Άρθρο 63
Παράταση χρόνου εκπλήρωσης υποχρεώσεων -Διορισμός Επιτρόπου
1. Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα παρουσιάζει σημαντικά μειωμένη ρευστότητα με πιθανολογούμενη ανεπάρκεια ιδίων κεφαλαίων είναι δυνατόν, για λόγους προστασίας των καταθετών και άλλων πιστωτών του, να δοθεί, με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία εκδίδεται μετά από προηγούμενη ακρόαση των κατά την περίπτωση (i) του εδαφίου γ' της παραγράφου 10 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου υπεύθυνων προσώπων του πιστωτικού ιδρύματος, παράταση του χρόνου εκπλήρωσης ορισμένων ή του συνόλου των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του πιστωτικού ιδρύματος για χρονικό διάστημα μέχρι δύο (2) μηνών, που μπορεί να παραταθεί, με νεότερη απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, για έναν (1) ακόμη μήνα. Με την ίδια ως άνω απόφαση και για το αυτό χρονικό διάστημα διορίζεται Επίτροπος, εκτός εάν Επίτροπος έχει ήδη διορισθεί στο πιστωτικό ίδρυμα. Κατά τη διάρκεια της ως άνω παράτασης αναστέλλονται οι προθεσμίες και η άσκηση των διαδικαστικών πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του πιστωτικού ιδρύματος. Το ίδιο ισχύει για τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων και κήρυξης της πτώχευσης. Η παράταση της εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων τερματίζεται αυτοδικαίως με τη λήξη της αναφερόμενης στην απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος προθεσμίας, μπορεί δε να αρθεί, με νεότερη απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, και πριν από την πάροδο του χρόνου που ορίζεται στην προγενέστερη απόφαση. Η παράταση της εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων δεν συνιστά καθεαυτή περίπτωση «μη διαθέσιμης κατάθεσης» κατά την έννοια του άρθρου 6 του ν. 2832/2000 (ΦΕΚ
141 Α'), όπως ισχύει, ούτε περίπτωση παύσης πληρωμών κατά την έννοια του άρθρου 526 Εμπ. Νόμου.
2. α) Όταν συντρέχει μία εκ των περιπτώσεων υπό στοιχεία (iv), (v) και (vi) της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, αντί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας, να διορίσει στο πιστωτικό ίδρυμα Επίτροπο.
β) Πριν από το διορισμό του Επιτρόπου η Τράπεζα της Ελλάδος διατυπώνει εγγράφως την εξακριβωθείσα παράβαση και τη γνωστοποιεί στο πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο υποχρεούται να υποβάλει, εντός μηνός από τη γνωστοποίηση, τις απόψεις του επί της παραβάσεως. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να καλέσει τα κατά την περίπτωση (i) του εδαφίου γ' της παραγράφου 10 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου υπεύθυνα πρόσωπα του πιστωτικού ιδρύματος να αναπτύξουν και προφορικώς ενώπιον αυτής τις απόψεις τους.
γ) Από την κοινοποίηση στο πιστωτικό ίδρυμα του διορισμού του Επιτρόπου, κάθε πράξη που αφορά στη Διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος είναι άκυρη εάν δεν συνέπραξε και ο Επίτροπος.
δ) Εντός του χρόνου που ορίζει η Τράπεζα της Ελλάδος, ο Επίτροπος υποχρεούται να υποβάλει προς αυτή έκθεση για την κεφαλαιακή επάρκεια και την εν γένει οικονομική, διοικητική και οργανωτική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος.
ε) Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος, κατόπιν της υποβληθείσας έκθεσης του Επιτρόπου και από άλλα στοιχεία και πληροφορίες που διαθέτει, κρίνει ότι οι εργασίες του πιστωτικού ιδρύματος δεν δύνανται να εξακολουθήσουν υπό την παρούσα Διοίκηση, αποφασίζει την ανάθεση της Διοίκησής του στον Επίτροπο.
στ) Ο Επίτροπος υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Η αμοιβή και το εν γένει κόστος που συνεπάγεται η άσκηση των καθηκόντων του Επιτρόπου καλύπτεται από το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο έχει διορισθεί Επίτροπος, σύμφωνα με σχετική απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.
ζ) Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος δύναται να αντικαθίσταται ο Επίτροπος ή να τερματίζεται το έργο του.
3. Όταν δυνάμει δικαστικής αποφάσεως προκύπτει άμεσα ή έμμεσα θέμα νομιμότητας ή εγκυρότητας της εκλογής, συγκρότησης, σύνθεσης ή λειτουργίας του Διοικητικού Συμβουλίου πιστωτικού ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος διορίζει Επίτροπο, ο οποίος ασκεί τη Διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος για διάστημα τριών (3) έως έξι (6) μηνών που μπορεί να παρατείνεται. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.