρχών αυτού του Μέρους, οι οποίες μπορούν να ζητήσουν όπως τα εν λόγω είδη τεθούν υπό τον έλεγχο τους, μέχρις ότου επανεξαχθούν ή διατεθούν κατ' άλλον τρόπο, σύμφωνα με τους τελωνειακούς κανονισμούς.

ΑΡΘΡΟ 6

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ

1. Οι νόμοι, οι κανονισμοί και οι διαδικασίες κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους σχετικά με την είσοδο, παραμονή ή αναχώρηση από την επικράτεια του, αεροσκαφών τα οποία εκτελούν διεθνή αεροπορικά δρομολόγια ή σχετικά με τη λειτουργία και πτήση τέτοιων αεροσκαφών, θα τηρούνται από τη διορισθείσα αεροπορική εταιρεία του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους κατά την είοοδο, παραμονή και αναχώρηση από την εν λόγω επικράτεια.

2. Οι νόμοι και κανονισμοί ενός Συμβαλλόμενου Μέρους σχετικά με την άδεια εισόδου ή την αναχώρηση από την επικράτειά του επιβατών, πληρωμάτων ή φορτίΑΡΘΡΟ 5 ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟΙ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΔΑΣΜΟΙ

ου αεροσκάφους, όπως είναι οι κανονισμοί που αφορούν την είσοδο, ελευθεροκοινωνία, μετανάστευση, τα διαβατήρια, τα τελωνεία και τα μέτρα υγειονομικής προστασίας, θα τηρούνται από ή και για λογαριασμό των εν λόγω επιβατών, πληρωμάτων ή φορτίου κατά την είσοδο, την αναχώρηση ή την παραμονή τους στην επικράτεια του Μέρους αυτού.

3. Επιβάτες, αποσκευές και φορτία απευθείας διερχόμενα από την επικράτεια του ενός ή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους και μη απομακρυνόμενα από το χώρο του αεροδρομίου, ο οποίος χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτόν, θα υπόκεινται μόνο σε απλοποιημένο έλεγχο με εξαίρεση τα μέτρα ασφαλείας κατά της βίας και της αεροπειρατείας. Αποσκευές και φορτίο σε απευθείας διέλευση θα απαλλάσσονται από τελωνειακούς δασμούς και άλλους συναφείς φόρους.

ΑΡΘΡΟ 7 ΤΕΛΗ ΧΡΗΣΕΩΣ

Τα τέλη και οι επιβαρύνσεις που επιβάλλονται στην επικράτεια κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους και αφορούν τις πτήσεις της αεροπορικής εταιρείας του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους για τη χρήση αερολιμένων και άλλων αεροπορικών εγκαταστάσεων στην επικράτεια του πρώτου Μέρους, δεν θα είναι υψηλότερα από αυτά τα οποία επιβάλλονται στην επικράτεια αυτού του πρώτου Μέρους για τις πτήσεις άλλων εταιρειών οι οποίες εκτελούν συναφή διεθνή δρομολόγια.

ΑΡΘΡΟ 8 ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΠΤΥΧΙΩΝ ΚΑΙ ΑΔΕΙΩΝ

1. Πιστοποιητικά πλοϊμότητας, πιστοποιητικά ικανότητας και άδειες που εκδόθηκαν ή αναγνωρίστηκαν έγκυρες από ένα Συμβαλλόμενο Μέρος και παραμένουν σε ισχύ, θα αναγνωρίζονται ως έγκυρες από το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος, για το σκοπό εκτέλεσης των δρομολογίων τα οποία καθορίζονται στη Συμφωνία, υπό την προϋπόθεση ότι τα δικαιολογητικά, βάσει των οποίων εκδόθηκαν ή αναγνωρίστηκαν ως έγκυρα τα πιστοποιητικά και οι άδειες, είναι ισότιμα ή ανώτερα των ελάχιστων κριτηρίων τα οποία έχουν τεθεί ή μπορεί να τεθούν σε ισχύ σύμφωνα με τη Σύμβαση. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διατηρεί εν τούτοις το δικαίωμα να αρνηθεί να αναγνωρίσει, με σκοπό πτήσεις υπεράνω του εδάφους του, πιστοποιητικά ικανότητας και άδειες που χορηγήθηκαν σε υπηκόους του ή αναγνωρίστηκαν έγκυρες γι" αυτούς από το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος ή οποιοδήποτε άλλο Κράτος.

2. Εάν τα προνόμια ή οι όροι των αδειών ή πιστοποιητικών που αναφέρονται στην ανωτέρω παράγραφο 1 και τα οποία εκδίδονται από τις αεροπορικές αρχές του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή διορισθείσα αεροπορική εταιρεία ή αναφορικά με αεροσκάφος το οποίο εκτελεί τα συμφωνημένα δρομολόγια στις καθορισμένες διαδρομές, επιτρέπουν διαφοροποίηση των κριτηρίων τα οποία καθιερώνονται από τη Σύμβαση και εφόσον η διαφοροποίηση αυτή έχει καταχωρισθεί στο Διεθνή Οργανισμό Πολιτικής Αεροπορίας, οι αεροπορικές αρχές του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους μπορούν να ζητήσουν διαβουλεύσεις σύμφωνα με το Αρθρο 14 της Συμφωνίας, με τις αεροπορικές αρχές του εν λόγω Συμβαλλόμενου Μέρους, με σκοπό να πεισθούν ότι η

αμφισβητούμενη πρακτική είναι αποδεκτή από αυτούς. Σε περίπτωση αποτυχίας επίτευξης ικανοποιητικής συμφωνίας θα έχει εφαρμογή το άρθρο 4 της Συμφωνίας.

ΑΡΘΡΟ 9

ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΓΡΑΦΕΙΩΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

1. Η ορισθείσα αεροπορική εταιρεία κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους θα έχει το δικαίωμα:

α) Να εγκαταστήσει στην επικράτεια του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους γραφεία για την προώθηση υπηρεσιών αερομεταφοράς και πώληση αεροπορικών εισιτηρίων, καθώς και άλλες διευκολύνσεις που απαιτούνται για την παροχή υπηρεσιών αερομεταφοράς.

β) Να μετακαλεί και να διατηρεί στην επικράτεια του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, σύμφωνα με τους νόμους και τους κανονισμούς αυτού του άλλου Μέρους σχετικά με την είσοδο, παραμονή και απασχόληση, διευθυντικό προσωπικό, προσωπικό πωλήσεων, τεχνικό, λειτουργικό, καθώς και άλλο εξειδικευμένο προσωπικό το οποίο είναι απαραίτητο για την παροχή υπηρεσιών αερομεταφοράς.

γ) Να πωλεί στην επικράτεια του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους υπηρεσίες αερομεταφοράς (απευθείας και -κατά την κρίση της εταιρείας - μέσω πρακτόρων της).

2. Σε περίπτωση διορισμού γενικού πράκτορα ή πράκτορα γενικών πωλήσεων ο εν λόγω πράκτορας θα διορίζεται σύμφωνα με τους εφαρμοζόμενους σχετικά νόμους και κανονισμούς κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους.

ΑΡΘΡΟ 10 ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΧΩΡΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

1. Οι αεροπορικές εταιρείες αμφοτέρων των Συμβαλλόμενων Μερών θα έχουν δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση κατά την εκτέλεση των συμφωνηθέντων δρομολογίων στις καθορισμένες διαδρομές μεταξύ των αντίστοιχων εδαφών τους.

2. Κατά την εκτέλεση των συμφωνηθέντων δρομολογίων, η αεροπορική εταιρεία κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους θα λαμβάνει υπόψη της τα συμφέροντα της αεροπορικής εταιρείας του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, έτσι ώστε να μην επηρεασθούν δυσμενώς τα δρομολόγια, τα οποία η τελευταία εκτελεί στο σύνολο ή τμήμα των αυτών διαδρομών.

