logo-print

Brexit και διαγνωστική δίκη

Μελέτη από το Lex & Forum, το νέο περιοδικό για το ευρωπαϊκό ιδιωτικό και δικονομικό διεθνές δίκαιο από τις Εκδόσεις Σάκκουλα

14/05/2021

17/05/2021

Ιωάννης Στ. Ρεβολίδης, Δ.Ν., Δικηγόρος, Επισκέπτης Λέκτωρ Πανεπιστημίου Frederick Κύπρου

H μελέτη δημοσιεύθηκε στο πρώτο τεύχος του Lex & Forum, του νέου περιοδικού για το ευρωπαϊκό ιδιωτικό και δικονομικό διεθνές δίκαιο από τις Εκδόσεις Σάκκουλα.

1.- Εισαγωγή

1.1.- Με την έναρξη της διαδικασίας εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την ευρωπαϊκή οικογένεια1 αμφότερες οι πλευρές, τόσο δηλαδή η Ευρωπαϊκή Ένωση (στο εξής Ε.Ε.) όσο και η Μεγάλη Βρετανία, βρέθηκαν αντιμέτωπες με μία ιδιαίτερη και πολυεπίπεδη νομική πρόκληση. Όχι μόνο θα πρέπει να εξασφαλίσουν την αναγκαία για τις συναλλαγές και την καθημερινότητα των πολιτών τους θεσμική συνέχεια στις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά, επιπρόσθετα, θα πρέπει και να αποτιμήσουν την κοινή νομική παρακαταθήκη που η σαραντάχρονη συμπόρευσή τους τούς επέβαλε, αναζητώντας τρόπους περαιτέρω επεξεργασίας της, τώρα που οι πολιτικοί και οικονομικοί τους δρόμοι χωρίζουν. Ο χώρος της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις2, στον οποίον και εστιάζει η παρούσα συμβολή, συνιστά ένα από τα πλέον προνομιακά πεδία της ευρωπαϊκής δικαιϊκής ενοποιήσεως, στο πλαίσιο του οποίου το επίπεδο της προσεγγίσεως του ευρωπαϊκού και του βρετανικού δικαίου δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέο3. Σε κάθε, μάλιστα, περίπτωση, η Μεγάλη Βρετανία, ακόμη και μετά την έξοδό της από την Ευρωπαϊκή Ένωση, παραμένει σημαντικός περιφερειακός εταίρος όχι μόνο της ίδιας της Ενώσεως αλλά και της Ελλάδος και, ως εκ τούτου, η ομαλοποίηση των εμπορικών, πολιτικών και δικαιϊκών σχέσεων των δύο περιφερειακών δυνάμεων μόνο ως συμφέρουσα για τις εμπλεκόμενες πλευρές, ιδίως δε τους πολίτες τους, θα μπορούσε να αποτιμηθεί.

1.2.- Παρά, πάντως, την μάλλον καθολική αποδοχή της ανωτέρω διαπιστώσεως, οι διαπραγματεύσεις για την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την Ε.Ε. υπήρξαν περίπλοκες και επίπονες4. Μέχρι μάλιστα και την τελευταία στιγμή, ήτοι την 31.12.2020, όταν και έληξε η μεταβατική περίοδος ισχύος του ευρωπαϊκού δικαίου στη Μεγάλη Βρετανία, πολλά ζητήματα δεν αντιμετωπίστηκαν με πληρότητα, αλλά αναγκαστικά θα πρέπει να διευθετηθούν σε επόμενο στάδιο. Ανάμεσα στα ζητήματα αυτά συγκαταλέγονται η χαρτογράφηση και ο καθορισμός του νέου καθεστώτος που θα διέπει στο εξής τη δικαστική συνεργασία μεταξύ της Ε.Ε. και της Μεγάλης Βρετανίας στο χώρο των αστικών και εμπορικών υποθέσεων.

1.3.- Πράγματι, παρά την αναμφίλεκτη σημασία της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις η Ε.Ε. και η Μεγάλη Βρετανία δεν ολοκλήρωσαν τις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, τις οποίες ουδέποτε, άλλωστε, φαίνεται ότι ανέλαβαν στον βαθμό που θα ανέμενε ίσως κανείς, για το μέλλον της μεταξύ τους σχέσης στον τομέα αυτό. Τούτο δεν οφείλεται σίγουρα στην έλλειψη εναλλακτικών προτάσεων. Περισσοτέρων μάλιστα. Ανατρέχοντας κανείς τόσο στα διαπραγματευτικά κείμενα των δύο πλευρών, όσο και στην βιβλιογραφία διαπιστώνει τρία κύρια εναλλακτικά μοντέλα για την επίτευξη θεσμικής συνέχειας στις σχέσεις Ε.Ε. και Μεγάλης Βρετανίας στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις5: α) την κατάρτιση ειδικής διμερούς συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία και θα ρύθμιζε αναλυτικά τα ζητήματα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, β) την έμμεση έστω διατήρηση του ευρωπαϊκού κεκτημένου, σε κάποιον τουλάχιστον βαθμό, είτε διά της αναβιώσεως της Συμβάσεως των Βρυξελλών του 19686 είτε δια της προσχωρήσεως της Μεγάλης Βρετανίας στη Σύμβαση του Λουγκάνο7, και γ) τη μονομερή διατήρηση του ευρωπαϊκού κεκτημένου εκ μέρους της Μεγάλης Βρετανίας διά της επιβιώσεως, στην εσωτερική της πλέον νομοθεσία, του ευρωπαϊκού κεκτημένου στο χώρο της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

1.4.- Για διαφορετικούς λόγους, οι οποίοι θα εξεταστούν αμέσως κατωτέρω, καμία από τις ανωτέρω προοπτικές δεν ευδοκίμησε τόσο ώστε να αποτελέσει τη βάση για την επίλυση του αδιεξόδου που δημιουργήθηκε μεταξύ της Ε.Ε. και της Μεγάλης Βρετανίας στο χώρο της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

1.4.1.- Ως προς μεν την κατάρτιση διμερούς διεθνούς Συνθήκης μεταξύ της Ε.Ε. και της Μεγάλης Βρετανίας αξίζει να σημειωθεί ότι, στην πραγματικότητα, η Ευρωπαϊκή Ένωση ουδέποτε έδειξε ουσιαστικό ενδιαφέρον για την επίτευξη μίας τέτοιας συμφωνίας. Πράγματι, σε κανένα επίσημο διαπραγματευτικό της κείμενο ή ανεπίσημη έστω διαρροή της δεν καταγράφεται η πρόθεση ή έστω το ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Ενώσεως να επιδιώξει και να διαπραγματευθεί την κατάρτιση μίας νέας συμφωνίας με τη Μεγάλη Βρετανία προκειμένου να προσδιοριστεί το μεταξύ τους καθεστώς στο επίπεδο της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Η Μεγάλη Βρετανία, αντίθετα, κινήθηκε περισσότερο δραστήρια προς αυτή την κατεύθυνση. Πράγματι ήδη από τα μέσα του 2017 η βρετανική Κυβέρνηση εξέδωσε δύο λευκές βίβλους8, στο πλαίσιο των οποίων επιχειρούσε να σκιαγραφήσει τη μελλοντική δικονομική της σχέση με την Ε.Ε.. Καίτοι τα δύο ανωτέρω έγγραφα δεν χαρακτηρίζονταν από νομοτεχνική πληρότητα (δεν φαίνεται, άλλωστε, αυτός να ήταν ο σκοπός τους), εντούτοις, επιτρέπουν την εξαγωγή μερικών κρίσιμων συμπερασμάτων για τις προθέσεις της Μεγάλης Βρετανίας: α) το έντονο ενδιαφέρον της για την ύπαρξη ασφάλειας δικαίου και τη δημιουργία ενός διάδοχου καθεστώτος στις αστικές και εμπορικές δικαστικές σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, β) την ετοιμότητά της να διαπραγματευθεί μία στενή διμερή σχέση και γ) την επιφυλακτικότητά της απέναντι στην δικαιοδοτική εξουσία του ΔΕΕ, την αποδέσμευση από το οποίο θεωρούσε ως απαραίτητο όρο για την κατοχύρωση του οποιουδήποτε νέου σχήματος. Ενόψει, πάντως, των πολιτικών τριγμών που βίωσε η Μεγάλη Βρετανία το 2017 και το 2018, η τελευταία έγινε λιγότερο εξωστρεφής και έχασε το ενδιαφέρον της για την κατάρτιση διμερούς Συνθήκης, η δε Ευρωπαϊκή Ένωση ουδέποτε εκφράσθηκε σχετικώς, με αποτέλεσμα το σενάριο της καταρτίσεως διμερούς καθεστώτος να μείνει ανεκπλήρωτο.

