Είναι έγκυρα τα συμβόλαια που εκδόθηκαν από αναρμόδιο κατά τόπο συμβολαιογράφο; (Γνωμοδότηση ΕισΑΠ)
«Οι ακυρότητες εν γένει στην Ελληνική έννομη τάξη αποτελούν εξαιρετικό δίκαιο, δηλαδή, κατά κανόνα, προβλέπονται ρητώς λόγω του επαχθούς του χαρακτήρα τους»
Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου γνωμοδότησε αναφορικά με το ζήτημα της επίδρασης επί του κύρους του συμβολαιογραφικού εγγράφου ως δημοσίου εγγράφου, της καταρτίσεως αυτού από κατά τόπο αναρμόδιο συμβολαιογράφο.
Συγκεκριμένα, η Εισαγγελία κλήθηκε να απαντήσει στο ερώτημα που έθεσε ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογο Εφετείων Αθηνών - Πειραιώς, Αιγαίου και Δωδεκανήσου, για το αν είναι άκυρο και χωρίς καμία αποδεικτική ισχύ συμβολαιογραφικό έγγραφο εκδοθέν από αναρμόδιο κατά τόπον συμβολαιογράφο.
Αναλύοντας το ισχύον νομικό πλαίσιο (άρθρο 432, 438, 442 ΚΠολΔ και άρθρο 4 παρ. 1 Συμβολαιογραφικού Κώδικα), η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου η παράβαση της διάταξης του άρθρου 4 παράγραφος 1 του Ν. 2830/2000, δεν φαίνεται να δημιουργεί κατ’ αρχάς ακυρότητα (την οποία απαγγέλλει εν τέλει το δικαστήριο) με τον Συμβολαιογραφικό Κώδικα, μετά την απάλειψη της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου του.
Όπως επισημαίνει η Εισαγγελία, οι ακυρότητες εν γένει στην Ελληνική έννομη τάξη αποτελούν εξαιρετικό δίκαιο, δηλαδή, κατά κανόνα, ρητώς προβλέπονται λόγω του επαχθούς του χαρακτήρα τους.
Η διάταξη του άρθρου 442 του Κ.Πολ.Δ. που προβλέπει τις συνέπειες ως προς την αποδεικτική ισχύ δημοσίου εγγράφου, στην περίπτωση που το έγγραφο δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις των άρθρων 438 και 439 ιδίου Κώδικα, ουδόλως θίγει τα συμβόλαια, δια των οποίων κατά τον Αστικό Κώδικα (άρθρ. 369 αυτού) συνιστώνται, μετατίθενται ή και καταργούνται εμπράγματα δικαιώματα.
Διότι εάν αυτή ήταν η βούληση του νομοθέτη θα είχε ρητώς εκφρασθεί περί τούτου είτε διατηρώντας σε ισχύ τη διάταξη του άρθρου 4 παράγραφος 2 Ν. 2830/2000 είτε με άλλες τυχόν διατάξεις.
Τα ανωτέρω ενισχύονται από τα διαλαμβανόμενα στην Εισηγητική Έκθεση του Ν. 2915/2001 (άρθρ. 32§1) σχετικά με την κατάργηση της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του Κώδικα Συμβολαιογράφων, κατά την οποία, όταν ο συμβολαιογράφος παραβίαζε την κατά τόπον αρμοδιότητά του προβλεπόταν ως κύρια συνέπεια η απόλυτη ακυρότητα της συμβολαιογραφικής πράξης. Η καταργούμενη ρύθμιση θεωρήθηκε αδικαιολόγητη και υπερβολική ως προς τις συνέπειές της, διότι η προβλεπόμενη κύρωση έπληττε τους αναίτιους δικαιοπρακτήσαντες.
Η Εισαγγελία καταλήγει πως τελολογικώς συνάγεται ότι είναι ανεπίτρεπτη οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία του προπαρατιθέμενου νομικού πλαισίου, αλλά απλώς και μόνο προς αποσαφήνισή του, ενόψει και της προκαλούμενης ανακολουθίας με το άρθρο 438 Κ.Πολ.Δ., σύμφωνα με το οποίο, όπως προεκτέθηκε, το συμβολαιογραφικό έγγραφο που συντάχθηκε από κατά τόπον αρμόδιο συμβολαιογράφο δεν αναπτύσσει τη δεσμευτική ισχύ του δημοσίου εγγράφου, κατ' άρθρο 442 ιδίου Κώδικα, ο νομοθέτης με πρωτοβουλία του έχει την ευχέρεια να ρυθμίσει ρητώς το εν λόγω ζήτημα.
Δείτε ολόκληρη τη σχετική γνωμοδότηση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου εδώ.