logo-print

Προοίμιο - Κανονισμός (ΕΕ) 655/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΙΣΧΥΟΣ:

17/07/2014

Κωδικοποιημένο
Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως Ι - Γενικό Μέρος Γ έκδοση

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως ΙΙ, 3η έκδ.

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 81 παράγραφος 2 στοιχεία α), ε) και στ),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Αφού διαβίβασαν το σχέδιο νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής1,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Η Ένωση έχει θέσει ως στόχο να διατηρήσει και να αναπτύξει έναν χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, στον οποίο να διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Για τη σταδιακή δημιουργία ενός τέτοιου χώρου, η Ένωση πρέπει να θεσπίσει μέτρα περί δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις με διασυνοριακές επιπτώσεις, ιδίως όταν αυτό απαιτείται για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(2) Κατά το άρθρο 81 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), τέτοια μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν και την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών, την ουσιαστική πρόσβαση στη δικαιοσύνη και την άρση εμποδίων στην ομαλή διεξαγωγή αστικών δικών, προωθώντας αν είναι αναγκαίο τη συμβατότητα των κανόνων πολιτικής δικονομίας των κρατών μελών.

(3) Στις 24 Οκτωβρίου 2006, μέσω της «Πράσινης βίβλου για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση: κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών», η Επιτροπή ξεκίνησε διαβούλευση για την ανάγκη μιας ενιαίας ευρωπαϊκής διαδικασίας δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών και τα πιθανά της στοιχεία.

(4) Στο πρόγραμμα της Στοκχόλμης του Δεκεμβρίου του 20093, το οποίο προσδιορίζει προτεραιότητες για την ελευθερία, την ασφάλεια και τη δικαιοσύνη για την περίοδο 2010 έως 2014, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να εκτιμήσει την ανάγκη και τη σκοπιμότητα της πρόβλεψης ορισμένων προσωρινών και ασφαλιστικών μέτρων σε ενωσιακό επίπεδο, παραδείγματος χάριν για να προλαμβάνεται η εξαφάνιση περιουσιακών στοιχείων πριν από την εκτέλεση μιας απαίτησης και να υποβάλει κατάλληλες προτάσεις για να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων στην Ένωση όσον αφορά τραπεζικούς λογαριασμούς και περιουσιακά στοιχεία οφειλετών.

(5) Εθνικές διαδικασίες για την έκδοση ασφαλιστικών μέτρων ανάλογων με τις διαταγές δέσμευσης λογαριασμών υπάρχουν σε όλα τα κράτη μέλη, αλλά οι προϋποθέσεις για την έκδοση των μέτρων αυτών και η αποτελεσματικότητα της εκτέλεσής τους ποικίλλουν αισθητά. Επιπλέον, η προσφυγή σε εθνικά ασφαλιστικά μέτρα μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη σε υποθέσεις με διασυνοριακές επιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν ο δανειστής επιχειρεί να δεσμεύσει περισσότερους λογαριασμούς που βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη. Φαίνεται συνεπώς αναγκαίο και σκόπιμο να εγκριθεί ένα δεσμευτικό και άμεσα εφαρμοστέο νομοθέτημα της Ένωσης το οποίο να θεσπίζει μια νέα ενωσιακή διαδικασία που να επιτρέπει, σε διασυνοριακές υποθέσεις, τη δέσμευση χρηματικών ποσών σε τραπεζικούς λογαριασμούς με γρήγορο και αποτελεσματικό τρόπο.

(6) Η διαδικασία του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να χρησιμεύει ως πρόσθετο και προαιρετικό μέσο για τον δανειστή, ο οποίος παραμένει ελεύθερος να χρησιμοποιήσει κάθε άλλη διαδικασία για να επιτύχει τη λήψη ισοδύναμου μέτρου δυνάμει του εθνικού δικαίου.

(7) Ένας δανειστής πρέπει να μπορεί να επιτύχει την έκδοση ασφαλιστικού μέτρου υπό μορφή ευρωπαϊκής διαταγής δέσμευσης λογαριασμού («διαταγή δέσμευσης» ή «διαταγή») που να εμποδίζει την απόσυρση ή μεταφορά ποσών τα οποία έχει καταθέσει ο οφειλέτης του σε τραπεζικό λογαριασμό που διατηρεί σε ένα κράτος μέλος, εάν χωρίς αυτό το μέτρο υπάρχει κίνδυνος να εμποδιστεί ή να καταστεί πολύ δυσκολότερη η εκτέλεση της απαίτησης του κατά του οφειλέτη. Η δέσμευση ποσών στον λογαριασμό του οφειλέτη θα πρέπει να συνεπάγεται ότι όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και πρόσωπα στα οποία αναθέτει να κάνουν πληρωμές μέσω του λογαριασμού αυτού, για παράδειγμα μέσω μόνιμης εντολής ή μέσω εντολών απευθείας πληρωμής ή με πιστωτική κάρτα, απαγορεύεται να χρησιμοποιούν τα ποσά αυτά.

(8) Το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να καλύπτει όλες τις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, εκτός από ορισμένες σαφώς προσδιορισμένες υποθέσεις. Ειδικότερα, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε αξιώσεις κατά οφειλέτη σε διαδικασίες αφερεγγυότητας. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να εκδοθεί διαταγή δέσμευσης κατά του οφειλέτη αφ’ ης στιγμής έχουν κινηθεί εναντίον του διαδικασίες αφερεγγυότητας όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1346/2000 του Συμβουλίου4. Από την άλλη πλευρά, η εξαίρεση θα πρέπει να επιτρέπει τη χρήση της διαταγής δέσμευσης για την ανάκτηση καταδολιευτικών πληρωμών του οφειλέτη αυτού εις χείρας τρίτου.

