Άρθρο 24 Συμμετοχές σε πιστωτικά ιδρύματα
1. α) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο σκοπεύει να αποκτήσει ή να παύσει να κατέχει συμμετοχή που αντιπροσωπεύει, άμεσα ή έμμεσα, ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 5% του μετοχικού κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου πιστωτικού ιδρύματος, που εδρεύει στην Ελλάδα, ενημερώνει προηγουμένως την Τράπεζα της Ελλάδος και της γνωστοποιεί το ποσοστό της νέας συμμετοχής.
β) Η υποχρέωση του εδαφίου α' της παρούσας παραγράφου ισχύει επίσης όταν:
i) ήδη υφιστάμενη συμμετοχή αυξάνεται ή μειώνεται ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει ένα πρόσωπο, άμεσα ή έμμεσα, να οδηγεί στην κατοχή ή παύση κατοχής ενός από τα όρια του 5%, του 10%, του 20%, του 33% ή του 50% του συνόλου των δικαιωμάτων ψήφου, ή
ii) φυσικό ή νομικό πρόσωπο αποκτά ή παύει να έχει, άμεσα ή έμμεσα, τον έλεγχο του πιστωτικού ιδρύματος, κατά την έννοια της παραγράφου 12 του άρθρου 2.
2. Εφόσον τις συμμετοχές της πιο πάνω παραγράφου προτίθενται να πραγματοποιήσουν νομικά πρόσωπα, αυτά γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος την ταυτότητα των φυσικών προσώπων που, άμεσα ή έμμεσα, τα ελέγχουν, καθώς και κάθε μεταγενέστερη μεταβολή. Αντίστοιχη υποχρέωση γνωστοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος υπέχουν και τα φυσικά πρόσωπα που αποκτούν τον έλεγχο του εν λόγω νομικού προσώπου ή παύουν να το ελέγχουν.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος, για την αποτελεσματικότερη επίτευξη των σκοπών της εποπτείας και για λόγους διαφάνειας, δικαιούται να ζητά από τα νομικά πρόσωπα που εμπίπτουν στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου συμμόρφωση προς τα προβλεπόμενα στα εδάφια β' και γ' της παραγράφου 11 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου.
4. Για το σκοπό υπολογισμού της συμμετοχής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου λαμβάνεται υπόψη και το άρθρο 10 του ν. 3556/2007 (ΦΕΚ 91 Α').
5. Εντός τριών (3) μηνών από τη σύμφωνα με τα προαναφερθέντα γνωστοποίηση περί απόκτησης ή αύξησης συμμετοχής, η Τράπεζα της Ελλάδος υποχρεούται είτε να εγκρίνει τη συμμετοχή είτε να αντιταχθεί σε αυτή με αιτιολογημένη απόφασή της, εφόσον δεν έχει πειστεί ότι τα πρόσωπα που προτίθενται να την πραγματοποιήσουν, περιλαμβανομένων και των φυσικών προσώπων που ελέγχουν, άμεσα ή έμμεσα, τα συμμετέχοντα νομικά πρόσωπα, είναι κατάλληλα για να εξασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος. Για το σκοπό αυτόν, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ζητά από τα πρόσωπα που αφορά η κατά την παρούσα παράγραφο αξιολόγηση τα κατά την κρίση της απαιτούμενα στοιχεία και πληροφορίες. Η έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την απόκτηση ή αύξηση της συμμετοχής.
6. α) Σε περίπτωση θανάτου προσώπου που είναι κάτοχος συμμετοχής άνω του 5% η ως άνω υποχρέωση ενημέρωσης επιτρέπεται να εκπληρωθεί από τους κληρονόμους του εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία θανάτου του. Σε περίπτωση αποποίησης της κληρονομίας, η προαναφερόμενη προθεσμία παρατείνεται αντιστοίχως μέχρι την παρέλευση
τριών (3) μηνών από την επαγωγή της κληρονομίας στους περαιτέρω κληρονόμους, οι οποίοι έχουν την υποχρέωση ενημέρωσης.
β) Η Τράπεζα της Ελλάδος δικαιούται, εφόσον κρίνει ότι οι κληρονόμοι δεν είναι κατάλληλοι για να διασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, να επιβάλει τις κυρώσεις του στοιχείου (ii) του εδαφίου α' της παραγράφου 2 του άρθρου 64 του παρόντος νόμου.
