logo-print

Άρθρο 10 - Νόμος 2937/2001

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΙΣΧΥΟΣ:

27/07/2014

ΛΟΑΤΚΙ+ Δικαιώματα & Ελευθερίες, 2024
Η αστική ευθύνη του οδικού μεταφορέα κατά τη CMR

Άρθρο 10

Στο Ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α') προστίθεται νέο άρθρο 37β, ως εξής:

"Άρθρο 37β Εσωτερικά μοντέλα

Α. Γενικά

1. Κατά παρέκκλιση από τη μέθοδο των συστατικών στοιχείων (building block approach), τα ιδρύματα, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο, επιτρέπεται να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για την κάλυψη του κινδύνου θέσης, κινδύνου τιμών συναλλάγματος και/ή του κινδύνου από θέσεις σε εμπορεύματα με δικά τους εσωτερικά μοντέλα αντί, ή σε συνδυασμό με τις μεθόδους που περιγράφονται στα άρθρα 35, 37 και 37α.

2. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται η εκ των προτέρων αναγνώριση των αρμόδιων αρχών για τη χρησιμοποίηση των μοντέλων αυτών για σκοπούς κεφαλαιακής επάρκειας.

Β. Ποιοτικά κριτήρια

3. Οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν στην αναγνώριση μόνον εφόσον έχουν πεισθεί ότι το σύστημα διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος βασίζεται σε υγιείς αρχές, εφαρμόζεται με ακεραιότητα και κυρίως πληρούνται τα ακόλουθα ποιοτικά κριτήρια:

α) Το εσωτερικό μοντέλο μέτρησης κινδύνων εντάσσεται στενά στη διαδικασία καθημερινής διαχείρισης κινδύνων και αποτελεί τη βάση για τις αναφορές προς τη διοίκηση του ιδρύματος σχετικά με το ύψος των ανοιγμάτων.

β) Το ίδρυμα διαθέτει μονάδα ελέγχου κινδύνων, ανεξάρτητη από τις μονάδες διαπραγμάτευσης και απευθείας υπόλογη έναντι της διοίκησης. Η μονάδα ελέγχου ευθύνεται για το σχεδιασμό και την υλοποίηση του συστήματος διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος. Συντάσσει και αναλύει τις καθημερινές αναφορές για τα αποτελέσματα του μοντέλου μέτρησης των κινδύνων και για τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται ως προς τα όρια διαπραγμάτευσης.

γ) Το διοικητικό συμβούλιο και η διοίκηση του ιδρύματος συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία ελέγχου των κινδύνων και οι καθημερινές αναφορές της μονάδας ελέγχου εξετάζονται σε διοικητικό επίπεδο με επαρκή εξουσία να επιβάλλει μειώσεις τόσο στις θέσεις μεμονωμένων διαπραγματευτών όσο και στο ύψος του συνολικού ανοίγματος του ιδρύματος.

δ) Το ίδρυμα διαθέτει επαρκές προσωπικό ικανό να χρησιμοποιεί πολύπλοκα μοντέλα στους τομείς της διαπραγμάτευσης, του ελέγχου κινδύνων, του εσωτερικού ελέγχου και της υποστήριξης και διαχείρισης των συναλλαγών.

ε) Το ίδρυμα έχει θεσπίσει διαδικασίες για την παρακολούθηση και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις εσωτερικές πολιτικές και ελέγχους αναφορικά με τη συνολική λειτουργία του συστήματος μέτρησης κινδύνων.

στ) Έχει αποδειχθεί ότι τα μοντέλα του ιδρύματος μπορούν να μετρούν τους κινδύνους με ικανοποιητική ακρίβεια.

ζ) Το ίδρυμα εφαρμόζει τακτικά αυστηρό πρόγραμμα προσομοίωσης καταστάσεων κρίσης (stress testing), τα αποτελέσματα του οποίου εξετάζονται από τη διοίκηση και λαμβάνονται υπόψη στις πολιτικές και τα όρια που αυτή καθορίζει.

η) το ίδρυμα διενεργεί, στα πλαίσια της τακτικής διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου, ανεξάρτητη ανασκόπηση του οικείου συστήματος μέτρησης κινδύνων. Η ανασκόπηση αυτή αφορά τόσο τις δραστηριότητες των μονάδων διαπραγμάτευσης όσο και της ανεξάρτητης μονάδας ελέγχου κινδύνων. Τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, το ίδρυμα προβαίνει σε ανασκόπηση της συνολικής διαδικασίας διαχείρισης κινδύνων. Η ανασκόπηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη:

(i) την επάρκεια της τεκμηρίωσης σχετικά με το σύστημα και τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων, καθώς και την οργάνωση της μονάδας ελέγχου κινδύνων,