(9) Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται σε λογαριασμούς σε πιστωτικά ιδρύματα, η δραστηριότητα των οποίων είναι να δέχονται καταθέσεις ή άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια από το κοινό και να χορηγούν πιστώσεις για ίδιον λογαριασμό.

Συνεπώς, δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε πιστωτικά ιδρύματα που δεν δέχονται τέτοιες καταθέσεις, λόγου χάρη ιδρύματα που χρηματοδοτούν σχέδια εξαγωγών και επενδύσεων ή σχέδια σε αναπτυσσόμενες χώρες ή ιδρύματα που παρέχουν υπηρεσίες χρηματαγοράς. Επιπλέον, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε λογαριασμούς που τηρούνται από ή σε κεντρικές τράπεζες, όταν αυτές ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως νομισματικών αρχών, ούτε σε λογαριασμούς οι οποίοι δεν μπορούν να δεσμευθούν με εθνικές διαταγές ισοδύναμες προς διαταγή δέσμευσης ή που είναι για άλλους λόγους ακατάσχετοι κατά το δίκαιο του κράτους μέλους όπου τηρείται ο λογαριασμός.

(10) Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε διασυνοριακές υποθέσεις και να ορίζει τι συνιστά εν προκειμένω διασυνοριακή υπόθεση. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, μια υπόθεση θα πρέπει να θεωρείται διασυνοριακή όταν το δικαστήριο που εξετάζει την αίτηση για διαταγή δέσμευσης εδρεύει σε ένα κράτος μέλος και ο τραπεζικός λογαριασμός τον οποίο αφορά η διαταγή δέσμευσης τηρείται σε άλλο κράτος μέλος. Διασυνοριακή υπόθεση θα πρέπει επίσης να θεωρείται υφισταμένη όταν ο δανειστής έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος ενώ το δικαστήριο και ο προς δέσμευση τραπεζικός λογαριασμός βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος.

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στη δέσμευση λογαριασμών που τηρούνται στο κράτος μέλος του δικαστηρίου στο οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση για τη διαταγή δέσμευσης εάν ο δανειστής έχει την κατοικία του στο ίδιο κράτος μέλος, ακόμη και αν ο δανειστής ζητά ταυτόχρονα την έκδοση διαταγής για λογαριασμό ή λογαριασμούς που τηρούνται σε άλλο κράτος μέλος. Σε αυτή την περίπτωση, ο δανειστής θα πρέπει να υποβάλει δύο χωριστές αιτήσεις, μία για διαταγή δέσμευσης και μία για εθνικό μέτρο.

(11) Η διαδικασία για τη διαταγή δέσμευσης θα πρέπει να είναι διαθέσιμη σε δανειστές που επιθυμούν να διασφαλίσουν την εκτέλεση μεταγενέστερης δικαστικής απόφασης για την κυρία υπόθεση πριν κινήσουν διαδικασία για την κυρία υπόθεση και σε οποιοδήποτε στάδιο αυτής της διαδικασίας. Θα πρέπει επίσης να είναι διαθέσιμη σε δανειστές οι οποίοι έχουν ήδη στα χέρια τους δικαστική απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή δημόσιο έγγραφο που επιβάλλει στον οφειλέτη να ικανοποιήσει την αξίωσή τους.

(12) Η διαταγή δέσμευσης θα πρέπει να είναι διαθέσιμη για την εξασφάλιση απαιτήσεων ήδη ληξιπροθέσμων. Θα πρέπει επίσης να είναι διαθέσιμη για απαιτήσεις που δεν είναι ακόμη ληξιπρόθεσμες, εφόσον αυτές απορρέουν από συναλλαγή ή από γεγονός που έχει ήδη συμβεί και το ύψος τους μπορεί να προσδιοριστεί, περιλαμβανομένων απαιτήσεων εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας και αστικών απαιτήσεων αποζημίωσης ή αποκατάστασης της πρότερης κατάστασης οι οποίες βασίζονται σε αξιόποινη πράξη.

Ο δανειστής θα πρέπει να μπορεί να ζητήσει την έκδοση της διαταγής δέσμευσης για το ποσό της κυρίας απαίτησης ή και για χαμηλότερο ποσό. Η τελευταία αυτή δυνατότητα μπορεί μεταξύ άλλων να τον συμφέρει όταν έχει ήδη επιτύχει άλλη εξασφάλιση για μέρος της απαίτησής του.

(13) Για να διασφαλιστεί στενή σύνδεση μεταξύ της διαδικασίας για τη διαταγή δέσμευσης και της διαδικασίας ως προς την κυρία υπόθεση, η διεθνής δικαιοδοσία προς έκδοση διαταγής θα πρέπει να ανήκει στα δικαστήρια του κράτους μέλους του οποίου τα δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία για την κυρία υπόθεση. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η έννοια των διαδικασιών ως προς την κυρία υπόθεση θα πρέπει να καλύπτει κάθε διαδικασία η οποία αποσκοπεί στην έκδοση εκτελεστού τίτλου επί της βασικής απαίτησης και περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, συνοπτικές διαδικασίες που αφορούν διαταγές πληρωμής και διαδικασίες όπως η γαλλική «procédure de référé». Αν ο οφειλέτης είναι καταναλωτής που κατοικεί σε κράτος μέλος, αποκλειστικώς αρμόδια να εκδώσουν τη διαταγή θα πρέπει να είναι τα δικαστήρια του κράτους αυτού.

