logo-print

Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας: Εφαρμογή του θεσμού του εισηγητή δικαστή

Η εφαρμογή του θεσμού του εισηγητή δικαστή, που εισήχθη με το νόμο 4446/2016 και στις διοικητικές διαφορές της ουσίας

28/03/2017

16/11/2017

Συνταγματικό Δίκαιο - Γ έκδοση

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ / ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΚΩΣΤΑΣ ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ

Φορολογικός Πολυκώδικας - Σεπτέμβριος 2022

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΠΑΡΜΠΑΣ

ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΜΑΥΡΙΔΗΣ

 

Η Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων δημοσίευσε ανακοίνωση αναφορικά με την εφαρμογή του θεσμού του εισηγητή δικαστή, που εισήχθη με το νόμο 4446/2016 και στις διοικητικές διαφορές της ουσίας.

Ειδικότερα, με το άρθρο 24 του πρόσφατου νόμου 4446/2016 (Α΄ 240) εισήχθη και στη διαδικασία εκδίκασης των διοικητικών διαφορών της ουσίας, ο θεσμός του εισηγητή δικαστή.

Ο θεσμός αυτός, παρά τις επιφυλάξεις που έχουν διατυπωθεί από μερίδα συναδέλφων, πιστεύουμε ότι όχι απλώς θα επιταχύνει τις διαδικασίες, αλλά και θα διασφαλίσει καλύτερα και την ποιότητα στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης, η οποία αποτελεί διαχρονική επιδίωξη όλων μας.

Ειδικότερα, ο θεσμός αυτός:

α) Επιτρέπει τον έγκαιρο εντοπισμό του διακυβεύματος της κάθε υπόθεσης. Αυτό ούτως ή άλλως ελέγχεται εκ των υστέρων ως κριτήριο που έχει θέσει το ΕΔΔΑ, ήδη με την απόφασή του König κατά Γερμανίας της 28ης Ιουνίου 1978 (§§99, 111), για την υπέρβαση του ευλόγου χρόνου και τον υπολογισμό της δίκαιης ικανοποίησης, στο στάδιο δηλ. όπου επιβαρύνεται πια ο έλληνας πολίτης.

β) Αποκλείει τους νεκρούς χρόνους που δεν είναι ανεκτοί από το Δικαστήριο του Στρασβούργου, τους χρόνους όπου μία υπόθεση παραμένει στη δικαστική υπηρεσία σε αδρανή κατάσταση, χωρίς κανείς να ασχολείται με αυτήν επί σειρά ετών (ΕΔΑΔ 6.4.2000, Thlimmenos κ. Ελλάδας §61), ακόμη και αν τελικώς θα έπρεπε να είχε παραπεμφθεί σε άλλο δικαστήριο λόγω αναρμοδιότητας ή να είχε απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη, ή να είχε διεκπεραιωθεί άμεσα μετά την αμετάκλητη επίλυση των νομικών της ζητημάτων κ.λπ., μέσω μίας διαδικασίας σε συμβούλιο, για την οποία θα αρκούσε ίσως και μία απλή πρώτη ματιά στο δικόγραφο ή την προσβαλλόμενη πράξη, χωρίς καμία περαιτέρω «άσκοπη» εργασία του εισηγητή. Η διαδικασία αυτή αποτελεί κατά κοινή ομολογία ένα θετικό μέτρο για όλους, καθώς επιτρέπει την επιτάχυνση και αποφορτίζει δικαστήρια και δικαστές από υποθέσεις για τις οποίες δεν είναι τελικά αναγκαία η εισαγωγή τους, με σημαντική συχνά καθυστέρηση, στην τακτική διαδικασία.