1.4.2.- Ως προς την διατήρηση του ευρωπαϊκού κεκτημένου στη Μεγάλη Βρετανία, ιδίως δια της αναβιώσεως της Συμβάσεως των Βρυξελλών του 1968, σημειωτέα τα ακόλουθα. Τόσο στη Μεγάλη Βρετανία9 όσο και στην Κεντρική Ευρώπη10 δεν έλειψαν οι ερμηνευτικές προσπάθειες για διατήρηση, σε κάποια έστω μορφή, του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Ως προσφορότερη λύση κρίθηκε η αναβίωση της Συμβάσεως των Βρυξελλών του 1968, με κύριο επιχείρημα το γεγονός ότι αυτή ουδέποτε καταγγέλθηκε από τα Συμβαλλόμενα μέρη, αλλά απλά τέθηκε σε ένα καθεστώς νομικής “χειμερίας νάρκης” ενόψει της υιοθετήσεως του Κανονισμού Βρυξέλλες Ι και του διαδόχου αυτού Βρυξέλλες Ια . Με την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τίποτε δεν εμποδίζει την αναβίωση της Συμβάσεως των Βρυξελλών, από την οποία η Μεγάλη Βρετανία εξακολουθεί να δεσμεύεται, αφού αυτή υπήρξε αυτοτελής διεθνής συμβατική της υποχρέωση κατά το Δημόσιο διεθνές δίκαιο11. Η άποψη αυτή δεν μοιάζει όμως ιδιαίτερα πειστική για πολλούς λόγους, τεχνικούς και ουσιαστικούς. Σε τεχνικό επίπεδο θα πρέπει να σημειώσει κανείς ότι η προσχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας στην Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 συνδέεται υπαρξιακά με τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι βέβαια ακριβές ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών δεν είναι παράγωγο ευρωπαϊκό δίκαιο, αλλά χωριστή πρωτογενής Συνθήκη. Εξίσου σαφές είναι όμως το γεγονός ότι η ίδια η ύπαρξη της Συμβάσεως των Βρυξελλών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ευρωπαϊκή ενοποίηση, αφού η ρίζα της εντοπίζεται στον αρχέγονη μορφή του σημερινού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, ήτοι στο άρθρο 220 της ιδρυτικής Σύμβασης της Ρώμης. Καμία δεν έχει αξία εκτός του ευρωπαϊκού κεκτημένου, για αυτό άλλωστε και δεν είναι ανοιχτή σε τρίτες χώρες, οι οποίες καίτοι επιθυμούν κάποιας μορφής δικαστική συνεργασία με την Ε.Ε., εντούτοις, δεν επιθυμούν την ένταξή τους στην ευρωπαϊκή οικογένεια12. Σε ουσιαστικό, τέλος, επίπεδο η προσπάθεια για αναβίωση της Συμβάσεως των Βρυξελλών είναι μάλλον αδόκιμη. Το κείμενό της αντικατοπτρίζει το επίπεδο της δικαστικής συνεργασίας που επιτεύχθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο μέχρι και τη δεκαετία του 1990. Τόσο, δηλαδή, οι περί διεθνούς δικαιοδοσίας διατάξεις της, όσο και αυτές που αφορούν την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα και η νεκρανάστασή τους μόνο ως δικονομικό πισωγύρισμα και όχι ως πρόσφορη λύση θα μπορούσε να αποτιμηθεί13. Εξάλλου, ούτε στο επίπεδο της ασφάλειας του δικαίου μοιάζει η προσφυγή στη Σύμβαση των Βρυξελλών ικανοποιητική. Από τα 27 εναπομείναντα κράτη μέλη, 13 μόλις προσχώρησαν στη Σύμβαση των Βρυξελλών, ενώ τα 14 που εντάχθηκαν στην Ε.Ε. μετά το 2004 δεν προσχώρησαν ποτέ από αυτή. Αναβίωσή της θα σήμαινε μία Ευρώπη των πολλών δικονομικών ταχυτήτων, όπου για 13 από τα 27 κράτη μέλη θα ισχύει η Σύμβαση των Βρυξελλών στις σχέσεις τους με την Μεγάλη Βρετανία, ενώ για τα υπόλοιπα 14 τα εθνικά δικονομικά τους δίκαια. Η ανάνηψη, συνεπώς, της Συμβάσεως των Βρυξελλών είναι νομικά επισφαλής και ουσιαστικά αδόκιμη14, η δε Σύμβαση του Λουγκάνο, η προσφυγή στην οποία δεν θα ήταν παράλογη, ουδέποτε υπογράφηκε από τη Μεγάλη Βρετανία ως ανεξάρτητο κράτος, επομένως, επί του παρόντος, τουλάχιστον, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις σχέσεις μεταξύ της Ε.Ε. και της Μεγάλης Βρετανίας.

1.4.3.- Οι σκέψεις για διατήρηση, τέλος, του ευρωπαϊκού κεκτημένου μονομερώς από τη Μεγάλη Βρετανία καίτοι χαρακτηρίζεται από απλότητα, εντούτοις, αγνοεί μάλλον την πολυμέρεια, την πολυπλοκότητα και τον πολυεπίπεδο χαρακτήρα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Αγνοεί, επίσης μάλλον, και την σκληρή πραγματικότητα. Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι το επίπεδο ομογενοποιήσεως και διασυνοριακής κυκλοφορίας πολιτικών αποφάσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ούτε αυτονόητο είναι, ούτε ευπρόδεκτο εκτός των ορίων της ευρωπαϊκής οικογένειας. Η διαδικασία εντοπισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας, καθώς και της διασυνοριακής αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών αποφάσεων αγγίζει τον σκληρό πυρήνα της δικαστικής, νομικής και πολιτικής κυριαρχίας του εκάστοτε κράτους15, αφού δεν αξιώνει τίποτα λιγότερο από την διαμόρφωση του νομικού δέοντος εντός του κράτους εκτελέσεως σύμφωνα με το δίκαιο (συνήθως), τη δικονομία και τον εν γένει νομικό ρυθμό του κράτους προελεύσεως της προς αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεως16. Δύσκολα, λοιπόν, θα εγκατέλειπε κάποια χώρα την αξίωση να ρυθμίζει κατά τρόπο αποκλειστικό τα ζητήματα που αναγκαίως συνέχονται με την δικονομική της (και όχι μόνο) κυριαρχία και την κυκλοφορία αλλοδαπών κρίσεων εντός της δικαιοδοτικής της εμβέλειας, χωρίς τουλάχιστον να προσβλέπει σε μία διευρυμένη οικονομική, πολιτική και κοινωνική συνεργασία, όσμωση και, εν τέλει, ενοποίηση (νομική και πολιτική), όρος που, ενόψει ακριβώς της εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν συντρέχει πλέον στις μεταξύ τους σχέσεις (όσο στενές κι εάν αυτές είναι κατά τα λοιπά). Η πιθανότητα να διατηρηθεί, συνεπώς, τμήμα του ευρωπαϊκού κεκτημένου στο χώρο της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις στο αυτόνομο βρετανικό δίκαιο καθορίζεται από τις ανάγκες της ίδιας της Μεγάλης Βρετανίας, στην απόλυτη κυριαρχική κρίση της οποίας εναπόκειται να επιλέξει ποιό τμήμα του ευρωπαϊκού κεκτημένου προσεγγίζει πληρέστερα τις δικές της επιθυμίες και επιδιώξεις. Μια τέτοια μονομερής επιλογή, όμως, δύσκολα θα μπορούσε να εξασφαλίσει την ομαλή μετάβαση από ένα πλήρες, ομογενοποιημένο και ενοποιημένο καθεστώς δικαστικής συνεργασίας σε ένα παρόμοιας εμβέλειας μονομερές σχήμα. Η πραγματικότητα είναι προς τούτο ενδεικτική: Η Μεγάλη Βρετανία έχει ήδη εντοπίσει το τμήμα εκείνο του ευρωπαϊκού κεκτημένου που ταιριάζει στις δικές της ιδιαίτερες ανάγκες και εν γένει δικαιϊκή ιδιοσυγκρασία και επιθυμεί, ως εκ τούτου, να το διατηρήσει στο νομικό της οπλοστάσιο κατά την διαχείριση διασυνοριακών αστικών και εμπορικών υποθέσεων. Πρόκειται για τους κανόνες εντοπισμού του εφαρμοστέου δικαίου σε συμβατικές και εξωσυμβατικές διαφορές, έτσι όπως αυτοί προβλέπονται στους Κανονισμούς Ρώμη Ι17 και Ρώμη ΙΙ18, τους οποίους έχει ήδη μετατρέψει σε εσωτερικό της δίκαιο με άμεση ισχύ ήδη από την επομένη της εξόδου της από την Ε.Ε., ήτοι ήδη από την 1.1.202119. Η επιτυχία των δύο ως άνω Κανονισμών δεν αμφισβητήθηκε ποτέ στη Μεγάλη Βρετανία, αντιθέτως, θεωρήθηκε ότι προσφέρουν ένα αποτελεσματικότερο και ασφαλέστερο πλαίσιο για τον εντοπισμό του εφαρμοστέου δικαίου σε διασυνοριακές υποθέσεις σε σχέση με το παραδοσιακό βρετανικό δίκαιο, διευκολύνοντας την διενέργεια διασυνοριακών συναλλαγών, την παραγωγή των οποίων όχι απλά δεν θέλει ο βρετανός νομοθέτης να αποθαρρύνει, αλλά αντίθετα επιθυμεί να ενισχύσει και να προσελκύσει εντός της δικαιοδοτικής του εμβέλειας20. Το δικονομικό, όμως, σκέλος της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως στον χώρο των αστικών και εμπορικών υποθέσεων δεν μοιάζει για την Μεγάλη Βρετανία εξίσου επιθυμητό, τουλάχιστον όχι στην πλήρη του έκταση. Για αυτό, άλλωστε, και ουδέποτε έγινε εκεί λόγος για διατήρηση του ευρωπαϊκού κεκτημένου, αλλά για προσαρμογή του στις ιδιαίτερες βρετανικές συνθήκες21.

1.5.- Η αποτυχία της συνομολογήσεως ενός νέου ιδιαίτερου καθεστώτος δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις διαπιστώνεται, άλλωστε, και από τα θεσμικά κείμενα και την θεσμική συμπεριφορά αμφοτέρων των πλευρών. Η μεν Ευρωπαϊκή Ένωση στην επικοινωνία που είχε τον Αύγουστο του 2020 με τα 27 εναπομείναντα κράτη μέλη ενόψει της αποχωρήσεως της Μεγάλης Βρετανίας από την ευρωπαϊκή οικογένεια, δέχεται ως δεδομένη την ανυπαρξία διάδοχου καθεστώτος και την επαναφορά των εθνικών ρυθμίσεων (χωρίς ουδεμία αναφορά στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, ιδίως δε τη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 ως πιθανή διάδοχη κατάσταση22), η δε Μεγάλη Βρετανία έχει ήδη από τις αρχές του 2020 υποβάλλει αίτηση για την προσχώρησή της στη Σύμβαση του Λουγκάνο23, επιβεβαιώνοντας έτσι την ανυπαρξία διάδοχου σχήματος, ενώ ήδη τον Φεβρουάριο του 2021 φαίνεται ότι έχει, ανεπίσημα τουλάχιστον, ενημερώσει την Ε.Ε. ότι δεν αισθάνεται πως δεσμεύεται από την Σύμβαση των Βρυξελλών του 196824. Ακόμη δε χαρακτηριστικότερα, στην συμφωνία εμπορίου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και της Μεγάλης Βρετανίας25, με την οποία ρυθμίστηκαν οι σχέσεις της μεταξύ τους συνύπαρξης στο εξής, δεν περιλαμβάνεται η παραμικρή αναφορά για την ρύθμιση των ζητημάτων της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις26.

1.6.- Το αποτέλεσμα των ανωτέρω επισημάνσεων είναι, πλέον, ευκρινές: από την 01.01.2021, όταν και έληξε η μεταβατική περίοδος ισχύος του ευρωπαϊκού δικαίου στη Μεγάλη Βρετανία, η τελευταία μεταπίπτει σε καθεστώς τρίτης χώρας27 στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, για την οποία, μάλιστα, όχι απλά δεν εφαρμόζεται το ευρωπαϊκό κεκτημένο στο χώρο της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις αλλά και με την οποία δεν υπάρχουν, στην πραγματικότητα, σημαντικές διεθνείς συνθήκες που να ορίζουν κατά τρόπο συνολικό τη σχέση της με την Ε.Ε.. Δεν θα ήταν, άρα, ανακριβές να ισχυρισθεί κανείς ότι από την 1.1.2021 και εξής στη θέση του δικονομικά προηγμένου, νομοτεχνικά προωθημένου, ομογενοποιημένου και ενοποιημένου ευρωπαϊκού κεκτημένου υπεισέρχεται ένα σύνθεμα αποσπασματικών ευρωπαϊκών, διεθνών και εθνικών κανόνων και στη θέση της καθοδηγητικής και ενοποιητικής λειτουργίας του ΔΕΕ υπεισέρχεται ο εθνικός ανταγωνισμός των εθνικών δικαστηρίων των κρατών μελών και της Μεγάλης Βρετανίας.