(14) Οι προϋποθέσεις έκδοσης της διαταγής δέσμευσης θα πρέπει να επιτυγχάνουν την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ του συμφέροντος του δανειστή να επιτύχει την έκδοση διαταγής και του συμφέροντος του οφειλέτη να αποτρέψει κατάχρηση της διαταγής.

Κατά συνέπεια, όταν ο δανειστής ζητά την έκδοση διαταγής δέσμευσης προτού επιτύχει την έκδοση απόφασης, το δικαστήριο στο οποίο υποβάλλεται η σχετική αίτηση θα πρέπει να πεισθεί βάσει των αποδείξεων που προσκομίζει ο δανειστής ότι υπάρχουν πιθανότητες να κριθεί βάσιμη η αγωγή του κατά του οφειλέτη για την κυρία υπόθεση.

Επιπλέον, ο δανειστής θα πρέπει πάντοτε, ακόμη και όταν έχει ήδη επιτύχει δικαστική απόφαση, να αποδεικνύει στο δικαστήριο ότι η απαίτησή του χρειάζεται επείγουσα δικαστική προστασία και ότι, χωρίς τη διαταγή, η εκτέλεση της υπάρχουσας ή μελλοντικής δικαστικής απόφασης ενδέχεται να εμποδιστεί ή να καταστεί σημαντικά δυσχερέστερη επειδή υφίσταται πραγματικός κίνδυνος ότι, μέχρι να εξασφαλίσει ο δανειστής την εκτέλεση της υπάρχουσας ή μελλοντικής απόφασης, ο οφειλέτης μπορεί να έχει απομακρύνει, αποκρύψει ή καταστρέψει τα περιουσιακά του στοιχεία ή να τα έχει διαθέσει σε χαμηλότερη αξία ή σε ασυνήθιστη ποσότητα ή μέσω ασυνήθιστης ενέργειας.

Το δικαστήριο αξιολογεί τις αποδείξεις που προσκομίζει ο δανειστής για να στηρίξει την ύπαρξη ενός τέτοιου κινδύνου. Αυτός θα μπορούσε για παράδειγμα να συνδέεται με τη συμπεριφορά του οφειλέτη σε σχέση με την απαίτηση του δανειστή ή στο πλαίσιο προηγούμενης διαφοράς μεταξύ των μερών, με το πιστωτικό ιστορικό του οφειλέτη, τη φύση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και με τυχόν πρόσφατες ενέργειες του οφειλέτη με αντικείμενο την περιουσία του. Κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, το δικαστήριο μπορεί να συνεκτιμήσει ότι τυχόν αναλήψεις από λογαριασμούς ή δαπάνες του οφειλέτη για να καλύψει τα συνήθη επιχειρησιακά ή οικογενειακά του έξοδα δεν είναι καθαυτές ασυνήθιστες. Η απλή αθέτηση πληρωμής ή η αμφισβήτηση της απαίτησης ή το απλό γεγονός ότι ο οφειλέτης έχει περισσότερους από έναν δανειστή δεν θα πρέπει να συνιστούν καθαυτά επαρκείς αποδείξεις που δικαιολογούν την έκδοση διαταγής. Ούτε το απλό γεγονός ότι η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη είναι κακή ή επιδεινώνεται θα πρέπει να συνιστά καθαυτό επαρκή λόγο για την έκδοση διαταγής. Ωστόσο, το δικαστήριο μπορεί να λαμβάνει υπόψη τους ανωτέρω παράγοντες κατά τη συνολική αξιολόγηση της ύπαρξης κινδύνου.

(15) Προκειμένου η διαταγή δέσμευσης να διασφαλίσει το στοιχείο του αιφνιδιασμού και να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο για τους δανειστές που επιδιώκουν την ικανοποίηση απαιτήσεων από οφειλέτη σε διασυνοριακές υποθέσεις, ο οφειλέτης δεν θα πρέπει να ενημερώνεται για την αίτηση του δανειστή ούτε να καλείται σε ακρόαση πριν από την έκδοση της διαταγής ούτε να ειδοποιείται για τη διαταγή πριν από την εκτέλεσή της. Αν το δικαστήριο δεν πεισθεί από τις αποδείξεις και πληροφορίες που προσκομίζει ο δανειστής ή, κατά περίπτωση, οι μάρτυρές του, ότι δικαιολογείται η δέσμευση του εν λόγω λογαριασμού ή των εν λόγω λογαριασμών, δεν θα πρέπει να εκδώσει τη διαταγή.

(16) Αν ο δανειστής υποβάλλει αίτηση για διαταγή δέσμευσης πριν από την έναρξη της διαδικασίας επί της κυρίας υποθέσεως, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να τον υποχρεώνει να κινήσει την εν λόγω διαδικασία εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, ενώ επίσης θα πρέπει να τον υποχρεώνει να υποβάλει το σχετικό αποδεικτικό στο δικαστήριο στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση για την έκδοση της διαταγής δέσμευσης. Εάν ο δανειστής δεν μπορέσει να συμμορφωθεί προς αυτή την υποχρέωση, η διαταγή θα πρέπει να ανακληθεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ή να τερματισθεί αυτομάτως.

(17) Δεδομένου ότι δεν προβλέπεται προηγούμενη ακρόαση του οφειλέτη, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει συγκεκριμένες διασφαλίσεις για να αποτρέπει τυχόν κατάχρηση της διαταγής και να προστατεύει τα δικαιώματα του οφειλέτη.

