logo-print

Προοίμιο - Κανονισμός (ΕΕ) 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΙΣΧΥΟΣ:

16/08/2012

Κωδικοποιημένο
Αγωγή περί κλήρου
H ένωση δικαίου

ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΡΜΑΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 81 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής1,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Η Ένωση έχει θέσει ως στόχο τη διατήρηση και την ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, εντός του οποίου εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Για την προοδευτική δημιουργία αυτού του χώρου, η Ένωση θα πρέπει να θεσπίσει μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις, ειδικότερα εφόσον είναι αναγκαίο για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(2) Σύμφωνα με το άρθρο 81 παράγραφος 2 στοιχείο γ) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα μέτρα αυτά ενδέχεται να περιλαμβάνουν μέτρα που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της συμβατότητας των κανόνων που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη όσον αφορά την άρση των συγκρούσεων ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο και τη δικαιοδοσία.

(3) Κατά τη σύνοδό του στο Τάμπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και άλλων αποφάσεων των δικαστικών αρχών ως ακρογωνιαίο λίθο της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις και κάλεσε το Συμβούλιο και την Επιτροπή να υιοθετήσουν πρόγραμμα μέτρων για την υλοποίηση της εν λόγω αρχής.

(4) Στις 30 Νοεμβρίου 2000, θεσπίστηκε κοινό πρόγραμμα μέτρων της Επιτροπής και του Συμβουλίου για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων3. Το εν λόγω πρόγραμμα περιγράφει τα μέτρα σχετικά με την εναρμόνιση των κανόνων περί σύγκρουσης δικαίων ως μέτρα τα οποία έχουν σκοπό να διευκολύνουν την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων και προβλέπει την κατάρτιση νομικής πράξης σχετικά με τη διαθήκη και την κληρονομική διαδοχή.

(5) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που συνήλθε στις Βρυξέλλες στις 4 και 5 Νοεμβρίου 2004, θέσπισε νέο πρόγραμμα, καλούμενο «Το πρόγραμμα της Χάγης: ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση»4. Το εν λόγω πρόγραμμα υπογραμμίζει την αναγκαιότητα θέσπισης νομικής πράξης για υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής που να ρυθμίζει, ιδίως, τα θέματα των συγκρούσεων ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο, της διεθνούς δικαιοδοσίας, της αμοιβαίας αναγνώρισης και της εκτέλεσης αποφάσεων στον χώρο της διαδοχής και της καθιέρωσης ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου.

(6) Κατά τη συνεδρίασή του στις Βρυξέλλες στις 10 και 11 Δεκεμβρίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε νέο πολυετές πρόγραμμα καλούμενο «το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης — Μια ανοικτή και ασφαλής Ευρώπη που εξυπηρετεί και προστατεύει τους πολίτες»5. Στο εν λόγω πρόγραμμα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εκτιμά ότι η αμοιβαία αναγνώριση θα πρέπει να επεκταθεί σε τομείς οι οποίοι δεν καλύπτονται ακόμη αλλά είναι ουσιώδεις για την καθημερινή ζωή, όπως για παράδειγμα η κληρονομική διαδοχή και οι διαθήκες, λαμβανομένων υπόψη των νομικών συστημάτων των κρατών μελών, καθώς και της πολιτικής τους στον τομέα της δημόσιας τάξης και των σχετικών εθνικών παραδόσεων.

(7) Θα πρέπει να διευκολυνθεί η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς μέσω της εξάλειψης των εμποδίων για την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν σήμερα δυσκολίες στην προσπάθειά τους να ασκήσουν τα δικαιώματά τους στο πλαίσιο μιας κληρονομικής διαδοχής που έχει διασυνοριακές επιπτώσεις. Στον ευρωπαϊκό χώρο δικαιοσύνης, οι πολίτες θα πρέπει να μπορούν να οργανώσουν εκ των προτέρων την κληρονομική τους διαδοχή. Θα πρέπει να κατοχυρώνονται με αποτελεσματικότητα τα δικαιώματα των κληρονόμων και των κληροδόχων, των άλλων οικείων προσώπων που σχετίζονται με τον θανόντα, καθώς και των κληρονομικών δανειστών.

(8) Προκειμένου να επιτευχθούν οι παραπάνω στόχοι, θα πρέπει να συγκεντρωθούν στον παρόντα κανονισμό οι διατάξεις σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση ή, κατά περίπτωση, την αποδοχή, την εκτελεστότητα και την εκτέλεση αποφάσεων, δημόσιων εγγράφων και δικαστικών συμβιβασμών, καθώς και σχετικά με το ευρωπαϊκό κληρονομητήριο.

(9) Το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να καλύπτει όλα τα θέματα αστικού δικαίου που άπτονται μιας κληρονομικής διαδοχής, δηλαδή όλες τις περιπτώσεις μεταβίβασης κυριότητας αιτία θανάτου, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, είτε μέσω ηθελημένης πράξης μεταβίβασης, δυνάμει διατάξεως τελευταίας βουλήσεως, είτε μέσω μεταβίβασης με εξ αδιαθέτου διαδοχή.

(10) Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε φορολογικά ζητήματα ή σε διοικητικές υποθέσεις που διέπονται από το δημόσιο δίκαιο. Συνεπώς το εθνικό δίκαιο θα πρέπει να ορίζει επί παραδείγματι με ποιο τρόπο θα πρέπει να υπολογίζονται και να καταβάλλονται οι φόροι ή οι λοιπές υποχρεώσεις δημοσίου δικαίου, είτε πρόκειται για καταβλητέους από τον θανόντα φόρους κατά το χρόνο του θανάτου είτε για φόρο κληρονομίας, ο οποίος θα πρέπει να καταβληθεί από την κληρονομιαία περιουσία είτε από τους κληρονόμους. Το εθνικό δίκαιο θα πρέπει επίσης να ορίζει, εάν η μεταβίβαση της κληρονομιαίας περιουσίας στους κληρονόμους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό ή η καταχώριση της κληρονομιαίας περιουσίας σε ένα μητρώο θα πρέπει να υπόκειται στην καταβολή τελών.

(11) Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε άλλες πτυχές του αστικού δικαίου, πέραν της κληρονομικής διαδοχής. Χάριν σαφήνειας, ορισμένα ζητήματα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως συνδεόμενα με υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής, θα πρέπει να εξαιρεθούν ρητά από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(12) Επομένως, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε θέματα που αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, συμπεριλαμβανομένων των γαμικών συμβάσεων, όπως είναι γνωστές σε ορισμένα συστήματα δικαίου, στο βαθμό που οι εν λόγω συμβάσεις δεν αφορούν κληρονομικά θέματα, καθώς και το περιουσιακό καθεστώς σχέσεων οι οποίες θεωρείται ότι παράγουν αποτελέσματα ανάλογα με εκείνα του γάμου. Οι αρχές που επιλαμβάνονται συγκεκριμένης κληρονομικής διαδοχής στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού θα πρέπει ωστόσο, αναλόγως της καταστάσεως, να λαμβάνουν υπόψη την εκκαθάριση περιουσιακών σχέσεων συζύγων ή παρόμοιων περιουσιακών καθεστώτων του κληρονομουμένου κατά τον προσδιορισμό της περιουσίας του και των μερίδων των δικαιούχων.

(13) Θέματα σχετικά με τη σύσταση, διαχείριση και λύση καταπιστευμάτων θα πρέπει επίσης να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Η εξαίρεση αυτή δεν θα πρέπει να νοείται ως γενική εξαίρεση των καταπιστευμάτων. Κατά τη σύσταση καταπιστεύματος με διαθήκη ή εκ του νόμου σε σχέση με εξ αδιαθέτου διαδοχή, το δίκαιο που εφαρμόζεται στην κληρονομική διαδοχή δυνάμει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να ισχύει όσον αφορά τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων και τον καθορισμό των δικαιούχων.

(14) Θα πρέπει επίσης να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού τα περιουσιακά δικαιώματα, συμφέροντα και περιουσιακά στοιχεία που δημιουργούνται ή μεταβιβάζονται με άλλους τρόπους πλην της κληρονομικής διαδοχής, φερ’ ειπείν με πράξεις εκ χαριστικής αιτίας. Ωστόσο, το δίκαιο που προβλέπεται από τον παρόντα κανονισμό ως το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή θα πρέπει να καθορίζει κατά πόσον οι εκάστοτε δωρεές ή άλλου είδους διάθεση μεταξύ ζώντων (inter vivos) που παράγει εμπράγματο δικαίωμα πριν το θάνατο θα πρέπει να επιστρέφονται στην κληρονομιαία περιουσία ή να συνυπολογίζονται για τους σκοπούς του καθορισμού των μερίδων των δικαιούχων σύμφωνα με το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή δίκαιο.

