logo-print

Λύση της σύμβασης franchise

Προς αναγνώριση του "οιονεί εταιρικού χαρακτήρα της" - ως μια νέα κατηγορία συμβάσεων μεταξύ "αμφοτεροβαρών" και "εταιρικών

 Η διαπίστωση κοινού προσανατολισμού στις συμβάσεις franchise με όμοιο, κατά βάση, περιεχόμενο, εντός του ίδιου συστήματος είναι μια πρώτη απάντηση στην οικονομική έννοια της σύνδεσης ανεξάρτητων συμβάσεων. Η παραδοχή του κοινού συμφέροντος των αντισυμβαλλομένων, δικαιοδότη και δικαιοχρήστη, ανοίγει το δρόμο για εφαρμογή διατάξεων με εταιρική χροιά σε μία σύμβαση franchise, που κατά τη διαμόρφωσή της είναι ανταλλακτική, κάτι που επιτρέπει συγχρόνως και τη συνεκτίμηση των συμφερόντων και των λοιπών μελών του συστήματος, ακόμα και αν δεν συνδέονται συμβατικά με άλλους δικαιοχρήστες. Άλλωστε, η μεγάλη χρησιμότητα της τυπολογικής σκέψης έγκειται ακριβώς στο ότι δεν προβαίνει σε αυστηρούς διαχωρισμούς μεταξύ κατηγοριών εννοιών, αλλά επιτρέπει τη διάγνωση της αξίας όλων των στοιχείων που απαρτίζουν έναν τύπο, εν προκειμένω τον τύπο της «οιονεί εταιρικής σύμβασης», ως ενδιάμεση μορφή μεταξύ εταιρικής και ανταλλακτικής σύμβασης, αναλόγως της υπό κρίση περίπτωσης, και την συναγωγή της επαγωγής, κάθε φορά, κατάλληλων συνεπειών με εταιρική χροιά, όπως των αυξημένων υποχρεώσεων πίστης, των σχετικών με την καταγγελία της σύμβασης ή τη συμμετοχή στα κέρδη

Τα «συμβατικά δίκτυα» λοιπόν, στα οποία ανήκει και το franchising κατά τη διεθνή θεωρία, αποτελούν κλασικές περιπτώσεις «οιονεί εταιρικών» και δη «συνδεδεμένων» συμβάσεων. Και αυτό γιατί μπορούν να εντοπιστούν στη διαμόρφωσή τους περισσότερα από τα χαρακτηριστικά κριτήρια που αναφέρθηκαν ανωτέρω ως ενδείξεις για τη διάκριση ανταλλακτικών, εταιρικών και οιονεί εταιρικών συμβάσεων. Όμως, η κατάφαση κάποιων από τα ανωτέρω κριτήρια λειτουργεί και θετικά όπως προαναφέρθηκε, δηλαδή η διάγνωση κάποιων από αυτά υποδηλώνει την ιδιότητα της υπό κρίση σύμβασης ως οιονεί εταιρικής. Τέτοια κριτήρια είναι πρωτίστως ο κοινός προσανατολισμός των μερών, δικαιοδότη και δικαιοχρήστη, αλλά και η ανάγκη προστασίας και των λοιπών μελών του συστήματος, ακόμα και αν δεν συνδέονται συμβατικά ευθέως μεταξύ τους. Η επίτευξη του επιθυμητού από όλα τα μέλη του συστήματος αποτελέσματος, δηλαδή της επιτυχίας του συστήματος, εξαρτάται από τη συνεισφορά όλων των συμβαλλομένων. Και από την αντίστροφη, η πιθανότητα πρόκλησης αντανακλαστικών συνεπειών στην περιουσία κάποιου δικαιοχρήστη, όταν ένας άλλος δικαιοχρήστης δεν τηρεί τις αρχές του συστήματος με συνέπεια να δυσφημείται εν γένει το σύστημα και να αποκτά αρνητική αξιολόγηση στη συνείδηση του καταναλωτικού κοινού, συνδέει ακόμα περισσότερο τους δικαιοχρήστες μεταξύ τους σε οικονομικό επίπεδο. Τα δικαιώματα, δε, ελέγχου και πληροφόρησης του δικαιοδότη, καθώς και η υποχρέωση του τελευταίου να περιφρουρεί το κοινό εγχείρημα αναλαμβάνοντας θέση «υπερασπιστή» του συστήματος έναντι εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων, του προσδίδουν ένα ρόλο διευθυντικού οργάνου. Συγχρόνως, ο ιδιαίτερα προσωπικός χαρακτήρας στη σχέση δικαιοδότη και δικαιοχρήστη, με το στοιχείο της εμπιστοσύνης να παίζει αποφασιστικό ρόλο για το όλο σύστημα, αποτελούν πρόσθετες ενδείξεις. Παράλληλα, ο ίδιος ο περιορισμός της επιχειρηματικής ελευθερίας δικαιοδότη και δικαιοχρήστη που αποσκοπεί στην ενίσχυση του συστήματος είναι ουσιώδης για το εγχείρημα και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που ρυθμίσεις ιδωμένες κατ’ αρχάς σε μία τυχαία ανταλλακτική σύμβαση θα κρίνονταν ως άκυρες (πρβλ. 178 και 179 ΑΚ), εντούτοις υπό το πρίσμα της «δικτύωσης» αποκτούν άλλη διάσταση και διέρχονται το στάδιο του σχετικού ελέγχου.

