logo-print

Έφεση σε φορολογικές διαφορές - Υποχρέωση καταβολής ποσοστού (50% ή 20%) του οφειλόμενου φόρου ως όρος του παραδεκτού

Ευεργέτημα πενίας - Εταιρεία τελούσα σε πτώχευση (ΣτΕ Β΄ Τμ. 2096/2018)

30/10/2018

30/10/2018

Η φορολογική ενημερότητα

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ​

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΤΣΟΣ

Φορολογικός Πολυκώδικας - Σεπτέμβριος 2022

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΠΑΡΜΠΑΣ

ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΜΑΥΡΙΔΗΣ

 

Πηγή: humanrightscaelaw.gr

ΣτΕ Β΄ Τμ. 2096/2018 επταμ.

Ένδικη προστασία – Έφεση στις φορολογικές διαφορές – Υποχρέωση καταβολής ποσοστού (50% ή 20%) του οφειλόμενου φόρου ως όρος του παραδεκτού – Παράβολο έφεσης – Ευεργέτημα πενίας –  Εταιρεία τελούσα σε πτώχευση

(Α) Η διάταξη του άρθρου 93 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ., η οποία προβλέπει ότι επί φορολογικών και τελωνειακών εν γένει διαφορών ο εκκαλών οφείλει, με ποινή απαραδέκτου της έφεσης, να καταβάλει μέχρι την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, ποσοστό 50% (ή 20%, σύμφωνα με τη νεότερη διάταξη του άρθρου 37 παρ. 2 του ν. 4446/2016) του οφειλόμενου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κύριου φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει, δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που την έφεση ασκεί σύνδικος πτώχευσης αναφορικά με φορολογική ενοχή του πτωχού περιλαμβανόμενη στην πτωχευτική του περιουσία. Και τούτο, διότι η σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη καταβολή από τον εκκαλούντα σύνδικο πτώχευσης ποσοστού 50% του κατά τα ανωτέρω οφειλομένου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κύριου φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει, θα σήμαινε εν τοις πράγμασι, σε αντίθεση τόσο προς το πνεύμα όσο και προς το γράμμα των ειδικών διατάξεων του Πτωχευτικού Κώδικα, ιδίως δε εκείνης της παραγράφου 2 του άρθρου 21 αυτού, (μερική) ικανοποίηση του Δημοσίου, πτωχευτικού πιστωτή για τις προαναφερόμενες αξιώσεις, που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία, έξω από το πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας. Η διαδικασία, όμως, αυτή καταλείπεται ως μοναδική οδός για την ικανοποίηση του Δημοσίου για τις ανωτέρω απαιτήσεις.

Αυτά, δε, ανεξαρτήτως του ότι πάντως η διάταξη του άρθρου 93 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ. καθιερώνει ως προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης -είναι δε για τον λόγο αυτόν στενώς ερμηνευτέα- την καταβολή ποσοστού 50% του οφειλόμενου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κύριου φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει, όχι όμως και του οφειλόμενου ποσού χρηματικής κύρωσης που επιβλήθηκε με την επίδικη καταλογιστική πράξη της φορολογικής ή τελωνειακής αρχής (ΣτΕ 752/2018 7μ.), όπως τα πρόστιμα για παραβάσεις των διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. 

(Β) Η κατά τις διατάξεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 277 του Κ.Δ.Δ. υποχρέωση καταβολής αναλογικού παραβόλου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής και της έφεσης στις χρηματικού αντικειμένου φορολογικές εν γένει διαφορές, καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις που το ένδικο βοήθημα ή μέσο ασκείται από σύνδικο πτώχευσης αναφορικά με ενοχή πτωχού από την επιβολή σε βάρος του φόρων πάσης φύσεως ή κυρώσεων για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας κατά τη λειτουργία της επιχείρησης του οφειλέτη πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ενοχή η οποία περιλαμβάνεται στην πτωχευτική του περιουσία.