(15) Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να επιτρέπει τη δημιουργία ή τη μεταβίβαση μέσω κληρονομικής διαδοχής δικαιώματος επί ακίνητης ή κινητής περιουσίας, κατά τα προβλεπόμενα στο δίκαιο που είναι εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή. Δεν θα πρέπει ωστόσο να θίγει τον κλειστό αριθμό («numerus clausus») των εμπράγματων δικαιωμάτων που είναι γνωστά στο εθνικό δίκαιο ορισμένων κρατών μελών. Ένα κράτος μέλος δεν θα πρέπει να υποχρεούται να αναγνωρίσει ένα εμπράγματο δικαίωμα επί περιουσιακών στοιχείων ευρισκομένων σε αυτό το κράτος μέλος, εάν το εν λόγω εμπράγματο δικαίωμα δεν είναι γνωστό στο δίκαιο του κράτους αυτού.

(16) Ωστόσο, για να μπορούν παρόλα αυτά οι δικαιούχοι να απολαύουν σε άλλο κράτος μέλος τα δικαιώματα που δημιουργήθηκαν ή μεταβιβάστηκαν σε αυτούς μέσω κληρονομικής διαδοχής, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει την προσαρμογή αγνώστου εμπράγματου δικαιώματος στο εγγύτερο ισοδύναμο εμπράγματο δικαίωμα βάσει της νομοθεσίας του εν λόγω άλλου κράτους μέλους. Στο πλαίσιο της προσαρμογής αυτής θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι σκοποί και τα συμφέροντα που επιδιώκονται από το συγκεκριμένο εμπράγματο δικαίωμα και τα αποτελέσματα που συνδέονται με αυτό. Προκειμένου να καθοριστεί το εγγύτερο ισοδύναμο εθνικό εμπράγματο δικαίωμα, οι αρχές ή τα αρμόδια πρόσωπα του κράτους το δίκαιο του οποίου εφαρμόστηκε στην κληρονομική διαδοχή, ενδέχεται να κληθούν να παράσχουν περαιτέρω πληροφορίες για τη φύση και τα αποτελέσματα του δικαιώματος. Προς το σκοπό αυτό, θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται τα υπάρχοντα δίκτυα δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις καθώς και οποιαδήποτε άλλα διαθέσιμα μέσα που διευκολύνουν την κατανόηση του αλλοδαπού δικαίου.

(17) Η προσαρμογή άγνωστων εμπράγματων δικαιωμάτων, όπως προβλέπεται ρητά στον παρόντα κανονισμό, δεν θα πρέπει να αποκλείει άλλες μορφές προσαρμογής στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(18) Οι προϋποθέσεις καταχώρισης δικαιώματος επί ακίνητων ή κινητών περιουσιακών στοιχείων σε μητρώο θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Ως εκ τούτου το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο τηρείται το μητρώο (για την ακίνητη περιουσία, το δίκαιο της τοποθεσίας του πράγματος) θα καθορίζει υπό ποιες νομικές προϋποθέσεις, πως θα γίνεται η καταχώριση και ποιες αρχές, όπως κτηματολογικά γραφεία ή συμβολαιογράφοι, είναι υπεύθυνες να ελέγχουν αν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις και αν τα έγγραφα που υποβλήθηκαν επαρκούν ή περιέχουν τις απαιτούμενες πληροφορίες. Ειδικότερα, οι αρχές μπορούν να ελέγχουν ότι το δικαίωμα του κληρονομουμένου επί της κληρονομιαίας περιουσίας που αναφέρεται στο έγγραφο που υποβάλλεται προς καταχώριση, είναι δικαίωμα που καταχωρίζεται ως τέτοιο στο μητρώο ή διαφορετικά αποδεικνύεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο τηρείται το μητρώο. Προς αποφυγή επικάλυψης εγγράφων, οι αρχές καταχώρισης θα πρέπει να δέχονται τα έγγραφα που συντάχθηκαν σε άλλο κράτος μέλος από τις αρμόδιες αρχές και των οποίων η κυκλοφορία προβλέπεται από τον παρόντα κανονισμό. Ειδικότερα, το ευρωπαϊκό κληρονομητήριο που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να συνιστά έγκυρο τίτλο για την καταχώριση της κληρονομιαίας περιουσίας σε μητρώο κράτους μέλους. Αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις αρχές που συμμετέχουν στη καταχώριση να καλούν το πρόσωπο που ζητεί την καταχώριση να υποβάλει πρόσθετες πληροφορίες ή να προσκομίσει συμπληρωματικά έγγραφα που απαιτούνται από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο τηρείται το μητρώο, για παράδειγμα πληροφορίες ή έγγραφα που αφορούν την πληρωμή φόρων. Η αρμόδια αρχή μπορεί να υποδείξει στο πρόσωπο που ζητεί την καταχώριση τον τρόπο με τον οποίο είναι δυνατόν να δοθούν οι πληροφορίες ή τα έγγραφα που λείπουν.

(19) Τα αποτελέσματα της καταχώρισης δικαιώματος σε μητρώο θα πρέπει επίσης να αποκλεισθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Συνεπώς, το κατά πόσον, π.χ., η καταχώριση έχει δηλωτικό ή συστατικό αποτέλεσμα θα πρέπει να κρίνεται από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο τηρείται το μητρώο. Επομένως, εφόσον, π.χ., η κτήση δικαιώματος επί ακινήτου απαιτεί καταχώριση σε μητρώο σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο τηρείται το μητρώο, προκειμένου να διασφαλιστεί erga omnes το αποτέλεσμα της εγγραφής ή να προστατευθούν δικαιοπραξίες, η χρονική στιγμή κτήσης του δικαιώματος θα πρέπει να καθορίζεται από το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.

(20) Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να σέβεται τα διάφορα καθεστώτα που διέπουν θέματα κληρονομικής διαδοχής και τα οποία ισχύουν στα κράτη μέλη. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, στον όρο «δικαστήριο» θα πρέπει συνεπώς να δοθεί ευρεία έννοια έτσι ώστε να καλύπτει όχι μόνο τα δικαστήρια κατά κυριολεξία, που ασκούν δικαστικά καθήκοντα, αλλά και τους συμβολαιογράφους ή τα γραφεία μητρώων που ασκούν σε ορισμένα κράτη μέλη δικαστικά καθήκοντα σε υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής κατά τον ίδιο τρόπο με τα δικαστήρια, καθώς και τους συμβολαιογράφους και επαγγελματίες του νομικού κλάδου, οι οποίοι σε ορισμένα κράτη μέλη ασκούν δικαστικά καθήκοντα για μια συγκεκριμένη κληρονομική διαδοχή κατ’ ανάθεση εξουσιών από δικαστήριο. Όλα τα δικαστήρια, όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να δεσμεύονται από τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Αντίθετα, ο όρος «δικαστήριο» δεν θα πρέπει να καλύπτει μη δικαστικές αρχές κράτους μέλους που έχουν εξουσιοδοτηθεί δυνάμει του εθνικού δικαίου να επιλαμβάνονται υποθέσεων κληρονομικής διαδοχής, όπως είναι οι συμβολαιογράφοι στα περισσότερα κράτη μέλη, εφόσον, κατά τη συνήθη πρακτική, δεν ασκούν δικαστικά καθήκοντα.

(21) Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να επιτρέπει σε όλους τους συμβολαιογράφους, που έχουν αρμοδιότητα σε υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής στα κράτη μέλη, να μπορούν να ασκούν αυτήν την αρμοδιότητα. Το κατά πόσον οι συμβολαιογράφοι συγκεκριμένου κράτους μέλους δεσμεύονται από τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να εξαρτάται από το εάν καλύπτονται ή όχι από το όρο «δικαστήριο» για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

(22) Οι πράξεις που εκδίδονται από συμβολαιογράφους σε θέματα κληρονομικής διαδοχής στα κράτη μέλη θα πρέπει να κυκλοφορούν δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Όταν οι συμβολαιογράφοι ασκούν δικαστικά καθήκοντα δεσμεύονται από τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας και οι αποφάσεις που εκδίδουν θα πρέπει να κυκλοφορούν σύμφωνα με τις διατάξεις για την αναγνώριση, την εκτελεστότητα και την εκτέλεση των αποφάσεων. Όταν οι συμβολαιογράφοι δεν ασκούν δικαστικά καθήκοντα δεν δεσμεύονται από τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας και τα δημόσια έγγραφα που εκδίδουν θα πρέπει να κυκλοφορούν σύμφωνα με τις διατάξεις περί δημόσιων εγγράφων.

(23) Λαμβανομένης υπόψη της αυξανόμενης κινητικότητας των πολιτών και προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης στην Ένωση και η ύπαρξη ουσιαστικού συνδετικού στοιχείου μεταξύ της εκάστοτε κληρονομικής διαδοχής και του κράτους μέλους όπου ασκείται η διεθνής δικαιοδοσία, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ορίζει ως γενικό συνδετικό παράγοντα για τον προσδιορισμό τόσο της διεθνούς δικαιοδοσίας όσο και του εφαρμοστέου δικαίου τη συνήθη διαμονή του κληρονομουμένου κατά το χρόνο του θανάτου. Για να προσδιορίσει τη συνήθη διαμονή, η αρχή που επιλαμβάνεται της κληρονομικής διαδοχής θα πρέπει να προβεί σε συνολική εκτίμηση των περιστάσεων του βίου του κληρονομουμένου κατά τη διάρκεια των ετών που προηγούνται του θανάτου και κατά το χρόνο του θανάτου, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα σχετικά πραγματικά στοιχεία, ιδίως τη διάρκεια και την κανονικότητα της παρουσίας του κληρονομουμένου στο συγκεκριμένο κράτος καθώς και τις συνθήκες και τους λόγους της παρουσίας αυτής. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο προσδιοριζόμενη συνήθης διαμονή θα πρέπει να μαρτυρεί στενό και σταθερό δεσμό με το συγκεκριμένο κράτος, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών στόχων του παρόντος κανονισμού.