Τα κριτήρια αυτά προσδίδουν λοιπόν στην κάθε σύμβαση franchise μεταξύ δικαιοδότη και δικαιοχρήστη μια υπερατομική διάσταση, χωρίς όμως να την καθιστούν, όπως φάνηκε, εταιρική σύμβαση, λόγω της έλλειψης κοινού σκοπού και συνείδησης κοινωνίας δράσης, που θα προϋπέθετε ότι καθένας πρώτα αισθάνεται ως μέρος συνόλου και ακολούθως δρα για τον εαυτό του.

Η σύμβαση franchise είναι μια σύμβαση μεταξύ δύο συμβαλλομένων, του δικαιοδότη και του δικαιοχρήστη, στο πλαίσιο της οποίας ο δικαιοδότης παραχωρεί στο δικαιοχρήστη ένα σύνολο διακριτικών γνωρισμάτων και τεχνογνωσίας και του παρέχει ένα σύνολο υπηρεσιών και υποδείξεων εν μέσω της άσκησης συνεχούς ελέγχου, με σκοπό τη διαμόρφωση του καταστήματος του δικαιοχρήστη και την ένταξή του στο σύστημα του δικαιοδότη για την πώληση προϊόντων ή/και την παροχή υπηρεσιών σε τρίτους με την εντύπωση υποκαταστήματος μιας εταιρίας, υποχρεούμενος να του παρέχει διαρκή υποστήριξη και ενίσχυση για την ομαλή λειτουργία του, αλλά και να ελέγχει κάθε άλλο δικαιοχρήστη για την εξασφάλιση της ομοιομορφίας του συστήματος, ενώ ο δικαιοχρήστης υποχρεούται να καταβάλλει το προβλεπόμενο στη σύμβαση χρηματικό αντάλλαγμα, κατά τις χρονικές περιόδους που έχει συμφωνηθεί, και να τηρεί τις οργανωτικές αρχές του συστήματος, να εφαρμόζει τα διακριτικά γνωρίσματα του συστήματος και να ακολουθεί τις υποδείξεις και τις συστάσεις του δικαιοδότη.

Η ως άνω περιγραφείσα συμφωνία αποκαλύπτει τα τυπολογικά γνωρίσματα της σύμβασης franchise. Αυτά είναι η παραχώρηση των διακριτικών γνωρισμάτων και της τεχνογνωσίας από το δικαιοδότη, ό,τι δηλαδή συνθέτει το «πακέτο», η υποχρέωση του δικαιοδότη να υποστηρίζει το δικαιοχρήστη και να ελέγχει κάθε άλλο δικαιοχρήστη, αλλά και η υποχρέωση του δικαιοχρήστη να συμμορφώνεται με τις υποδείξεις του δικαιοδότη και τις αρχές του συστήματος, καταβάλλοντας τα συμφωνηθέντα χρηματικά ποσά στο δικαιοδότη.

Μια σύντομη λοιπόν εξέταση της ελληνικής νομολογίας στη θεματική της έκτακτης καταγγελίας των συμβάσεων franchise για σπουδαίο λόγο, αποκαλύπτει ότι το σχετικό δικαίωμα για τον καταγγέλλοντα, εκτός των περιπτώσεων που είναι συμβατικά προβλεπόμενο, βρίσκει το νομοθετικό του θεμέλιο στην ως άνω, υπό ΙΙ. 1, γενική αρχή επί των διαρκών συμβάσεων περί καταγγελίας, ως λόγου αποδέσμευσης από τη σύμβαση. Έτσι, γίνεται δεκτό