(Γ) Το άρθρο 276 του Κ.Δ.Δ. προβλέπει τη δυνατότητα απαλλαγής από την υποχρέωση, μεταξύ άλλων, προκαταβολής παραβόλου με τη χορήγηση ευεργετήματος πενίας. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία αποσκοπεί στο να διασφαλισθεί ότι η βοήθεια της Πολιτείας θα παρέχεται σε εκείνους που πραγματικά το έχουν ανάγκη, το ευεργέτημα της πενίας παρέχεται κατ' αρχήν σε εκείνους μόνο που δεν μπορούν να καταβάλουν το παράβολο χωρίς να στερηθούν τα απαραίτητα μέσα για τη διατροφή αυτών ή της οικογένειάς τους. Δεν προβλέπεται δε η χορήγηση ευεργετήματος πενίας για νομικό πρόσωπο που έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως. Ωστόσο, ακόμη και στις περιπτώσεις που η χορήγηση του ευεργετήματος της πενίας δεν προβλέπεται (πρβλ. ΣτΕ 1065/2002 7μ., 4461/2012), δεν κωλύεται το δικαστήριο να απαλλάξει τον σύνδικο πτώχευσης, που ασκεί ένδικο μέσο αναφορικά με περιλαμβανόμενη στην πτωχευτική περιουσία ενοχή πτωχού νομικού προσώπου από την επιβολή σε βάρος του φόρων πάσης φύσεως ή κυρώσεων για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας κατά τη λειτουργία της επιχείρησής του πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, από την υποχρέωση προκαταβολής παραβόλου, όταν η παροχή της εν λόγω νομικής συνδρομής ως στοιχείου μιας δίκαιης δίκης παρίσταται αναγκαία στο πλαίσιο των συγκεκριμένων περιστάσεων κάθε υπόθεσης (πρβλ. ΕΔΔΑ decision CMVMC O LIMO c. Espagne, no 33732/05, σκ. 22-26 απόφαση της 22-3-2012, GRANOS ORGANICOS NACIONALES SA c. Germany, no 19508/07, σκ. 46-51, απόφαση της 8-2-2017, URBSIENE AND URBSYS c. Lithuania, no 16580/09, σκ. 45-54 και ΔΕΕ, απόφαση της 22-12-2010, C-279/09, DEB κατά Γερμανίας, σκ. 46-54, 59-62, διάταξη της 13-6-2012, C-156/12, GREP GmbH κατά Freitstaat Bayern, σκ. 38-47) λόγω πιθανολογούμενης αδυναμίας εκπλήρωσης του σκοπού της πτώχευσης, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η λειτουργία του θεσμού της πτώχευσης -θεσμού με ιδιαίτερη σημασία για την οικονομία λόγω και των πολλών εμπλεκόμενων συμφερόντων- με την πρόοδο και ολοκλήρωση των εργασιών της, καθώς και με την εκπλήρωση του σκοπού της, ο οποίος δεν συνίσταται στη θεραπεία των οικονομικών συμφερόντων ενός νομικού προσώπου κεφαλαιουχικού χαρακτήρα, αλλά στην κατά το δυνατό σύμμετρη ικανοποίηση των πιστωτών με τη ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη (ή ενδεχομένως και μέσω της επιβίωσής του).

Υπό τα δεδομένα αυτά, σύνδικος πτώχευσης μπορεί να αιτηθεί, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 276 του Κ.Δ.Δ., να απαλλαγεί από την προκαταβολή παραβόλου για την άσκηση έφεσης επί διαφοράς σχετικά με περιλαμβανόμενη στην πτωχευτική περιουσία ενοχή του πτωχού νομικού προσώπου από την επιβολή σε βάρος του φόρων πάσης φύσεως ή κυρώσεων για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας κατά τη λειτουργία της επιχείρησής του πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, με τήρηση των προϋποθέσεων που τίθενται στις διατάξεις του άρθρου 276 του Κ.Δ.Δ., ήτοι, μεταξύ άλλων, εφόσον επικαλεσθεί και υποβάλει με την αίτησή του αποδεικτικά στοιχεία αναφορικά με το ότι με την προκαταβολή του πιο πάνω ποσού στη συγκεκριμένη υπόθεση, ενόψει και του ενεργητικού της πτώχευσης (η ύπαρξη χρημάτων ή ευχερώς ρευστοποιήσιμης περιουσίας αποτελεί προϋπόθεση για τη συνέχιση των εργασιών αυτής, βλ. άρθρο 166 παρ. 1 Πτωχευτικού Κώδικα), αλλά και ενδεχομένως λοιπών οικονομικών υποχρεώσεων που πρέπει να εκπληρωθούν κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, καθίσταται αδύνατη ή ιδιαιτέρως προβληματική η εκπλήρωση του σκοπού της πτώχευσης.

Διαδίκτυο & τεχνητή νοημοσύνη στο ελληνικό δίκαιο

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΕΚΟΣ

ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ & ΔΙΚΑΙΟ

Η ελαττωματική καταγγελία και οι συνέπειές της

ΚΩΣΤΗΣ ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