2.- Το ισχύον δίκαιο μετά το Brexit. Μια νοσταλγική επιστροφή και, ταυτόχρονα, μία ευκαιρία για μία νέα ανάγνωση του ΚΠολΔ

2.1.- Η διεθνής δικαιοδοσία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις μετά το Brexit.

2.1.1.- Γενικότητες

2.1.1.1.- Η διαπίστωση πως οι σημαντικότερες συνέπειες της δικονομικής εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την ευρωπαϊκή Ένωση εντοπίζονται στον χώρο της διεθνούς δικαιοδοσίας δεν θα πρέπει να ξενίζει28. Παρά το γεγονός ότι η ρίζα του ευρωπαϊκού δικονομικού καθεστώτος που εκκίνησε με την Σύμβαση του Βρυξελλών του 1968 και μετασχηματίσθηκε, στην πλέον πρόσφατη ενσάρκωσή του, στον Κανονισμό Βρυξέλλες Ια ανευρίσκεται στην επιθυμία του ευρωπαίου νομοθέτη να διευκολύνει την διασυνοριακή αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις29, στην πραγματικότητα, το τμήμα του κανονισμού που ρυθμίζει την διεθνή δικαιοδοσία, παραπροϊόν (επιθυμητό έστω) της ανάγκης για εκρίζωση της διεθνούς δικαιοδοσίας ως κωλύματος (το ιστορικά σημαντικότερο) αναγνωρίσεως και εκτελέσεως στον ευρωπαϊκό χώρο, απέκτησε πλέον κομβική σημασία30. Η πραγματική, δηλαδή, ενοποίηση των δικονομικών δικαίων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως εντοπίζεται στο επίπεδο της διεθνούς δικαιοδοσίας, αφού στη θέση των εθνικών τους δικαιοδοτικών κανόνων, υπεισέρχονται πλέον οι δικαιοδοτικές βάσεις του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, το περιεχόμενο των οποίων κυριαρχικά ερμηνεύεται κατά τρόπο αυτόνομο31 (και άρα κοινό για όλα τα κράτη μέλη) από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (στο εξής ΔΕΕ). Από την ενοποίηση αυτή ήθελε να αποσχιστεί η Μεγάλη Βρετανία, πετυχαίνοντας τούτο κατά τρόπο διπλό: με την έξοδό της από τον Κανονισμό Βρυξέλλες Ια αποφεύγει τόσο τους κοινούς κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας, στη θέση των οποίων μπορεί ακώλυτα πλέον να εφαρμόζει το χαρακτηριστικά επεκτατικό παραδοσιακό εθνικό της δίκαιο, όσο και το ερμηνευτικό μονοπώλιο του ΔΕΕ, τα κελεύσματα του οποίου δικαιολογημένα πλέον μπορεί να αγνοεί.

2.1.1.2.- Με βάση τις διαχρονικού δικαίου διατάξεις που διέπουν τις υπάρχουσες δικονομικές σχέσεις Ε.Ε. και Μεγάλης Βρετανίας32 το καθεστώς δια του οποίου θα γίνεται ο καθορισμός της διεθνούς δικαιοδοσίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις εξαρτάται από τον χρόνο έναρξης της εκκρεμοδικίας. Για τα ένδικα βοηθήματα που ασκούνται μέχρι και την 31.12.2020, εφαρμογή θα έχει ο Κανονισμός Βρυξέλλες Ια. Για τα ένδικα βοηθήματα, αντίθετα, που ασκούνται από την 01.01.2021 και εξής, εφαρμογή θα έχουν οι περί διεθνούς δικαιοδοσίας κανόνες του ΚΠολΔ (βλ. άρθρα 3 και 22 επ. ΚΠολΔ).

2.1.1.3.- Από ελληνικής πλευράς η ουσία των ρυθμίσεων του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια δεν μεταβάλλεται. Μία απλή αντιπαραβολή των άρθρων 22 επ. περί τοπικής αρμοδιότητας (στα οποία παραπέμπει ακριβώς το άρθ. 3 ΚΠολΔ για τον εντοπισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας) με τις διατάξεις του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια για την διεθνή δικαιοδοσία επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές, αφού όχι μόνο το βασικό δικαιοδοτικό σχήμα του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια είναι ταυτόσημο με το αυτόνομο ελληνικό σχήμα που υιοθετεί ο ΚΠολΔ (αμφότερα στηρίζονται στο δικονομικό αξίωμα actor sequitur forum rei33, το οποίο συμπληρώνουν με εξαιρετικές δικαιοδοτικές βάσεις), αλλά και οι επιμέρους δικαιοδοτικές του βάσεις ταυτίζονται, εν πολλοίς, με τις δωσιδικίες του ΚΠολΔ. Στο σημείο αυτό, μάλιστα, θα πρέπει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε μία βασική μεθοδολογική μεταλλαγή που χαρακτηρίζει τη νομολογιακή διαχείριση των διασυνοριακών υποθέσεων: τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν το ενιαίο ευρωπαϊκό δικονομικό κεκτημένο, ιδίως δε τις διατάξεις για την διεθνή δικαιοδοσία αυτού, εδώ και τριάντα περίπου χρόνια. Είναι δημιουργικοί και πρόθυμοι παραλήπτες των νομολογιακών παραγώγων του ΔΕΕ, ενώ ταυτόχρονα, και ο έλληνας νομοθέτης έδειξε μία χαρακτηριστική (και ευπρόσδεκτη μάλλον) ετοιμότητα να αφομοιώσει δημιουργικά τις ευρωπαϊκές λύσεις και να τις καταστήσει τμήμα της δικής του αυτόνομης δικονομικής έννομης τάξης34. Η επίτευξη, δηλαδή, της ευκταίας και απαιτούμενης ερμηνευτικής συνέχειας στο επίπεδο του εντοπισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας για τις διαφορές που αφορούν τη Μεγάλη Βρετανία και εκκινούν από την 1.1.2021 και εξής δεν χρειάζεται να αναζητηθεί σε θεσμοθετημένα νομοθετικά κείμενα έξω από αυτό καθ’ εαυτό το ελληνικό δικονομικό δίκαιο: έως ότου η Ε.Ε. και η Μεγάλη Βρετανία καταλήξουν στη νέα μορφή της μεταξύ τους δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, τίποτε δεν εμποδίζει την ελληνική νομολογία να ερμηνεύει τις περί διεθνούς δικαιοδοσίας διατάξεις του ΚΠολΔ με πνεύμα ανοικτό και ευρωπαϊκό, όπως αρμόζει σε μία έννομη τάξη που έχει εμποτιστεί με τις αρχές μία προωθημένης δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και γνωρίζει τα οφέλη των ανοικτών δικονομικών συνόρων35. Το Brexit είναι μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να μετουσιωθεί η ευρωπαϊκή εμπειρία σε βιωμένη νομολογιακή εθνική πραγματικότητα, έτσι που η ελληνική δικαιοσύνη να παραμείνει παραγωγικός συναγωγός και συνδιαμορφωτής των πλέον καινοτόμων εξελίξεων στον χώρο των διεθνών συναλλαγών και να μην μετατραπεί σε φοβισμένο αρνητή των περιφερειακών και διεθνών εξελίξεων.

2.1.2.- Οι επιμέρους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας μετά το Brexit

2.1.2.1.- Οι ανωτέρω γενικές επισημάνσεις θα πρέπει να εξειδικευτούν πλέον στις επιμέρους διατάξεις περί διεθνούς δικαιοδοσίας του ΚΠολΔ, στις οποίες και θα καταφεύγουν τα ελληνικά δικαστήρια μετά την 01.01.2021 σε υποθέσεις με βρετανικό στοιχείο αλλοδαπότητας.

2.1.2.2.- Σε ό,τι αφορά τον γενικό κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας, το άρθρο 22 ΚΠολΔ ταυτίζεται με το άρθρο 4 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Εάν ο ενάγων είναι κάτοικος Μεγάλης Βρετανίας, ο εναγόμενος κάτοικος Ελλάδος και η υπόθεση έχει εισαχθεί στα ελληνικά δικαστήρια, η θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των τελευταίων στο άρθρο 22 ΚΠολΔ (με την επιφύλαξη των αποκλειστικών δωσιδικιών ή της υπάρξεως συμφωνίας παρεκτάσεως, ρητής ή σιωπηρής) είναι δεδομένη. Εξάλλου, εάν ο ενάγων είναι κάτοικος ημεδαπής και ο εναγόμενος κάτοικος Μεγάλης Βρετανίας, τα ελληνικά δικαστήρια δεν θα έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την υπόθεση, εκτός κι εάν συντρέχει κάποια ειδική (αποκλειστική ή συντρέχουσα) δικαιοδοτική βάση κατά τον ΚΠολΔ. Αυτό, άλλωστε, συνέβαινε και ενόσω ο Κανονισμός Βρυξέλλες Ια δέσμευε τη Μεγάλη Βρετανία και, άρα, και τα βρετανικά δικαστήρια. Αυτό, όμως, που ο ελληνικός ΚΠολΔ δεν μπορεί πλέον να εξασφαλίσει είναι η δικαιοδοτική αυτοσυγκράτηση των βρετανικών δικαστηρίων, το δικαιοδοτικό δικονομικό δίκαιο των οποίων βαίνει πέραν του αξιώματος actor sequitur forum rei και στηρίζεται σε μάλλον ευρείες δικαιοδοτικές βάσεις36. Ενώ, δηλαδή, υπό την ισχύ του άρθρου 4 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια το αξίωμα actor sequitur forum rei επιβάλλονταν αμοιβαία, η μη εφαρμογή του από 01.01.2021 στη Μεγάλη Βρετανία απελευθερώνει τα βρετανικά δικαστήρια από τον αυτοπεριορισμό των δικαιοδοτικών τους εξουσιών. Μόνο η κατάρτιση ειδικού δικονομικού πλαισίου συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και της Μεγάλης Βρετανίας ή έστω της Ελλάδας και της Μεγάλης Βρετανίας θα απέκοπτε το ενδεχόμενο Έλληνες διάδικοι να βρεθούν προ δικαιοδοτικών αιφνιδιασμών.

2.1.2.3.- Οι ειδικές δικαιοδοτικές βάσεις για τις πλέον σημαντικές υποθέσεις, ήτοι τις ενοχές από σύμβαση και τις ενοχές από αδικοπραξία, παραμένουν ουσιαστικά αμετάβλητες, αφού τα άρθρα 33 και 35 του ΚΠολΔ, ταυτίζονται κατά το περιεχόμενό τους με τα αντίστοιχα άρθρα 7(1) και 7(2) του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Μία επισήμανση είναι εδώ απαραίτητη: κατά το άρθρο 33 ΚΠολΔ νοείται διεθνής δικαιοδοσία και στον τόπο κατάρτισης μίας σύμβασης, η εθνική δηλαδή ειδική δικαιοδοτική βάση για τις δικαιοπραξίες δεν εξαντλείται στον τόπο εκπληρώσεως της παροχής, όπως προβλέπει το άρθρο 7(1) του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια. Ο τόπος κατάρτισης της σύμβασης αναγνωρίζεται ως δικαιοδοτική βάση και στο αυτόνομο βρετανικό δίκαιο, οπότε οι λειτουργικές συμπτώσεις και, άρα, η δικονομική ισορροπία είναι εδώ εξασφαλισμένες.