(18) Μια τέτοια σημαντική διασφάλιση θα ήταν η δυνατότητα να ζητείται από τον δανειστή να παρέχει εγγύηση ότι ο οφειλέτης μπορεί να αποζημιωθεί σε μεταγενέστερο στάδιο για οιαδήποτε ζημία υποστεί λόγω της διαταγής δέσμευσης. Ανάλογα με το εθνικό δίκαιο, η εγγύηση αυτή θα μπορούσε να δίνεται με τη μορφή κατάθεσης εγγύησης ή εναλλακτικής εξασφάλισης, όπως τραπεζική εγγύηση ή υποθήκη. Το δικαστήριο θα πρέπει να έχει διακριτική ευχέρεια να καθορίζει ποσό εγγύησης επαρκές ώστε να αποτρέπεται τυχόν κατάχρηση της διαταγής και να διασφαλίζεται η αποζημίωση προς τον οφειλέτη, θα πρέπει δε να έχει τη δυνατότητα, ελλείψει συγκεκριμένων στοιχείων ως προς το ποσό της δυνητικής ζημίας, να λαμβάνει υπόψη το ποσό για το οποίο θα εκδοθεί η διαταγή ως κατευθυντήρια γραμμή για τον προσδιορισμό του ποσού της εγγύησης.

Αν ο δανειστής δεν έχει ακόμη στα χέρια του δικαστική απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή δημόσιο έγγραφο που να υποχρεώνει τον οφειλέτη να ικανοποιήσει την απαίτησή του, η παροχή εγγύησης θα πρέπει να αποτελεί τον κανόνα και το δικαστήριο θα πρέπει να μην εφαρμόζει αυτή την προϋπόθεση ή να απαιτεί παροχή εγγύησης χαμηλότερου ποσού, μόνο εάν κατ’ εξαίρεση κρίνει ότι η παροχή εγγύησης είναι απρόσφορη, περιττή ή δυσανάλογη υπό τις περιστάσεις. Τέτοιες περιστάσεις υφίστανται, λόγου χάρη, αν ο δανειστής προβάλλει ιδιαιτέρως πειστικούς ισχυρισμούς αλλά δεν έχει επαρκή μέσα για να παράσχει εγγύηση, αν η απαίτηση αφορά διατροφή ή καταβολή μισθού ή αν το ποσό της απαίτησης είναι τέτοιο ώστε η διαταγή να μη μπορεί να προκαλέσει ζημία στον οφειλέτη, όπως αν πρόκειται για μικρή επιχειρηματική οφειλή.

Όταν ο δανειστής έχει ήδη εξασφαλίσει δικαστική απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή δημόσιο έγγραφο, η παροχή εγγύησης θα πρέπει να επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Η παροχή εγγύησης μπορεί, για παράδειγμα, να ενδείκνυται, εκτός από τις προαναφερόμενες εξαιρετικές περιστάσεις, όταν η δικαστική απόφαση της οποίας την εκτέλεση επιδιώκει να εξασφαλίσει η διαταγή δέσμευσης δεν είναι ακόμη εκτελεστή ή είναι μόνο προσωρινά εκτελεστή διότι εκκρεμεί ένδικο μέσο.

(19) Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο για να επιτευχθεί η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων δανειστή και οφειλέτη θα πρέπει να είναι ένας κανόνας σχετικά με την ευθύνη του πιστωτικού φορέα για όποια ζημία προκληθεί στον οφειλέτη με τη διαταγή δέσμευσης. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει, συνεπώς, να προβλέπει, ως ελάχιστη προδιαγραφή, την ευθύνη του δανειστή όποτε η ζημία που υφίσταται ο οφειλέτης από τη διαταγή δέσμευσης οφείλεται σε υπαιτιότητα του δανειστή. Το σχετικό βάρος αποδείξεως θα πρέπει να φέρει ο οφειλέτης. Όσον αφορά τους λόγους ευθύνης που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να προβλεφθεί εναρμονισμένος κανόνας περί μαχητού τεκμηρίου υπαιτιότητας του δανειστή.

Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να διατηρούν ή να εισάγουν στο εθνικό τους δίκαιο λόγους ευθύνης διαφορετικούς από αυτούς του παρόντος κανονισμό. Σε σχέση με τους εν λόγω διαφορετικούς λόγους ευθύνης, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να μπορούν να διατηρούν ή να εισάγουν άλλα είδη ευθύνης, όπως η αντικειμενική ευθύνη.

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να προβλέπει κανόνα σύγκρουσης δικαίων που να ορίζει ότι στην ευθύνη του δανειστή θα πρέπει να εφαρμόζεται το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης. Όταν υπάρχουν πολλά κράτη μέλη εκτέλεσης, εφαρμοστέο θα πρέπει να είναι το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης στο οποίο διαμένει συνήθως ο οφειλέτης. Αν ο οφειλέτης δεν διαμένει συνήθως σε κανένα από τα κράτη μέλη εκτέλεσης, εφαρμοστέο θα πρέπει να είναι το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης με το οποίο η υπόθεση έχει τη στενότερη συνάφεια. Κατά τον προσδιορισμό της στενότερης συνάφειας, το μέγεθος του ποσού που δεσμεύεται στα διάφορα κράτη μέλη εκτέλεσης θα μπορούσε να είναι ένας από τους παράγοντες που πρέπει να λάβει υπόψη το δικαστήριο.