(24) Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο καθορισμός της συνήθους διαμονής του κληρονομουμένου θα μπορούσε να αποδειχθεί περίπλοκος. Τέτοια περίπτωση μπορεί να προκύψει ιδίως όταν ο κληρονομούμενος είχε μεταβεί για επαγγελματικούς ή οικονομικούς λόγους στο εξωτερικό για να ζήσει και να εργασθεί εκεί, ενίοτε για πολύ καιρό, αλλά είχε διατηρήσει στενή και σταθερή σχέση με το κράτος καταγωγής του. Στην περίπτωση αυτή, θα μπορεί να θεωρηθεί ότι ο κληρονομούμενος, ανάλογα με τις περιστάσεις, διατηρούσε ακόμα τη συνήθη διαμονή του στο κράτος καταγωγής του, στο οποίο βρισκόταν το επίκεντρο της οικογενειακής και κοινωνικής του ζωής. Μπορεί να προκύψουν άλλες πολύπλοκες περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κληρονομούμενος ζούσε εκ περιτροπής σε περισσότερα κράτη ή ακόμη ταξίδευε από κράτος σε κράτος χωρίς μόνιμη εγκατάσταση σε κάποιο εξ αυτών. Εάν ο κληρονομούμενος ήταν υπήκοος ενός από τα κράτη αυτά ή διατηρούσε όλα τα κύρια περιουσιακά του στοιχεία σε ένα από αυτά τα κράτη, η ιθαγένεια ή ο τόπος των περιουσιακών στοιχείων θα μπορεί να αποτελέσει ειδικό παράγοντα κατά τη συνολική εκτίμηση όλων των πραγματικών περιστάσεων.

(25) Όσον αφορά τον καθορισμό του εφαρμοστέου στην κληρονομική διαδοχή δικαίου, η αρχή που έχει επιληφθεί της κληρονομικής διαδοχής μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, — εφόσον, π.χ., ο κληρονομούμενος είχε μεταβεί στο κράτος της συνήθους διαμονής αρκετά πρόσφατα πριν τον θάνατό του και αν από όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης συνάγεται ότι είχε προδήλως στενότερο δεσμό με άλλο κράτος, — να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το εφαρμοστέο δίκαιο στην κληρονομική διαδοχή δεν θα πρέπει να είναι το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής του κληρονομουμένου αλλά μάλλον το δίκαιο του κράτους με το οποίο ο κληρονομούμενος είχε προδήλως στενότερο δεσμό. Αυτός ο προδήλως στενότερος δεσμός δεν θα πρέπει πάντως να χρησιμοποιείται ως δευτερεύων συνδετικός παράγων σε περίπτωση που ο καθορισμός της συνήθους διαμονής του κληρονομουμένου κατά το χρόνο του θανάτου αποδεικνύεται περίπλοκος.

(26) Καμία διάταξη του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα δικαστήρια να εφαρμόζουν μηχανισμούς για την καταπολέμηση της καταστρατήγησης του νόμου, όπως π.χ. fraude à la loi στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.

(27) Οι κανόνες του παρόντος κανονισμού έχουν σχεδιαστεί κατά τρόπο ώστε να εξασφαλιστεί ότι η αρχή που επιλαμβάνεται της κληρονομικής διαδοχής θα εφαρμόζει, ως επί το πλείστον, το δικό της δίκαιο. Ο παρών κανονισμός συνεπώς προβλέπει σειρά μηχανισμών οι οποίοι θα εφαρμόζονται όταν ο κληρονομούμενος έχει επιλέξει ως το δίκαιο που διέπει την κληρονομική διαδοχή του το δίκαιο του κράτους μέλους του οποίου ήταν υπήκοος.

(28) Ένας τέτοιος μηχανισμός θα ήταν να επιτρέπεται στα εμπλεκόμενα μέρη να συνάψουν συμφωνία επιλογής δικαστηρίου υπέρ των δικαστηρίων του κράτους μέλους του οποίου το δίκαιο έχει επιλεγεί. Θα καθορίζεται κατά περίπτωση, αναλόγως ιδίως του θέματος που καλύπτει η συμφωνία επιλογής δικαστηρίου, κατά πόσον η συμφωνία θα πρέπει να συνάπτεται μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων στην κληρονομική διαδοχή μερών ή εάν ορισμένα εξ αυτών θα μπορούσαν να συμφωνήσουν να φέρουν ένα συγκεκριμένο ζήτημα ενώπιον του επιλεγέντος δικαστηρίου σε περίπτωση κατά την οποία η σχετική απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου δεν θα θίγει τα δικαιωμάτων των υπόλοιπων μερών της διαδοχής.

(29) Σε περίπτωση που το δικαστήριο επιλαμβάνεται αυτεπαγγέλτως της κληρονομικής διαδοχής, όπως συμβαίνει σε ορισμένα κράτη μέλη, θα πρέπει να περατώσει τη διαδικασία εφόσον οι διάδικοι συμφωνούν να επιλύσουν εξωδικαστικά την κληρονομική διαδοχή με φιλικό διακανονισμό στο κράτος μέλος το δίκαιο του οποίου επελέγη. Σε περίπτωση που το δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται αυτεπαγγέλτως της κληρονομικής διαδοχής, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εμποδίζει τους διάδικους να επιλύσουν εξωδικαστικά την κληρονομική διαδοχή με φιλικό διακανονισμό ενώπιον συμβολαιογράφου σε κράτος μέλος της επιλογής τους, εφόσον αυτό είναι δυνατόν σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους. Αυτό θα πρέπει να ισχύει ακόμη και όταν το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την κληρονομική διαδοχή δεν είναι το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.

(30) Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα δικαστήρια όλων των κρατών μελών μπορούν, για τους ίδιους λόγους, να ασκούν διεθνή δικαιοδοσία ως προς την κληρονομική διαδοχή προσώπων τα οποία δεν έχουν τη συνήθη διαμονή τους σε κράτος μέλος κατά το χρόνο του θανάτου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να απαριθμεί εξαντλητικά, κατά σειρά προτεραιότητας, τους λόγους για τους οποίους μπορεί να ασκείται αυτή η επικουρική διεθνής δικαιοδοσία.

(31) Προκειμένου να θεραπεύονται, ειδικότερα, καταστάσεις αρνησιδικίας, θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί στον παρόντα κανονισμό αναγκαστική δικαιοδοσία (forum necessitatis) που θα επιτρέπει σε δικαστήριο κράτους μέλους, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να αποφαίνεται επί κληρονομικής διαδοχής η οποία σχετίζεται στενά με τρίτο κράτος. Τέτοια εξαιρετική περίπτωση μπορεί, ενδεχομένως, να προκύψει όταν είναι ανέφικτη η έναρξη διαδικασίας στο εν λόγω τρίτο κράτος, παραδείγματος χάριν λόγω εμφυλίου πολέμου, ή όταν δεν μπορεί ευλόγως να αναμένεται ότι ο δικαιούχος θα κινήσει ή θα διεξαγάγει διαδικασία στο κράτος αυτό. Η εν λόγω διεθνής δικαιοδοσία που βασίζεται στο forum necessitatis θα πρέπει, ωστόσο, να ασκηθεί μόνον όταν η υπόθεση παρουσιάζει επαρκή σχέση με το κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου.

(32) Για λόγους διευκόλυνσης των κληρονόμων και κληροδόχων που έχουν τη συνήθη διαμονή τους σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο στο οποίο εξετάζεται ή πρόκειται να εξεταστεί η κληρονομική διαδοχή, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να επιτρέπει σε οποιονδήποτε έχει δικαίωμα δυνάμει του εφαρμοστέου στην κληρονομική διαδοχή δικαίου να προβαίνει σε δήλωση περί αποδοχής ή αποποίησης της κληρονομιάς ή κληροδοσίας ή νόμιμης μοίρας ή περί του περιορισμού της ευθύνης του για τα χρέη της κληρονομίας, να προβαίνει σε τέτοιες δηλώσεις με τον τύπο που προβλέπει εν προκειμένω το δίκαιο του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του ενώπιον των δικαστηρίων του εν λόγω κράτους μέλους. Αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη δυνατότητα να γίνονται οι δηλώσεις αυτές ενώπιον άλλων αρχών του εν λόγω κράτους μέλους που είναι αρμόδιες να δέχονται δηλώσεις δυνάμει του εθνικού δικαίου. Τα πρόσωπα που επιλέγουν να αξιοποιήσουν τη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις στο κράτος μέλος της συνήθους διαμονής τους θα πρέπει να ενημερώνουν τα ίδια το δικαστήριο ή την αρχή που επιλαμβάνεται ή θα επιληφθεί της διαδοχής σχετικά με την ύπαρξη αυτών των δηλώσεων, εντός οποιασδήποτε προθεσμίας προβλέπεται από το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή δίκαιο.