3. Τα συμφωνηθέντα δρομολόγια, τα οποία εκτελούν οι διοριζόμενες από τα Συμβαλλόμενα Μέρη αεροπορικές εταιρείες, θα έχουν στενή σχέση με τις απαιτήσεις του κοινού για αερομεταφορά στις καθορισμένες διαδρομές και θα έχουν ως πρωταρχικό τους στόχο την παροχή, σε λογικό συντελεστή πληρότητας, επαρκούς χωρητικότητας για τη μεταφορά της παρούσας και των λογικά προβλεπόμενων απαιτήσεων για τη μεταφορά επιβατών, φορτίου και ταχυδρομείου που έχουν ως σημείο εκκίνησης ή προορισμού την επικράτεια του Συμβαλλόμενου Μέρους το οποίο έχει διορίσει την εταιρεία. Η προϋπόθεση για τη μεταφορά επιβατών, φορτίου και ταχυδρομείου, επιβιβαζομένων και αποβιβαζομένων σε σημεία των καθορισμένων διαδρομών, στις επικράτειες άλλων κρατών από αυτό που διορίζει την αεροπορική εταιρεία, θα συμφωνηθεί μεταξύ των δύο Συμβαλλόμενων Μερών.

4. Η χωρητικότητα η οποία θα διατεθεί, συμπεριλαμβανομένης της συχνότητας των δρομολογίων και του τύπου των αεροσκαφών, τα οποία θα χρησιμοποιούνται από τις διορισμένες αεροπορικές εταιρείες των Συμβαλλόμενων Μερών για τα συμφωνηθέντα δρομολόγια, θα εγκρίνονται από τις αντίστοιχες αεροπορικές αρχές.

1. Τα τιμολόγια τα οποία εφαρμόζονται από τις αεροπορικές εταιρείες των Συμβαλλόμενων Μερών για τα συμφωνηθέντα δρομολόγια θα καθορίζονται σε λογικά επίπεδα, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του κόστους λειτουργίας, λογικού κέρδους, των χαρακτηριστικών των δρομολογίων και, όπου κρίνεται σκόπιμο, τα τιμολόγια άλλων αεροπορικών εταιρειών, οι οποίες εκτελούν τακτικά δρομολόγια στις ίδιες διαδρομές ή μέρη αυτών.

2. Τα τιμολόγια τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος Άρθρου θα καθορισθούν σύμφωνα με τους κατωτέρω κανόνες:

α) Εφόσον οι διορισμένες αεροπορικές εταιρείες αμφοτέρων των Συμβαλλόμενων Μερών είναι μέλη διεθνούς ένωσης αεροπορικών εταιρειών π.χ. της Διεθνούς Ενωσης Αεροπορικών Μεταφορών, η οποία διαθέτει μηχανισμό καθορισμού ναύλων και υπάρχει ήδη απόφαση τιμολογίων σχετική με τα συμφωνημένα δρομολόγια, τα τιμολόγια θα καθορίζονται από τις διορισμένες αεροπορικές εταιρείες των Συμβαλλόμενων Μερών, σύμφωνα με τη σχετική απόφαση τιμολογίων. Σε διαφορετική περίπτωση κατά την εφαρμογή του παρόντος Άρθρου, κάθε διορισμένη αεροπορική εταιρεία θα είναι υπεύθυνη μόνο έναντι των αεροπορικών της αρχών για τη δικαιολόγηση και τη λογικότητα των τιμολογίων, τα οποία θα συμφωνηθούν κατ' αυτόν τον τρόπο.

β) ' Οταν δεν υπάρχει απόφαση τιμολογίων για τα συμφωνηθέντα δρομολόγια ή όταν η μία ή και οι δύο διορισμένες αεροπορικές εταιρείες δεν είναι μέλη της ίδιας ' Ενωσης Αεροπορικών Εταιρειών, η οποία αναφέρεται στην ανωτέρω παράγραφο 2 (α), οι διορισμένες αεροπορικές εταιρείες των Συμβαλλόμενων Μερών, εάν αυτό είναι δυνατόν, θα συμφωνούν μεταξύ τους τα τιμολόγια τα σχετικά με τα συμφωνηθέντα δρομολόγια.

γ) Τα συμφωνηθέντα κατ' αυτόν τον τρόπο τιμολόγια θα υποβάλλονται στις αεροπορικές αρχές των Συμβαλλόμενων Μερών για έγκριση, τουλάχιστον σαράντα πέντε (45) ημέρες πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία εφαρμογής τους. Το χρονικό τούτο διάστημα μπορεί να μειωθεί ύστερα από συγκατάθεση των εν λόγω αρχών.

δ) Σε περίπτωση κατά την οποία οι διορισμένες αεροπορικές εταιρείες των Συμβαλλόμενων Μερών δεν συμφωνήσουν για τα τιμολόγια ή όταν ένα Συμβαλλόμενο Μέρος δεν έχει διορίσει αεροπορική εταιρεία για την εκτέλεση των συμφωνηθέντων δρομολογίων ή όταν κατά τη διάρκεια των τριάντα (30) πρώτων ημερών της περιόδου των σαράντα πέντε (45) ημερών, οι οποίες μνημονεύονται στην ανωτέρω υποπαράγραφο (γ), οι αεροπορικές αρχές του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους επιδίδουν στις αεροπορικές αρχές του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους ειδοποίηση για τη δυσαρέσκειά τους για οποιοδήποτε τιμολόγιο, το οποίο συμφωνήθηκε μεταξύ των διορισμένων αεροπορικών εταιρειών των Συμβαλλόμενων Μερών σύμφωνα με τις ανωτέρω υποπαραγράφους (α) και (β), οι αεροπορικές αρχές των Συμβαλλόμενων Μερών θα καταβάλλουν προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας για τα ενδεδειγμένα τιμολόγια τα οποία θα εφαρμοσθούν.

3. α) Κανένα τιμολόγιο δεν τίθεται σε ισχύ, εφόσον οι αεροπορικές αρχές των Συμβαλλόμενων Μερών δεν το έχουν εγκρίνει.

β) Τα τιμολόγια τα οποία καθορίσθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Αρθρου θα παραμένουν σε ισχύ μέχρις ότου ορισθούν νέα τιμολόγια.

4. Εάν οι αεροπορικές αρχές δεν μπορέσουν να συμφωνήσουν για τα τιμολόγια τα οποία τους υποβλήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Αρθρου ή για τον καθορισμό οποιουδήποτε τιμολογίου, η διαφορά θα διακανονισθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 15 της παρούσας Συμφωνίας.

5. Εάν οι αεροπορικές αρχές ενός Συμβαλλόμενου Μέρους δεν ικανοποιηθούν από τα καθορισμένα τιμολόγια, θα το γνωστοποιήσουν στις αεροπορικές αρχές του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους και οι διορισθείσες αεροπορικές εταιρείες θα προσπαθήσουν, όταν απαιτείται, να καταλήξουν σε συμφωνία. Εάν εντός περιόδου εξήντα (60) ημερών από την ημέρα λήψης της γνωστοποίησης δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί νέο τιμολόγιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος Άρθρου, θα εφαρμοσθούν οι διαδικασίες που καθορίζονται από την παράγραφο 4 του ' Αρθρου τούτου.

ΑΡΘΡΟ 12 ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΕΡΔΩΝ

Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος παρέχει με βάση την αμοιβαιότητα το δικαίωμα στην ορισθείσα αεροπορική εταιρεία του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους να μεταφέρει ελεύθερα σε οποιοδήποτε μετατρέψιμο νόμισμα, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς περί ξένου συναλλάγματος, το πλεόνασμα μεταξύ εσόδων και εξόδων που εισπράχθηκε από την εν λόγω αεροπορική εταιρεία στην επικράτειά του σε σχέση με την μεταφορά επιβατών, ταχυδρομείου και φορτίου.

ΑΡΘΡΟ 13 ΕΓΚΡΙΣΗ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΩΝ ΚΑΙ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ

1. Η ορισθείσα αεροπορική εταιρεία κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους θα υποβάλλει προς έγκριση στις αεροπορικές αρχές του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, όχι αργότερα από τριάντα (30) ημέρες πριν την έναρξη δρομολογίων στις καθορισμένες διαδρομές, σύμφωνα με το Άρθρο 2 της παρούσας Συμφωνίας, τους τύπους των αεροσκαφών που προτίθεται να χρησιμοποιήσει και τους πίνακες δρομολογίων. Το αυτό ισχύει και για μεταγενέστερες αλλαγές.