2.1.2.4.- Ο ΚΠολΔ, αντίθετα, δεν μπορεί να ανταποκριθεί, τουλάχιστον όχι χωρίς ερμηνευτική προσπάθεια, σε συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες του βρετανικού δικαίου. Ενώ, δηλαδή, ο Κανονισμός Βρυξέλλες Ια καταρτίστηκε έχοντας υπόψη του τους ιδιαίτερους θεσμούς του common law, δεδομένου ότι οι διατάξεις του διαμορφώθηκαν ενόσω η Μεγάλη Βρετανία ήταν κράτος μέλος της Ε.Ε., ο ελληνικός ΚΠολΔ δεν έχει αυτονόητα την ίδια προϊστορία και δομή. Ως εκ τούτου, οι ιδιαιτερότητες του βρετανικού δικαίου ενδέχεται να οδηγήσουν κάποτε σε ερμηνευτικό αδιέξοδο. Χαρακτηριστικό είναι εδώ το παράδειγμα του βρετανικού θεσμού του trust37, τον οποίον το ελληνικό δίκαιο δεν γνωρίζει, ούτε φαίνεται να διαθέτει και κάποιο λειτουργικό του έστω αντίστοιχο. Για όλες τις υποθέσεις που εκκίνησαν μέχρι και την 31.12.2020, το δικαιοδοτικό αυτό κενό θα εξακολουθεί να καλύπτεται από τις σχετικές διατάξεις του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια (βλέπε άρθρα 7(6) και 25(3)). Από την 01.01.2021, όμως, ο ΚΠολΔ δεν δύναται να ρυθμίσει δικαιοδοτικά αντιδικίες που αφορούν trust, αφού, όπως σημειώθηκε, ούτε τον θεσμό γνωρίζει, ούτε λειτουργικό αντίστοιχο εντοπίζεται σε αυτόν. Ενόψει, πάντως, του ότι και μετά την 01.01.2021 ο καθαρά βρετανικός θεσμός του trust θα ρυθμίζεται, έμμεσα έστω, στην ελληνική έννομη τάξη διά του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, αλλά και δια της Συμβάσεως του Λουγκάνο, θα μπορούσαν ίσως τα ελληνικά δικαστήρια να επικαλεστούν τις σχετικές με το trust διατάξεις που εμπεριέχονται εκεί ως το μόνο λειτουργικό αντίστοιχο που γνωρίζει η εσωτερική τους έννομη τάξη και να εξακολουθούν, μόνο για την ιδιαίτερη περίπτωση του trust, να εφαρμόζουν το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο και στις σχέσεις τους με την Μεγάλη Βρετανία.

2.1.2.5.- Η προστασία των κοινωνικοοικονομικώς ασθενεστέρων διαδίκων, ιδίως των καταναλωτών, δεν φαίνεται ότι τίθεται υπό αμφισβήτηση ενόψει της εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Κανονισμός Βρυξέλλες Ια επιβάλλει την εφαρμογή των ευνοϊκών για τους ευρωπαίους (άρα και Έλληνες) ασθενεστέρους διαδίκους δικαιοδοτικών του κανόνων, ακόμη και όταν ο αντίδικός τους, έμπορος ή επαγγελματίας αντίστοιχα, εδρεύει σε τρίτη χώρα (βλ. άρθρο 17 Κανονισμού Βρυξέλλες Ια). Στην περίπτωση αυτή, μάλιστα, ο Κανονισμός Βρυξέλλες Ια καλύπτει δικαιοδοτικό κενό του ελληνικού δικαίου, αφού ο ΚΠολΔ δεν προβλέπει ειδικό δικαιοδοτικό καθεστώς για τους καταναλωτές.

2.1.2.6.- Ιδιαιτερότητες αναμένεται να δημιουργηθούν, όμως, κατά την εφαρμογή των αποκλειστικών δικαιοδοτικών βάσεων του ΚΠολΔ. Το πρώτον, ενώ στο πλαίσιο του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, το άρθρο 24 αυτού επιβάλλει τον αμοιβαίο σεβασμό των αποκλειστικών δωσιδικιών εκ μέρους των κρατών μελών, τούτο δεν είναι αυτονόητο στον εξωευρωπαϊκό δικονομικό χώρο, όπου δεν υπάρχει κάποιο σχήμα ενισχυμένης δικαστικής συνεργασίας. Με την μετάπτωση της Μεγάλης Βρετανίας σε καθεστώς τρίτης χώρας, τα ελληνικά δικαστήρια δεν έχουν υποχρέωση να σεβαστούν τις αποκλειστικές δικαιοδοτικές βάσεις του βρετανικού δικαίου, ενώ, ταυτόχρονα, και τα βρετανικά δικαστήρια δεν έχουν υποχρέωση να σεβαστούν τις αποκλειστικές δικαιοδοτικές βάσεις του ΚΠολΔ. Προς την κατεύθυνση αυτή, μάλιστα, θα μπορούσε να επικαλεστεί κανείς και τις εισαγωγικές εκθέσεις για τις Συμβάσεις των Βρυξελλών38 και Λουγκάνο39, οι οποίες πράγματι φαίνεται να επιβεβαιώνουν ότι ο σεβασμός των αποκλειστικών δωσιδικιών τρίτων χωρών δεν είναι αξίωμα ή θέσφατο στον χώρο του ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου40. Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι στην επιστήμη του ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου εκφράζονται σοβαρές επιφυλάξεις για την ορθότητα της προσεγγίσεως που αναπτύσσεται στις εισηγητικές εκθέσεις. Υποστηρίζεται, συναφώς, ότι τα ευρωπαϊκά δικαστήρια δεν θα πρέπει να αγνοούν την αποκλειστική δικαιοδοσία των δικαστηρίων τρίτων χωρών, αφού κάτι τέτοιο όχι μόνο αντιστρατεύεται την ίδια την ουσία του άρθρου 24 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, το οποίο επιβάλλει ακριβώς ένα πνεύμα αμοιβαίου σεβασμού, αλλά είναι και πρακτικά αδόκιμο, αφού επιτείνει τον πολλαπλασιασμό των διεθνώς αρμόδιων δικαστηρίων και, άρα, τον κίνδυνο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων41. Στο πνεύμα αυτό, θα έπρεπε ίσως τα ελληνικά δικαστήρια να αποφεύγουν την εκδίκαση υποθέσεων οι οποίες εμπίπτουν σε βρετανική αποκλειστική δικαιοδοτική βάση, όπως αντίστοιχα θα πρέπει να αναμένουν ότι και τα βρετανικά δικαστήρια δεν θα επεμβαίνουν στις υποθέσεις εκείνες για τις οποίες τα ελληνικά δικαστήρια έχουν, σύμφωνα με τον ΚΠολΔ, αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι η λίστα των αποκλειστικών δικαιοδοσιών που καταγράφεται στο άρθρο 24 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια δεν ταυτίζεται με τις αντίστοιχες διατάξεις του ελληνικού και του βρετανικού δικαίου, επομένως, η ύπαρξη και ο εντοπισμός μίας αποκλειστικής δικαιοδοτικής βάσης απαιτεί στο εξής εγρήγορση από την πλευρά των διαδίκων και δικαιοσυγκριτική ετοιμότητα από την πλευρά των ελληνικών δικαστηρίων.

2.1.2.7.- Απρόσκοπτη, τέλος, δεν αναμένεται να είναι και η εφαρμογή των συμφωνιών παρεκτάσεως ενόψει της εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το πρώτο ζήτημα που θα πρέπει να διευκρινιστεί εδώ είναι αυτό του διαχρονικού δικαίου, ήτοι θα πρέπει, για την αποφυγή περαιτέρω περιπλοκών, να προσδιοριστεί το χρονικό εκείνο σημείο, από το οποίο θα εξαρτάται η εφαρμογή του δικονομικού εκείνου καθεστώτος, επί τη βάσει του οποίου θα κρίνεται το κύρος μίας ρήτρας παρεκτάσεως. Το ζήτημα δεν είναι τεχνικό, αλλά εξόχως ουσιαστικό. Εάν διατηρήσει κανείς ως βασικό σηματωρό τον χρόνο άσκησης της αγωγής, όπως άλλωστε ισχύει για όλες τις υπόλοιπες δικαιοδοτικές βάσεις, τότε εύλογα θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι για όσες αγωγές, στις οποίες τίθεται, μεταξύ άλλων, και ζήτημα κύρους συμφωνίας παρεκτάσεως, ασκήθηκαν μέχρι και 31.12.2020 θα ισχύει το άρθρο 25 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια και επί τη βάσει αυτού θα κρίνεται το κύρος και η δεσμευτικότητά τους. Για όσες αγωγές ασκήθηκαν, άλλωστε, μετά την 01.01.2021 καμία δεν δύναται να έχει το άρθρο 25 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια εφαρμογή. Μία εγγύτερη εξέταση του ζητήματος, όμως, αποκαλύπτει το εξής ερμηνευτικό παράδοξο: εάν μία συμφωνία παρεκτάσεως έχει καταρτιστεί μέχρι και την 31.12.2020, λαμβάνοντας, μάλιστα, υπόψη της τα κελεύσματα του άρθρου 25 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια στα οποία και ανταποκρίνεται, δικαστικά όμως το κύρος της αμφισβητηθεί μετά την 01.01.2021 ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, η εφαρμογή του άρθρου 25 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια δεν είναι δυνατή. Ενώ, δηλαδή, η ρήτρα θα έχει συνομολογηθεί με βάση το άρθρο 25 Βρυξέλλες Ια, θα κριθεί τελικά, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του διαχρονικού δικαίου, υπό ένα διαφορετικό καθεστώς, γεγονός που μόνο ανασφάλεια δύναται να δημιουργήσει, εάν δεν προσκαλέσει και την κακώς εννοούμενη δικονομική ευρηματικότητα των διαδίκων, την κακοπιστία των οποίων δεν δύναται κανείς να αποκλείσει. Για να αποφευχθεί το πρόβλημα αυτό θα πρέπει, μόνο για το ζήτημα του κύρους των συμφωνιών παρεκτάσεως, να λαμβάνεται υπόψη ένα διαφορετικό κριτήριο υπό την έποψη του διαχρονικού δικαίου. Αντί το κύρος μίας συμφωνίας παρεκτάσεως να κρίνεται με βάση τον χρόνο άσκησης της αγωγής, προτιμότερο θα ήταν το κύρος αυτής να κρίνεται με βάση τον χρόνο της συνομολογήσεώς της: εάν μία ρήτρα παρεκτάσεως, δηλαδή, συνομολογήθηκε πριν την 31.12.2020, τότε αυτή θα πρέπει να κρίνεται με βάση το άρθρο 25 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, ανεξάρτητα από το εάν εισάγεται προς δικαστική κρίση με ένδικο βοήθημα το οποίο ασκήθηκε από την 01.01.2021 και εξής. Εάν, αντίθετα, μία ρήτρα παρεκτάσεως συνομολογήθηκε μετά την 01.01.2021 δεν θα κρίνεται κατ’ αρχήν από το άρθρο 25 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, εκτός κι εάν συντρέχουν περιστάσεις τέτοιες που δικαιολογούν την εφαρμογή του σε βρετανικού ενδιαφέροντος υποθέσεις και μετά την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση42.