(33) Δεν θα πρέπει να είναι δυνατό σε πρόσωπο που επιθυμεί να περιορίσει την ευθύνη του για τα χρέη της κληρονομίας να το πράττει υποβάλλοντας σχετική δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του εφόσον το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή δίκαιο τον υποχρεώνει να κινήσει εδική δικαστική διαδικασία, π.χ. διαδικασία απογραφής, ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις αυτές, η δήλωση εκ μέρους προσώπου στο κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του σύμφωνα με τον τύπο που προβλέπει εν προκειμένω το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους, δεν θα πρέπει να είναι τυπικά έγκυρη για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ούτε τα εισαγωγικά της δικαστικής διαδικασίας έγγραφα θα πρέπει να θεωρηθούν δηλώσεις για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

(34) Χάριν της απρόσκοπτης απονομής δικαιοσύνης θα πρέπει να αποφεύγεται η έκδοση ασυμβίβαστων αποφάσεων σε διαφορετικά κράτη μέλη. Προς τον σκοπό αυτόν, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει γενικούς δικονομικούς κανόνες, παρεμφερείς με εκείνους άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις.

(35) Ένας τέτοιος δικονομικός κανόνας είναι ο κανόνας περί εκκρεμοδικίας ο οποίος εφαρμόζεται εάν η ίδια υπόθεση κληρονομικής διαδοχής εισάγεται ενώπιον διαφορετικών δικαστηρίων σε διάφορα κράτη μέλη. Ο εν λόγω κανόνας καθορίζει ποιο δικαστήριο θα πρέπει να προβεί στην εκδίκαση της υπόθεσης κληρονομικής διαδοχής.

(36) Δεδομένου ότι τα θέματα κληρονομικής διαδοχής σε ορισμένα κράτη μέλη μπορεί να διευθετούνται από μη δικαστικές αρχές, όπως από συμβολαιογράφους, που δεν δεσμεύονται από τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας βάσει του παρόντος κανονισμού, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η δυνατότητα να έχουν εισαχθεί παράλληλα σε διαφορετικά κράτη μέλη ένας εξωδικαστικός συμβιβασμός και δικαστικές διαδικασίες σχετικά με την ίδια κληρονομική διαδοχή ή δύο παράλληλοι εξωδικαστικοί συμβιβασμοί σχετικά με την ίδια κληρονομική διαδοχή. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να εναπόκειται στα ενδιαφερόμενα μέρη να συμφωνήσουν μεταξύ τους για την ενδεδειγμένη πορεία, μόλις λάβουν γνώση των παράλληλων διαδικασιών. Σε περίπτωση ασυμφωνίας, θα επιλαμβάνονται της κληρονομικής διαδοχής και θα αποφαίνονται τα δικαστήρια που έχουν διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(37) Για να είναι δυνατό για τους πολίτες να αξιοποιήσουν, υπό συνθήκες πλήρους ασφάλειας δικαίου, τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η εσωτερική αγορά, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να τους επιτρέπει να γνωρίζουν εκ των προτέρων το δίκαιο που θα εφαρμοσθεί στην κληρονομική τους διαδοχή. Θα πρέπει να θεσπιστούν εναρμονισμένοι κανόνες περί σύγκρουσης δικαίων προς αποφυγήν αντιφατικών αποτελεσμάτων. Ο κύριος κανόνας θα πρέπει να διασφαλίζει ότι η κληρονομική διαδοχή θα διέπεται από ένα δίκαιο που να μπορεί να προβλεφθεί και με το οποίο συνδέεται στενά. Για λόγους ασφάλειας δικαίου και προς αποφυγή κατάτμησης της κληρονομίας, το εν λόγω δίκαιο θα πρέπει να διέπει το σύνολο της κληρονομίας, δηλαδή όλα τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν μέρος της περιουσίας, ανεξάρτητα από τη φύση τους και από το εάν αυτά βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος.

(38) Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να παρέχει στους πολίτες τη δυνατότητα να οργανώνουν εκ των προτέρων την κληρονομική τους διαδοχή επιλέγοντας το εφαρμοστέο στην κληρονομική τους διαδοχή δίκαιο. Η επιλογή αυτή θα πρέπει να περιορίζεται στο δίκαιο κράτους του οποίου έχουν την ιθαγένεια ώστε να εξασφαλίζεται σύνδεσμος μεταξύ του κληρονομουμένου και του επιλεγέντος δικαίου και να αποφεύγεται η επιλογή δικαίου με σκοπό να παρακαμφθούν οι θεμιτές προσδοκίες των δικαιούχων νόμιμης μοίρας.

(39) Η επιλογή του δικαίου θα πρέπει να γίνεται ρητώς με δήλωση υπό μορφή διάταξης τελευταίας βουλήσεως ή να προκύπτει με σαφήνεια από τη διατύπωση τέτοιας διάταξης. Η επιλογή του δικαίου θα μπορούσε να θεωρείται ότι προκύπτει σαφώς από διάταξη τελευταίας βούλησης εφόσον, για παράδειγμα, ο κληρονομούμενος στη διάταξή του αναφέρεται ρητώς σε συγκεκριμένα άρθρα του δικαίου του κράτους της ιθαγενείας του ή αναφέρει με άλλον τρόπο ρητώς το δίκαιο αυτό.

(40) Η επιλογή δικαίου στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να είναι έγκυρη ακόμη και αν το δίκαιο που επελέγη δεν προβλέπει επιλογή δικαίου σε θέματα κληρονομικής διαδοχής. Το δίκαιο που επελέγη θα πρέπει ωστόσο να καθορίζει το ουσιαστικό κύρος της πράξης που συνιστά η επιλογή, κατά πόσον δηλαδή μπορεί να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο που προβαίνει στην επιλογή είχε συναίσθηση των συνεπειών της επιλογής του και συμφωνούσε με αυτές. Το αυτό θα πρέπει να ισχύει για την τροποποίηση ή την ανάκληση της επιλογής δικαίου.

(41) Ενόψει της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ο καθορισμός της ιθαγένειας ή της πολλαπλής ιθαγένειας προσώπου θα πρέπει να αποτελεί προκαταρκτικό ερώτημα προς διευκρίνιση. Το ζήτημα του αν ένα πρόσωπο θεωρείται ότι έχει την ιθαγένεια ενός κράτους δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και υπόκειται στο εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, των διεθνών συμβάσεων, στο πλαίσιο του απολύτου σεβασμού των γενικών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(42) Το δίκαιο που καθορίζεται ως εφαρμοστέο επί της διαδοχής θα πρέπει να διέπει τη διαδοχή από την επαγωγή της κληρονομίας έως τη μεταβίβαση της κυριότητας των στοιχείων που αποτελούν μέρος της περιουσίας στους δικαιούχους, κατά τα οριζόμενα στο δίκαιο αυτό. Θα πρέπει να καλύπτει θέματα που άπτονται της διοίκησης της περιουσίας καθώς και την ευθύνη για τα χρέη της κληρονομιαίας περιουσίας. Η πληρωμή των χρεών της κληρονομιαίας περιουσίας μπορεί, αναλόγως ειδικότερα του εφαρμοστέου στην κληρονομική διαδοχή δικαίου, να περιλαμβάνει το συνυπολογισμό συγκεκριμένης κατάταξης των δανειστών.

(43) Οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίζονται τον παρόντα κανονισμό μπορούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, να οδηγήσουν σε μια κατάσταση, κατά την οποία το αρμόδιο για την κληρονομική διαδοχή δικαστήριο δεν θα είναι εις θέση να εφαρμόσει το δικό του δίκαιο. Εάν αυτό συμβεί, σε ένα κράτος μέλος, το δίκαιο του οποίου προβλέπει τον υποχρεωτικό διορισμό διαχειριστή της κληρονομίας, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να επιτρέπει στα δικαστήρια του εν λόγω κράτους μέλους, εφόσον επιληφθούν, να διορίζουν ένα ή περισσότερους τέτοιους διαχειριστές. Αυτό δεν θα πρέπει να θίγει τυχόν επιλογή των μερών να ρυθμίσουν την κληρονομική διαδοχή εξωδικαστικά με φιλικό διακανονισμό σε ένα άλλο κράτος μέλος, εφόσον αυτό είναι εφικτό σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους. Προκειμένου να διασφαλιστεί ένας απρόσκοπτος συντονισμός μεταξύ του εφαρμοστέου στην κληρονομική διαδοχή δικαίου και του δικαίου του κράτους μέλους του διορίζοντος δικαστηρίου, το δικαστήριο θα πρέπει να διορίζει το πρόσωπο/τα πρόσωπα που θα είχε/είχαν το δικαίωμα να διαχειρίζεται/διαχειρίζονται την κληρονομιαία περιουσία σύμφωνα με το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή δίκαιο, όπως είναι για παράδειγμα ο εκτελεστής της διαθήκης του θανόντος ή οι ίδιοι οι κληρονόμοι ή, εφόσον το προβλέπει σχετικά το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή δίκαιο, ένας τρίτος διαχειριστής. Τα δικαστήρια μπορούν, ωστόσο, σε ειδικές περιπτώσεις εφόσον το απαιτεί το δίκαιό τους, να ορίσουν έναν τρίτο ως διαχειριστή, ακόμη και αν αυτό δεν προβλέπεται από το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή δίκαιο. Εάν ο θανών είχε ορίσει εκτελεστή διαθήκης, το πρόσωπο αυτό δεν μπορεί να στερηθεί των εξουσιών του εκτός εάν το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή δίκαιο επιτρέπει τη λήξη της θητείας του.