2. Οι αεροπορικές αρχές του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους θα χορηγούν στις αεροπορικές αρχές του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους ύστερα από αίτημα τους, περιοδικά ή άλλα δελτία στατιστικής τα οποία ευλόγως απαιτούνται για την επανεξέταση της προσφερόμενης χωρητικότητας επί των συμφωνημένων δρομολογίων από την αεροπορική εταιρεία του Συμβαλλόμενου Μέρους που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος Άρθρου. Τα δελτία αυτά θα περιλαμβάνουν όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για τον υπολογισμό της κίνησης που μεταφέρθηκε από την εν λόγω εταιρεία στα συμφωνημέΑΡΘΡΟ 11 ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΑ ΤΙΜΟΛΟΓΙΑ

να δρομολόγια και τα σημεία επιβίβασης και αποβίβασης της εν λόγω κίνησης.

ΑΡΘΡΟ 14 ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΙΣ

1. Σε πνεύμα στενής συνεργασίας, οι αεροπορικές αρχές των Συμβαλλόμενων Μερών θα διαβουλεύονται μεταξύ τους από καιρού εις καιρόν με σκοπό τη διασφάλιση της υλοποίησης των διατάξεων της παρούσας Συμφωνίας και των Διαδρομών που επισυνάπτονται σε αυτήν και της ικανοποιητικής συμμόρφωσης με αυτές· ομοίως θα διαβουλεύονται όποτε είναι αναγκαίο να προβούν σε τροποποίησή τους.

2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να ζητήσει διαβουλεύσεις, οι οποίες μπορούν να διεξαχθούν είτε μέσω συνομιλιών είτε με αλληλογραφία και θα αρχίζουν μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την ημερομηνία λήψης του αιτήματος εκτός εάν αμφότερα τα Συμβαλλόμενα Μέρη συμφωνήσουν σε παράταση της εν λόγω περιόδου.

ΑΡΘΡΟ 15 ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

1. Εάν προκύψει οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των Συμβαλλόμενων Μερών σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας, τα Συμβαλλόμενα Μέρη αρχικά θα προσπαθήσουν να τη διευθετήσουν με διαπραγμάτευση.

2. Εάν τα Συμβαλλόμενα Μέρη αποτύχουν να καταλήξουν σε μία διευθέτηση με διαπραγματεύσεις, μπορούν να συμφωνήσουν να παραπέμψουν τη διαφορά για λήψη απόφασης σε κάποιο πρόσωπο ή σώμα. Εάν δεν συμφωνήσουν σε αυτό, μετά από αίτηση του ενός ή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, η διαφορά θα παραπεμφθεί σε δικαστήριο τριών διαιτητών, από τους οποίους έναν διορίζει κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος και ο τρίτος συμφωνείται να ορισθεί από κοινού από τους δύο άλλους. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα διορίσει ένα διαιτητή εντός περιόδου εξήντα (60) ημερών, από την ημερομηνία λήψης, δια της διπλωματικής οδού, από κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος, της γνωστοποίησης προς το άλλο, με την οποία θα ζητείται διαιτησία για τη διαφορά από παρόμοιο δικαστήριο, ο δε τρίτος διαιτητής θα διορισθεί εντός περιόδου εξήντα (60) πρόσθετων ημερών.

Εάν οποιοδήποτε από τα Συμβαλλόμενα Μέρη δεν προβεί στο διορισμό του διαιτητή του εντός της καθορισθείσας περιόδου, ή εάν ο τρίτος διαιτητής δεν διορισθεί εντός της καθορισθείσας περιόδου, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να ζητήσει από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας να διορίσει διαιτητή ή διαιτητές κατά περίπτωση. Σε περίπτωση κατά την οποία ο Πρόεδρος του Συμβουλίου του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας είναι υπήκοος ενός των Συμβαλλόμενων Μερών δύναται να ζητηθεί από τον Α' Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου ή, αν και αυτός είναι υπήκοος παρομοίως, από το αρχαιότερο μέλος του Συμβουλίου, το οποίο δεν έχει παρόμοια υπηκοότητα, να προβεί στους διορισμούς κατά περίπτωση. Σε αυτήν την περίπτωση ο τρίτος διαιτητής θα είναι υπήκοος τρίτης χώρας και θα ενεργεί ως Πρόεδρος του Διαιτητικού Δικαστηρίου.

3. Τσ Δικαστήριο θα καθορίσει τις διαδικασίες του.

4. Τα έξοδα του Δικαστηρίου θα επιμερισθούν εξίσου μεταξύ των Συμβαλλόμενων Μερών.

5. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη, αναλαμβάνουν να συμμορφωθούν με κάθε απόφαση η οποία 6α εκδοθεί σε εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

6. Γϊφόσον και για όσο χρόνο οποιοδήποτε από τα Συμβαλλόμενα Μέρη ή η διορισθείσα από αυτό αεροπορική εταιρεία δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος δύναται να περιορίσει, ή ανακαλέσει οποιαδήποτε δικαιώματα έχει εκχωρήσει με βάση την παρούσα Συμφωνία.

ΑΡΘΡΟ 16 ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΠΤΗΣΕΩΝ

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος δύναται να ζητήσει, σε οποιοδήποτε χρόνο, διαβουλεύσεις, σχετικά με πρότυπα ασφάλειας που υιοθετούνται από το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος επί οποιουδήποτε θέματος που αφορά τα πληρώματα, τα αεροσκάφη ή τα δρομολογώ τους. Οι διαβουλεύσεις αυτές θα λαμβάνουν χώρα εντός τριάντα (30) ημερών από την υποβολή του υπόψη αιτήματος.

2. Σε περίπτωση που, ως αποτέλεσμα,των διαβουλεύσεων αυτών, ένα Συμβαλλόμενο Μέρος διαπιστώνει ότι το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος δεν διατηρεί ούτε ουσιαστικά εφαρμόζει πρότυπα ασφάλειας, σε κανέναν από τους ανωτέρω τομείς, τα οποία να είναι τουλάχιστον ισότιμα με τα ελάχιστα πρότυπα που ισχύουν κατά το χρόνο αυτό σύμφωνα με τη Σύμβαση του Σικάγου, το πρώτο Συμβαλλόμενο Μέρος θα γνωστοποιεί στο άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος τις διαπιστώσεις αυτές και τα μέτρα που θεωρούνται αναγκαία για τη συμμόρφωση με τα ελάχιστα αυτά κριτήρια, το δε άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος θα προβαίνει στις κατάλληλες διορθωτικές ενέργειες.

Μη συμμόρφωση του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους προς την υποχρέωση ανάληψης διορθωτικών ενεργειών εντός δεκαπέντε (15) ημερών ή μεγαλύτερου διαστήματος εφόσον συμφωνηθεί, θα συνιστά λόγο για την εφαρμογή του άρθρου 4 της παρούσας Συμφωνίας.

3. Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 33 της Σύμβασης του Σικάγου, συμφωνείται ότι οποιοδήποτε αεροσκάφος της αεροπορικής εταιρείας του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους που εκτελεί δρομολόγια από και προς την επικράτεια ενός άλλου Μέρους μπορεί κατά το χρόνο παραμονής του στην επικράτεια του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους να υποστεί έλεγχο από τους εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, μέσα και γύρω από το αεροσκάφος, προκειμένου να ελεγχθεί η ισχύς των αε-ροναυτιλιακών εγγράφων καθώς και αυτών του πληρώματος και η εμφανής κατάσταση του αεροσκάφους και του εξοπλισμού του (καλούμενο σύμφωνα με το παρόν άρθρο «επιθεώρηση πίστας») υπό τον όρο ότι δεν θα προκληθεί αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

4. Σε περίπτωση που μια επιθεώρηση πίστας ή σειρά τέτοιων επιθεωρήσεων δημιουργήσουν:

(α) σοβαρές υπόνοιες ότι ένα αεροσκάφος ή η λειτουργία ενός αεροσκάφους δεν πληροί τα ισχύοντα κατ' αυτόν το χρόνο ελάχιστα πρότυπα σύμφωνα με τη σύμβαση του Σικάγου ή

(β) σοβαρές υπόνοιες έλλειψης αποτελεσματικής τήρησης και εφαρμογής των ισχυόντων κατ' αυτόν το χρόνο προτύπων ασφαλείας σύμφωνα με τη Σύμβαση του Σικάγου.