(ii) την ενσωμάτωση των μετρήσεων του κινδύνου αγοράς στην καθημερινή διαχείριση κινδύνων, καθώς και την ακεραιότητα του συστήματος πληροφόρησης της διοίκησης,

(iii) τη διαδικασία που εφαρμόζει το ίδρυμα για την έγκριση των μοντέλων τιμολόγησης και των συστημάτων αποτίμησης που χρησιμοποιούνται από τους διαπραγματευτές και από το προσωπικό του τμήματος υποστήριξης και διαχείρισης των συναλλαγών,

(iv) την έκταση των κινδύνων αγοράς που λαμβάνουν υπόψη τα μοντέλα και την επικύρωση τυχόν σημαντικών μεταβολών στη διαδικασία μέτρησης των κινδύνων,

(ν) την ακρίβεια και την πληρότητα των δεδομένων για τις ανοικτές θέσεις, την ακρίβεια και καταλληλότητα των υποθέσεων μεταβλητότητας και συσχέτισης, καθώς και την ακρίβεια των υπολογισμών αποτίμησης και ευαισθησίας,

(vi) τις διαδικασίες που εφαρμόζει το ίδρυμα για την αξιολόγηση της συνέπειας, ενημέρωσης και αξιοπιστίας των πηγών των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στα εσωτερικά μοντέλα, συμπεριλαμβανομένης της ανεξαρτησίας των πηγών των δεδομένων αυτών, και

(vii) τις διαδικασίες που εφαρμόζει το ίδρυμα για την αξιολόγηση των εκ των υστέρων δοκιμαστικών ελέγχων (back-testing) που διενεργούνται για να εκτιμηθεί η ακρίβεια των μοντέλων.

Γ. Προσδιορισμός των παραγόντων κινδύνου αγοράς 4. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν το μοντέλο μέτρησης κινδύνου να λαμβάνει υπόψη έναν επαρκή αριθμό παραγόντων κινδύνου ανάλογα με το επίπεδο της δραστηριότητας του ιδρύματος στις αντίστοιχες αγορές. Οι ελάχιστες απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται είναι οι ακόλουθες:

α) Για τον κίνδυνο επιτοκίου, το σύστημα μέτρησης κινδύνου περιλαμβάνει ένα σύνολο παραγόντων κινδύνου που αντιστοιχούν στα επιτόκια για καθένα από τα νομίσματα στα οποία το ίδρυμα έχει εντός ή εκτός ισολογισμού θέσεις ευαίσθητες στα επιτόκια. Το ίδρυμα διαμορφώνει τις καμπύλες απόδοσης χρησιμοποιώντας μία από τις γενικά αποδεκτές μεθόδους. Για τις θέσεις που ενέχουν ουσιαστικό κίνδυνο επιτοκίου στα κυριότερα νομίσματα και αγορές, η καμπύλη απόδοσης διαιρείται σε τουλάχιστον έξι (6) διαστήματα προθεσμιών λήξης, ούτως ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διακυμάνσεις της μεταβλητότητας των τιμών σε όλα τα σημεία της καμπύλης. Το σύστημα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο μη πλήρως συσχετισμένων κινήσεων μεταξύ διαφορετικών καμπυλών απόδοσης.

β) Για τον κίνδυνο τιμών συναλλάγματος, το σύστημα μέτρησης κινδύνου ενσωματώνει παράγοντες κινδύνου για το χρυσό και για κάθε νόμισμα στο οποίο είναι εκφρασμένες οι θέσεις του ιδρύματος.

γ) Για τον κίνδυνο από θέσεις σε μετοχικούς τίτλους, το σύστημα χρησιμοποιεί χωριστό παράγοντα κινδύνου τουλάχιστον για καθεμία από τις αγορές μετοχών στην οποία το ίδρυμα κατέχει σημαντικές θέσεις.

δ) Για τον κίνδυνο από θέσεις σε εμπορεύματα, το σύστημα μέτρησης κινδύνου χρησιμοποιεί χωριστό παράγοντα κινδύνου τουλάχιστον για κάθε εμπόρευμα στο οποίο το ίδρυμα κατέχει σημαντικές θέσεις. Το σύστημα λαμβάνει επίσης υπόψη τον κίνδυνο μη πλήρως συσχετισμένων κινήσεων μεταξύ παρόμοιων, αλλά όχι πανομοιότυπων εμπορευμάτων, καθώς και του ανοίγματος σε μεταβολές στις προθεσμιακές τιμές που προέρχονται από μη αντιστοιχισμένες προθεσμίες λήξης. Λαμβάνει επίσης υπόψη τα χαρακτηριστικά της αγοράς, ιδίως τις ημερομηνίες παράδοσης και τα περιθώρια ελιγμού των διαπραγματευτών όσον αφορά το κλείσιμο των θέσεων.