(44) Οι αρμοδιότητες που ασκούν οι διαχειριστές που έχουν οριστεί στο κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου θα πρέπει να είναι εκείνες οι διαχειριστικές αρμοδιότητες τις οποίες αυτοί μπορούν να ασκούν με βάση το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή δίκαιο. Όταν συνεπώς, για παράδειγμα, ο κληρονόμος διορίζεται ως διαχειριστής θα πρέπει να διαθέτει την εξουσία διαχείρισης της κληρονομιαίας περιουσίας την οποία θα είχε ένας κληρονόμος σύμφωνα με το δίκαιο αυτό. Όταν οι εξουσίες διαχείρισης που μπορούν να ασκηθούν με βάση το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή δίκαιο δεν επαρκούν για τη διατήρηση της κληρονομιαίας περιουσίας ή για την προστασία των δικαιωμάτων των πιστωτών ή άλλων προσώπων που έχουν εγγυηθεί τα χρέη του θανόντος, ο διαχειριστής/οι διαχειριστές που έχει/έχουν διοριστεί στο κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου δύναται/δύνανται να ασκεί/να ασκούν προς το σκοπό αυτό πρόσθετες διαχειριστικές εξουσίες σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους. Στις πρόσθετες αυτές εξουσίες, μπορεί, για παράδειγμα, να συγκαταλέγεται η κατάρτιση ενός καταλόγου των περιουσιακών στοιχείων και των χρεών της κληρονομιαίας περιουσίας η ενημέρωση των πιστωτών για την επαγωγή της κληρονομίας και η πρόσκληση προς αυτούς να αναγγείλουν τις αξιώσεις τους και να λάβουν κάθε προσωρινό μέτρο, όπως ασφαλιστικά μέτρα, για τη διατήρηση της κληρονομιαίας περιουσίας. Οι ενέργειες στις οποίες προβαίνει ο διαχειριστής σύμφωνα με τις πρόσθετες εξουσίες του, θα πρέπει να συνάδουν με το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή δίκαιο όσον αφορά τη μεταβίβαση της κυριότητας επί της κληρονομιαίας περιουσίας, συμπεριλαμβανομένων όλων των δικαιοπραξιών που συνήψαν οι δικαιούχοι πριν από το διορισμό του διαχειριστή, τις υποχρεώσεις της κληρονομίας και τα δικαιώματα των δικαιούχων, συμπεριλαμβανομένου ενδεχομένως του δικαιώματος αποδοχής ή αποποίησης της κληρονομίας. Οι ενέργειες αυτές μπορούν για παράδειγμα να έχουν ως αποτέλεσμα την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων ή την αποπληρωμή χρεών, εφόσον αυτό θα ήταν επιτρεπτό σύμφωνα με το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή δίκαιο. Όταν σύμφωνα με το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή δίκαιο ο διορισμός ενός τρίτου διαχειριστή μεταβάλλει την ευθύνη των κληρονόμων, η εν λόγω αλλαγή όσον αφορά την ευθύνη θα πρέπει να γίνεται σεβαστή.

(45) Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να στερεί από τους πιστωτές τη δυνατότητα, λόγου χάρη μέσω ενός αντιπροσώπου, να λαμβάνουν, ενδεχομένως, και άλλα προβλεπόμενα από το εθνικό δίκαιο μέτρα, σύμφωνα με τα σχετικά νομικά μέσα της Ένωσης, προκειμένου να διασφαλίσουν τα δικαιώματά τους.

(46) Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καθιστά δυνατή την παροχή πληροφοριών σχετικά με την επαγωγή της κληρονομίας σε δυνητικούς δανειστές της κληρονομίας σε άλλα κράτη μέλη στα οποία υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία. Στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει συνεπώς να λαμβάνεται υπόψη η δυνατότητα δημιουργίας ενός μηχανισμού, ενδεχομένως μέσω της ευρωπαϊκής πύλης ηλεκτρονικής δικαιοσύνης, προκειμένου να μπορούν οι δυνητικοί πιστωτές σε άλλα κράτη μέλη να έχουν πρόσβαση σε σχετικές πληροφορίες, ούτως ώστε να μπορούν να ασκούν τις απαιτήσεις τους.

(47) Το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή δίκαιο θα πρέπει να καθορίζει ποιοι είναι οι δικαιούχοι σε μια συγκεκριμένη κληρονομική διαδοχή. Στα περισσότερα δικαστικά συστήματα ο όρος «δικαιούχοι» καλύπτει τους κληρονόμους και κληροδόχους καθώς και τα πρόσωπα που δικαιούνται νόμιμη μοίρα, μολονότι, για παράδειγμα, η νομική θέση των κληροδόχων δεν είναι η ίδια σε όλα τα συστήματα. Σε ορισμένα συστήματα, ο κληροδόχος μπορεί να λάβει απ’ ευθείας μερίδιο στην κληρονομία ενώ σε άλλα νομικά συστήματα ο κληροδόχος μπορεί μόνο να εγείρει αξίωση έναντι των κληρονόμων.

(48) Προκειμένου να κατοχυρωθεί η ασφάλεια δικαίου για τα πρόσωπα που επιθυμούν να σχεδιάσουν εκ των προτέρων την κληρονομική τους διαδοχή, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίζει συγκεκριμένο κανόνα περί σύγκρουσης δικαίων σχετικά με το παραδεκτό των διατάξεων τελευταίας βουλήσεως και με το ουσιαστικό κύρος τους. Για να διασφαλισθεί η ενιαία εφαρμογή αυτού του κανόνα, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να απαριθμεί τα στοιχεία που θα πρέπει να θεωρούνται ότι αφορούν το ουσιαστικό κύρος. Η εξέταση του ουσιαστικού κύρους διάταξης τελευταίας βούλησης μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η διάταξη τελευταίας βούλησης δεν έχει νομική υπόσταση.

(49) Η κληρονομική σύμβαση αποτελεί μια μορφή διάταξης τελευταίας βουλήσεως, της οποίας το παραδεκτό και η αποδοχή διαφέρουν μεταξύ των κρατών μελών. Προκειμένου να διευκολύνει την αποδοχή στα κράτη μέλη των κληρονομικών δικαιωμάτων που αποκτώνται συνεπεία κληρονομικής σύμβασης στα κράτη μέλη, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καθορίζει ποιο δίκαιο διέπει το παραδεκτό αυτών των συμβάσεων, το ουσιαστικό τους κύρος και τα δεσμευτικά τους αποτελέσματα για τα μέρη, καθώς και τους όρους λύσης τους.

(50) Το δίκαιο το οποίο, στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, διέπει το παραδεκτό και το ουσιαστικό κύρος μιας διάταξης τελευταίας βούλησης και, σε ό,τι αφορά τις κληρονομικές συμβάσεις, τα δεσμευτικά αποτελέσματα μεταξύ των μερών, δεν θα πρέπει να θίγει τα δικαιώματα οιουδήποτε προσώπου το οποίο, δυνάμει του εφαρμοστέου δικαίου στην κληρονομική διαδοχή, έχει δικαίωμα νομίμου μοίρας ή άλλο δικαίωμα που δεν δύναται να του στερήσει το πρόσωπο, του οποίου την περιουσία αφορά η σύμβαση.

(51) Όταν στον παρόντα κανονισμό γίνεται αναφορά στο δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή του συντάκτη μιας διάταξης τελευταίας βούλησης, εάν αυτός είχε αποβιώσει την ημέρα κατά την οποία συντάχθηκε ή, κατά περίπτωση, τροποποιήθηκε ή ανακλήθηκε η εν λόγω διάταξη, η αναφορά αυτή θα πρέπει να νοείται ότι παραπέμπει είτε στο δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής του την ημέρα εκείνη ή, αν είχε επιλέξει δίκαιο σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, στο δίκαιο του κράτους της ιθαγένειάς του την ημέρα εκείνη.