Το Συμβαλλόμενο Μέρος που διεξάγει την επιθεώρηση δύναται να συμπεράνει, για τους σκοπούς του άρθρου 33 της Σύμβασης του Σικάγου, ότι τα δικαιολογητικά βάσει των οποίων εκδόθηκαν ή αναγνωρίστηκαν ως έγκυρα τα πιστοποιητικά και οι άδειες που αφορούν το υπόψη αεροσκάφος ή το πλήρωμά του ή οι απαιτήσεις υπό τις οποίες το υπόψη αεροσκάφος λειτουργεί δεν είναι ισότιμα ή ανώτερα των ελάχιστων κριτηρίων τα οποία έχουν τεθεί σε ισχύ σύμφωνα με τη Σύμβαση.

5. Σε περίπτωση που ο αντιπρόσωπος της εταιρείας ή των εταιρειών του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους αρνηθεί την πρόσβαση για διεξαγωγή επιθεώρησης πίστας επί αεροσκάφους της ανωτέρω εταιρείας ή εταιρειών σύμφωνα με την ανωτέρω παράγραφο 3, το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος δύναται να συμπεράνει ότι ανακύπτουν οι σοβαρές υπόνοιες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 ανωτέρω, και να συνάγουν τα συμπεράσματα που αναφέρονται στην υπόψη παράγραφο.

6. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διατηρεί το δικαίωμα, να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει αμέσως την άδεια εκτέλεσης δρομολογίων της εταιρείας ή των εταιρειών του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, σε περίπτωση που το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος, ως αποτέλεσμα είτε μιας επιθεώρησης πίστας ή σειράς τέτοιων επιθεωρήσεων ή άρνησης πρόσβασης για τη διεξαγωγή τέτοιας επιθεώρησης ή διαβουλεύσεων ή άλλης αιτίας, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η λήψη άμεσων μέτρων κρίνεται απαραίτητη για την ασφαλή λειτουργία της εταιρείας.

7. Κάθε μέτρο το οποίο λαμβάνεται από ένα Συμβαλλόμενο Μέρος σύμφωνα με τις παραγράφους 2 ή 6 ανωτέρω, θα αίρεται μόλις το αίτιο λήψης των υπόψη μέτρων παύσει να ισχύει.

1. Σύμφωνα με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους από το Διεθνές Δίκαιο, τα Συμβαλλόμενα Μέρη επιβεβαιώνουν ότι η υποχρέωσή τους μεταξύ τους να προστατεύουν την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας εναντίον πράξεων παράνομης επέμβασης, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας Συμφωνίας. Χωρίς να περιορίζουν τη γενικότητα των δικαιωμάτων και υποχρε-ώσεών τους σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα ενεργούν ειδικότερα σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης Παραβάσεων και Ορισμένων ' Αλλων Πράξεων οι οποίες διενεργούνται επί Αεροσκαφών, η οποία υπεγράφη στο Τόκυο οτις 14 Σεπτεμβρίου 1963, της Σύμβασης για την Καταστολή της Παράνομης Κατακράτησης Αεροσκάφους, η οποία υπεγράφη στη Χάγη στις 16 Δεκεμβρίου 1970, της Σύμβασης για την Καταστολή Παρανόμων Πράξεων εναντίον της Ασφάλειας της Πολιτικής Αεροπορίας, η οποία υπεγράφη στο Μόντρεαλ στις 23 Σεπτεμβρίου 1971 και του Πρωτοκόλλου για την Καταστολή των Παράνομων Ενεργειών Βίας στα Αεροδρόμια που εξυπηρετούν τη Διεθνή Πολιτική Αεροπορία, το οποίο υπεγράφη στο Μόντρεαλ στις 24 Φεβρουαρίου 1988, ή οποιασδήποτε άλλης σύμβασης επί της αεροπορικής ασφάλειας της οποίας και τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη θα αποτελέσουν μέλη.

2. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη, σε περίπτωση σχετικού αιτήματος, θα παρέχουν αμοιβαίως κάθε απαραίτητη βοήθεια για την πρόληψη πράξεων παράνομης κατακράτησης πολιτικών αεροσκαφών και άλλων παρανόμων πράξεων κατά της ασφάλειας αεροσκαφών, των επιβατών και του πληρώματος τους, αεροδρομίων και εγκαταστάσεων αεροναυτιλίας καθώς και κάθε άλλης απειλής κατά της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας.

3. Στις αμοιβαίες σχέσεις τους, τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα ενεργούν σύμφωνα με τις διατάξεις για την αεροπορική ασφάλεια οι οποίες έχουν καθιερωθεί από το Διεθνή Οργανισμό Πολιτικής Αεροπορίας και ορίσθηκαν ως Παραρτήματα στη Σύμβαση για τη Διεθνή Πολιτική Αεροπορία στο μέτρο που οι εν λόγω διατάξεις είναι εφαρμοστέες στα Συμβαλλόμενα Μέρη. Θα απαιτούν, όπως, οι εκμεταλλευόμενοι αεροσκάφη τα οποία είναι εγγεγραμμένα στα μητρώα τους, ή οι εκμεταλλευόμενοι αεροσκάφη οι οποίοι έχουν την κύρια εγκατάσταση των εργασιών τους ή τη μόνιμη κατοικία στην επικράτειά τους, καθώς και το προσωπικό των αεροδρομίων στην επικράτεια τους, να ενεργούν σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις αεροπορικής ασφάλειας.

4. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος συμφωνεί ότι από τους ανωτέρω εκμεταλλευόμενους αεροσκάφη μπορεί να ζητηθεί η τήρηση των διατάξεων για την αεροπορική ασφάλεια, οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 3 ανωτέρω, οι οποίες απαιτούνται από το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος για την είσοδο, παραμονή ή αναχώρηση από την επικράτεια του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα διασφαλίζει ότι στο έδαφος του εφαρμόζονται κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα για την προστασία των αεροσκαφών και τον έλεγχο των επιβατών και των χειραποσκευών τους, καθώς και τη διενέργεια των ενδεδειγμένων ελέγχων στα πληρώματα, τις αποσκευές, το φορτίο και τα εφόδια αεροσκαφών, πριν, από και κατά τη διάρκεια της επιβίβασης και της φόρτωσης. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα ανταποκρίνεται κατά το δυνατόν θετικά σε κάθε αίτημα του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους για τη λήψη λογικών ειδικών μέτρων ασφάλειας για την αντιμετώπιση συγκεκριμένης απειλής.

5. Σε περίπτωση συμβάντος ή απειλής συμβάντος παράνομης κατακράτησης πολιτικού αεροσκάφους ή άλλων παράνομων πράξεων εναντίον της ασφάλειας του αεροσκάφους, των επιβατών και του πληρώματος του, αεροδρομίων ή εγκαταστάσεων αεροναυτιλίας, τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα αλληλοβοηθούνται, διευκολύνοντας τις συνεννοήσεις και άλλα κατάλληλα μέτρα με σκοπό να τερματίσουν γρήγορα και με ασφάλεια παρόμοιο συμβάν ή απειλή παρόμοιου συμβάντος.

ΑΡΘΡΟ 18 ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ

1. Σε περίπτωση που οποιοδήποτε από τα Συμβαλλόμενα Μέρη θεωρήσει επιθυμητή την τροποποίηση των διατάξεων της παρούσας Συμφωνίας, μπορεί να ζητήσει οποτεδήποτε διαβουλεύσεις με το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14. Οι διαβουλεύσεις αυτές μπορούν να διεξαχθούν είτε μέσω συνομιλιών είτε με αλληλογραφία και θα αρχίσουν μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την ημερομηνία λήψης του αιτήματος. Οι τροποποιήσεις που ενδεχομένως συμφωνηθούν κατά τον τρόπο αυτόν, θα τεθούν σε ισχύ μετά την επιβεβαίωση τους μέσω ανταλλαγής Διπλωματικών Διακοινώσεων.