2.1.2.8.- Η τελευταία αυτή επισήμανση αποκαλύπτει και ένα δεύτερο πρόβλημα που θα χαρακτηρίζει στο εξής τη δικονομική διαχείριση των συμφωνιών παρεκτάσεως. Πράγματι, για όσες συμφωνίες παρεκτάσεως συνάπτονται μετά την 01.01.2021 δεν υπάρχει ξεκάθαρο δικονομικό καθεστώς που να ρυθμίζει το κύρος τους. Είναι βέβαια ακριβές ότι η Μεγάλη Βρετανία έχει ήδη προσχωρήσει στην Διεθνή Σύμβαση της Χάγης του 2005 για την κατάρτιση, αναγνώριση και εκτέλεση συμφωνιών παρεκτάσεως σε διασυνοριακές αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Το πεδίο εφαρμογής, όμως, της Συμβάσεως αυτής είναι ιδιαίτερα περιορισμένο, αφού καλύπτει μόνο τις αποκλειστικές συμφωνίες παρεκτάσεως και μόνο υπό συγκεκριμένους γεωγραφικούς όρους που εξαρτώνται από τις ιδιαιτερότητες της εκάστοτε υποθέσεως, η δε σχέση της με τον Κανονισμό Βρυξέλλες Ια, τη Σύμβαση του Λουγκάνο και το εθνικό δίκαιο είναι χαρακτηριστικά περίπλοκη43. Με άλλα λόγια, η Σύμβαση της Χάγης του 2005 δεν αποτελεί τέλειο υποκατάστατο του άρθρου 25 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, ούτε καθιστά την εφαρμογή αυτού αδύνατη ή απίθανη, γεγονός που δημιουργεί περιθώριο για επίπονες ερμηνευτικές προσεγγίσεις ήδη στο επίπεδο του εντοπισμού του δικονομικού καθεστώτος που θα διέπει το κύρος μίας συμφωνίας παρεκτάσεως. Είναι φυσικά αυτονόητο ότι κάτι τέτοιο μόνο επιθυμητό δεν είναι, συνιστά δε χαρακτηριστικό παράδειγμα της αναγκαιότητας για ομαλοποίηση των δικονομικών σχέσεων Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Μεγάλης Βρετανίας.

2.1.2.9.- Ανεξάρτητα, τέλος, από τα προβλήματα του διαχρονικού δικαίου και του πεδίου εφαρμογής, η μετάπτωση της Μεγάλης Βρετανίας σε τρίτη χώρα δημιουργεί και ένα τελευταίο, ιδιαίτερα ακανθώδες μάλιστα, ζήτημα. Τί θα συμβεί στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία ρήτρα παρεκτάσεως σε διασυνοριακή υπόθεση καταλύει την διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίων κράτους μέλους (ιδίως της Ελλάδος) και απονέμει δικαιοδοτική εξουσία στα βρετανικά δικαστήρια44; Εφαρμόζεται τότε το άρθρο 25 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, ήτοι δικαιούνται τα ελληνικά δικαστήρια να κρίνουν το κύρος της ρήτρας παρεκτάσεως με την οποία τους αφαιρείται η διεθνής δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 25 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια; Η απάντηση δεν είναι εδώ απλή, ιδίως μάλιστα ενόψει του γεγονότος ότι η μέχρι τώρα νομολογία του ΔΕΕ στέλνει μάλλον αντιφατικά μηνύματα: ενώ στην υπόθεση Coreck Maritime45 το ΔΕΕ εκτίμησε ότι το άρθρο 25 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια δεν τυγχάνει εφαρμογής όταν η διεθνής δικαιοδοσία έχει δια παρεκτάσεως αφαιρεθεί από τα δικαστήρια κράτους μέλους και έχει απονεμηθεί, αντίστοιχα, στα δικαστήρια τρίτης χώρας, στην υπόθεση Mahamdia46, αντίθετα, αποφάνθηκε ότι οι διάδικοι δεν είναι σε θέση να καταλύουν τις προστατευτικές δικαιοδοτικές ρυθμίσεις του κανονισμού υπέρ της δικαιοδοσίας δικαστηρίων τρίτης χώρας δια συμφωνίας παρεκτάσεως. Στην επιστήμη, πάντως, φαίνεται να βρίσκει μεγαλύτερη ανταπόκριση η απόψη περί εφαρμογής του άρθρου 25 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια και στις συμφωνίες παρεκτάσεως δια των οποίων η δικαιοδοσία των δικαστηρίων κράτους μέλους καταλύεται υπέρ των δικαστηρίων τρίτης χώρας, ανεξάρτητα από το εάν η διαφορά αναφέρεται σε κοινωνικοοικονομικά ασθενέστερο διάδικο ή όχι47.

2.2.- Το πρόβλημα των παράλληλων διαδικασιών μετά το Brexit

2.2.1.- Η νεκρανάσταση των antisuit injunctions;

2.2.1.1.- Η έκδοση αντιαγωγικών διαταγών από τα βρετανικά δικαστήρια, μηχανισμός στον οποίον καταφεύγουν όταν επιθυμούν να προστατεύσουν τη διεθνή τους δικαιοδοσία έχει απασχολήσει έντονα τόσο την αλλοδαπή όσο και την ημεδαπή επιστήμη και νομολογία48. Πράγματι, όταν τα βρετανικά δικαστήρια θεμελιώνουν τη διεθνή τους δικαιοδοσία, επιχειρούν δια της εκδόσεως αντιαγωγικών διαταγών, να αποφύγουν το ενδέχομενο να προσφύγουν οι διάδικοι στα δικαστήρια άλλης χώρας.

2.2.1.2.- Το ΔΕΕ είχε την ευκαιρία να αποφανθεί για την εγκυρότητά τους στο πλαίσιο του ενιαίου ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου με τις αποφάσεις του στις υποθέσεις Turner/Grovit49 και West Tankers50 . Σε αμφότερες τις περιπτώσεις το ΔΕΕ εκτίμησε ότι τα βρετανικά antisuit injunctions δεν είναι συμβατά με το πνεύμα εμπιστοσύνης και συνεργασίας που θα πρέπει να διέπει την ευρωπαϊκή δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

2.2.1.3.- Εξίσου επιφυλακτική στάση τηρούν και τα ελληνικά δικαστήρια51, η στάση τους δε αυτή δεν φαίνεται ότι δύναται να μεταβληθεί μετά την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την Ε.Ε.52.

2.2.2.- Η τραγική ειρωνεία του άρθρου 31 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια

2.2.2.1.- Η έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας από την ευρωπαϊκή οικογένεια και η μη εφαρμογή του άρθρου 31 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια πλέον σε αυτή είναι μία ιστορική, τουλάχιστον, παραδοξότητα, αφού η Μεγάλη Βρετανία πίεσε ιδιαίτερα για την υιοθέτηση του κανόνα αυτού. Πράγματι. Αφ’ ης στιγμής εκδόθηκε η (μάλλον ατυχής) απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Gasser/MISAT53 δημιουργήθηκε ένταση και δυσαρέσκεια στη βρετανική επιστήμη και νομολογία, γεγονός αναμενόμενο, εάν αναλογιστεί κανείς την μεγάλη σημασία που το βρετανικό δίκαιο αποδίδει στις συμφωνίες παρεκτάσεως.

2.2.2.2.- Ο ευρωπαίος νομοθέτης, πράττοντας μάλλον ώριμα, είδε στην αντιπαράθεση αυτή μία ευκαιρία για σύνθεση και περαιτέρω βελτίωση του ευρωπαϊκού δικονομικού περιβάλλοντος, ιδίως αναφορικά με την λειτουργία των συμφωνιών παρεκτάσεως. Για τον λόγο αυτό προσέθεσε τις παραγράφους 2 έως 4 στο άρθρο 31 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, προκειμένου να εξασφαλίσει, μέσω ενός πολύπλοκου ομολογουμένως μηχανισμού54, ότι οι συμφωνίες παρεκτάσεως θα γίνονται σεβαστές από τους διαδίκους στον ενιαίο ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο και ότι θα αποφεύγεται η καταστρατηγική προσφυγή σε μη παρεκτεινόμενα δικαστήρια.

2.2.2.3.- Με την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την μη εφαρμογή του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια σε αυτή τα βρετανικά δικαστήρια δεν μπορούν πλέον να απολαύσουν την προστασία που θα τους παρείχε το άρθρο 31 αυτού (εν. του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια). Δεν αποκλείεται να καλύψουν, πάντως, το κενό αυτό με την έκδοση anti-suit injunctions, η νομιμότητα και εγκυρότητα των οποίων δεν είναι, όμως, όπως σημειώθηκε και ανωτέρω55 αυτονόητη.

2.2.3.- Η βρετανική παρακαταθήκη: τα άρθρα 33 και 34 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια επιστρέφουν σπίτι.

2.2.3.1.- Τα άρθρα 33 και 34 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια αποτελούν άλλον έναν βρετανικής εμπνεύσεως θεσμό, η υιοθέτηση του οποίου καταδεικνύει την ιδιαίτερη ωριμότητα και, ταυτόχρονα, το υψηλό επίπεδο της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις που επιτεύχθηκε στους κόλπους της ευρωπαϊκής οικογένειας.

2.2.3.2.- Στον απόηχο της απορρίψεως εκ μέρους του ΔΕΕ του μηχανισμού του forum conveniens/forum non conveniens56 ο ευρωπαίος νομοθέτης αφουγκράστηκε τις πρακτικές ανάγκες που ο θεσμός αυτός καλύπτει, καθώς και τα πιθανά οφέλη που θα μπορούσε να αποκομίσει από την εν γένει πληρέστερη αντιμετώπιση και τον εν γένει αποδοτικότερο συντονισμό των παράλληλων διαδικασιών που εκκρεμούν μεταξύ δικαστηρίων των κρατών μελών και δικαστηρίων τρίτων χωρών. Πράγματι, επί τη βάσει μίας σειράς ευέλικτων κριτηρίων, όμοιων εν πολλοίς με αυτά που τα βρετανικά δικαστήρια αξιολογούν στο πλαίσιο του θεσμού του forum conveniens/forum non conveniens, τα άρθρα 33 και 34 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια επιβάλλουν τον συντονισμό των διαδικασιών που εκκρεμούν ταυτόχρονα τόσο σε δικαστήρια κρατών μελών όσο και σε δικαστήρια τρίτων χωρών57.