(52) Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ρυθμίζει το τυπικό κύρος όλων των διατάξεων τελευταίας βούλησης που έχουν συνταχθεί εγγράφως βάσει κανόνων οι οποίοι συνάδουν προς εκείνους της σύμβασης της Χάγης της 5ης Οκτωβρίου 1961 για τις συγκρούσεις νόμων που αφορούν τον τύπο διατάξεων διαθήκης. Κατά τον καθορισμό του κατά πόσον συγκεκριμένη διάταξη τελευταίας βούλησης είναι τυπικά έγκυρη δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η αρμόδια αρχή δεν θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη δόλια δημιουργία στοιχείου διεθνούς χαρακτήρα με σκοπό την παράκαμψη των κανόνων σχετικά με το τυπικό κύρος.

(53) Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, οποιαδήποτε νομική διάταξη που περιορίζει τους επιτρεπόμενους τύπους διατάξεων τελευταίας βουλήσεως με αναφορά σε προσωπικές ιδιότητες του συντάκτη όπως, για παράδειγμα, την ηλικία, θα πρέπει να θεωρείται ότι αφορά ζητήματα τύπου. Τούτο δεν θα πρέπει να σημαίνει ότι το εφαρμοστέο δίκαιο για το τυπικό κύρος μιας διάταξης τελευταίας βούλησης, στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να καθορίζει κατά πόσον ένας ανήλικος έχει ή όχι ικανότητα να συντάσσει διάταξη τελευταίας βούλησης. Το δίκαιο αυτό θα πρέπει απλώς να καθορίζει κατά πόσον μια προσωπική ιδιότητα, για παράδειγμα το να είναι κανείς ανήλικος, θα πρέπει να εμποδίζει ένα πρόσωπο να συντάσσει διάταξη τελευταίας βούλησης συγκεκριμένου τύπου.

(54) Για οικονομικούς, οικογενειακούς ή κοινωνικούς λόγους, ορισμένα ακίνητα, ορισμένες επιχειρήσεις και άλλες ειδικές κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων υπόκεινται σε ειδικούς κανόνες στο κράτος μέλος όπου βρίσκονται, οι οποίοι θέτουν περιορισμούς που αφορούν ή επηρεάζουν τη διαδοχή όσον αφορά τα περιουσιακά αυτά στοιχεία. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να διασφαλίζει την εφαρμογή των ειδικών αυτών κανόνων. Παρόλα αυτά, η εν λόγω παρέκκλιση από την εφαρμογή του δικαίου της κληρονομίας χρήζει συσταλτικής ερμηνείας, ούτως ώστε να μην αντιστρατεύεται τον γενικό στόχο του παρόντος κανονισμού. Συνεπώς, ούτε κανόνες περί σύγκρουσης δικαίων που υπάγουν την ακίνητη περιουσία σε δίκαιο διαφορετικό από εκείνο που ισχύει για την κινητή περιουσία, ούτε διατάξεις που προβλέπουν νόμιμη μοίρα διαφορετική από αυτή που προβλέπει η νομοθεσία που ισχύει για τη διαδοχή βάσει του παρόντος κανονισμού, μπορούν να θεωρηθούν ως ειδικοί κανόνες, οι οποίοι θέτουν περιορισμούς που αφορούν ή επηρεάζουν τη διαδοχή σε σχέση με ορισμένα περιουσιακά στοιχεία.

(55) Για να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη μεταχείριση μιας περίπτωσης κατά την οποία είναι αβέβαιη η χρονική σειρά του θανάτου δύο ή περισσοτέρων προσώπων των οποίων η κληρονομική διαδοχή διέπεται από διαφορετικά δίκαια αποβιώνουν, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει κανόνα ο οποίος θα ορίζει ότι κανείς εκ των κληρονομουμένων δεν έχει κληρονομικό δικαίωμα επί της περιουσίας του άλλου ή των άλλων προσώπων.

(56) Σε κάποιες περιπτώσεις μία κληρονομία μπορεί να παραμείνει αδιάθετη. Τα διάφορα δικαστικά συστήματα ρυθμίζουν με διαφορετικούς τρόπους τέτοιες περιπτώσεις. Σε μερικά συστήματα δικαίου, για παράδειγμα, το κράτος μπορεί να διεκδικήσει την αδιάθετη περιουσία ως κληρονόμος ανεξάρτητα από τον τόπο στον οποίο βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία. Σε άλλα συστήματα το κράτος μπορεί να ιδιοποιηθεί μόνο τα περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται στο έδαφός του. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει λοιπόν να προβλέπει κανόνα ο οποίος θα ορίζει ότι η εφαρμογή του εφαρμοστέου δικαίου για τη διαδοχή δεν θα πρέπει να αποκλείει τη δυνατότητα να μπορεί ένα κράτος μέλος να ιδιοποιείται δυνάμει της δικής του νομοθεσίας περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται στο έδαφός του. Για να διασφαλιστεί όμως ότι ο κανόνας αυτός δεν θίγει τους πιστωτές της περιουσίας, θα πρέπει να προστεθεί όρος που θα προβλέπει ότι οι πιστωτές της περιουσίας θα μπορούν να ζητούν ικανοποίηση των αξιώσεών τους από όλα τα στοιχεία της περιουσίας, ανεξάρτητα από τον τόπο στον οποίο βρίσκονται.

(57) Οι κανόνες περί σύγκρουσης δικαίων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό μπορούν να οδηγήσουν στην εφαρμογή του δικαίου τρίτου κράτους. Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου της νομοθεσίας αυτού του κράτους. Εάν οι κανόνες αυτοί προβλέπουν την αναπαραπομπή (renvoi) είτε στο δίκαιο κράτους μέλους είτε στο δίκαιο τρίτου κράτους που θα εφάρμοζε το δικό του δίκαιο στην κληρονομία, η παραπομπή αυτή θα πρέπει να γίνεται δεκτή ώστε να εξασφαλιστεί η συνοχή σε διεθνές επίπεδο. Η αναπαραπομπή θα πρέπει εντούτοις να αποκλείεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κληρονομούμενος είχε επιλέξει το δίκαιο τρίτου κράτους.

(58) Λόγοι δημόσιου συμφέροντος θα πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα στα δικαστήρια και σε άλλες αρμόδιες αρχές που επιλαμβάνονται υποθέσεων κληρονομικής διαδοχής στα κράτη μέλη, να μην λαμβάνουν υπόψη, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ορισμένες διατάξεις αλλοδαπού δικαίου εφόσον σε μια συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή των διατάξεων αυτών θα ήταν προδήλως ασυμβίβαστη με τη δημόσια τάξη του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Εντούτοις, τα δικαστήρια ή άλλες αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να μπορούν να εφαρμόζουν την εξαίρεση προς χάριν της δημόσιας τάξης προκειμένου να μην εφαρμόσουν το δίκαιο ενός άλλου κράτους ή για να αρνηθούν να αναγνωρίσουν ή κατά περίπτωση να αποδεχθούν ή να εκτελέσουν απόφαση, δημόσιο έγγραφο ή δικαστικό συμβιβασμό που προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, εφόσον η άρνηση θα ήταν αντίθετη προς τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως προς το άρθρο 21 του Χάρτη, το οποίο απαγορεύει κάθε μορφή διακριτικής μεταχείρισης.

(59) Υπό το φώς του γενικού στόχου του παρόντος κανονισμού, ο οποίος συνίσταται στην αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδονται στα κράτη μέλη σε υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής, ανεξάρτητα από το κατά πόσον αυτές οι αποφάσεις εκδόθηκαν με την αμφισβητούμενη ή την εκούσια δικαιοδοσία, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει κανόνες σχετικά με την αναγνώριση, την εκτελεστότητα και την εκτέλεση των αποφάσεων, παρεμφερείς με εκείνους άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις.

(60) Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη τα διαφορετικά συστήματα για τη ρύθμιση υποθέσεων κληρονομικής διαδοχής στα κράτη μέλη, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να διασφαλίζει την αποδοχή και την εκτελεστότητα σε όλα τα κράτη μέλη των δημόσιων εγγράφων σε υπόθεση κληρονομικής διαδοχής.

(61) Τα δημόσια έγγραφα θα πρέπει να έχουν την ίδια αποδεικτική ισχύ σε άλλο κράτος μέλος με αυτή που έχουν στο κράτος μέλος προέλευσης ή την πλέον παρόμοια ισχύ. Κατά τον προσδιορισμό της αποδεικτικής ισχύος ενός δημόσιου εγγράφου σε άλλο κράτος μέλος ή της πλέον παρόμοιας ισχύος, θα πρέπει να γίνεται παραπομπή στο είδος και την εμβέλεια της αποδεικτικής ισχύος του δημόσιου εγγράφου στο κράτος μέλος προέλευσης. Η αποδεικτική ισχύς ενός δημόσιου εγγράφου σε άλλο κράτος μέλος θα πρέπει συνεπώς να εξαρτάται από το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης.