2. Τροποποιήσεις του Παραρτήματος είναι δυνατόν να γίνουν με απευθείας συμφωνία μεταξύ των αεροπορικών

ΑΡΘΡΟ 17 ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ

αρχών των Συμβαλλόμενων Μερών και μετά από επιβε-βαίωσή τους μέσω της ανταλλαγής Διπλωματικών Διακοινώσεων.

3. Η παρούσα Συμφωνία και το Παράρτημα της θα θεωρείται ότι έχουν τροποποιηθεί χωρίς την ύπαρξη περαιτέρω συμφωνίας σε περίπτωση που αυτό απαιτείται προκειμένου να υπάρξει συμμόρφωση με κάθε πολυμερή Σύμβαση ή Συμφωνία η οποία θα καταστεί ενδεχομένως δεσμευτική και για τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη.

ΑΡΘΡΟ 19 ΛΗΞΗ ΙΣΧΥΟΣ

Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος δύναται οποτεδήποτε να γνωστοποιήσει εγγράφως, δια της διπλωματικής οδού, προς το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος, την απόφσσή του να τερματίσει την ισχύ της παρούσας Συμφωνίας. Ανάλογη γνωστοποίηση θα διαβιβαστεί ταυτόχρονα στο Διεθνή Οργανισμό Πολιτικής Αεροπορίας.

Στην περίπτωση αυτή, η Συμφωνία θα παύσει να ισχύει δώδεκα (12) μήνες μετά τη λήψη της γνωστοποίησης από το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος, εκτός εάν η γνωστοποίηση καταγγελίας ανακληθεί με συμφωνία πριν την εκπνοή της ανωτέρω περιόδου. Σε περίπτωση μη γνωστοποίησης της λήψης από το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος, η γνωστοποίηση θα λογίζεται ότι παρελήφθη δεκατέσσερις (14) ημέρες μετά τη λήψη της γνωστοποίησης από το Διεθνή Οργανισμό Πολιτικής Αεροπορίας.

ΑΡΘΡΟ 20 ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ

Η παρούσα Συμφωνία, καθώς και τυχόν τροποποιήσεις της θα καταχωρίζονται στο Διεθνή Οργανισμό Πολιτικής Αεροπορίας.

ΑΡΘΡΟ 21 ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ

Η παρούσα Συμφωνία θα τεθεί σε ισχύ από την ημερομηνία κατά την οποία αμφότερα τα Συμβαλλόμενα Μέρη

θα γνωστοποιήσουν δια της διπλωματικής οδού στο άλλο ότι έχυυν c-λοκληρ m τις εσωτερικές νομικές διαδικασίας που απαιτούνται προκειμένου να τεθεί σε ισχύ η παρούσα Συμφωνία.

Σε πίστωση των ανωτέρω υπεγράφη η παρούσα Συμφωνία από τους κατωτέρω υπογεγραμμένους οι οποίοι έχουν εξουσιοδοτηθεί για το σκοπό αυτό από τις αντίστοιχες Κυβερνήσεις τους.

Έγινε στην Αθήνα, στις 7 Οκτωβρίου 1999 στην ελληνική και αγγλική γλώσσα και τα δύο κείμενα θεωρούμενα εξίσου αυθεντικά. Σε περίπτωση διαφοράς στην ερμηνεία θα υπερισχύει το αγγλικό κείμενο.

ΠΑ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΠΑ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΗΣ Μ ΑΛΤ ΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

(υπογραφή) (υπογραφή)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΙΝΑΚΑΣ ΔΙΑΔΡΟΜΩΝ

Ι. ΔΙΑΔΡΟΜΗ I

Διαδρομές που θα εκμεταλλεύεται η διορισμένη αεροπορική εταιρεία της Κυβέρνησης της Μάλτας. Σημεία στη Μάλτα-Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Ελλάδα.

2. ΔΙΑΔΡΟΜΗ II

Διαδρομές που θα εκμεταλλεύεται η διορισμένη αεροπορική εταιρεία της Ελληνικής Δημοκρατίας. Σημεία στην Ελλάδα-Μάλτα.

3. Ενδιάμεσα σημεία και σημεία πέραν θα μπορούν να εξυπηρετούνται από τις διορισμένες αεροπορικές εταιρείες. Δικαιώματα 5ης ελευθερίας θα ασκούνται μεταξύ τέτοιων σημείων και της επικράτειας του άλλου Συμβαλλομενου Μέρους, μετά από συμφωνία που θα επιτευχθεί για το σκοπό αυτό μεταξύ των διορισμένων αεροπορικών εταιρειών και θα εγκριθεί από τις αντίστοιχες Αεροπορικές Αρχές των δύο Συμβαλλόμενων Μερών.

ΦΕΚ277

AGREEMENT BETWEEN THE GOVERNMENT OF THE HELLENIC REPUBLIC AND THE GOVERNMENT OF MALTA FOR AIR SERVICES BETWEEN AND BEYOND THEIR RESPECTIVE TERRITORIES

The Government of the Hellenic Republic and the Government of Malta (hereinafter referred to as «the Contracting Parties»)

Being Parties to the Convention on International Civil Aviation opened for signature at Chicago, on the seventh day of December 1944 and

Desiring to conclude an Agreement for the purpose of establishing scheduled air services between and beyond their respective territories,

Have agreed as follows:

ARTICLE 1 DEFINITIONS

For the purpose of this Agreement, unless the context otherwise requires:

a) the term "the Convention" means the Convention on International Civil Aviation opened for signature at Chicago on the seventh day of December 1944 and includes any Annex adopted under Article 90 of that Convention and any amendment of the Annexes or Convention under Articles 90 and 94 thereof so far as those Annexes and amendments have become effective for or been ratified by both Contracting Parties;

b) the term "aeronautical authorities)) means, in the case of the Hellenic Republic the Governor of the Civil Aviation Authority and any person or body authorised to perform any functions at present exercised or which may be exercised in the future by the said Authority or similar functions; and in the case of Malta, the Minister responsible for Civil Aviation and any person or body authorised to perform any function at present exercised or which may be exercised in the future by the said Minister or similar functions,

c) the term "designated airline" means any airline which one Contracting Party has designated, by written notification to the other Contracting Party, for the operation of air services on the routes specified in the Annex of this Agreement, and to which the appropriate operating permission has been given by that other Contracting Party, in accordance with Article 3 of this Agreement;

<i) the term "territory" in relation to a State means the land areas and territorial waters adjacent thereto under the sovereignty, suzerainty protection or mandate of such State;

e) the term "air service", "international air service", "airline" and "stop for non-traffic purposes" have the meanings respectively assigned to them in Article 96 of the Convention;

f) the term "capacity" in relation to an aircraft means the payload of that aircraft available on a route or section of a route;

g) the term "capacity" in relation to an agreed service means the capacity of the aircraft used on such service multiplied by the frequency operated by such aircraft over a given period and a route or section of a route;

h) the term «carriage of traffic» means carriage of passengers, cargo and mail;

i) the term tariff means any amount charged or to be charged by airlines, directly or through their agents, to any person or entity for the carriage of passengers (and their baggage) and cargo (excluding mail) in air transportation, including:

(i) the conditions governing the availability and applicability of a tariff, and

(ii) the charges and conditions for any services ancillary to such carriage which are offered by airlines;

j) the term "Agreement" means this Agreement, the Annex attached thereto, and any Protocols or similar documents amending the present Agreement or the Annex;

κ) the term "agreed services" means scheduled air services on the routes specified in the Annex to this Agreement for the transport of passengers, cargo and mail, separately or in combination.

1) the term "user charge" means a charge made to airlines for the provision of airport, air navigation or aviation security property, or facilities;

It is understood that the titles given to the Articles of the present Agreement do In no way restrict or extend the meanings of any of the provisions of the present Agreement.

ARTICLE 2 TRAFFIC RIGHTS

(1) Each Contracting Party grants to the other Contracting Party the rights specified in this Agreement for the purpose of establishing scheduled international air services on the routes specified in the appropriate Part of the schedule annexed to this Agreement. Such services and routes are hereafter called «the agreed services)) and «the specified routes» respectively. The airline designated by each Contracting Party shall enjoy, while operating an agreed service on a specified route, the following rights:

(a) to fly without landing across the territory of the other Contracting Party;

(b) to make stops in the said territory for non-traffic purposes; and

(c) to make stops in the said territory at points specified for that route in the Route Schedule annexed to this Agreement for the purpose of putting down and taking up international traffic in passengers, cargo and mail, separately or in combination.