2.2.3.3.- Η εισδοχή των άρθρων αυτών στην ελληνική έννομη τάξη δεν είναι δυσχερής, δεδομένου ότι σύμφωνα με την κρατούσα άποψη σε επιστήμη και νομολογία, τα ελληνικά δικαστήρια εύλογα λαμβάνουν υπόψη τους την εκκρεμοδικία που δημιουργείται από διαδικασία που έχει ξεκινήσει σε τρίτη χώρα58. Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι κατά το αυτόνομο εσωτερικό μας δίκαιο η συνάφεια δεν είναι λόγος αναστολής μίας παράλληλης διαδικασίας, αλλά αυτόνομη δικαιοδοτική βάση (βλ. άρθρο 31 ΚΠολΔ)59. Ο κανονισμός Βρυξέλλες Ια, όμως, με το άρθρο 34 αυτού υποκαθιστά την αυτόνομη ελληνική διάταξη, εν προκειμένω το άρθρο 31 ΚΠολΔ, ακόμη και σε υποθέσεις που εκκρεμούν σε τρίτες χώρες, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, με αποτέλεσμα ακόμη και σε υποθέσεις που αφορούν τρίτες χώρες, να μην είναι απόλυτα αυτονόητη η θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων στο άρθρο 31 ΚΠολΔ. Στο εξής η συνάφεια μόνο ως λόγος αναστολής της ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων υποθέσεως μπορεί να λειτουργήσει. Δεδομένου, άλλωστε, ότι από 1.1.2021 η Μεγάλη Βρετανία λογίζεται ως τρίτο κράτος, τα αυτά θα ισχύουν και για όλες τις βρετανικού ενδιαφέροντος υποθέσεις.

2.2.3.4.- Τα άρθρα 33 και 34 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια συνιστούν χαρακτηριστικό παράδειγμα της βρετανικής παρακαταθήκης στο σώμα του αυτόνομου ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου, παρακαταθήκη, μάλιστα, η οποία δεν έχει συμβολική και μόνον σημασία, αλλά, με την ευκαιρία της εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την Ε.Ε., αποκτά και ιδιαίτερη πρακτική αξία: τα άρθρα 33 και 34 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια θα συνεχίσουν να ισχύουν και μετά την 1.1.2021 στον βρετανικό χώρο, μόνο που τα βρετανικά δικαστήρια δεν θα είναι πλέον ισότιμοι ευρωπαϊκοί εταίροι, αλλά τα δικαστήρια της τρίτης εκείνης χώρας, η δικαστική διαδικασία της οποίας ενδέχεται να προκαλέσει αναστολή της δίκης σε κάποιο κράτος μέλος της Ε.Ε., ιδίως δε στην Ελλάδα. Κατά τρόπο που μόνο σε αρχαιοελληνική, δηλαδή, τραγωδία αρμόζει, τα άρθρα 33-34 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια θα χρησιμοποιούνται από τα ελληνικά πλέον δικαστήρια απέναντι στα δικαστήρια του πρώην εκείνου εταίρου, ήτοι της Μεγάλης Βρετανίας, το δικαιϊκό σύστημα και οι πολιτικοί ελιγμοί του οποίου επέβαλαν την υιοθέτησή τους.

3.- Αντί επιλόγου: παράθυρο στο μέλλον

3.1.- Επόμενο τρένο για Λουγκάνο;

3.1.1.- Παρά το γεγονός ότι ο ΚΠολΔ, έτσι όπως ισχύει και έτσι όπως μπορεί να ερμηνευθεί διαμέσου της ευρείας ευρωπαϊκής εμπειρίας των ελληνικών δικαστηρίων, είναι σε θέση να παράσχει ικανοποιητικές, ως ένα βαθμό, λύσεις, η προσφυγή σε αυτόν μάλλον ως προσωρινή θα ήταν επιθυμητό να παραμείνει. Η υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου καθεστώτος συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και της Μεγάλης Βρετανίας μόνο ως ευπρόσδεκτη θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί.

3.1.2.- Στον ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο, μάλιστα, φαίνεται να υπάρχει ήδη ένα πρόσφορο δικαιοδοτικό σχήμα για να καλύψει τη δικαστική συνεργασία μεταξύ της Ε.Ε. και της Μεγάλης Βρετανίας. Ο λόγος, φυσικά, για τη Σύμβαση του Λουγκάνο, στην οποία η Μεγάλη Βρετανία επιχειρεί ήδη να προσχωρήσει ως ανεξάρτητη τρίτη χώρα60, βρίσκοντας μάλιστα σημαντική στήριξη από την Ισλανδία, τη Νορβηγία και την Ελβετία61. Προκειμένου να καταστεί, βέβαια τούτο εφικτό, θα πρέπει να συμφωνήσει και η Ε.Ε., η στάση της οποίας δεν έχει ακόμη διαφανεί.

3.1.3.- Σε κάθε περίπτωση, ο μηχανισμός της Συμβάσεως του Λουγκάνο είναι σε γενικές γραμμές πρόσφορος και κατάλληλος και δύναται να αποτελέσει μία ενδιαφέρουσα διάδοχη κατάσταση. Δεν λείπει, βέβαια, και στην περίπτωση αυτή η ανάγκη για προσαρμογές. Η Σύμβαση του Λουγκάνο απηχεί τις διατάξεις του Κανονισμού Βρυξέλλες Ι και δεν έχει μέχρι και σήμερα συντονιστεί με το περιεχόμενο του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, γεγονός το οποίο έχει προ πολλού επισημανθεί στην επιστήμη62. Η ανανέωση των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας, έτσι ώστε να αντικατοπτρίζουν αυτούς του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, η απαγόρευση της καταχρηστικής προσφυγής σε μη παρεκτεινόμενο δικαστήριο (κατά τρόπο όμοιο με το άρθρο 31 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια), η κατάργηση του exequatur, είναι κάποια μόνο από τα βήματα που θα έπρεπε να γίνουν, έτσι ώστε το επίπεδο της δικαστικής συνεργασίας να εναρμονιστεί στο σύνολο, ουσιαστικά, της ευρωπαϊκής Ηπείρου. Η προσχώρηση, ωστόσο, της Μεγάλης Βρετανίας στη Σύμβαση του Λουγκάνο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ευκαιρία για την επίτευξη του ως άνω συντονισμού της με τον Κανονισμό Βρυξέλλες Ια.

3.1.4.- Στην κεντροευρωπαϊκή, κυρίως, επιστήμη63 εκφράζονται φόβοι ότι η Σύμβαση του Λουγκάνο δεν είναι πρόσφορη και κατάλληλη, ιδίως για την Ε.Ε. λύση, ενόψει του γεγονότος ότι σύμφωνα με το Πρωτόκολλο υπ’ αριθ. 2 της Συμβάσεως του Λουγκάνο64 τα βρετανικά δικαστήρια δεν δεσμεύονται από τη, σχετική με τη Σύμβαση του Λουγκάνο και τον ομογάλακτό της Κανονισμό Βρυξέλλες Ια, νομολογία του ΔΕΕ65. Οι φόβοι αυτοί είναι, ως έναν βαθμό, κατανοητοί, στηρίζονται, μάλιστα, σε πραγματικά δεδομένα. Δεν είναι, όμως, βέβαιο έαν δικαιολογούν το χαρακτηρισμό της Συμβάσεως του Λουγκάνο ως απρόσφορου δικαιοδοτικού οχήματος και εάν, συνακόλουθα, υποδεικνύουν την αντ’ αυτής επιλογή της καταρτίσεως ειδικής διμερούς διεθνούς Συμβάσεως με τη Μεγάλη Βρετανία ως καταλληλότερης λύσεως. Ενώ, δηλαδή, θεωρητικά η κατάρτιση διμερούς διεθνούς Συμβάσεως με την Μεγάλη Βρετανία, στο πλαίσιο της όποιας όχι μόνο θα ρυθμιστούν οι πλείστες όσες ιδιαιτερότητες του βρετανικού δικαίου αλλά και θα εξασφαλιστεί η δικαιοδοτική εποπτεία του ΔΕΕ φαίνεται ιδανική, εντούτοις, μοιάζει να αγνοεί, ως έναν τουλάχιστον βαθμό, την σκληρή πραγματικότητα: η Μεγάλη Βρετανία είναι διατεθειμένη να περιορίσει τις φιλοδοξίες της ως ένα βαθμό, δεν επιθυμεί όμως την δέσμευσή της από ένα καθεστώς που θα ταυτίζεται ουσιαστικά με τον Κανονισμό Βρυξέλλες Ια. Χωρίς και τη δική της συγκατάνευση η επίτευξη μίας βιώσιμης συνολικής λύσης δεν είναι εφικτή, ούτε, βέβαια, είναι παραγωγικό να αγνοεί κανείς τις διαπραγματευτικές παραμέτρους που αυτή έχει θέσει66. Η Σύμβαση του Λουγκάνο είναι αποδεδειγμένα χώρος εκτονώσεως των εθνικών και περιφερειακών εντάσεων και forum συνθέσεως των διαφορετικών δικονομικών παραδόσεων. Δεν διαφέρει στο επίπεδο αυτό από τον ίδιο τον Κανονισμό Βρυξέλλες Ια, η δε πραγματικότητα έχει ήδη αποδείξει ότι τόσο το ΔΕΕ όσο και τα βρετανικά δικαστήρια είναι σε θέση να δείξουν τον απαραίτητο αμοιβαίο σεβασμό και την επιβεβλημένη ερμηνευτική αυτοσυγκράτηση. Ευρωπαϊκή Ένωση και Μεγάλη Βρετανία, ακριβώς λόγω της συμμετοχής της τελευταίας στον σκληρό πυρήνα του ενιαίου ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου, βρίσκονται πιο κοντά, ιδίως σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες που συμμετέχουν στη Σύμβαση του Λουγκάνο, από όσο συνήθως επιλέγεται. Στη βρετανική επιστήμη πληθαίνουν, άλλωστε, οι φωνές που προσκαλούν τον εκεί εθνικό νομοθέτη και τα εκεί εθνικά δικαστήρια να αντιμετωπίσουν την εκπνεύσασα συμμετοχή τους στον ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο ως ευκαιρία για την ανανέωση του παραδοσιακού βρετανικού δικονομικού δικαίου και την υιοθέτηση νέων κανόνων και λύσεων που θα διαπνέονται από το πνεύμα του ευρωπαϊκού δικαίου67. Ενώ, δηλαδή, η απώλεια της ομογενοποιητικής εποπτείας του ΔΕΕ δικαιολογεί σίγουρα κάποιας μορφής περίσκεψη, δεν θα έπρεπε ίσως να οδηγεί σε αντιπαραγωγική καχυποψία απέναντι σε κάθε προσπάθεια γεφύρωσης του χάσματος που δημιουργήθηκε με την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την Ε.Ε. και την μετάπτωσή της σε καθεστώς τρίτης χώρας υπό την έποψη της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

3.2.- Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους;

3.2.1.- Πέρα από τα όσα τεχνικά ζητήματα εξετάστηκαν ανωτέρω, η έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας από την ευρωπαϊκή οικογένεια δεν σημαίνει μόνο την απώλεια, εκ μέρους των βρετανικών δικαστηρίων, της δυνατότητας να εξασφαλίζουν αυτόματη και ακώλυτη σχεδόν αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεών τους στον ενιαίο ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο. Σημαίνει και ταυτόχρονη έξοδο από τους κόλπους της ευρωπαϊκής δικονομικής οικογένειας και του Λονδίνου, το οποίο παραδοσιακά συνιστά το σημαντικότερο παγκόσμιο κέντρο εκδικάσεως διασυνοριακών υποθέσεων.