(20) Για να ξεπεραστούν τα πρακτικά προβλήματα για την απόκτηση πληροφοριών σχετικά με τα στοιχεία του τραπεζικού λογαριασμού των οφειλετών σε διασυνοριακό πλαίσιο, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίσει έναν μηχανισμό που να επιτρέπει στον δανειστή να ζητά από το δικαστήριο, πριν εκδοθεί διαταγή δέσμευσης, να λάβει από την αρμόδια αρχή πληροφόρησης του κράτους μέλους στο οποίο ο δανειστής πιστεύει ότι ο οφειλέτης διατηρεί λογαριασμό, τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εντοπιστεί ο λογαριασμός του οφειλέτη. Ως εκ της ιδιαιτερότητος μιας τέτοιας παρέμβασης των δημόσιων αρχών και της πρόσβασης σε ιδιωτικά δεδομένα, πρόσβαση σε στοιχεία λογαριασμού θα πρέπει, κατά κανόνα, να δίδεται μόνο όταν ο δανειστής έχει ήδη στα χέρια του εκτελεστή απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή δημόσιο έγγραφο. Ωστόσο, κατ’ εξαίρεση, θα πρέπει ο δανειστής να μπορεί να καταθέσει αίτηση να του δοθούν στοιχεία λογαριασμού έστω και αν η απόφαση, ο δικαστικός συμβιβασμός ή το δημόσιο έγγραφο που έχει δεν είναι ακόμη εκτελεστά. Τέτοια αίτηση θα πρέπει να είναι δυνατή όταν το προς δέσμευση ποσό είναι σημαντικό ενόψει των περιστάσεων και το δικαστήριο πείθεται εκ των αποδείξεων που προσκομίζει ο δανειστής ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη για αυτά τα στοιχεία λογαριασμού επειδή άλλως ενδέχεται να τεθεί σε κίνδυνο η μελλοντική εκτέλεση της απαίτησής του κατά του οφειλέτη και συνεπώς μπορεί να επέλθει ουσιώδης επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης του δανειστή.

Για να μπορέσει να λειτουργήσει αυτός ο μηχανισμός, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέψουν στο εθνικό τους δίκαιο μία ή περισσότερες μεθόδους απόκτησης αυτών των πληροφοριών που να είναι αποτελεσματικές και αποδοτικές και να μην είναι δυσανάλογα δαπανηρές ή χρονοβόρες. Ο μηχανισμός θα κινητοποιείται μόνο εφόσον πληρούνται όλοι οι όροι και οι απαιτήσεις για την έκδοση διαταγής δέσμευσης και ο δανειστής έχει αιτιολογήσει δεόντως στην αίτησή του γιατί συντρέχουν λόγοι να πιστεύεται ότι ο οφειλέτης τηρεί έναν ή περισσότερους λογαριασμούς σε συγκεκριμένο κράτος μέλος, π.χ. διότι ο οφειλέτης εργάζεται ή ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα ή διαθέτει περιουσιακά στοιχεία σε εκείνο το κράτος μέλος.

(21) Για να διασφαλιστεί η προστασία των προσωπικών δεδομένων του οφειλέτη, οι πληροφορίες σχετικά με τον εντοπισμό του ή των τραπεζικών λογαριασμών του οφειλέτη δεν θα πρέπει να παρέχονται στον δανειστή. Θα πρέπει να παρέχονται μόνο στο αιτούν δικαστήριο και κατ’ εξαίρεση στην τράπεζα, εάν η τράπεζα ή άλλος φορέας υπεύθυνος για την εκτέλεση της διαταγής στο κράτος μέλος εκτέλεσης δεν είναι σε θέση να εντοπίσει έναν λογαριασμό του οφειλέτη βάσει των πληροφοριών που παρέχονται στη διαταγή, για παράδειγμα όταν υπάρχουν λογαριασμοί που τηρούνται στην ίδια τράπεζα από πολλά πρόσωπα με το ίδιο όνομα και την ίδια διεύθυνση. Όταν, σε μια τέτοια περίπτωση, αναφέρεται στη διαταγή ότι ο αριθμός του λογαριασμού ή των λογαριασμών που πρέπει να δεσμευθούν αποκτήθηκε μέσω αιτήματος για πληροφορίες, η τράπεζα θα πρέπει να ζητά τις εν λόγω πληροφορίες από την αρχή πληροφόρησης του κράτους μέλους εκτέλεσης και θα πρέπει να είναι σε θέση να υποβάλει ένα τέτοιο αίτημα κατά ανεπίσημο και απλό τρόπο.

(22) Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να παρέχει στον δανειστή το δικαίωμα να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της άρνησης έκδοσης της διαταγής δέσμευσης. Το δικαίωμα αυτό δεν θα πρέπει να θίγει τη δυνατότητα του δανειστή να υποβάλει νέα αίτηση για διαταγή δέσμευσης βάσει νέων περιστατικών ή νέων αποδείξεων.

(23) Οι δομές εκτέλεσης για τη δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών διαφέρουν σημαντικά στα κράτη μέλη. Για να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη των δομών αυτών στα κράτη μέλη και να γίνονται σεβαστές οι εθνικές διαδικασίες στο μέτρο του δυνατού, ο παρών κανονισμός θα πρέπει, όσον αφορά την εκτέλεση και την πραγματική εφαρμογή της διαταγής δέσμευσης, να βασίζεται στις μεθόδους και δομές για την εφαρμογή και υλοποίηση ισοδύναμων εθνικών αποφάσεων στο κράτος μέλος στο οποίο πρόκειται να εκτελεστεί η διαταγή.

(24) Για να διασφαλιστεί ταχεία εκτέλεση, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει διαβίβαση της διαταγής από το κράτος μέλος προέλευσης στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης με κάθε πρόσφορο μέσο που να εξασφαλίζει ότι το περιεχόμενο των διαβιβαζόμενων εγγράφων είναι ακριβές, πιστό και ευανάγνωστο.

