logo-print

Αποζημίωση επιβάτη πτήσης σε περίπτωση απώλειας αποσκευής που πέρασε από έλεγχο χωρίς ειδική δήλωση ασφαλιστικού συμφέροντος για την παράδοσή της

Δικαστήριο ΕΕ: Ανώτατο όριο αποζημίωσης είναι τα 1.131 ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα, βάσει της Σύμβασης του Μόντρεαλ - Ο επιβάτης δεν δικαιούται το ποσό αυτοδικαίως και κατ’ αποκοπήν, αλλά αυτό θα καθοριστεί από τον εθνικό δικαστή

14/07/2020

15/07/2020

Η παραγραφή των εγκλημάτων

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Η αναγκαστική ομοδικία στην πολιτική δίκη, 2η έκδ.,

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Με τη δημοσιευθείσα στις 9-07-2020 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι το ποσό που προβλέπει το άρθρο 22, παράγραφος 2 της Σύμβασης του Μόντρεαλ [η οποία υπογράφηκε από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στις 9 Δεκεμβρίου 1999, και εγκρίθηκε εξ ονόματός της με την απόφαση 2001/539/ΕΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2001] ως όριο ευθύνης του αερομεταφορέα, σε περίπτωση καταστροφής, απώλειας, βλάβης ή καθυστέρησης των αποσκευών που πέρασαν από έλεγχο, χωρίς να έχει υποβληθεί ειδική δήλωση ασφαλιστικού συμφέροντος για την παράδοσή τους, συνιστά ανώτατο όριο αποζημιώσεως το οποίο ο συγκεκριμένος επιβάτης δεν δικαιούται αυτοδικαίως και κατ’ αποκοπήν. Ως εκ τούτου, στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να καθορίσει, εντός του ορίου αυτού, το ποσό της αποζημιώσεως που οφείλεται στον επιβάτη, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης.

Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, το ποσό της αποζημιώσεως που οφείλεται σε επιβάτη, σε περίπτωση καταστροφής, απώλειας, βλάβης ή καθυστέρησης αποσκευής του που πέρασε από έλεγχο, χωρίς να έχει υποβληθεί ειδική δήλωση ασφαλιστικού συμφέροντος για την παράδοσή της, πρέπει να καθορίζεται από το εθνικό δικαστήριο σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες του εθνικού δικαίου, ιδίως τους κανόνες που αφορούν την απόδειξη. Οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει, ωστόσο, να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοια εσωτερικoύ δικαίου μέσα παροχής ένδικης προστασίας ούτε να είναι διαμορφωμένοι κατά τρόπον ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η Σύμβαση του Μόντρεαλ.

Ιστορικό της υποθέσεως

Στις 18 Σεπτεμβρίου 2017, η SL μετέβη αεροπορικώς από την Ibiza (Ισπανία) στη Fuerteventura (Ισπανία), πραγματοποιώντας ενδιάμεση στάση στη Βαρκελώνη (Ισπανία), με πτήση της Vueling Airlines. Η SL παρέδωσε την αποσκευή της στον εν λόγω αερομεταφορέα.

Κατά την άφιξή της, μετά από πτήση που πραγματοποιήθηκε κανονικά, η SL διαπίστωσε ότι η αποσκευή της δεν είχε φθάσει στον προορισμό της. Ως εκ τούτου, υπέβαλε δήλωση απώλειας στον εν λόγω αερομεταφορέα.

Στις 11 Δεκεμβρίου 2017, η SL άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Juzgado de lo Mercantil n° 9 de Barcelona (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εμπορικών διαφορών αριθ. 9 Βαρκελώνης, Ισπανία), αγωγή κατά της Vueling Airlines με αίτημα την καταβολή αποζημιώσεως ύψους 1.131 ειδικών  τραβηκτικών δικαιωμάτων (ΕΤΔ) που αντιστοιχεί στο ανώτατο όριο που προβλέπεται στο άρθρο 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και την χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που της προκάλεσε η απώλεια της αποσκευής της. Προς στήριξη της αγωγής της, η SL ισχυρίζεται ότι η απώλεια είναι η σοβαρότερη περίπτωση ζημίας στις αποσκευές την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή.