3.2.2.- Αυτό, δηλαδή, που μέχρι πρότινος ήταν κοινό, τρόπον τινά, ευρωπαϊκό κτήμα, δεδομένου ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο συνέβαλε πολλαπλώς στην διαμόρφωση των συνθηκών εκδικάσεως πολύπλοκων, πολυάριθμων και πολυεπίπεδων διασυνοριακών υποθέσεων από τα δικαστήρια του Λονδίνου, είναι πλέον κραυγαλέο επίτευγμα ενός δικονομικού ανταγωνιστή: το Brexit δεν έχει μέχρι στιγμής φθείρει την αίγλη του Λονδίνου ως διεθνούς κέντρου εκδικάσεως διασυνοριακών υποθέσεων. Δεδομένου, εξάλλου, ότι η Μεγάλη Βρετανία δεν είναι πλέον μόνο εταίρος αλλά ταυτόχρονα και σημαντικός περιφερειακός αντιθετικός πόλος στην πολιτική, οικονομική και νομική κουλτούρα και ακτινοβολία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, η αντιπαράθεση οξύνεται. Τα δικαστήρια του Λονδίνου δεν είναι κατάλληλα να εκδικάζουν πολύπλοκες διασυνοριακές υποθέσεις μόνο και μόνο λόγω της ιδιαίτερης εθνικής τους παραδόσεως, αλλά και γιατί επί 40 και πλέον χρόνια συμμετείχαν σε ένα φιλόδοξο και εξαιρετικά προωθημένο πείραμα δικονομικής ενοποίησης περισσοτέρων εθνικών δικαίων, ήτοι συμμετείχαν σε ένα σχήμα που τους προσέφερε τις καλύτερες συνθήκες για μετεξελίξουν το παραδοσιακό τους δίκαιο έτσι που να είναι ιδιαιτέρως ελκυστικό και πρόσφορο για την επίλυση διασυνοριακών υποθέσεων.

3.2.3.- Η ηγεμονική της θέση στην αγορά εκδικάσεως και επιλύσεως διασυνοριακών υποθέσεων παραμένει, επί του παρόντος, άθικτη. Ήδη, όμως, άλλοι περιφερειακοί παράγοντες σπεύδουν να εκμεταλλευτούν τους όποιους βρετανικούς τριγμούς δημιουργεί ο αποπροσανατολισμός του Brexit: η Σιγκαπούρη, για παράδειγμα, έχει ήδη δημιουργήσει δικαστήρια αφιερωμένα στην επίλυση διασυνοριακών υποθέσεων με ιδιαίτερη και προσαρμοσμένη σε αυτές δικονομία και διαδικασία, επίσημη γλώσσα των οποίων είναι η αγγλική68. Στην Ευρώπη, αντίθετα, αντίστοιχες κινήσεις βρίσκονται σε εμβρυακό και μόνο στάδιο επί του παρόντος69. Στη Γαλλία70 και τη Γερμανία71, για παράδειγμα, οι προσπάθειες αυτές χαρακτηρίζονται από μία μάλλον άγονη εμμονή σε παραδοσιακούς εθνικούς δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι από τη φύση τους δεν είναι πάντοτε κατάλληλοι και πρόσφοροι για την εκδίκαση διασυνοριακών υποθέσεων. Ταυτόχρονα, οι γαλλικές και γερμανικές πρωτοβουλίες κατατρύχονται από μία ατέρμονη συζήτηση γύρω από την γλώσσα της διαδικασίας, ήτοι εάν αυτή πρέπει, εν όλω ή εν μέρει, να διεξάγεται στην εκάστοτε εθνική γλώσσα (γαλλικά και γερμανικά αντίστοιχα) ή εάν θα πρέπει να κυριαρχεί η αγγλική ως lingua franca των διεθνών συναλλαγών, και άρα διαφορών. Οι παθογένειες και οι περιορισμοί αυτοί υπονομεύουν ένα ήδη επιφυλακτικό άνοιγμα προς τον κόσμο και υποθηκεύουν υπαρξιακά τις όποιες πιθανότητες επιτυχίας μίας τέτοιας προσπάθειας72. Περισσότερο ελπιδοφόρα μοιάζει η κατάσταση στην Ολλανδία73. Πράγματι, ο ολλανδός νομοθέτης έχει δημιουργήσει ειδικά τμήματα στα πολιτικά δικαστήρια της χώρας, τα οποία είναι αφιερωμένα στην εκδίκαση διασυνοριακών υποθέσεων, διέπονται από ειδικούς δικονομικούς κανόνες74 και αδιαμαρτύρητα αποδέχονται την αγγλική ως γλώσσα της διαδικασίας (τουλάχιστον μέχρι και τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας˙ και ο ολλανδός νομοθέτης δεν κατάφερε ακόμη να υπερβεί το ψυχολογικό όριο της υιοθέτησης μίας ξένης γλώσσας στην αναιρετική διαδικασία ενώπιον του ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας, τουλάχιστον για την ώρα).

3.2.4.- Κι ενώ τέτοιες εθνικές πρωτοβουλίες είναι, ασφαλώς, ευπρόσδεκτες, ερωτηματικά εγείρει η ηχηρή σιωπή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Ο χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης συμπληρώνει πενήντα τρία ολόκληρα χρόνια ζωής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει, δηλαδή, θεσμικά και ουσιαστικά αποδείξει ότι είναι σε θέση να ενώσει δικονομικές κουλτούρες, να οσμώσει δικονομικές συνήθειες, να δημιουργήσει καινούργιες δικονομικές λύσεις και να διευκολύνει ουσιαστικά την επίλυση διασυνοριακών αστικών και εμπορικών υποθέσεων. Γιατί άραγε να εξαντλείται η προσπάθεια αυτή μόνο εντός των συνόρων της; Η Μεγάλη Βρετανία εξήλθε από την ευρωπαϊκή οικογένεια και στρέφει το βλέμμα της προς τις μεγάλες εσχατιές του παγκόσμιου δικονομικού χώρου, έχοντας παρακαταθήκη την αναμφίλεκτη δικονομική της παράδοση στη διαχείριση διασυνοριακών υποθέσεων αλλά και την εμπειρία, την γνώση, τα διδάγματα και την αυτοπεποίθηση που της έδωσε η συμμετοχή της στον ενιαίο ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο. Σκοπεύει, μάλιστα, να εκμεταλλευτεί το ευρωπαϊκό της ταξίδι σαν ένα επίπονο συνάμα όμως και απαραίτητο πρελούδιο της πανηγυρικής της επιστροφής της στον διεθνή δικονομικό χώρο75. Η Ευρώπη άραγε, αυτή που πρώτη παιάνισε και πρώτη πέτυχε την πλέον προωθημένη δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, τί έχει να φοβηθεί; Η ιστορία και η πραγματικότητά της κραυγάζουν πως δεν έχει τίποτε να φοβηθεί και τίποτε να ζηλέψει76. Η δε Ελλάδα, ένα από τα αρχαιότερα κράτη-μέλη με την δική της ιδιαίτερη δικονομική παράδοση και συμβολή στην ευρωπαϊκή δικονομική ενοποίηση, θα έπρεπε, ίσως, να επιχειρήσει να καταστεί πρωτεργάτης της ευρωπαϊκής εξωστρέφειας, αποφεύγοντας έτσι να αναρωτιέται ακόμη, καθώς ο δικονομικός κόσμος γύρω της θα αλλάζει ανεπίστρεπτα, εκείνο το αθεράπευτα βασανιστικό καβαφικό: “… Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις …”.

1 Τα δεδομένα και την πραγματικότητα της αποχωρήσεως της Μεγάλης Βρετανίας από την ευρωπαϊκή οικογένεια συνοψίζει με την απαραίτητη φλεγματική ουδετερότητα ο Dickinson, Close the Door on Your Way Out - A Bystander’s Guide to Brexit, διαθέσιμο σε https://ora.ox.ac.uk/objects/uuid:bde6ae8d-59a4-43a1-8085-65f9b993a996/d... (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021).

2 Για μια συνεκτική ιστορική αναδρομή σε αυτόν βλ. Hess, Die Europäisierung des internationalen Zivilprozessrechts durch den Amsterdamer Vertrag – Chancen und Gefahren, NJW 2000.23 επ..

3 Για την όσμωση των δικονομικών συστημάτων της ηπειρωτικής Ευρώπης και της Μεγάλης στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ιδίως δε την επιρροή του ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου στο βρετανικό βλ. Nylund/Standberg, An Examination of the Influence of European Union Law on English Civil Procedure σε Nylund/Standberg (επιμ.), Civil procedure and harmonization of law, 2019, σ. 99 επ..

4 Βλ. όλως ενδεικτικώς Roberts, Five reasons why the Brexit negotiations have just got more difficult, διαθέσιμο σε https://www.theguardian.com/politics/2017/dec/05/five-reasons-why-the-br... (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021), Katwala, The Brexit Negotiations - What do the British Want?, διαθέσιμο σε http://library.fes.de/pdf-files/id/13844.pdf (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021), ενώ ως προς τις βρετανικές διαπραγματευτικές ιδιαιτερότητες βλ. Martill, Hard bargaining dies hard: the cultural factors behind Britain’s ill-suited Brexit negotiation, διαθέσιμο σε strategyhttps://blogs.lse.ac.uk/politicsandpolicy/hard-bargaining-brexit/ (τελευταία επίσκεψη 9.3.2021).

5 Για μία συνεκτική αποδελτίωση των τριών αυτών τάσεων βλ. εγγύτερα Rühl, Judicial Cooperation in Civill and Commercial Matters, διαθέσιμο σε https://www.law.ox.ac.uk/sites/files/oxlaw/ruehl.pdf (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021).

6 ΕΕ L 299 της 31.12.1972, σ. 0032 - 0042.

7 EE L 339 της 21.12.2007, σ. 3–41.

8 Διαθέσιμες σε https://assets.publishing.service.gov.uk/government/uploads/system/uploa... (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021) και https://assets.publishing.service.gov.uk/government/uploads/system/uploa... (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021).

9 Έτσι ιδίως οι Aikens/Dinsmore, Jurisdiction, Enforcement and the Conflict of Laws in Cross-Border Commercial Disputes: What are the Legal Consequences of Brexit?, EBLR 2016.903 επ., ιδίως σ. 906-912.

10 Ιδιαιτέρως θετικός ως προς την αναβίωση της Συμβάσεως των Βρυξελλών ο Ungerer, Brexit von Brüssel und den anderen EU-Verordnungen zum Internationalen Zivilverfahrens- und Privatrecht σε Kramme/Baldus/Schmidt-Kessel (επιμ.), Brexit und die Juristische Folgen, 2017, σ. 297 επ..