γ) Μεταφέρει ένα τμήμα του έργου του δικαστή, από την επεξεργασία του φακέλου μετά τη συζήτηση της υπόθεσης και τη συγγραφή της απόφασης, στο στάδιο της διαχείρισης και της προετοιμασίας της, το οποίο δεν μπορεί να θεωρείται σήμερα ότι ξεφεύγει από το κύριο δικαιοδοτικό του καθήκον, όταν μάλιστα αποτελεί τον κανόνα σε όλα τα ευρωπαϊκά δικαστικά συστήματα, ενίοτε με πολύ πιο ουσιαστική συμμετοχή του δικαστή κατά την προδικασία (προκαταρκτικές ακροάσεις των διαδίκων κ.λπ.). Η συλλογή των κρίσιμων για την υπόθεση στοιχείων με την πλήρη αξιοποίηση του ανακριτικού συστήματος που ισχύει στη διοικητική δίκη, αφού προηγουμένως σε μία πρώτη φάση θα έχει επιβεβαιωθεί η αρμοδιότητα του δικαστηρίου και το μη αναγκαίο εισαγωγής της υπόθεσης σε συμβούλιο για έναν από τους προαναφερθέντες λόγους, όπως και η επικοινωνία με τους διαδίκους, ώστε η συζήτηση της υπόθεσης να γίνεται σε βέλτιστο/ώριμο χρόνο και να οδηγεί στην έκδοση οριστικής απόφασης επί της διαφοράς, όταν μάλιστα πρόκειται για διαφορές ουσίας όπου συχνά το δικαίωμα που πλήττεται χρήζει άμεσης αποκατάστασης, αποτελούν ασφαλώς πλεονεκτήματα του νέου θεσμού. Εάν λειτουργήσει σωστά, θα δούμε μία δραστική συρρίκνωση των αναβολών, οι οποίες εξακολουθούν να χορηγούνται και δη επί δυσχερών και πολύπλοκων ιδίως υποθέσεων, για σπουδαίο ασφαλώς λόγο, ο οποίος θα έπρεπε στοιχειωδώς να καταγράφεται σε ένα πρακτικό, στοιχείο αναγκαίο προκειμένου να κριθεί στη συνέχεια το δικαιολογημένο ή μη της υπέρβασης του ευλόγου χρόνου, ή λόγω της μη προσκόμισης του διοικητικού φακέλου, με κίνδυνο να οδηγηθούμε στην περίπτωση αυτή σε υποχρεωτική συζήτηση της υπόθεσης (άρθρο 129 παρ. 4 Κ.Δ.Δ.) και σε περαιτέρω καθυστερήσεις εάν ο δικαστής δεν μπορεί να σχηματίσει δικανική πεποίθηση από τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας, όπως και έναν περιορισμό στην έκδοση προδικαστικών αποφάσεων (πόσες φορές άραγε δεν επιφυλάχθηκε το δικαστήριο σε αίτημα εξέτασης μαρτύρων;). Ο υπαρκτός κίνδυνος από τη λεγόμενη διαδοχική μεταχρέωση των υποθέσεων σε άλλους εισηγητές, η οποία πάντως αποτελεί φαινόμενο που ισχύει και σήμερα μέσω της ανακύκλωσης των αναβολών σε κρίσιμες μάλιστα υποθέσεις, ελαχιστοποιείται από τη στιγμή που η υπό προετοιμασία, στη δεύτερη αυτή φάση, υπόθεση, θα έχει ήδη προσδιοριστεί σε δικάσιμο, ιδίως όταν, με τη μείωση της εισροής που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια λόγω των μέτρων που λήφθηκαν από το 2008 και μετά, υπάρχει βάσιμη προσδοκία ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα θα εκδικάζουμε τις πλέον πρόσφατες υποθέσεις.

δ) Σηματοδοτεί μία στροφή στο σεβασμό προς τους διαδίκους, οι οποίοι αποκτούν δυνατότητα επικοινωνίας με το δικαστήριο μέσω του οριζόμενου για την υπόθεσή τους εισηγητή δικαστή και ενημερώνονται για τους δικαστικούς χρόνους. Η εικόνα να έρχονται στο ακροατήριο διάδικοι, διότι κλητεύθηκαν το πρώτον προς τούτο από το δικαστήριο, προκειμένου να συζητήσουν την υπόθεσή τους και η υπόθεση να αναβάλλεται διότι ο γραμματέας δεν κλήτευσε νόμιμα τους λοιπούς διαδίκους, όταν μάλιστα ο κίνδυνος για κάτι τέτοιο έχει πολλαπλασιαστεί λόγω των διαρκών οργανωτικών μεταβολών στο δημόσιο τομέα, ή διότι διαπιστώνεται ότι λείπει ένα κρίσιμο στοιχείο του φακέλου, ή διότι απλώς ζητείται η αναβολή από κάποιο άλλο διάδικο, χωρίς ούτε αυτοί, ούτε και το ίδιο το Δικαστήριο να είναι ενημερωμένοι, προκαλεί ευλόγως αντιδράσεις. Μέσω του εισηγητή, οι διάδικοι αυτοί, θα καλούνται, να θέσουν υπόψη του δικαστηρίου αλλά και των αντιδίκων τους, σε επίκαιρο χρόνο, τα ελλείποντα στοιχεία και να καλύψουν τυπικές παραλείψεις και πέραν των οριζομένων στο άρθρο 139Α Κ.Δ.Δ., ώστε να αποφεύγεται η επανάσκηση του ενδίκου βοηθήματος (άρ.70 Κ.Δ.Δ.).