(2) Nothing in paragraph (1) of this Article shall be deemed to confer on the airline of one Contracting Party, the privilege of taking up, in the territory of the other Contracting Party, passengers, cargo or mail carried for remuneration or hire and destined for another point in the territory of the other Contracting Party.

ARTICLE 3 DESIGNATION OF AIRLINES

(1) Each Contracting Party shall have the right to designate and inform in writing through diplomatic channels to the other Contracting Party one airline for the purpose of operating the agreed services on the specified routes.

(2) On receipt of such designation, the aeronautical authorities of the other Contracting Party shall, subject to the provisions of paragraphs 3 and 4 of this Article, without delay grant to the airline designated the appropriate operating authorisations.

(3) The Aeronautical Authorities of one Contracting Party may require the airline designated by the other Contracting Party to satisfy them that it is qualified to fulfill the conditions prescribed under the laws and regulations normally and reasonably applied to the operation of international air services by such authorities in conformity with the provisions of the Convention.

(4) The aeronautical authorities of each Contracting Party shall have the right to refuse to grant the operating authorisation referred to in paragraph (2) of this Article, or to impose such conditions as they may deem necessary on the exercise by the designated airline of the rights specified in Article 2 of this Agreement, in any case where the said aeronautical authorities are not satisfied that substantial ownership and effective control of that airline are vested in the Contracting Party designating the airline or in its nationals or in both the Contracting Party and its nationals.

(5) When an airline has been so designated and authorised, it may begin at any time to operate the agreed services, provided that the capacity is regulated under article 10 of this Agreement and that a tariff established in according with the provisions of Article 11 of this Agreement is in force in respect of that service.

(6) Each Contracting Party shall have the right, by written notification to the other Contracting Party, to withdraw the designation of an airline and to substitute therefor the designation of another airline.

ARTICLE 4 REVOCATION AND SUSPENSION OF RIGHTS

(1) The aeronautical authorities of each Contracting Party shall have the right to revoke an operating authorisation or to suspend the exercise of the rights specified in Article 2 of this Agreement by an airline designated by the other Contracting Party, or to impose such conditions, as they may deem necessary on the exercise of these rights:

(a) whenever such airline is unable to prove that it is qualified to fulfil the conditions prescribed under the laws and regulations normally and reasonably applied to the operation of international air services by these Authorities in conformity with the Convention; or,

(b) in any case where they are not satisfied that substantial ownership and effective control of that airline are vested in the Contracting Party designating the airline or in nationals of such Contracting Party; or,

(c) in the case of failure by that airline to comply with the laws or regulations of the Contracting Party granting these rights; or,

(d) in case the airline otherwise fails to operate in accordance with the conditions prescribed under this Agreement.

(2) Unless immediate revocation, suspension or imposition of the conditions mentioned in paragraph 1 of this Article is essential to prevent further infringements of laws or regulations, such right shall be exercised only after consultation with the other Contracting party.

ARTICLE 5

CUSTOMS DUTIES AND OTHER SIMILAR CHARGES

(1) Aircraft operated on international services by the designated airline of either Contracting Party, as welt as their regular equipment, spare parts, supplies of fuels and lubricants and aircraft stores (including food, beverages and tobacco) on board such aircraft shall on the basis of reciprocity be exempt from all customs duties, inspection fees and other charges or taxes on arriving in the territory of the other Contracting Party, in accordance with the provisions of the laws and regulations in force of each Contracting Party, provided such equipment and supplies remain on board the aircraft up to such time as they are re-exported.

(2) There shall also be exempt, on the basis of reciprocity, from the same duties, fees and charges, in accordance with the provisions of the laws and regulations in force of each Contracting Party, with the exception of charges corresponding to a particular service performed at the request of the airline and associated with the services provided below:(a) aircraft stores taken on board in the territory of either Contracting Party, within the limits fixed by the competent authorities of the said Contracting Party, and for use on board aircraft engaged in the agreed services of the other Contracting Party;

(b) spare parts including engines, regular aircraft equipment and consumable technical supplies brought into the territory of either Contracting Party for the maintenance or repair of aircraft used on the agreed services by the designated airlines of the other Contracting Party;

(c) fuel and lubricants destined to supply aircraft operated on the agreed services by the designated airlines of the other Contracting Party, even when those supplies are to be used on the part of the journey performed over the territory of the Contracting Party in which they are taken on board.

Materials referred to in sub paragraphs (a), (b) and (c) of this paragraph may be required to be kept under customs supervision or control.

(3) The exemptions granted by this Article shall apply to the items referred to in paragraph (1) and (2) of this Article when:

a) introduced in the territory of one Contracting Party by or on behalf of the designated airline of the other Contracting Party;

b) retained on board aircraft of the designated airline of one Contracting Party upon arriving in or leaving the territory of the other Contracting Party;

c) taken on board aircraft of the designated airline of the other Contracting Party and intended for use in operating the agreed services; whether or not such items are used or consumed wholly within the territory of the Contracting Party granting the exemption, provided such items are not alienated in the territory of the said Contracting Party.

(4) Regular airborne equipment, spare parts, supplies of fuels and lubricants and aircraft stores retained on board the aircraft of either Contracting Party may be unloaded in the territory of the other Contracting Party only with the approval of the customs authorities of that Party, who may require that these materials be placed under their supervision up to such time as they are re-exported or otherwise disposed of in accordance with customs regulations.

ARTICLE 6

APPLICABILITY OF LAWS AND REGULATIONS

(1) The laws, regulations and procedures of either the Contracting Party relating to the entrance to, staying in, or departure from its territory of aircraft engaged in international air services, or to the operation and navigation of such aircraft, shall be complied with by the designated airline of the other Contracting Party upon entrance into, while within and during departure from, the said territory.

(2) The laws and regulations of a Contracting Party as to the admission to or departure from its territory of passengers, crew, or cargo of aircraft, such as regulations relating to entry, clearance, immigration, passports, customs, and quarantine shall be complied with by or on behalf of such passengers, crew or cargo upon entrance into or departure from or white within the territory of that Party.

(3) Passengers, baggage and cargo in direct transit across the territory of either Contracting Party and not leaving the area of the airport reserved for such purpose shall, except in respect of security measures against violence and air piracy, be subject to no more than a simplified control. Baggage and cargo in direct transit shall be exempt from customs duties and other similar taxes.

ARTICLE 7 USER CHARGES

Fees and charges applied in the territory of either Contracting Party to the airline operations of the other Contracting Party for the use of airports and other aviation facilities in the territory of the first Party, shall not be higher than those applied in the territory of that first Party to the operations of other airlines engaged in similar international air service.

ARTICLE 8

RECOGNITION OF CERTIFICATES AND LICENSES

(1) Certificates of airworthiness, certificates of competency and licenses issued or rendered valid by one Contracting Party, and still in force, shall be recognized as valid by the other Contracting Party for the purpose of operating services provided for in this Agreement, provided that the requirements under which such certificates or licenses were issued or rendered valid are equal to or above the minimum standards which are or may be established pursuant to the Convention. Each Contracting Party reserves the right, however to refuse to recognize, for the purpose of flights above its own territory, certificates of competency and licenses granted to its own nationals or rendered valid for them by the other Contracting Party or by any other State.

ΦΕΚ277

(2) If the privileges or conditions of the licenses or certificates referred to in paragraph (1) above, issued by the Aeronautical Authorities of one Contracting Party to any person or designated airline or in respect of an aircraft operating the agreed services on the specified routes would permit a difference from the standards established under the Convention, and which difference has been filed with the International Civil Aviation Organization, the Aeronautical Authorities of the other Contracting Party may request consultations in accordance with Article 14 of this Agreement with the Aeronautical Authorities of that Contracting Party with a view to satisfying themselves that the practice in question is acceptable to them. Failure to reach a satisfactory agreement will constitute grounds for the application of Article 4 of this Agreement.