(25) Όταν λαμβάνει τη διαταγή δέσμευσης, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης πρέπει να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου η διαταγή να εκτελεστεί κατά το εθνικό του δίκαιο, είτε διαβιβάζοντας τη διαταγή που παρέλαβε στην τράπεζα ή άλλο φορέα υπεύθυνο για την επιβολή τέτοιων διαταγών σε αυτό το κράτος μέλος ή, όπου αυτό προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, αναθέτοντας κατ’ άλλο τρόπο στην τράπεζα να υλοποιήσει τη διαταγή.

(26) Ανάλογα με τη μέθοδο που προβλέπεται στο δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης για ισοδύναμες εθνικές διαταγές, η διαταγή δέσμευσης θα πρέπει να υλοποιείται με δέσμευση του οικείου ποσού στον λογαριασμό του οφειλέτη ή, εφόσον προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, με μεταφορά του εν λόγω ποσού σε λογαριασμό ειδικά προορισμένο για σκοπούς δέσμευσης, που θα μπορούσε να τηρεί η αρμόδια αρχή εκτέλεσης, το δικαστήριο, η τράπεζα στην οποία διατηρεί λογαριασμό ο οφειλέτης ή τράπεζα που έχει οριστεί ως συντονιστικός φορέας για δέσμευση σε μια συγκεκριμένη υπόθεση.

(27) Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εμποδίζει να ζητηθεί η εκ των προτέρων καταβολή τελών για την εκτέλεση της διαταγής δέσμευσης. Το ζήτημα αυτό θα πρέπει να απόκειται στο εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο πρόκειται να εκτελεστεί η διαταγή.

(28) Οι διαταγές δέσμευσης θα πρέπει να έχουν την ίδια κατάταξη με τυχόν ισοδύναμες εθνικές διαταγές στο κράτος μέλος εκτέλεσης. Εάν, δυνάμει του εθνικού δικαίου, ορισμένα μέτρα εκτέλεσης έχουν προτεραιότητα επί των συντηρητικών μέτρων, θα πρέπει να τους δοθεί η ίδια προτεραιότητα σε σχέση με διαταγές δέσμευσης βάσει του παρόντος κανονισμού. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, οι διαταγές in personam που υπάρχουν σε ορισμένα εθνικά νομικά συστήματα θα πρέπει να θεωρούνται ισοδύναμες εθνικές διαταγές.

(29) Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει υποχρέωση της τράπεζας ή άλλου φορέα υπεύθυνου να εκτελέσει τη διαταγή δέσμευσης στο κράτος μέλος εκτέλεσης να δηλώνει εάν και κατά πόσο η διαταγή οδήγησε στη δέσμευση καταθέσεων του οφειλέτη και σε υποχρέωση του οφειλέτη να εξασφαλίσει την αποδέσμευση τυχόν δεσμευμένων καταθέσεων που υπερβαίνουν το ποσό που ορίζεται στη διαταγή.

(30) Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να διασφαλίζει το δικαίωμα του οφειλέτη σε δίκαιη δίκη και το δικαίωμά του σε ουσιαστικό ένδικο βοήθημα και, ως εκ τούτου, με δεδομένη την ex parte φύση της διαδικασίας για την έκδοση της διαταγής δέσμευσης, θα πρέπει να του επιτρέπει να αμφισβητεί τη διαταγή ή την εκτέλεσή της για τους λόγους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό αμέσως μετά την εφαρμογή της διαταγής.

(31) Στο πλαίσιο αυτό, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει ότι η διαταγή δέσμευσης, όλα τα έγγραφα που υπέβαλε ο δανειστής στο δικαστήριο του κράτους μέλους προέλευσης και οι απαραίτητες μεταφράσεις επιδίδονται στον οφειλέτη αμέσως μετά την εφαρμογή της διαταγής. Το δικαστήριο θα πρέπει να έχει διακριτική ευχέρεια να προσαρτά περαιτέρω έγγραφα στα οποία βάσισε την απόφασή του και τα οποία μπορεί να χρειάζεται ο οφειλέτης για την άσκηση ένδικου βοηθήματος, όπως στενογραφημένα πρακτικά τυχόν προφορικών ακροάσεων.

(32) Ο οφειλέτης πρέπει να είναι σε θέση να ζητά αναθεώρηση της διαταγής δέσμευσης, ιδίως, εάν οι όροι ή οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό δεν πληρούνται ή εάν οι συνθήκες που οδήγησαν στην έκδοση της διαταγής έχουν αλλάξει κατά τέτοιο τρόπο ώστε η έκδοση της διαταγής να μην είναι πλέον δικαιολογημένη. Για παράδειγμα, ο οφειλέτης θα πρέπει να έχει στη διάθεσή του ένδικο βοήθημα σε περίπτωση που η υπόθεση δεν είναι διασυνοριακή κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, εάν δεν τηρήθηκαν οι κανόνες δικαιοδοσίας του παρόντος κανονισμού, εάν ο δανειστής δεν κίνησε διαδικασία επί της κυρίας υποθέσεως εντός της χρονικής περιόδου του παρόντος κανονισμού και, συνεπεία αυτού, το δικαστήριο δεν ανακάλεσε τη διαταγή αυτεπαγγέλτως ή δεν τερματίστηκε αυτομάτως η εκτέλεσή της, εάν η απαίτηση του δανειστή δεν απαιτούσε επείγουσα προστασία με τη μορφή διαταγής δέσμευσης επειδή δεν υπήρχε κίνδυνος η εκτέλεση αυτής της απαίτησης να εμποδιστεί ή να καταστεί πολύ δυσκολότερη ή εάν η παροχή εγγύησης δεν είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

