logo-print

Καταγγελία της σύμβασης εργασίας

Ανάλογα με το αν είναι αορίστου ή ορισμένου χρόνου

Νομικό καθεστώς της ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ.

Γίνεται διάκριση μεταξύ σύμβασης εργασίας αορίστου και σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου.

Α. Σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 5 παρ.3 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, που αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη το οποίο ασκείται με τη μορφή της μονομερούς αναιτιώδους δικαιοπραξίας, θεωρείται έγκυρη όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί πλήρης η νόμιμη αποζημίωση. Η ακυρότητα της καταγγελίας μπορεί να οφείλεται είτε στη μη τήρηση των ως άνω προϋποθέσεων (έγγραφο και καταβολή πλήρους αποζημιώσεως), είτε στην καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη (άρθρο 281 ΑΚ), δηλαδή όταν η καταγγελία έγινε καθ’ υπέρβαση των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος

Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή της μη προφανούς υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η υπέρβαση των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ. Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου, ή όταν γίνεται για οικονομοτεχνικούς λόγους, δηλαδή για την αναδιοργάνωση της επιχειρήσεως του εργοδότη που καθιστά αναγκαία τη μείωση του προσωπικού, εφόσον οι λόγοι αυτοί είναι προσχηματικοί και υποκρύπτουν πράγματι μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία ή όταν είναι πραγματικοί, αλλά δεν έγινε επιλογή των απολυομένων με αντικειμενικά (υπηρεσιακά ή κοινωνικά) κριτήρια (βλ. ΑΠ 247/2012, ΑΠ 869/2009, ΑΓΙ 414/2008, ΑΠ 341/2008, ΑΠ 280/2007 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 115/2006 ΕΔ/νη 2007. 160).

Δεν συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν δεν υπάρχει γι’ αυτή κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι’ αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ. Ο εναγόμενος εργοδότης αρνούμενος αιτιολογημένα τον ισχυρισμό του μισθωτού για την ακυρότητα της καταγγελίας ως καταχρηστικής, μπορεί να επικαλεσθεί ως αιτία της καταγγελίας συγκεκριμένους σοβαρούς λόγους που τον οδήγησαν στη μονομερή λύση της σύμβασης, οι οποίοι (λόγοι), αν αποδειχθούν αληθινοί, δικαιολογούν την καταγγελία και δεν την καθιστούν καταχρηστική και άκυρη. Τέτοιοι λόγοι που δικαιολογούν την καταγγελία είναι και εκείνοι που έχουν ως κίνητρο το καλώς νοούμενο συμφέρον του εργοδότη, όπως, εκτός των άλλων συμβαίνει όταν η καταγγελία έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή άσκηση των συμβατικών καθηκόντων ή τη μη προσήκουσα εκπλήρωση των υποχρεώσεων του μισθωτού ή όταν έγινε (η καταγγελία) για συμπεριφορά του μισθωτού που δημιουργεί προβλήματα στην ομαλή και αποδοτική άσκηση της εργασίας και στις ανάγκες της επιχείρησης και κλονίζουν την εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη.

Στην περίπτωση της ακυρότητας της καταγγελίας λόγω καταχρηστικής άσκησης αυτής, δεν επέρχεται η λύση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και συνακόλουθα ο εργοδότης υποχρεούται να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και, σε περίπτωση υπερημερίας του, να καταβάλει τις αποδοχές αυτού κατά τα άρθρα 349, 350, 648 και 656 του ΑΚ (ΑΠ 179/2016, ΑΠ 601/2013).

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Με το άρθρο 48 του Ν. 4611/19 ορίστηκε ότι:

Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 (Α` 98) αντικαθίσταται ως εξής: «Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη, μόνο αν οφείλεται σε βάσιμο λόγο, κατά την έννοια του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016 (A` 5)…». Δηλαδή, απαιτούσε για την έγκυρη καταγγελία κάθε σύμβασης εργασίας ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΛΟΓΟ. Όμως, Το άρθρο 48 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από τότε που ίσχυσε με το άρθρο 117 παρ.2 Ν.4623/2019, Α 134/2019.

Έτσι, επανερχόμαστε στο παλιό καθεστώς ότι η καταγγελία σύμβασης εργασίας ελέγχεται μόνο ως προς καταχρηστικότητα αυτής, κατά τα ανωτέρω.

Β. Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου

Από τις διατάξεις του άρθρου 669 ΑΚ προκύπτει ότι, σε αντίθεση με τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπάρχει όταν η διάρκειά της είναι σαφώς καθορισμένη, είτε διότι συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά είτε διότι συνάγεται από το σκοπό και το είδος της.

Κατά το άρθρο 672 εδ. α ΑΚ καθένα από τα μέρη έχει δικαίωμα σε κάθε περίπτωση να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση εργασίας για σπουδαίο λόγο, χωρίς να τηρήσει προθεσμία. Συνεπώς, αν ο εργοδότης καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου πριν από τη λήξη της χωρίς σπουδαίο λόγο, η καταγγελία είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη (άρθρα 174, 180 Α.Κ.), με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να υφίσταται η σύμβαση εργασίας και ο εργοδότης, αρνούμενος να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού, να του οφείλει κατά το άρθρο 656 Α.Κ. μισθούς υπερημερίας.

Γ. Έννοια του σπουδαίου λόγου

Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 672 εδ. α ΑΚ σπουδαίο λόγο καταγγελίας αποτελούν εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, ακόμη και το μεμονωμένο εκείνο περιστατικό, τα οποία, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους και την ύπαρξη υπαιτιότητας, καθιστούν στη συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, μη ανεκτή από τον καταγγέλλοντα τη συνέχιση της συμβάσεως μέχρι τη (συμφωνημένη ή υποχρεωτική κατά το νόμο) λήξη της. Για τον προσδιορισμό δε του σπουδαίου λόγου, δηλαδή την κρίση αν συντρέχουν τέτοια περιστατικά (η οποία ως αφορώσα αόριστη νομική έννοια υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο), συνεκτιμώνται οι συγκεκριμένες περιστάσεις, όπως το είδος της εργασίας και η φύση της επιχειρήσεως, ενώ τα περιστατικά που συνιστούν σπουδαίο λόγο μπορεί να είναι τυχαία ή να οφείλονται σε ανώτερη βία, χωρίς να ενδιαφέρει στη σφαίρα ποιου από τα συμβαλλόμενα μέρη γεννήθηκαν.

Ειδικότερα για τον εργοδότη τέτοιος λόγος συντρέχει σε περίπτωση παραβάσεως των συμβατικών υποχρεώσεων του εργαζομένου (άρθρο 673 Α.Κ.), καθώς και όταν λόγω της συμπεριφοράς του τελευταίου επήλθε κλονισμός της σχέσεως εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων αλλά και σε κάθε περίπτωση κατά την οποία με βάση τα ως άνω ουσιαστικά κριτήρια η συνέχιση της εργασιακής σχέσης παρίσταται ως μη ανεκτή από αυτόν (Α.Π. 504/2017).

Στο έγγραφο της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου δεν απαιτείται να αναφέρονται τα περιστατικά που συνιστούν σπουδαίο λόγο (ΑΠ 652/2009).

Δρ. Ευάγγελος Μαργαρίτης

Ο Δρ. Ευάγγελος Μαργαρίτης είναι Δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω. Υπηρετεί στη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών Εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αθηνών Εταιρεία Ανάπτυξης και Αξιοποίησης Ακινήτων. Διατέλεσε Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Αστικού Δικαίου στη Νομική...

Δίκαιο επιταγής - 6η έκδοση
Αγωγή περί κλήρου
send