ARTICLE 9

ESTABLISHMENT OF AIRLINE REPRESENTATIVE OFFICES

(1) The designated airlines of both Contracting Parties shall be allowed:

a) to establish in the territory of the other Contracting Party offices for the promotion of air transportation and sale of air tickets as well as other facilities required for the provision of air transporation;

b) to bring in and maintain in the territory of the other Contracting Party, in accordance with the laws and regulations of that other Contracting Party relating to entry, residence and employment, managerial, sales, technical, operational and other specialist staff required for the provision of air transportation;

c) in the territory of the other Contracting Party to engage (directly and, at that airline's discretion, through its agents) in the sale of air transportation.

(2) In case of engagement of a general agent or a general sales agent, this agent shall be engaged in accordance with the relevant applicable laws and regulations of each Contracting Party.

ARTICLE 10 CAPACITY REGULATIONS

(1) There shall be fair and equal opportunity for the airlines of both Contracting Parties to operate the agreed services on the specified routes between their respective territories.

(2) In operating the agreed services, the airline of each Contracting Party shall take into account the interests of the airline of the other Contracting Party so as not to affect unduly the services which the latter provide on the whole or part of the same routes.

(3) The agreed services provided by the designated airline of the Contracting Parties shall bear close relationship to the requirements of the public for transportation on the specified routes and shall have as their primary objective the provision, at a reasonably load factor, of capacity adequate to carry the current and reasonably anticipated requirements for the carriage of passengers, cargo and mail originating from or destined to the territory of the Contracting Party which has designated the airline. Provision for the carriage of passengers, cargo and mail both taken up and put down at points on the specified routes in the territories of States other than that designating the airline shall be agreed upon between the two Contracting Parties.

(4) The capacity to be provided including the frequency of services and the type of aircraft to be used by the designated airlines of the Contracting Parties on the agreed services shall be approved by the respective aeronautical authorities.

ARTICLE 11

AIR TRANSPORT TARIFFS

(1) The tariffs to be charged by the airlines of the Contracting Parties for the agreed services shall be established at reasonable levels, due regard being paid to all relevant factors including cost of operations, reasonable profit, characteristics of service and, where it is deemed suitable, the tariffs of other airlines operating scheduled services over the whole or part of the same routes.

(2) The tariffs referred to in paragraph 1 of this Article shall be established according to the following rules :

a) When the designated airlines of both Contracting Parties are members of an international airline association, e.g. International Air Transport Association, with a rate fixing mechanism and a tariff resolution already exists in respect of the agreed services, the tariffs shall be agreed upon by the designated airlines of the Contracting Parties in accordance with such tariff resolution. Unless otherwise determined in the application of this Article, each designated airline shall be responsible only to its Aeronautical Authorities for the justification and reasonableness of the tariffs so agreed.

b) When there is no tariff resolution in respect of the agreed services or where either or both of the designated airlines of the Contracting Parties are not members of the same airline association referred to in paragraph 2 (a) above, the designated airlines of the Contracting Parties shall if possible, agree between themselves on the tariffs to be charged in respect of the agreed services.

c) The tariffs so agreed upon shall be submitted for approval by the Aeronautical Authorities of the Contracting Parties at least forty-five (45) days before the proposed date of their introduction. This time limit may be reduced, subject to the consent of the said Authorities.

d) In case the designated airlines of the Contracting Parties fail to agree on the tariffs to be charged, or where a Contracting Party has not designated its airline for the operation of the agreed services, or where during the first thirty (30) days of the forty-five (45) days period referred to in subparagraph (c) above, the Aeronautical Authorities of a Contracting Party give the Aeronautical Authorities of the other Contracting Party notice of their dissatisfaction with any tariff agreed between the designated airlines of the Contracting Parties in accordance with subparagraph (a) and (b) above, the Aeronautical Authorities of the Contracting Parties shall try to reach an agreement on the appropriate tariffs to be charged.

(3) a) No tariff shall come into force if the Aeronautical Authorities of

either Contracting Party have not approved it.

b) The tariffs established in accordance with the provisions of this Article shall remain in force until new tariffs have been established.

(4) If the Aeronautical Authorities cannot agree on any tariff submitted to them under the provisions of this Article or the determination of any tariff the dispute shall be settled in accordance with the provisions of Article 15 of the present Agreement.

(5) If the Aeronautical Authorities of one of the Contracting Parties become dissatisfied with an established tariff, they shall so notify the Aeronautical Authorities of the other Contracting Party and the designated airlines shall attempt, where required, to reach an agreement. If within the period of sixty (60) days from the day of receipt of such notification a new tariff cannot be established in accordance with the provisions of paragraphs (2) and (3) of this Article, the procedures as set out in paragraph (4) of this Article shall apply.

ARTICLE 12

TRANSFER OF REVENUES

Each Contracting Party grants, on the basis of reciprocity, to the designated airline of the other Contracting Party the right of free transfer in any freely convertible currencies in accordance with the foreign exchange regulations in force, of the excess of receipts over expenditure earned by that airline in its territory in connection with the carriage of passengers, mail and cargo.

ARTICLE 13

APPROVAL OF SERVICES AND PROVISION OF STATISTICS

(1) The designated airline of each Contracting Party shall submit for approval to the aeronautical authorities of the other Contracting Party not later than thirty (30) days prior to the inauguration of services on the routes specified in accordance with Article 2 of this Agreement, the types of aircraft to be used and the flight schedules. This shall likewise apply to later changes.

(2) The aeronautical authorities of a Contracting Party shall supply to the aeronautical authorities of the other Contracting Party at their request such periodic or other statement of statistics as may be reasonably required for the purpose of reviewing the capacity provided on the agreed services by the designated airline of the Contracting Party referred to in paragraph (1) of this Article. Such statement shall include all information required to determine the amount of traffic carried by that airline on the agreed services and the points of embarkation and disembarkation of such traffic.

ARTICLE 14 CONSULTATION

(1) In a spirit of close cooperation, the aeronautical authorities of the Contracting Parties shall consult each other from time to time with a view to ensuring the implementation of, and satisfactory compliance with, the provisions of this Agreement and schedules annexed thereto and shall also consult when necessary to provide for modification thereof.

(2) Either Contracting Party may request consultation, which may be through discussion or by correspondence and shall begin within a period of sixty (60) days of the date of the request, unless both Contracting Parties agree to an extension of this period.

ARTICLE 15 SETTLEMENT OF DISPUTES

(1) If any dispute arises between the Contracting Parties relating to the interpretation or application of this Agreement, the Contracting Parties shall in the first place endeavor to settle it by negotiations.

(2) If the Contracting Parties fail to reach a settlement by negotiation, they may agree to refer the dispute for decision to some person or body; if they do not so agree, the dispute shall at the request of either Contracting Party be submitted for decision to a tribunal of three arbitrators, one to be nominated by each Contracting Party and the third to be appointed by the two so nominated. Each of the Contracting Parties shall nominate an arbitrator within a period of sixty (60) days from the date of receipt by either Contracting Party from the other of a notice through diplomatic channels requesting arbitration of the dispute by such a tribunal and the third arbitrator shall be appointed within a further period of sixty (60) days. If either of the Contracting Parties fails to nominate an arbitrator within the period specified, or if the third arbitrator is not appointed within the period specified, the President of the Council of the International Civil Aviation Organisation at the request of either Contracting Party may appoint an arbitrator or arbitrators as the case requires, provided that if the President of the Council of the International Civil Aviation Organisation is a national of either Contracting Party, the senior Vice-President of the Council or if he is such a national, the Senior Member of the Council who is not such a national may be requested to make the appointments as the case may be. In such a case, the third arbitrator shall be a national of a third State and shall act as President of the arbitral tribunal.

(3) The Tribunal shall determine its own procedures.

(4) The expenses of the Tribunal shall be shared equally between the Contracting Parties.

(5) The Contracting Parties shall comply with any decision given under paragraph (2) of this Article.

(6) If and so long as either Contracting Party or a designated airline of either Contracting Party fails to comply with the requirements of paragraph (5) of this Article, the other Contracting Party may limit or revoke any right which it has granted by virtue of this Agreement.

ARTICLE 16 AVIATION SAFETY PROVISIONS

1. - Each Contracting Party may request consultations at any time concerning

safety standards in any area relating to aircrew, aircraft or their operation adopted by the other Contracting Party. Such consultations shall take place within 30 days of that request.