(62) Η «γνησιότητα» δημόσιου εγγράφου θα πρέπει να αποτελεί αυτοτελή έννοια που καλύπτει στοιχεία όπως η αυθεντικότητα του εγγράφου, οι τυπικές προϋποθέσεις του εγγράφου, οι εξουσίες της αρχής που συντάσσει το έγγραφο και η διαδικασία σύνταξης του εγγράφου. Θα πρέπει να καλύπτει επίσης τα πραγματικά στοιχεία που έχουν καταχωριστεί στο δημόσιο έγγραφο από την οικεία αρχή, όπως το γεγονός ότι τα αναφερόμενα μέρη εμφανίστηκαν ενώπιον αυτής της αρχής την αναφερόμενη ημερομηνία και ότι προέβησαν στις αναφερόμενες δηλώσεις. Οποιοδήποτε μέρος επιθυμεί να αμφισβητήσει τη γνησιότητα δημόσιου εγγράφου θα πρέπει να το πράξει ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου στο κράτος μέλος προέλευσης του δημόσιου εγγράφου σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους.

(63) Ο όρος «τις νομικές πράξεις ή τις έννομες σχέσεις που έχουν καταγραφεί σε δημόσιο έγγραφο» θα πρέπει να ερμηνεύεται ότι αφορά στο ουσιαστικό περιεχόμενο που έχει καταγραφεί στο δημόσιο έγγραφο. Οι νομικές πράξεις που έχουν καταγραφεί σε δημόσιο έγγραφο θα μπορούσαν να είναι π.χ. συμφωνία μεταξύ των μερών όσον αφορά τις μερίδες ή τη διανομή των περιουσιακών στοιχείων, ή θα μπορούσε να είναι διαθήκη ή κληρονομική σύμβαση ή άλλη δήλωση βούλησης. Οι έννομες σχέσεις θα μπορούσαν να είναι π.χ. ο προσδιορισμός των κληρονόμων και των άλλων δικαιούχων σύμφωνα με το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή δίκαιο, οι αντίστοιχες μερίδες τους και η ύπαρξη νόμιμης μοίρας ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που βασίζεται στο εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή δίκαιο. Οποιοδήποτε μέρος επιθυμεί να αμφισβητήσει τις νομικές πράξεις ή τις έννομες σχέσεις που έχουν καταγραφεί σε δημόσιο έγγραφο θα πρέπει να το πράξει ενώπιον των δικαστηρίων που έχουν διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει του παρόντος κανονισμού, τα οποία θα πρέπει να αποφασίζουν επί της αμφισβήτησης σύμφωνα με το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή δίκαιο.

(64) Εάν εγερθεί παρεμπιπτόντως θέμα σχετικό με τις νομικές πράξεις ή τις έννομες σχέσεις που έχουν καταγραφεί σε δημόσιο έγγραφο στο πλαίσιο διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, το δικαστήριο αυτό θα πρέπει να έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί του θέματος.

(65) Το δημόσιο έγγραφο που αμφισβητείται δεν θα πρέπει να έχει αποδεικτική ισχύ σε κράτος μέλος διαφορετικό του κράτους μέλους προέλευσης για όσο χρονικό διάστημα εκκρεμεί η αμφισβήτηση. Εάν η αμφισβήτηση αφορά μόνο συγκεκριμένο στοιχείο σχετικό με τις νομικές πράξεις ή τις έννομες σχέσεις που έχουν καταγραφεί στο δημόσιο έγγραφο, το υπό αμφισβήτηση δημόσιο έγγραφο δεν θα πρέπει να έχει αποδεικτική ισχύ σε κράτος μέλος διαφορετικό του κράτους μέλους προέλευσης όσον αφορά το ζήτημα που αμφισβητήθηκε, για όσο χρονικό διάστημα εκκρεμεί η αμφισβήτηση. Ένα δημόσιο έγγραφο το οποίο ύστερα από αμφισβήτηση κηρύσσεται άκυρο, θα πρέπει να παύει να έχει οποιαδήποτε αποδεικτική ισχύ.

(66) Η αρχή στην οποία υποβάλλονται δύο ασυμβίβαστα δημόσια έγγραφα, στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να αξιολογήσει εάν και σε ποιο από τα δημόσια έγγραφα θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης. Εφόσον από τις περιστάσεις αυτές δεν καθίσταται σαφές εάν και σε ποιο δημόσιο έγγραφο θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα, το ζήτημα θα πρέπει να κρίνεται από τα δικαστήρια που έχουν διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει του παρόντος κανονισμού ή εφόσον εγερθεί παρεμπιπτόντως ως σχετικό θέμα στο πλαίσιο διαδικασίας από το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της εν λόγω διαδικασίας. Σε περίπτωση ασυμβατότητας μεταξύ δημόσιου εγγράφου και απόφασης θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι λόγοι μη αναγνώρισης των αποφάσεων δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(67) Η γρήγορη, ομαλή και αποτελεσματική διευθέτηση των διαδοχών με διασυνοριακές επιπτώσεις εντός της Ένωσης προϋποθέτει ότι οι κληρονόμοι, οι κληροδόχοι, οι εκτελεστές διαθήκης και οι διαχειριστές της κληρονομιαίας περιουσίας θα πρέπει να μπορούν να αποδείξουν ευχερώς την ιδιότητα ή/και τα δικαιώματα και τις εξουσίες τους σε άλλο κράτος μέλος, π.χ. στο κράτος μέλος στο οποίο υπάρχει κληρονομιαία περιουσία. Για να μπορούν να το πράξουν, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει τη δημιουργία ενός ενιαίου πιστοποιητικού, του ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου (εφεξής «κληρονομητήριο») που θα εκδίδεται προς χρήση σε άλλο κράτος μέλος. Με σκοπό την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας, το κληρονομητήριο δεν θα πρέπει να αντικαθιστά εσωτερικά έγγραφα που τυχόν υφίστανται για παρόμοιους σκοπούς στα κράτη μέλη.

(68) Η αρχή έκδοσης του κληρονομητηρίου θα πρέπει να τηρεί τις διατυπώσεις που απαιτούνται για την καταχώριση ακίνητης ιδιοκτησίας στο κράτος μέλος στο οποίο τηρείται το μητρώο. Για το σκοπό αυτό, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με τις διατυπώσεις αυτές.

(69) Η χρήση του κληρονομητηρίου δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωτική. Αυτό σημαίνει ότι τα πρόσωπα που δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση κληρονομητηρίου δεν θα πρέπει να έχουν καμία υποχρέωση να το πράξουν, αλλά θα πρέπει να είναι ελεύθερα να χρησιμοποιήσουν τα άλλα μέσα που είναι διαθέσιμα βάσει του παρόντος κανονισμού (αποφάσεις, δημόσια έγγραφα και δικαστικούς συμβιβασμούς). Εντούτοις, καμία αρχή ή πρόσωπο ενώπιον του οποίου προσκομίζεται κληρονομητήριο που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος δεν θα πρέπει να μπορεί να ζητήσει να υποβληθεί αντί του κληρονομητηρίου απόφαση, δημόσιο έγγραφο ή δικαστικός συμβιβασμός.

(70) Το κληρονομητήριο θα πρέπει να εκδίδεται στο κράτος μέλος του οποίου τα δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία βάσει του παρόντος κανονισμού. Εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να προσδιορίσει στην εσωτερική του νομοθεσία ποιες αρχές είναι αρμόδιες να εκδίδουν το κληρονομητήριο, εάν δηλαδή θα είναι τα δικαστήρια όπως αυτά ορίζονται προς τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ή άλλες αρχές αρμόδιες για υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής, όπως λόγου χάρη οι συμβολαιογράφοι. Εναπόκειται επίσης σε κάθε κράτος μέλος να προσδιορίσει στην εσωτερική του νομοθεσία κατά πόσον η εκδίδουσα αρχή μπορεί να περιλαμβάνει άλλες αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης, π.χ. τις αρμόδιες αρχές για την υποβολή υπεύθυνων δηλώσεων αντί όρκου. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να γνωστοποιούν στην Επιτροπή τις σχετικές πληροφορίες για τις εκδίδουσες αρχές τους, ώστε οι πληροφορίες αυτές να μπορούν να δημοσιοποιούνται.

