Άρθρο 62 Εποπτικά μέτρα
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα που δεν συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου και των σχετικών αποφάσεών της να προβαίνουν έγκαιρα στις απαραίτητες ενέργειες ή να λαμβάνουν τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα προκειμένου να αντιμετωπιστούν ελλείψεις ή αδυναμίες.
2. Για το σκοπό της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει από αυτή, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα και τα ακόλουθα:
α) την τήρηση ιδίων κεφαλαίων καθ' υπέρβαση του ελαχίστου ύψους που ορίζεται με τις εκάστοτε γενικής εφαρμογής σχετικές αποφάσεις της περί κεφαλαιακής επάρκειας,
β) τη βελτίωση των στρατηγικών, πολιτικών, συστημάτων και διαδικασιών που εφαρμόζονται με βάση τα άρθρα 26 και 28 του παρόντος νόμου,
γ) την εφαρμογή μιας ειδικής, από απόψεως κεφαλαιακής επάρκειας, πολιτικής προβλέψεων ή μεταχείρισης των στοιχείων του ενεργητικού,
δ) τον περιορισμό ή την τήρηση ορίων ως προς το είδος και την έκταση των δραστηριοτήτων τους ή το δίκτυό τους,
ε) τη μείωση του κινδύνου τον οποίον ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματά τους,
στ) τη μη διανομή ή τον περιορισμό της διανομής κερδών και τη μεταφορά τους σε ειδικό αποθεματικό ή το σχηματισμό προβλέψεων.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει ειδικές κεφαλαιακές απαιτήσεις, καθ' υπέρβαση του ελαχίστου ορίου που καθορίζεται με τις γενικής ισχύος περί κεφαλαιακής επάρκειας αποφάσεις της, κατά τις διατάξεις του άρθρου 27 του παρόντος νόμου, στα πιστωτικά ιδρύματα που δεν πληρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εφαρμογή των άρθρων 26 και 28 του παρόντος νόμου και των αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος περί μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων ή στα πιστωτικά ιδρύματα για τα οποία κατέληξε σε αρνητικές διαπιστώσεις στο πλαίσιο της αξιολόγησης που διενήργησε με βάση τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 25 του παρόντος νόμου, εφόσον κρίνει σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ότι η μεμονωμένη εφαρμογή άλλων μέτρων δεν θα αποφέρει ικανοποιητικά αποτελέσματα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα τη λήψη κατάλληλων διορθωτικών μέτρων στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Όταν η οικονομική αξία των στοιχείων πιστωτικού ιδρύματος, που δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, μειωθεί κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 20% των ιδίων κεφαλαίων του λόγω αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων, η οποία υπερβαίνει το μέγεθος που έχει καθοριστεί για το σκοπό αυτόν με τις γενικής ισχύος αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.
β) Όταν οι εντός ομίλου συναλλαγές που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 38 του παρόντος νόμου θέτουν σε κίνδυνο τη χρηματοοικονομική κατάσταση πιστωτικού ιδρύματος.
5. Προκειμένου να αποτραπούν η άσκηση επιρροής ή καταστάσεις προερχόμενες από οποιοδήποτε από τα φυσικά πρόσωπα, μετόχους, που αναφέρονται στο άρθρο 24 του παρόντος νόμου, που ενδέχεται να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφερόντων ή να δημιουργήσουν δυσχέρειες στην άσκηση εποπτείας ή να αποβούν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης πιστωτικού ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί στα οικεία πρόσωπα τις ειδικότερες ενέργειες ή παραλείψεις τους ή τις παράλληλες δραστηριότητές τους σε άλλους τομείς που κατά την κρίση της είναι δυνατόν να αποβούν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος και αφού ακούσει τις απόψεις τους, υποδεικνύει τη λήψη των κατάλληλων διορθωτικών μέτρων εντός ορισμένης προθεσμίας. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 64 του παρόντος νόμου.