Η Vueling Airlines παραδέχεται ότι η αποσκευή δεν βρέθηκε. Εντούτοις, αντιτίθεται στην καταβολή του ανώτατου ορίου αποζημιώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ και προσφέρει μόνον το ποσό των 250 ευρώ για αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που προκλήθηκαν από την απώλεια της εν λόγω αποσκευής. Προβάλλει ότι η SL δεν ανέφερε το περιεχόμενο της αποσκευής, την αξία και το βάρος της ούτε προσκόμισε τα δικαιολογητικά των αγορών που πραγματοποίησε προς αντικατάσταση των αντικειμένων που βρίσκονταν στην αποσκευή. Η Vueling Airlines εκτιμά ότι τα στοιχεία αυτά είναι αναγκαία για να μπορέσει ο επιβάτης να αποδείξει ότι πρέπει να του χορηγηθεί το ανώτατο όριο αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ.

Το αιτούν δικαστήριο κάνει λόγο για νομολογιακές αποκλίσεις σε εθνικό επίπεδο όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 2, και του άρθρου 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ. Όταν αποδειχθεί η απώλεια αποσκευής, ορισμένα δικαστήρια επιδικάζουν το ανώτατο όριο αποζημιώσεως που προβλέπεται στην τελευταία ως άνω διάταξη, δεδομένου ότι πρόκειται για τη σοβαρότερη περίπτωση ζημίας στις αποσκευές από εκείνες που προβλέπει το άρθρο 22 παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ, χωρίς να απαιτούν από τον επιβάτη να επικαλεστεί ή να προσκομίσει συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία. Αντιθέτως, άλλα δικαστήρια κρίνουν ότι το ποσό της αποζημιώσεως που πρέπει να καταβληθεί στον επιβάτη σε περίπτωση απώλειας αποσκευής πρέπει να καθορίζεται από το δικαστήριο βάσει των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, ο δε ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει, με κάθε νόμιμο μέσο, τη ζημία ή τις ζημίες που υπέστη.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de lo Mercantil no 9 de Barcelona (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εμπορικών διαφορών αριθ. 9 Βαρκελώνης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, δύο ερωτήματα. Το πρώτο αφορά τον κατ’ αποκοπήν ή μη χαρακτήρα της αποζημιώσεως που οφείλεται, βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ, σε συνδυασμό με το άρθρο της 22, παράγραφος 2, σε επιβάτη του οποίου η αποσκευή που πέρασε από έλεγχο, χωρίς να έχει υποβληθεί ειδική δήλωση ασφαλιστικού συμφέροντος για την παράδοσή της, απωλέσθηκε κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε περιόδου κατά την οποία βρισκόταν υπό την ευθύνη του αερομεταφορέα. Το δεύτερο ερώτημα αφορά τον τρόπο καθορισμού του ποσού της αποζημιώσεως αυτής, σε περίπτωση που το ποσό που προβλέπεται στο άρθρο 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ δεν συνιστά ποσό που οφείλεται αυτοδικαίως και κατ’ αποκοπήν.

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο, καταρχάς, υπενθύμισε ότι κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2027/97 [κανονισμός για την ευθύνη των αερομεταφορέων όσον αφορά την αεροπορική μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους], η ευθύνη των αερομεταφορέων της Ένωσης έναντι των επιβατών και των αποσκευών τους διέπεται από όλες τις διατάξεις της Σύμβασης του Μόντρεαλ σχετικά με την εν λόγω ευθύνη, καθώς και ότι οι διατάξεις διεθνούς συνθήκης, όπως η Σύμβαση του Μόντρεαλ, πρέπει να ερμηνεύονται με καλή πίστη, σύμφωνα με τη συνήθη έννοια που αποδίδεται στους όρους της σε συνάρτηση με τα συμφραζόμενα, και υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της, σύμφωνα με το γενικό διεθνές δίκαιο, το οποίο δεσμεύει την Ένωση, όπως έχει κωδικοποιηθεί με το άρθρο 31 της Σύμβασης της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969.

Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το άρθρο 17, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ, καθορίζει μόνο τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αναγνωρίζεται στους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών δικαίωμα αποζημιώσεως σε περίπτωση καταστροφής, απώλειας ή βλάβης αποσκευών που έχουν περάσει από τον σχετικό έλεγχο.