(71) Το κληρονομητήριο θα πρέπει να παράγει τα ίδια αποτελέσματα σε όλα τα κράτη μέλη. Δεν θα πρέπει να συνιστά εκτελεστό τίτλο αυτοδικαίως αλλά θα πρέπει να έχει αποδεικτική ισχύ και θα πρέπει να τεκμαίρεται ότι πιστοποιεί επακριβώς τα στοιχεία που έχουν καθοριστεί σύμφωνα με το δίκαιο το οποίο είναι εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή ή σύμφωνα με οποιοδήποτε άλλο δίκαιο εφαρμοστέο σε συγκεκριμένα στοιχεία, όπως το ουσιαστικό κύρος των διατάξεων τελευταίας βουλήσεως. Η αποδεικτική ισχύς του κληρονομητηρίου δεν θα πρέπει να αφορά στοιχεία που δεν ρυθμίζονται από τον παρόντα κανονισμό, όπως για παράδειγμα, το ζήτημα της καταγωγής ή το ζήτημα εάν ένα συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο ανήκε ή όχι στον θανόντα. Οποιοδήποτε πρόσωπο προβαίνει σε πληρωμές ή παραδίδει κληρονομιαία περιουσία σε πρόσωπο το οποίο αναφέρεται στο κληρονομητήριο ως δικαιούμενο να αποδεχθεί τέτοια πληρωμή ή περιουσία ως κληρονόμος ή κληροδόχος θα πρέπει να τυγχάνει κατάλληλης προστασίας εφόσον έχει ενεργήσει καλή τη πίστει βασιζόμενο στην ακρίβεια των πληροφοριών που πιστοποιούνται στο κληρονομητήριο. Η ίδια προστασία θα πρέπει να παρέχεται σε οιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, βασιζόμενο στην ακρίβεια των πληροφοριών που πιστοποιούνται στο κληρονομητήριο, αγοράζει ή αποδέχεται κληρονομιαία περιουσία από πρόσωπο το οποίο αναφέρεται στο κληρονομητήριο ως δικαιούμενο να διαθέτει τέτοια περιουσία. Η προστασία θα πρέπει να παρέχεται εφόσον υποβάλλονται επικυρωμένα αντίγραφα που εξακολουθούν να ισχύουν. Το κατά πόσον η απόκτηση περιουσιακού στοιχείου από τρίτο είναι πραγματική δεν θα πρέπει να άπτεται του παρόντος κανονισμού.

(72) Η αρμόδια αρχή θα πρέπει να εκδίδει το κληρονομητήριο κατόπιν αιτήσεως. Η εκδίδουσα αρχή θα πρέπει να φυλάσσει το πρωτότυπο του κληρονομητηρίου και θα πρέπει να εκδίδει ένα ή περισσότερα επικυρωμένα αντίγραφα του κληρονομητηρίου για τον αιτούντα και για οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο αποδεικνύει έννομο συμφέρον. Τούτο δεν θα πρέπει να αποκλείει τη δυνατότητα ενός κράτους μέλους να επιτρέπει, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο σχετικά με την πρόσβαση του κοινού σε έγγραφα, τη δημοσιοποίηση αντιγράφων του κληρονομητηρίου. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει ένδικα μέσα κατά αποφάσεων της αρχής έκδοσης, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων περί μη έκδοσης κληρονομητηρίου. Σε περίπτωση διόρθωσης, τροποποίησης ή ανάκλησης του κληρονομητηρίου, η εκδίδουσα αρχή θα πρέπει να ενημερώνει τα πρόσωπα για τα οποία έχουν εκδοθεί επικυρωμένα αντίγραφα, προκειμένου να αποτρέπεται η αθέμιτη χρησιμοποίηση των αντιγράφων αυτών.

(73) Η τήρηση των διεθνών δεσμεύσεων που αναλαμβάνουν τα κράτη μέλη συνεπάγεται ότι ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να επηρεάζει την εφαρμογή διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει ένα ή περισσότερα κράτη μέλη κατά τη χρονική στιγμή της θέσπισης του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης της Χάγης, της 5ης Οκτωβρίου 1961, σχετικά με τις συγκρούσεις νόμων που αφορούν τον τύπο των διατάξεων διαθήκης, θα πρέπει να μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τις διατάξεις της σύμβασης αυτής αντί των διατάξεων του παρόντος κανονισμού σε ό,τι αφορά το τυπικό κύρος των διαθηκών και συνδιαθηκών. Παρόλα αυτά, για λόγους συνέπειας με τους γενικούς στόχους του παρόντος κανονισμού, ο παρών κανονισμός επιβάλλεται, μεταξύ κρατών μελών, να υπερισχύει συμβάσεων οι οποίες έχουν συναφθεί αποκλειστικά μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών μελών στο βαθμό που οι συμβάσεις αυτές αφορούν θέματα ρυθμιζόμενα από τον παρόντα κανονισμό.

(74) Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση της 19ης Νοεμβρίου 1934 μεταξύ της Δανίας, της Φινλανδίας, της Ισλανδίας, της Νορβηγίας και της Σουηδίας, η οποία περιλαμβάνει διατάξεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου σχετικά με την κληρονομική διαδοχή, τις διαθήκες και τη διαχείριση της κληρονομιαίας περιουσίας, να συνεχίσουν να εφαρμόζουν ορισμένες διατάξεις αυτής της σύμβασης, όπως αναθεωρήθηκε με τη διακυβερνητική συμφωνία μεταξύ των εν λόγω συμβαλλομένων κρατών της σύμβασης.

(75) Για να διευκολύνεται η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να προβλέπεται υποχρέωση των κρατών μελών να γνωστοποιούν ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τις νομοθετικές και δικονομικές διατάξεις που αφορούν το κληρονομικό τους δίκαιο στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις, το οποίο συνεστήθη με την απόφαση 2001/470/ΕΚ του Συμβουλίου6. Προκειμένου να μπορέσουν να δημοσιευθούν εγκαίρως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης όλες οι πληροφορίες που συνδέονται με την πρακτική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να γνωστοποιήσουν τις πληροφορίες αυτές στην Επιτροπή πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(76) Επίσης, για να διευκολυνθεί η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και για να μπορούν να χρησιμοποιούνται οι σύγχρονες τεχνολογίες των επικοινωνιών, θα πρέπει να προβλεφθούν τυποποιημένα έντυπα για τις βεβαιώσεις που θα προσκομίζονται στο πλαίσιο της αίτησης κήρυξης της εκτελεστότητας μιας απόφασης, ενός δημόσιου εγγράφου ή ενός δικαστικού συμβιβασμού και για την αίτηση για ευρωπαϊκό κληρονομητήριο καθώς και για το ίδιο το κληρονομητήριο.

(77) Για τον υπολογισμό των προθεσμιών και διοριών που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71 του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1971, περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες7.

(78) Για να διασφαλιστούν ενιαίοι όροι εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή σχετικά με την κατάρτιση και μεταγενέστερη τροποποίηση των βεβαιώσεων και των εντύπων για την κήρυξη της εκτελεστότητας των αποφάσεων, των δικαστικών συμβιβασμών και των δημοσίων εγγράφων, καθώς και για το ευρωπαϊκό κληρονομητήριο. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων8 από την Επιτροπή.

(79) Προς τον σκοπό έγκρισης των εκτελεστικών πράξεων για τη σύνταξη και τη μεταγενέστερη τροποποίηση των βεβαιώσεων και των εντύπων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να χρησιμοποιείται η συμβουλευτική διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(80) Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, ήτοι η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, η εκ των προτέρων οργάνωση από τους πολίτες της κληρονομικής τους διαδοχής στο πλαίσιο της Ένωσης και η προστασία των δικαιωμάτων των κληρονόμων και των κληροδόχων και των άλλων προσώπων που συνδέονται με τον κληρονομούμενο καθώς και των κληρονομικών δανειστών, δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη και, κατά συνέπεια, μπορούν, λόγω των διαστάσεων και των αποτελεσμάτων του παρόντος κανονισμού, να πραγματοποιηθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να εγκρίνει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο προαναφερθέν άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(81) Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, τα δικαστήρια και οι λοιπές αρμόδιες αρχές των κρατών μελών οφείλουν να σέβονται τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές.

(82) Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά το χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία δεν συμμετέχουν στη θέσπιση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύονται από αυτόν ούτε υπόκεινται στην εφαρμογή του. Ωστόσο, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία επιφυλάσσονται της δυνατότητας να κοινοποιήσουν την πρόθεσή τους να αποδεχθούν τον παρόντα κανονισμό μετά την έκδοσή του, σύμφωνα με το άρθρο 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου.

(83) Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 για τη θέση της Δανίας που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση του παρόντος κανονισμού και, ως εκ τούτου, δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του,

  • 1. ΕΕ C 44 της 11.2.2011, σ. 148.
  • 2. Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Μαρτίου 2012 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην ΕΕ) και απόφαση του Συμβουλίου της 7ης Ιουνίου 2012.
  • 3. ΕΕ C 12 της 15.1.2001, σ. 1.
  • 4. ΕΕ C 53 της 3.3.2005, σ. 1.
  • 5. ΕΕ C 115 της 4.5.2010, σ. 1.
  • 6. ΕΕ L 174 της 27.6.2001, σ. 25.
  • 7. ΕΕ L 124 της 8.6.1971, σ. 1.
  • 8. ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

Σημειώσεις επί του νόμου

Με βάση το άρθρο 84 ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθεται σε εφαρμογή στις 17 Αυγούστου 2015, εκτός από τα άρθρα 77 και 78, τα οποία τίθενται σε εφαρμογή στις 16 Ιανουαρίου 2014, και τα άρθρα 79, 80 και 81, τα οποία τίθενται σε εφαρμογή στις 5 Ιουλίου 2012.

Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας των Νόμων και Ερμηνεία του Συντάγματος

Ευάγγελος Βενιζέλος

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ / ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας 2η έκδοση- καλλιτεχνικό

ΜΠΙΤΖΙΛΕΚΗΣ Ν.

ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