ε) Ενισχύει την ασφάλεια δικαίου, διότι επιτρέπει στον εισηγητή, σε συνεργασία με τον διευθύνοντα ή τον πρόεδρο του τμήματός του, να εντοπίζει τυχόν συναφείς υποθέσεις, μη στηριζόμενος μόνον στις καταγραφές στις οποίες προβαίνει η γραμματεία επί του φακέλου της δικογραφίας, να ενημερώνεται για την κίνηση παρομοίων υποθέσεων στο δικαστήριο προς αποφυγή αντιφατικών αποφάσεων, να καλεί τους δικαιούμενους σε παρέμβαση, ώστε να αποφεύγονται οι περιττές αναβολές, ή οι εκ των υστέρων ασκούμενες τριτανακοπές κατά της απόφασης, να παρακολουθεί τις τυχόν μεταβολές που υφίσταται η υπόθεση σε διοικητικό επίπεδο κατά το στάδιο της εκκρεμοδικίας ώστε να μην προκαλούνται αδιέξοδες καταστάσεις με την έκδοση απόφασης επί της ουσίας, να συνδέει το κύριο ένδικο βοήθημα με την πορεία της αίτησης προσωρινής προστασίας κ.ο.κ.

Πέραν όμως των ανωτέρω, η εισαγωγή του θεσμού του εισηγητή δικαστή και στις διαφορές ουσίας, στην ήπια μάλιστα εκδοχή του, δηλ. χωρίς κατά κανόνα τη σύνταξη σχετικής έκθεσης, σηματοδοτεί μία επιζητούμενη σύγκλιση των δικονομικών συστημάτων ακυρωτικής και ουσιαστικής δίκης, επιτρέποντας την άρση των αδικαιολόγητων πλέον αποκλίσεων μεταξύ των δύο διαδικασιών, επενεργώντας θετικά στην κατεύθυνση ενός ενοποιημένου δικονομικού πλαισίου, στη λογική της απλοποίησης και της σαφήνειας. Η σύγκλιση αυτή διευκολύνεται σήμερα με τον αντίστοιχο περιορισμό του ρόλου της εισήγησης στην ακυρωτική διαδικασία και πρέπει να ολοκληρωθεί με έναν ομοιόμορφο τρόπο προσδιορισμού των υποθέσεων. Μία τέτοια πρώτη προσέγγιση προτείναμε ήδη με το με αρ. πρωτ. 2750/6.10.2016 έγγραφό μας προς την Ειδική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή με αντικείμενο την επεξεργασία ρυθμίσεων για τη διοικητική δικαιοσύνη.

Παράλληλα, με την άμεση χρέωση της υπόθεσης σε εισηγητή δικαστή, μπορούμε να ανακτήσουμε τη δυνατότητα ενεργοποίησης της πρότυπης δίκης με πρωτοβουλία του δικαστηρίου και όχι με πρωτοβουλία οποιουδήποτε εκ των διαδίκων όπως προβλέπεται σήμερα. Μπορούμε, επίσης, να διεκδικήσουμε ενεργά τη συνδρομή των λεγόμενων βοηθών δικαστών, που υπάρχουν σε πολλές χώρες και έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμοι στην επιτάχυνση των δικαστικών διαδικασιών. Με τη συνδρομή τους θα αποκλείσουμε παντελώς και κάθε πιθανότητα αρνητικών συνεπειών από τη μεταχρέωση των υποθέσεων σε άλλους εισηγητές. Το ζήτημα αυτό έχει ήδη τεθεί από τη Γενική Επιτροπεία (σχετ. το 3262/17.11.2016 έγγραφό της) στην αρμόδια νομοπαρασκευαστική Επιτροπή για την αναμόρφωση των διατάξεων του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων (ν. 2812/2000), υπό την προεδρία του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας κ. Ι. Γράβαρη και υπάρχει θετικότατη ανταπόκριση για την εισαγωγή στο άρθρο 18 του εν λόγω Κώδικα, ενός νέου κλάδου δικαστικών υπαλλήλων (Κλάδου ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου), πτυχιούχων νομικής, που δεν θα απασχολούνται με τα τρέχοντα γραμματειακά καθήκοντα, αλλά θα συνδράμουν κατά κυριολεξία το έργο των διευθυνόντων τα δικαστήρια και των δικαστών.

Δείτε αναλυτικά το έγγραφο στο adjustice.gr

Η επένδυση σε τίτλους ή τραπεζική κατάθεση με σκοπό την απόκτηση άδειας διαμονής στην Ελλάδα (Golden Visa)

ΣΠΗΛΙΟΣ ΜΟΥΖΟΥΛΑΣ

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Κλινικές δοκιμές φαρμάκων - Συμβάσεις ευθύνη και ειδικά ζητήματα Αστικού Δικαίου

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΣΚΟΥΤΕΛΗ

Κλινικές δοκιμές φαρμάκων - Συμβάσεις ευθύνη και ειδικά ζητήματα Αστικού Δικαίου

send