Πρόσθεσε δε ότι αναφορικά με το άρθρο 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ, σύμφωνα με τη νομολογία του, κατά τη μεταφορά αποσκευών, η ευθύνη του αερομεταφορέα σε περίπτωση καταστροφής, απώλειας, βλάβης ή καθυστέρησης «περιορίζεται», από τις 30 Δεκεμβρίου 2009 και μέχρι τις 28 Δεκεμβρίου 2019, στο ποσό των 1.131 ΕΤΔ ανά επιβάτη, αλλά και ότι το προβλεπόμενο στη διάταξη αυτή όριο αποτελεί ένα ανώτατο όριο αποζημίωσης, το οποίο δεν μπορεί να αποκτά αυτοδικαίως και κατ’ αποκοπήν κάθε επιβάτης, ακόμη και σε περίπτωση απώλειας των αποσκευών του.

Επιπλέον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η δυνατότητα του επιβάτη να υποβάλει ειδική δήλωση ασφαλιστικού συμφέροντος κατά την παράδοση των ελεγμένων αποσκευών στον μεταφορέα, δυνάμει του δεύτερου μέρους του άρθρου 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ, επιβεβαιώνει ότι το όριο ευθύνης του αερομεταφορέα για τη ζημία από την απώλεια αποσκευών αποτελεί, ελλείψει ειδικής δηλώσεως ασφαλιστικού συμφέροντος για την παράδοση, απόλυτο όριο το οποίο αφορά τόσο την ηθική βλάβη όσο και την περιουσιακή ζημία.

Κατά το Δικαστήριο, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της Σύμβασης του Μόντρεαλ, τα ποσά που περιλαμβάνονταν στο σχέδιο κειμένου το οποίο, στη συνέχεια, κατέστη το άρθρο 22 της Σύμβασης αυτής, θεωρούνταν ως ανώτατα ποσά και όχι ως κατ’ αποκοπήν ποσά αποζημιώσεως τα οποία πρέπει να χορηγηθούν αυτομάτως στους ζημιωθέντες. 

Ακόμα, το Δικαστήριο έκρινε ότι ούτε από το άρθρο 17, παράγραφος 2, ούτε από το άρθρο 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ προκύπτει ότι η απώλεια αποσκευών πρέπει να θεωρηθεί ως η σοβαρότερη περίπτωση ζημίας στις αποσκευές, ώστε να οφείλεται αυτοδικαίως στον ζημιωθέντα επιβάτη αποζημίωση αντίστοιχη προς το ποσό που προβλέπει η δεύτερη διάταξη απλώς και μόνον επειδή αποδεικνύεται μια τέτοια απώλεια. Πράγματι, οι διατάξεις αυτές απλώς απαριθμούν τις διάφορες περιπτώσεις που μπορούν να θεμελιώσουν την ευθύνη του αερομεταφορέα για τις ζημίες που επήλθαν κατά τη μεταφορά αποσκευών, εντός του ορίου που προβλέπει η δεύτερη διάταξη, χωρίς ωστόσο να καθιερώνουν ιεράρχηση μεταξύ των περιπτώσεων αυτών ανάλογα με τη σοβαρότητά τους.

Εξ αυτών, το Δικαστήριο απάντησε στο πρώτο ερώτημα ότι το άρθρο 17, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ, σε συνδυασμό με το άρθρο 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης αυτής έχει την έννοια ότι το ποσό που προβλέπει η τελευταία αυτή διάταξη ως όριο ευθύνης του αερομεταφορέα, σε περίπτωση καταστροφής, απώλειας, βλάβης ή καθυστέρησης των αποσκευών που πέρασαν από έλεγχο, χωρίς να έχει υποβληθεί ειδική δήλωση ασφαλιστικού συμφέροντος για την παράδοσή τους, συνιστά ανώτατο όριο αποζημιώσεως το οποίο ο συγκεκριμένος επιβάτης δεν δικαιούται αυτοδικαίως και κατ’ αποκοπήν. Ως εκ τούτου, στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να καθορίσει, εντός του ορίου αυτού, το ποσό της αποζημιώσεως που οφείλεται στον επιβάτη, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης.

Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι ούτε η Σύμβαση του Μόντρεαλ ούτε ο κανονισμός (ΕΚ) 2027/97, ο οποίος θέτει σε εφαρμογή τις σχετικές διατάξεις της Σύμβασης αυτής για την αεροπορική μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, προβλέπουν ειδικές διατάξεις σχετικά με την απόδειξη των ζημιών τις οποίες αφορά η Σύμβαση αυτή, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της δικονομικής αυτοτέλειας, να εφαρμοστούν οι σχετικοί κανόνες του εθνικού δικαίου, όπως άλλωστε προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού (ΕΚ) 889/2002 [κανονισμός για την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2027/97 του Συμβουλίου για την ευθύνη του αερομεταφορέα σε περίπτωση ατυχήματος], κατά την οποία στα κράτη μέλη εναπόκειται να θεσπίσουν τις ενδεχομένως αναγκαίες πρόσθετες διατάξεις για την εφαρμογή της Σύμβασης του Μόντρεαλ σε θέματα που δεν καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΚ) 2027/97.

Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθύμισε την πάγια νομολογία του κατά την οποία, ελλείψει σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης, στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους εναπόκειται να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίσει τους λεπτομερείς δικονομικούς κανόνες για την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της προστασίας των παρεχόμενων από το δίκαιο της Ένωσης δικαιωμάτων των ιδιωτών, πάντοτε όμως υπό την προϋπόθεση τήρησης της αρχής της ισοδυναμίας και της αρχής της αποτελεσματικότητας.

Έτσι, σύμφωνα με το Δικαστήριο, στο πλαίσιο των αγωγών που ασκούνται βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 2, και του άρθρου 22, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ, εναπόκειται στους ενδιαφερόμενους επιβάτες να αποδείξουν επαρκώς κατά νόμον, ιδίως με έγγραφες αποδείξεις για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκαν προκειμένου να αντικαταστήσουν το περιεχόμενο των αποσκευών τους, τη ζημία ή τις ζημίες που υπέστησαν σε περίπτωση καταστροφής, απώλειας, βλάβης ή καθυστέρησης των αποσκευών αυτών, και στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να εξακριβώσουν ότι οι εφαρμοστέοι κανόνες εθνικού δικαίου, ιδίως σε θέματα απόδειξης, δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος αποζημίωσης που παρέχουν στους επιβάτες οι διατάξεις αυτές.

Ειδικότερα, σε περίπτωση έλλειψης οποιουδήποτε αποδεικτικού στοιχείου προσκομισθέντος από τον ζημιωθέντα επιβάτη σχετικά με τη ζημία ή τις ζημίες που προκλήθηκαν από την αποδεδειγμένη καταστροφή, απώλεια, βλάβη ή καθυστέρηση των αποσκευών, τα στοιχεία που αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, όπως το βάρος των απολεσθεισών αποσκευών, καθώς και το γεγονός ότι η απώλεια έλαβε χώρα κατά το ταξίδι της μετάβασης ή το ταξίδι της επιστροφής, μπορούν να ληφθούν υπόψη από τον εθνικό δικαστή για να εκτιμηθεί η προκληθείσα ζημία ή ζημίες και για να καθοριστεί το ποσό της αποζημίωσης που πρέπει να καταβληθεί στον ζημιωθέντα επιβάτη. Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μεμονωμένα, αλλά πρέπει να εκτιμώνται στο σύνολό τους.

Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο απάντησε στο δεύτερο ερώτημα ότι το άρθρο 17, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Μόντρεαλ, σε συνδυασμό με το άρθρο της 22, παράγραφος 2, έχει την έννοια ότι το ποσό της αποζημιώσεως που οφείλεται σε επιβάτη, σε περίπτωση καταστροφής, απώλειας, βλάβης ή καθυστέρησης αποσκευής του που πέρασε από έλεγχο, χωρίς να έχει υποβληθεί ειδική δήλωση ασφαλιστικού συμφέροντος για την παράδοσή της, πρέπει να καθορίζεται από το εθνικό δικαστήριο σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες του εθνικού δικαίου, ιδίως τους κανόνες που αφορούν την απόδειξη. Οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει, ωστόσο, να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοια εσωτερικού δικαίου μέσα παροχής ένδικης προστασίας ούτε να είναι διαμορφωμένοι κατά τρόπον ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η Σύμβαση του Μόντρεαλ.

Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα 

Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA

Τα υποκειμενικά και αντικειμενικά όρια της συμφωνίας περί διαιτησίας

ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ

Η Διαμεσολάβηση
send