Ο οφειλέτης θα πρέπει επίσης να έχει στη διάθεσή του ένδικο βοήθημα αν η διαταγή και η δήλωση περί δέσμευσης δεν του έχουν επιδοθεί όπως προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό ή αν τα έγγραφα που του επιδόθηκαν δεν πληρούσαν τις γλωσσικές απαιτήσεις που προβλέπει ο παρών κανονισμός. Ωστόσο, παρόμοιο ένδικο βοήθημα δεν θα πρέπει να παρέχεται αν η έλλειψη επίδοσης ή μετάφρασης θεραπευθεί εντός δεδομένης χρονικής περιόδου. Για να θεραπευθεί η έλλειψη επίδοσης, ο δανειστής θα πρέπει να υποβάλει αίτηση στον αρμόδιο για την επίδοση φορέα στο κράτος μέλος προέλευσης να μεριμνήσει για την επίδοση των σχετικών εγγράφων στον οφειλέτη με συστημένη επιστολή ή, σε περίπτωση που ο οφειλέτης συμφώνησε να παραλάβει τα έγγραφα στο δικαστήριο, θα πρέπει να προσκομίσει τις αναγκαίες μεταφράσεις των εγγράφων στο δικαστήριο. Η αίτηση αυτή δεν θα πρέπει να είναι αναγκαία εάν η έλλειψη επίδοσης έχει ήδη θεραπευθεί με άλλα μέσα, για παράδειγμα εάν, κατά το εθνικό δίκαιο, το δικαστήριο έχει ξεκινήσει αυτεπαγγέλτως την επίδοση.

(33) Το ζήτημα ποιος πρέπει να υποβάλει τις μεταφράσεις που τυχόν απαιτεί ο παρών κανονισμός και ποιος πρέπει να φέρει τα έξοδα για τις μεταφράσεις αυτές επαφίεται στο εθνικό δίκαιο.

(34) Η δικαιοδοσία για την παροχή ένδικων βοηθημάτων κατά της διαταγής δέσμευσης θα πρέπει να ανήκει στα δικαστήρια του κράτους μέλους όπου εκδόθηκε η διαταγή. Η δικαιοδοσία για την παροχή ένδικων βοηθημάτων κατά της εκτέλεσης της διαταγής θα πρέπει να ανήκει στα δικαστήρια ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, στις αρμόδιες αρχές εκτέλεσης στο κράτος μέλος εκτέλεσης.

(35) Ο οφειλέτης θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αποδέσμευση των δεσμευμένων πόρων εάν παράσχει κατάλληλη εναλλακτική εγγύηση. Η εναλλακτική αυτή εγγύηση θα μπορούσε να δίνεται με τη μορφή κατάθεσης εγγύησης ή εναλλακτικής εξασφάλισης, όπως τραπεζική εγγύηση ή υποθήκη.

(36) Ο παρών κανονισμός πρέπει να διασφαλίζει ότι η δέσμευση του λογαριασμού του οφειλέτη δεν θίγει τα ποσά που εξαιρούνται από την κατάσχεση δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους εκτέλεσης, για παράδειγμα ποσά που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση των μέσων διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογενείας του. Ανάλογα με το δικονομικό σύστημα που ισχύει στο εν λόγω κράτος μέλος, το σχετικό ποσό είτε εξαιρείται αυτεπαγγέλτως από τον αρμόδιο φορέα, ο οποίος μπορεί να είναι το δικαστήριο, η τράπεζα ή η αρμόδια αρχή εκτέλεσης, πριν από την εκτέλεση της διαταγής, είτε εξαιρείται κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη μετά την εκτέλεση της διαταγής. Όταν έχουν δεσμευθεί λογαριασμοί σε διάφορα κράτη μέλη και η εξαίρεση έχει εφαρμοστεί περισσότερες από μία φορές, ο δανειστής πρέπει να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο οποιουδήποτε κράτους μέλους εκτέλεσης ή, όταν προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους εκτέλεσης, στην αρμόδια αρχή εκτέλεσης αυτού του κράτους μέλους, για προσαρμογή της εξαίρεσης που εφαρμόζεται εκεί.

(37) Προκειμένου η διαταγή δέσμευσης να εκδίδεται και να εκτελείται γρήγορα και χωρίς καθυστέρηση, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να ολοκληρώνονται τα διάφορα στάδια της διαδικασίας. Δικαστήρια ή αρχές που εμπλέκονται στη διαδικασία θα πρέπει να δικαιούνται να παρεκκλίνουν από αυτές τις προθεσμίες μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, για παράδειγμα σε υποθέσεις που παρουσιάζουν νομική ή πραγματική πολυπλοκότητα.

(38) Για τον σκοπό του υπολογισμού των χρονικών περιόδων και των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός, είναι σκόπιμο να εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71 του Συμβουλίου5.

(39) Για να διευκολυνθεί η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να προβλεφθεί η υποχρέωση των κρατών μελών να κοινοποιούν στην Επιτροπή ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τη νομοθεσία και τις διαδικασίες τους όσον αφορά τις διαταγές δέσμευσης και ισοδύναμες εθνικές διαταγές.

