Όταν η εμφάνισις της συναλλαγματικής ή η σύνταξις του διαμαρτυρικού εντός των τεταγμένων προθεσμιών εμποδίζηται λόγω ανυπερβλήτου κωλύματος (διάταξις νόμου οιουδήποτε Κράτους ή άλλη περίπτωσις ανωτέρας βίας), αι προθεσμίαι αύται παρατείνονται.
Ο κομιστής υποχρεούται να ειδοποιήση ανυπερθέτως περί της περιπτώσεως της ανωτέρας βίας τον οπισθογράφον του και να κάμη μνείαν της ειδοποιήσεως ταύτης χρονολογουμένης και υπογεγραμμένης υπ' αυτού επί της συναλλαγματικής ή επί προσθέματος· κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 45.
Μετά την παύσιν της ανωτέρας βίας, ο κομιστής εμφανίζει ανυπερθέτως την συναλλαγματικήν προς αποδοχήν ή προς πληρωμήν και ενδεχομένως συντάσσει διαμαρτυρικόν.
Εάν η ανωτέρα βία παρατείνηται πέραν των τριάκοντα ημερών από της λήξεως, η αναγωγή δύναται ν' ασκηθή μη ούσης αναγκαίας εμφανίσεως μηδέ συντάξεως διαμαρτυρικού.
Επί των εν όψει ή μετά προθεσμίαν από της όψεως συναλλαγματικών η προθεσμία των τριάκοντα ημερών τρέχει από της χρονολογίας, καθ' ην ο κομιστής, και προ της εκπνεύσεως των προς εμφάνισιν προθεσμιών, ειδοποίησε τον οπισθογράφον του περί της ανωτέρας βίας· δια τας συναλλαγματικάς μετά προθεσμίαν από της όψεως, η προθεσμία των τριάκοντα ημερών αυξάνεται κατά την προθεσμίαν όψεως την εν τη συναλλαγματική σημειουμένην.
Γεγονότα καθαρώς προσωπικά ως προς τον κομιστήν ή ως προς εκείνον εις ον ούτος ανέθηκε την εμφάνισιν της συναλλαγματικής ή την σύνταξιν του διαμαρτυρικού ουδαμώς θεωρούνται ως αποτελούντα περίπτωσιν ανωτέρας βίας.