7. Στην περίπτωση που αποκτάται ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα από:
i) άλλο πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος ή
ii) μητρική άλλου πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος ή
iii) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει άλλο πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος,
και εάν, λόγω αυτής της απόκτησης, το πιστωτικό ίδρυμα θα καταστεί θυγατρική του προτιθέμενου να αποκτήσει τη συμμετοχή ή θα περιέλθει υπό τον έλεγχό του, η αξιολόγηση της απόκτησης της συμμετοχής υπόκειται στη διαδικασία της προηγούμενης διαβούλευσης που προβλέπεται στο εδάφιο β' της παραγράφου 13 του άρθρου 5 και στο εδάφιο α' της παραγράφου 1 του άρθρου 45 του παρόντος νόμου.
8. Με την επιφύλαξη υποχρεώσεων που προκύπτουν από διεθνείς συμφωνίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τρίτες χώρες, οι οποίες διέπουν την ανάληψη και άσκηση δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος από νομικά ή φυσικά πρόσωπα κατοίκους των χωρών αυτών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να αντιτάσσεται στην απόκτηση συμμετοχών από νομικά ή φυσικά πρόσωπα κατοίκους τρίτων χωρών στο μετοχικό κεφάλαιο πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν στην Ελλάδα.
9. Πέραν των υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι κάτοχοι ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα γνωστοποιούν εκ των προτέρων στην Τράπεζα της Ελλάδος κάθε αύξηση που υπερβαίνει την υφιστάμενη συμμετοχή τους κατά ποσό που αντιστοιχεί σε πέντε (5) ποσοστιαίες μονάδες του μετοχικού κεφαλαίου του πιστωτικού ιδρύματος της συμμετοχής τους που έχει γνωστοποιηθεί προηγουμένως. Η υποχρέωση αυτή ισχύει μέχρι η συνολική συμμετοχή να φτάσει το όριο του 33%.
10. α) Τα πιστωτικά ιδρύματα γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος, μέχρι την 15η Ιουλίου κάθε έτους, τα ονόματα των μετόχων που κατέχουν συμμετοχή άνω του 1%, καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, ιδίως από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή από τις πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση τους, δυνάμει ιδίως των υποχρεώσεων που επιβάλλονται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία στις εταιρείες, οι μετοχές των οποίων αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά.
β) Τα πιστωτικά ιδρύματα, εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών αφότου λάβουν γνώση, γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος την απόκτηση ή εκχώρηση συμμετοχών στο κεφάλαιό τους, οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά συμμετοχής πάνω ή κάτω από ένα από τα όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και οποιαδήποτε αλλαγή στην ταυτότητα ή στα στοιχεία των προσώπων που αναφέρονται στα εδάφια β' και γ' της παραγράφου 10 και στο εδάφιο α' της παραγράφου 11 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου και λήφθηκαν υπόψη κατά τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων.
11. α) Σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί συμμετοχή ή αυξηθεί υφιστάμενη συμμετοχή χωρίς να προηγηθεί η απαιτούμενη, βάσει του παρόντος άρθρου, γνωστοποίηση ή έγκρισή της από την Τράπεζα της Ελλάδος, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή αυτή. Επιπλέον η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει τις κυρώσεις, που προβλέπονται στο εδάφιο α' της παραγράφου 2 του άρθρου 64 του παρόντος νόμου, διαζευκτικά ή σωρευτικά.
β) Σε περίπτωση, επίσης, που:
i) δεν πραγματοποιηθεί γνωστοποίηση στην Τράπεζα της Ελλάδος, περί της αλλαγής της ταυτότητας φυσικού προσώπου που ελέγχει νομικό πρόσωπο κάτοχο συμμετοχής μεγαλύτερης του 5%, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, ή
ii) δεν υπάρξει συμμόρφωση προς την τυχόν απαίτηση της Τράπεζας της Ελλάδος για την εφαρμογή των προβλεπομένων στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου,
παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του νομικού προσώπου στο μετοχικό κεφάλαιο του πιστωτικού ιδρύματος και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλει στα φυσικά πρόσωπα που αφορά η σχετική παράλειψη ή η μη συμμόρφωση τις κυρώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο β' της παραγράφου 2 του άρθρου 64 του παρόντος νόμου.
12. Για τους σκοπούς της εποπτείας, η Τράπεζα της Ελλάδος δικαιούται να ζητά από τα πιστωτικά ιδρύματα τη γνωστοποίηση των στοιχείων της ταυτότητας και το ύψος του ποσοστού συμμετοχής των μεγαλύτερων μετόχων τους, που αθροιστικά συγκεντρώνουν στην κατοχή τους την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου του πιστωτικού ιδρύματος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε' ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