ότι σπουδαίο λόγο που δικαιολογεί την έκτακτη καταγγελία μιας σύμβασης franchise ορισμένου ή αόριστου χρόνου, αποτελεί κατ` αρχήν η υπαίτια παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων από τον αντισυμβαλλόμενο του καταγγέλλοντος, καθώς και εκείνα τα περιστατικά που, σε συσχέτιση με τη φύση, τους σκοπούς και τις λειτουργίες της συμβάσεως, καθιστούν κατά τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη επαχθή και μη ανεκτή για το ένα ή και αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη τη συνέχιση της συμβατικής δεσμεύσεως, όπως συμβαίνει όταν έχει εκλείψει η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των μερών που καθιστά αδύναμη την περαιτέρω συνέχιση της εμπορικής τους συνεργασίας. Έτσι, η κρατούσα θέση φαίνεται να είναι πολύ επιεικής ως προς την αυστηρότητα του σπουδαίου λόγου της καταγγελίας της σύμβασης franchise.

Ανεξαρτήτως του αν το δικαίωμα καταγγελίας θεμελιωθεί σε μία ή έτερη νομική βάση, είτε δηλαδή στο γενικό δίκαιο καταγγελίας, είτε στο δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, και ανυπαίτιοι λόγοι μπορούν να θεμελιώσουν δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας, εφόσον η συνέχιση της συμβάσεως αντίκειται προφανώς στα εύλογα και δικαιολογημένα συμφέροντα του καταγγέλλοντος. Μάλιστα, εάν προτιμηθεί η βάση του δικαίου της εμπορικής αντιπροσωπείας για τη θεμελίωση του δικαιώματος έκτακτης καταγγελίας υπέρ του δικαιοχρήστη, και δη το άρθρο 8 παρ. 8, καθώς και το άρθρο 9 παρ. 3β του ως άνω προεδρικού διατάγματος, κατά το οποίο δεν οφείλεται αποζημίωση πελατείας στον εμπορικό αντιπρόσωπο, όταν αυτός «…καταγγέλλει τη σύμβαση, εκτός εάν η λύση αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα του αντιπροσωπευόμενου ή δικαιολογείται από λόγους ηλικίας, σωματικής αδυναμίας ή ασθένειας του εμπορικού αντιπροσώπου εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατό να απαιτηθεί εύλογα από αυτόν η εξακολούθηση της δραστηριότητάς του...», προκύπτει καθαρά ότι είναι δυνατή η καταγγελία της σύμβασης ακόμα και για γεγονός έκτακτο, όχι όμως αναγκαστικά και απρόβλεπτο, οπότε παραμερίζονται οι διατάξεις για την απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών. Μπορεί δε το γεγονός αυτό να ανάγεται αποκλειστικά στη σφαίρα του ίδιου του καταγγέλλοντα, π.χ. να αφορά τη μη επίτευξη του αναμενόμενου ύψους πωλήσεων. Αν όμως ανάγεται σε πταίσμα του καθ’ ου η καταγγελία, ο καταγγέλλων θα έχει και αξίωση αποζημίωσης.

Καταγγελία που έγινε χωρίς σπουδαίο λόγο ή με επίκληση τέτοιου λόγου που αποδείχθηκε μεταγενέστερα είτε μη σπουδαίος, είτε αναληθής, είναι άκυρη και γι` αυτό δεν επιφέρει τη λήξη της σύμβασης franchise, σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη ύπαρξης σπουδαίου λόγου.

Τέλος, η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας σε όλες τις περιπτώσεις (εκτός από αυτήν της καταγγελίας της εταιρικής σύμβασης ορισμένου χρόνου, όπως αναφέρθηκε, κατά την κρατούσα στη νομολογία θέση), υπόκειται σε έλεγχο ως προς την καταχρηστικότητα της άσκησής της. Έτσι, εάν η καταγγελία υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, απαγορεύεται και είναι άκυρη. Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί ή άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των θεσπιζομένων μ' αυτή αντικειμενικών κριτηρίων να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, στο συγκεκριμένο κύκλο συναλλαγών

 

Δρ. Ευάγγελος Μαργαρίτης

Ο Δρ. Ευάγγελος Μαργαρίτης είναι Δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω. Υπηρετεί στη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών Εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αθηνών Εταιρεία Ανάπτυξης και Αξιοποίησης Ακινήτων. Διατέλεσε Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Αστικού Δικαίου στη Νομική...

Σύχρονα και κρίσιμα θέματα της συνταγματικής νομολογίας του ελεγκτικού συνεδρίου

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ / ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Το δίκαιο της απόδειξης στις διοικητικές διαφορές ουσίας (XXII & 327)

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΉ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΒΑΡΒΑΡΑ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