(40) Για να διευκολυνθεί η πρακτική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να καταρτιστούν τυποποιημένα έντυπα, ιδίως για την αίτηση προς έκδοση διαταγής, για την ίδια τη διαταγή, για τη δήλωση σχετικά με τη δέσμευση κεφαλαίων και για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος ή προσφυγής δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(41) Για να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των διαδικασιών, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να επιτρέπει τη μέγιστη δυνατή χρήση σύγχρονων τεχνολογιών επικοινωνίας που γίνεται δεκτή από τη δικονομία του οικείου κράτους μέλους, ιδίως για τον σκοπό της συμπλήρωσης των τυποποιημένων εντύπων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και της επικοινωνίας μεταξύ των αρχών που εμπλέκονται στη διαδικασία. Επιπλέον, οι μέθοδοι υπογραφής της διαταγής δέσμευσης και των λοιπών εγγράφων που προβλέπει ο παρών κανονισμός θα πρέπει να είναι τεχνολογικά ουδέτερες ώστε να είναι εφικτή η εφαρμογή υφιστάμενων μεθόδων, όπως η ψηφιακή πιστοποίηση ή η ασφαλής ταυτοποίηση, και μελλοντικών τεχνικών εξελίξεων στον τομέα αυτό.

(42) Για να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για την καθιέρωση και την επακόλουθη τροποποίηση των εντύπων του παρόντος κανονισμού. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου6.

(43) Για την έκδοση εκτελεστικών πράξεων που καθιερώνουν και εν συνεχεία τροποποιούν τα τυποποιημένα έντυπα του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να χρησιμοποιείται η συμβουλευτική διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(44) Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, επιδιώκει να διασφαλίσει τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το δικαίωμα ιδιοκτησίας και το δικαίωμα για την άσκηση ουσιαστικού ένδικου βοηθήματος και για δίκαιη δίκη, όπως προβλέπεται αντιστοίχως στα άρθρα 7, 8, 17 και 47.

(45) Στο πλαίσιο της πρόσβασης σε προσωπικά δεδομένα και της χρήσης και της διαβίβασής τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να τηρούνται οι απαιτήσεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου7, όπως έχει μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών.

(46) Για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει ωστόσο να καθορισθούν κάποιες ειδικές προϋποθέσεις για την πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα και για τη χρήση και τη διαβίβαση αυτών των δεδομένων. Στο πλαίσιο αυτό, λήφθηκε υπόψη η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων8. Το πρόσωπο το οποίο αφορά η συλλογή των πληροφοριών θα πρέπει να ειδοποιείται κατά το εθνικό δίκαιο. Ωστόσο, η γνωστοποίηση στον οφειλέτη ότι δημοσιοποιήθηκαν πληροφορίες σχετικές με τον ή τους λογαριασμούς του θα πρέπει να αναβάλλεται για 30 ημέρες, ώστε να αποφεύγεται η διακινδύνευση του αποτελέσματος της διαταγής δέσμευσης λόγω πρώιμης γνωστοποίησης.

(47) Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, ήτοι να καθιερωθεί ενωσιακή διαδικασία για ασφαλιστικό μέτρο η οποία να παρέχει τη δυνατότητα σε έναν δανειστή να επιτύχει την έκδοση διαταγής δέσμευσης η οποία θα αποτρέπει το ενδεχόμενο να τεθεί σε κίνδυνο η επακόλουθη εκτέλεση της απαίτησης του δανειστή μέσω μεταφοράς ή ανάληψης ποσών που διατηρεί ο οφειλέτης σε τραπεζικό λογαριασμό εντός της Ένωσης, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, εξαιτίας της κλίμακας και των αποτελεσμάτων του, να επιτευχθεί πληρέστερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(48) Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται μόνο σε εκείνα τα κράτη μέλη που δεσμεύονται απ’ αυτόν κατ’ εφαρμογή των Συνθηκών. Η διαδικασία για την έκδοση διαταγής δέσμευσης που προβλέπει ο παρών κανονισμός πρέπει συνεπώς να είναι διαθέσιμη μόνο στους δανειστές που έχουν την κατοικία τους σε κράτος μέλος που δεσμεύεται από τον παρόντα κανονισμό, οι δε διατάξεις που εκδίδονται βάσει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να αφορούν μόνο τη δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών που τηρούνται σε τέτοια κράτη μέλη.

(49) Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που προσαρτάται στη ΣΕΕ και τη ΣΛΕΕ, η Ιρλανδία κοινοποίησε την πρόθεσή της να συμμετάσχει στην έκδοση και την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(50) Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που προσαρτάται στη ΣΕΕ και τη ΣΛΕΕ, και με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν, ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

(51) Δυνάμει των άρθρων 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 για τη θέση της Δανίας, που προσαρτάται στη ΣΕΕ και τη ΣΛΕΕ, η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν, ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του,

  • 1. ΕΕ C 191 της 29.6.2012, σ. 57.
  • 2. Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Μαΐου 2014.
  • 3. ΕΕ C 115 της 4.5.2010, σ. 1.
  • 4. Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ L 160 της 30.6.2000, σ. 1).
  • 5. Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71 τού Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1971, περί καθορισμού των κανόνων πού εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες (ΕΕ L 124 της 8.6.1971, σ. 1).
  • 6. Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).
  • 7. Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 319).
  • 8. ΕΕ C 373 της 21.12.2011, σ. 4.

Σημειώσεις επί του νόμου

Σύμφωνα με το άρθρο 54 ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ τίθεται σε εφαρμογή στις 18 Ιανουαρίου 2017, με την εξαίρεση του άρθρου 50 το οποίο εφαρμόζεται από τις 18 Ιουλίου 2016.

Η μικρή και κλειστή οικογενειακή ανώνυμη εταιρία

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΓΕΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Tα πρόδηλα σφάλματα στο κτηματολογικό δίκαιο Βιβλιοθήκη Δικαίου Κτηματολογίου Νο 20

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ - ΔΗΜΗΤΡΑΣ