2. - If,following such consultations, one Contracting Party finds that the other

Contracting Party does not effectively maintain and administer safety standards in any such area that are at least equal to the minimum standards established at that time pursuant to the Chicago Convention, the first Contracting Party shall notify the other Contracting Party of those findings and the steps considered necessary to conform with those minimum, standards and that other Contracting Party shall take appropriate corrective action. Failure by the other Contracting Party to take appropriate action within 15 days or such longer period as may be agreed, shall be grounds for the application of Article 4 of this Agreement.

3. - Notwithstanding the obligations mentioned in Article 33 of the Chicago

Convention it is agreed that any aircraft operated by the airline or airlines of one Contracting Party on services to or from the territory of another Contracting Party may, while within the territory of the other Contracting Party, be made the subject of an examination by the authorised representatives of the other Contracting Party, on board and around the aircraft to check both the validity of the aircraft documents and those of its crew and the apparent condition of the aircraft and its equipment (in this Article called "ramp inspection"), provided this does not lead to unreasonable delay.

4. - If any ramp inspection or series of ramp inspections gives rise to:

a) serious concerns that an aircraft or the operation of an aircraft does not comply with the minimum standards established at that time pursuant to the Chicago Convention, or

b) serious concerns that there is a lack of effective maintenance and administration of safety standards established at that time pursuant to the Chicago Convention.

the Contracting Party carrying out the inspection shall, for the purposes of Article 33 of the Chicago Convention, be free to conclude that the requirements under which the certificate or licences on respect of that aircraft or in respect of the crew of that aircraft had been issued or rendered valid, or that the requirements under which that aircraft is operated, are not equal to or above the minimum standards established pursuant to the Chicago Convention.

5. - In the event that access for the purpose of undertaking a ramp inspection

of an aircraft operated by the airline or airlines of one Contracting Party in accqrdance with paragraph 3 above is denied by the representative of that airline or airlines, the other Contracting Party shall be free to infer that serious concerns of the type referred to in paragraph 4 above arise and draw the conclusions referred in that paragraph.

6. - Each Contracting Party reserves the right to suspend or vary the operating

authorisation of an airline or airlines of the other Contracting Party immediately in the event the first Contracting Party concludes, whether as a result of a ramp inspection, a series of ramp inspections, a denial of access for ramp inspection, consultation or otherwise, that immediate action is essential to the safety of an airline operation.

7. - Any action by one Contracting Party in accordance with paragraphs 2 or

6 above shall be discontinued once the basis for the taking of that action ceases to exist.

ARTICLE 17 SECURITY

(1) Consistent with their rights and obligations under international law, the Contracting Parties reaffirm that their obligation to each other to protect the security of civil aviation against acts of unlawful interference forms

ΦΕΚ277

an integral part of this Agreement. Without limiting the generality of then-rights and obligations under international law, the Contracting Parties shall in particular act in conformity with the provisions of the Convention of Offences and Certain Other Acts Committed on Board Aircraft, sianed at Tokyo on,14 September 1963, the Convention for the Suppression of Unlawful Seizure of Aircraft, signed at the Hague on 16 December 1970, the Convention for the Suppression of Unlawful Acts against the Safety of Civil Aviation, signed at Montreal on 23 September 1971, and the Protocol for the Suppression of Unlawful Acts of Violence at Airport Serving international Civil Aviation, signed at Montreal on 24 February 1988 or any other convention on aviation security to which both Contracting Parties shall become members.

(2) The Contracting Parties shall provide upon request all necessary assistance to each other to prevent acts of unlawful seizure of civil aircraft and other unlawful acts against the safety of such aircraft, their passengers and crew, aimorts and air navigation facilities, and any other threat to the security of civil aviation.

(3) The Contracting Parties shall, in their mutual relations, act in conformity with the aviation security provisions established by the International Civil Aviation Organization and designated as Annexes to the Convention on International Civil Aviation to the extent that such security provisions are applicable to the Contracting Parties ; and they shall require that operators of aircraft of their registry or operators of aircraft who have their principal place of business or permanent residence in their territories and the operators of airports in their territories act in conformity with such aviation security provisions.

(4) Each Contracting Party agrees that such operators of aircraft may be required to observe the aviation security provisions referred to in paragraph (3) of this Article required by the other Contracting party for entry into, while within or departure from, the territory of that other Contracting Party. Each Contracting Party shall ensure that adequate measures are effectively applied within its territory to protect the aircraft and to screen passengers and their carry-on items, and to carry out appropriate checks on crew, baggage, cargo and aircraft stores prior to and during boarding or loading. Each Contracting Party shall also give sympathetic consideration to any request from the other Contracting Party for reasonable special security measures to meet a particular threat.

(5) When an incident or threat of an incident of unlawful seizure of civil aircraft or other unlawful acts against the safety of such aircraft, their passengers and crew, airports or air navigation facilities occurs, the Contracting Parties shall assist each other by facilitating communications and other appropriate measures intended to terminate rapidly and safely such incident or threat thereof.

ARTICLE 18 AMENDMENT

(1) If either Contracting Party considers it desirable to amend any provisions of this Agreement, it may at any time request consultation with the other Contracting Party in accordance with the provisions of article ^4. Such consultation may be through discussions or by correspondence, and shall begin within a period of sixty (60) days from the date of receipt of the request. Any amendments so agreed shall come into force when they have been confirmed by an exchange of diplomatic notes.

(2) Amendments of the Annex may be made by direct agreement between the aeronautical authorities of the Contracting Parties and confirmed by an exchange of diplomatic notes.

(3) This Agreement and its Annex shall be deemed to be amended without further agreement as may be necessary to conform with any multilateral Convention or Agreement which may become binding on both Contracting Parties.

ARTICLE 19 TERMINATION

Either Contracting Party may at any time give, in writing, through diplomatic channels notice to the other Contracting Party of its decision to terminate this Agreement; such notice shall be simultaneously communicated to the International Civil Aviation Organization. In such case the Agreement shall terminate twelve (12) months after the date of receipt of the notice by the other Contracting Party, unless the notice to terminate is withdrawn by agreement before the expiry of this period. In the absence of acknowledgement of the receipt by the other Contracting Party, notice shall be deemed to have been received fourteen (14) days after the receipt of the notice by the International Civil Aviation Organization.

ARTICLE 20 REGISTRATION

This Agreement and any amendment thereto shall be registered with the International Civil Aviation Organisation.

ARTICLE 21

ENTRY INTO FORCE

This Agreement shall enter into force on the date when both Contracting Parties, through diplomatic channels, notify each other that they have completed internal legal procedures necessary for its entry into force.

IN WITNESS WHEREOF, the undersigned being duly authorised by their respective Governments, have signed this Agreement.

Done at......£.V.V>«r*i....................on this .............................day of

in the English and Greek languages, both texts being equally authentic. In case of any divergence of interpretation, the English text shall prevail.

4*1^/—

FOR THE GOVERNMENT OF THE HELLENIC REPUBLIC

FOR THE GOVERNMENT OF MALTA

ANNEX ROUTE SCHEDULE

1. SCHEDULE i

Routes to be operated by the designated airline of the Government of Malta.

Points in Malta - Athens - Thessaloniki, Greece

2. SCHEDULE II

Routes to be operated by the designated airline of the Hellenic Republic.

Points in Greece - Malta.

3. Intermediate points and points beyond may be served by the designated airlines. Fifth freedom traffic rights shall be exercised between such points and the territory of the other Contracting Party after an agreement to that effect is reached between the designated airlines and approved by the respective Aviation Authorities of the two Contracting Parties.

Άρθρο δεύτερο

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και της Συμφωνίας που κυρώνεται, από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 21 αυτής.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 15 Δεκεμβρίου 2000

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ

Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ Γ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ ΧΡ. ΒΕΡΕΛΗΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους. Αθήνα, 15 Δεκεμβρίου 2000

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Μ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΠΟ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ

Ανταλλάξιμα κτήματα -Δημοσιεύματα ΕπΑκ Νο 3

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ

Το εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τις έννομες συνέπειες των δικαστικών αποφάσεων - Μελέτες ΕΡΜΕΚ Νο 11