Δ. Δοκιμαστικός εκ των υστέρων έλεγχος (back-testing)

5. Το ίδρυμα παρακολουθεί την ακρίβεια και την απόδοση του μοντέλου με την εφαρμογή ενός προγράμματος δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου. Με τον έλεγχο αυτόν, συγκρίνεται για κάθε εργάσιμη ημέρα, η δυνητική ζημία (VaR), η υπολογιζόμενη σύμφωνα με το μοντέλο του ιδρύματος για τις θέσεις του χαρτοφυλακίου στο τέλος της ημέρας, προς την ημερήσια μεταβολή της αξίας του χαρτοφυλακίου μέχρι το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας. Οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν την ικανότητα του ιδρύματος να προβαίνει σε δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο τόσο των πραγματικών όσο και των υποθετικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου.

Ο δοκιμαστικός εκ των υστέρων έλεγχος των υποθετικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου βασίζεται στη σύγκριση μεταξύ της αξίας του χαρτοφυλακίου κατά το πέρας της ημέρας και της αξίας του κατά το πέρας της επόμενης, με την υπόθεση ότι οι θέσεις παραμένουν αμετάβλητες. Τα ιδρύματα λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για τη βελτίωση του προγράμματος εφόσον αυτό κρίνεται ανεπαρκές.

Ε. Ειδικός κίνδυνος

6. Για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου από θέσεις σε διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς και μετοχικούς τίτλους, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν εσωτερικό μοντέλο, εφόσον κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών αυτό πληροί τους υπόλοιπους όρους του παρόντος άρθρου και επιπλέον:

α) εξηγεί τη διαχρονική διακύμανση των τιμών του χαρτοφυλακίου,

β) λαμβάνει υπόψη τη συγκέντρωση από άποψη μεγέθους και τις μεταβολές στη σύνθεση του χαρτοφυλακίου,

γ) αντέχει σε αντίξοες συνθήκες,

δ) επικυρώνεται με δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο με τον οποίο εκτιμάται εάν έχει υπολογιστεί με ακρίβεια ο ειδικός κίνδυνος. Εάν η διενέργεια του δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου βασίζεται σε σχετικά υπο-χαρτο-φυλάκια, αυτά πρέπει να επιλέγονται με συνέπεια.

7. Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικά μοντέλα και δεν πληρούν τις διατάξεις της παραπάνω παραγράφου θα υπολογίζουν χωριστά την κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35 του παρόντος νόμου.

ΣΤ. Ποσοτικά κριτήρια

8. Για τον υπολογισμό της δυνητικής ζημίας (VaR), τα ακόλουθα κριτήρια πρέπει να πληρούνται:

α) καθημερινός τουλάχιστον υπολογισμός της δυνητικής ζημίας (VaR) χρησιμοποιώντας ένα ενενήντα εννέα τοις εκατό (99%) (percentile) μονοκατάληκτο διάστημα εμπιστοσύνης (one-tailed confidence interval) και περίοδο διακράτησης (holding period) ισοδύναμη με δέκα (10)

ημέρες,

β) πραγματική περίοδος παρατήρησης (observation period) τουλάχιστον ενός (1) έτους, εκτός εάν δικαιολογείται βραχύτερο διάστημα λόγω σημαντικής έξαρσης της αστάθειας των τιμών, γ) τριμηνιαία ενημέρωση των δεδομένων, δ) τα ιδρύματα επιτρέπεται να χρησιμοποιούν, με την έγκριση των αρμόδιων αρχών, εμπειρικές συσχετίσεις εντός και μεταξύ των κατηγοριών κινδύνου, εφόσον το σύστημα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των συσχετίσεων βασίζεται σε υγιείς αρχές και εφαρμόζεται με ακεραιότητα,

ε) το μοντέλο λαμβάνει υπόψη με ακρίβεια όλους τους ουσιαστικούς κινδύνους τιμών από θέσεις σε δικαιώματα προαίρεσης και σε εξομοιούμενα με δικαιώματα μέσα και ότι οι μη καλυπτόμενοι από το μοντέλο κίνδυνοι καλύπτονται με επαρκή ίδια κεφάλαια.

Ζ. Υπολογισμός κεφαλαιακών απαιτήσεων

9. Κάθε ίδρυμα υπόκειται σε κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το υψηλότερο ποσό της δυνητικής ζημίας (VaR) της προηγούμενης ημέρας, που υπολογίστηκε σύμφωνα με τις παραμέτρους που ορίζονται στο παρόν άρθρο, και το μέσο όρο των ημερήσιων δυνητικών ζημιών για καθεμία από τις εξήντα (60) προηγούμενες εργάσιμες ημέρες, πολλαπλασιασμένο επί το συντελεστή τρία (3).

10. Ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής της προηγούμενης παραγράφου προσαυξάνεται κατά ένα συμπληρωματικό συντελεστή (plus factor) ύψους μηδέν (0) έως ένα (1), σύμφωνα με τον Πίνακα , ανάλογα με τον αριθμό των υπερβάσεων κατά τις αμέσως προηγούμενες διακόσιες πενήντα (250) εργάσιμες ημέρες, όπως αποδεικνύεται από το πρόγραμμα για το δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο που χρησιμοποιεί το ίδρυμα.

Πίνακας

Αριθμός υπερβάσεων λιγότερες από 5

Συμπληρωματικός συντελεστής (Plus factor) 0,00

0,40

0,50

0,65

0,75

0,85

10 ή περισσότερες

1,00

α) Τα ιδρύματα υποχρεούνται να υπολογίζουν τις υπερβάσεις με συνέπεια βάσει του εκ των υστέρων δοκιμαστικού ελέγχου είτε επί πραγματικών είτε επί υποθετικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου. Υπέρβαση είναι η εντός μίας (1) ημέρας μεταβολή της αξίας του χαρτοφυλακίου, που υπερβαίνει το μέτρο της δυνητικής ζημίας (VaR) που προκύπτει από το μοντέλο του ιδρύματος.

β) Για τον καθορισμό του συμπληρωματικού συντελεστή καταγράφεται ο συνολικός αριθμός των υπερβάσεων τουλάχιστον ανά τρίμηνο.

γ) Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, σε μεμονωμένες περιΦΕΚ 169

πτώσεις και εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, να άρουν την υποχρέωση προσαύξησης του πολλαπλασιαστικού συντελεστή με το συμπληρωματικό συντελεστή του Πίνακα, εάν το ίδρυμα αποδείξει ότι η αύξηση είναι αδικαιολόγητη και το μοντέλο βασίζεται σε υγιείς αρχές.

δ) Τα ιδρύματα κοινοποιούν πάραυτα στις αρμόδιες αρχές και οπωσδήποτε εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών τις υπερβάσεις που διαπιστώνονται κατά την εφαρμογή του προγράμματος και οι οποίες σύμφωνα με τον Πίνακα επιφέρουν αύξηση του συμπληρωματικού συντελεστή.

ε) Εάν, λόγω πολυάριθμων υπερβάσεων, καταδειχθεί ότι το μοντέλο δεν είναι επαρκώς ακριβές, οι αρμόδιες αρχές ανακαλούν την αναγνώρισή του ή επιβάλλουν τη λήψη κατάλληλων μέτρων προς άμεση βελτίωσή του.

στ) Οι εποπτικές αρχές δύνανται να προσαυξάνουν τον πολλαπλασιαστικό συντελεστή λαμβάνοντας υπόψη και τη λειτουργικότητα των ποιοτικών κριτηρίων.

11. Για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου, εφόσον το μοντέλο του ιδρύματος πληροί τις διατάξεις της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, το ίδρυμα αυξάνει την κεφαλαιακή του απαίτηση, που υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραπάνω παραγράφους 9 και 10, προσαυξάνοντας το ποσό που αντιστοιχεί:

α) είτε στην αναλογία ειδικού κινδύνου της δυνητικής ζημίας (VaR) που πρέπει να υπολογίζεται χωριστά, σύμφωνα με τις εποπτικές οδηγίες, είτε κατ' επιλογή του ιδρύματος.

β) στη δυνητική ζημία (VaR) των υποχαρτοφυλακίων χρεωστικών και μετοχικών τίτλων που ενέχουν ειδικό κίνδυνο. Στην περίπτωση αυτή τα ιδρύματα προσδιορίζουν εκ των προτέρων τη διάρθρωση του χαρτοφυλακίου και δεν τη μεταβάλλουν χωρίς τη συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών.

12. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να άρουν την απαίτηση της προσαύξησης που προβλέπεται στην παράγραφο 11, εάν το ίδρυμα αποδείξει ότι, σύμφωνα με τα ισχύοντα διεθνή πρότυπα, το μοντέλο που χρησιμοποιεί λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο γεγονότος (event risk) και τον κίνδυνο υπερημερίας (default risk) για τους διαπραγμα-τεύσιμους χρεωστικούς και μετοχικούς τίτλους του.

13. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου καθορίζονται με Πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, για τα πιστωτικά ιδρύματα, και αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, για τις Ε.Π.Ε.Υ..

Παροχή διόδου κατά ΑΚ 1012-1017, 3η έκδ., 2024
Εργοδοτική ιδιότητα και ευθύνη, 2025
send