11 Βλ. ανωτέρω σημ. 9 και 10.

12 Για μία αναλυτική καταγραφή των επιχειρημάτων που καταδεικνύουν την αδυναμία αναβιώσεως της Συμβάσως των Βρυξελλών του 1968 βλ. Dickinson, Dickinson on the Fate of the 1968 Brussels Convention: No Coming Back?, διαθέσιμο σε https://eapil.org/2021/02/19/dickinson-on-the-fate-of-the-1968-brussels-... (τελευταία επίσκεψη, 09.03.2021), Rühl, Judicial Cooperation in Civil and Commercial Matters after Brexit: Which way forward?, ICLQ 2018.99 επ., ιδίως σ. 104-107.

13Lehmann/Zetsche, Brexit and the Consequences for Commercial and Financial Relations between the EU and the UK, EBLR 2016.1004επ..

14 Βλ. στο ίδιο πνεύμα ενδεικτικά Lein, Unchartered Territory? A few thoughts on private international law post Brexit, YbPIL 2015.33επ..

15 Βλ. αναλυτικά Akehurst, Jurisdiction in international law, Brit. Y. B. Int’l L. 1972 – 1973. 145 επ..

16 Βλ. έτσι ενδεικτικά Μαριδάκη, Η εκτέλεσις αλλοδαπών αποφάσεων3, 1970, σ. 92 υπό ΙV, Geimer, IZPR6, 2009, σ. 968-969, αριθ. 2776 – 2777.

17 EE L 177 της 4.7.2008, σ. 6–16.

18 ΕΕ L 199 της 31.7.2007, p. 40–49.

19 Βλ. έτσι UK Statutory instruments 2019 No. 834, Exiting the European Union, Private International Law, διαθέσιμη σε https://www.legislation.gov.uk/uksi/2019/834/made (τελευταία επίσκεψη 10.3.2021).

20Dickinson, Walking Solo – A New Path for the Conflict of Laws in England, διαθέσιμο σε https://conflictoflaws.net/2021/walking-solo-a-new-path-for-the-conflict... (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021).

21 Βλ. έτσι τη χαρακτηριστική ρήση του Briggs, Secession from the European Union and private international law: the cloud with a silver lining, διαθέσιμο σε: https://www.law.ox.ac.uk/sites/files/oxlaw/adrian_briggs_brexit_lecture.pdf (τελευταία επίσκεψη, 09.03.2021): “...First it will be necessary to go through existing legislation with a blue pen, removing those parts which are not going to be compatible with secession…”.

22 Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ανακοίνωση προς τους ενδιαφερόμενους. Αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου και κανόνες της ΕΕ στον τομέα της αστικής δικαιοσύνης και του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (στο εξής Ανακοίνωση), 27.8.2020, διαθέσιμη σε https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/file_import/civil_justice_el_... (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021), σ. 9 αριθ. 3.2..

23 Βλ. τις σχετικές πληροφορίες έτσι όπως αναρτήθηκαν στην ιστοσελίδα της βρετανικής κυβερνήσεως https://www.gov.uk/government/publications/cross-border-civil-and-commer... (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021), ιδίως ενότητα 1.3.

24 Βλ. έτσι Lehmann, Brexit and the Brussels Convention: It’s All Over Now, Baby Blue?, διαθέσιμο σε https://eapil.org/2021/02/12/brexit-and-the-brussels-convention-its-all-... (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021). Βλ. επίσης την σχετική δημοσίευση του Peers, https://twitter.com/StevePeers/status/1359251129234837508 (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021), ο οποίος συνιστά και την βασική πηγή για την σχετική πληροφορία, η ακρίβεια της οποίας θα πρέπει, φυσικά, να επιβεβαιωθεί κάποτε και θεσμικά.

25 Το ογκώδες πλήρες κείμενο της οποίας είναι διαθέσιμο σε https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:22020A1231(01)&from=EN (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021).

26 Διόλου τυχαία γίνεται, συνεπώς, λόγος πλέον για ένα “σκληρό” Brexit στον χώρο της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, σε αυτό το πνεύμα λ.χ. Bert, Ein harter Brexit für die justizielle Zusammenarbeit in Zivil- und Handelssachen, διαθέσιμο σε https://www.zpoblog.de/ein-harter-brexit-fuer-die-justizielle-zusammenar... (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021).

27 Βλ. σε αυτό το πνεύμα van Calster, Seven swans a-swimming. The Hard Brexit for judicial co-operation in civil matters, διαθέσιμο σε https://gavclaw.com/2021/01/04/seven-swans-a-swimming-the-hard-brexit-fo... (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021).

28 Στο αυτό συμπέρασμα καταλήγει και ο Briggs, Secession from the European Union and private international law: the cloud with a silver lining, διαθέσιμο σε: https://www.law.ox.ac.uk/sites/files/oxlaw/adrian_briggs_brexit_lecture.pdf (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021).

29 Βλ. χαρακτηριστικά Κεραμέως σε U. Magnus/P. Mankowski (επιμ.), Brussels I Regulation, 2007, σ. 635, ο οποίος σημείωνε εν προκειμένω: “… The very first purpose of the Brussels Convention elaborated under Art. 220 of the Treaty establishing the European Economic Community was to make the recognition and enforcement of judgements from Member States more rapid and simple. Recognition, and particularly enforcement, has been the main target envisaged by the Brussels Convention …”.

30 Βλ. χαρακτηριστικά ήδη κατά τον χρόνο θεσπίσεως της Συμβάσεως των Βρυξελλών του 1968 Hallstein, Angleichung des Privat- und Prozessrechts in der Europäischen Wirtschaftsgemeinschaft, RabelsZ 1964.211, ιδίως σ. 223 όπου επεσήμανε χαρακτηριστικά: “… Die Vereinfachung und Beschleunigung des Exequaturverfahrens allein war jedoch nicht ausreichend, um allen Anforderungen zu genügen, die an ein wirksames Verfahren der Rechtsverfolgung innerhalb eines einheitlichen Wirtschaftsraumes gestellt werden müssen. Man denke zum Beispiel an die Fälle, in denen die Vollstreckung im Anerkennungsstaat verweigert wird, weil in diesem Staat ein bereits ergangenes Urteil unvereinbar ist mit dem Urteil, um dessen Exequatur nachgesucht wird, oder weil im Anerkennungsstaat zwischen denselben Personen und in derselben Sache ein Verfahren schwebt. Wollte man die Zahl dieser Fälle verringern, so musste auch die territoriale Zuständigkeit durch das neue Abkommen unmittelbar geregelt werden …”, Κεραμέως, Γενική Εισαγωγή στη Σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, ΕΕΕυρΔ 1990.579, ιδίως σ. 582.

31 Για την αυτόνομη ερμηνεία των ευρωπαϊκών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας βλ. όλως ενδεικτικώς Schlosser, Vertragsautonome Auslegung, nationales Recht, Rechtsvergleichung und das EuGVÜ σε Baltzer/Baumgärtel/Peters/Pieper (επιμ.), Gedächtnisschrift für Rudolf Bruns, σ. 45, Scholz, Das Problem der autonomen Auslegung des EuGVÜ, 1998, σ. 1-46.

32 Βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ανακοίνωση προς τους ενδιαφερόμενους. Αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου και κανόνες της ΕΕ στον τομέα της αστικής δικαιοσύνης και του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (στο εξής Ανακοίνωση), 27.8.2020, διαθέσιμη σε https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/file_import/civil_justice_el_... (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021), σ. 7-10, αριθ. 3..

33 Για τον κοινό αυτό δικονομικό τόπο βλ. Κεραμέως, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο-Γενικό Μέρος, 1986, σ. 50: “… Η συγκέντρωση των αγωγών στα δικαστήρια της κατοικίας του εναγομένου αποτελεί εκδήλωση προστασίας του, έκφραση κάποιας νομικής ευμένειας …”, Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι, 2003, σ. 170, Grunsky/Jacoby, Zivilprozessrecht14, 2014, σ. 60, αριθ. 204: “… Klagen sind grundsätzlich am allgemeinen Gerichtsstand des Beklagten zu erheben, § 12. Der Beklagte wird dadurch bevorzugt. Er hat den Prozess nicht gewollt und auch keinen Einfluss auf den Zeitpunkt der Klageerhebung und den Verfahrensgegenstand. Als Ausgleich soll er gewissermaßen ein „Heimspiel“ haben …”.

34 Όπως χαρακτηριστικά έπραξε το 2011 πλάθοντας τη νέα μορφή του άρθρου 35 ΚΠολΔ, καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του άρθρου 7(2) του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια και της επ’ αυτού νομολογίας του ΔΕΕ, βλ. σχετικώς την αιτιολογική έκθεση του ν. 3994/2011 (διαθέσιμη σε https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c..., τελευταία επίσκεψη, 09.03.2021) όπου σημειώνεται προσφυώς: “... 2. Στον εξορθολογισµό κυρίως της διαδικασίας κατατείνουν µεταξύ άλλων οι ρυθµίσεις:

- των άρθρων 5 και 6 του σχεδίου, που αναµορφώνουν την κατά τόπον αρµοδιότητα επί αξιώσεων από αδικοπραξία και διατροφή. Επιβάλλεται πράγµατι από τη λογική και το δίκαιο όλες συλλήβδην οι διαφορές από αδικοπραξία να µπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο του τόπου όπου συνέβη το ζηµιογόνο γεγονός ή επίκειται η επέλευσή του, όπως επίσης επιβάλλεται και όλες οι αξιώσεις διατροφής να µπορούν να εισαχθούν στο δικαστήριο του τόπου όπου έχει την κατοικία του ή τη διαµονή του ο δικαιούχος της διατροφής. Με τις νέες αυτές ρυθµίσεις ο ΚΠολΔ ευθυγραµµίζεται µε τις αντίστοιχες ρυθµίσεις του Κανονισµού 44/2001 (Βρυξέλλες Ι) ”. Το αυτό έπραξε και το 2012 με την δωσιδικία της έδρας των νομικών προσώπων αναμορφώνοντας το άρθρο 25 § 2 του ΚΠολΔ, έτσι ώστε αυτό να ταυτίζεται με το άρθρο 7(5) του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, βλ. σχετικώς την αιτιολογική έκθεση του ν. 4055/2012 (διαθέσιμη σε https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c..., τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021),, όπου σημειώνεται: “... Επίσης µε την προσθήκη στο άρθρο 25 προσδιορίζεται η δωσιδικία των νοµικών προσώπων όχι µόνον από την έδρα τους αλλά και από το τυχόν υποκατάστηµά τους, όταν βέβαια πρόκειται για διαφορές που προκύπτουν από την εκμετάλλευσή του. Με τον τρόπο αυτόν διευκολύνονται οι διάδικοι που κατοικούν στην περιφέρεια και έχουν συναλλαγές µε το υποκατάστημα του νοµικού προσώπου. Σημειώνεται ότι η ανωτέρω δωσιδικία προβλέπεται και στον Κανονισμό 44/2001 .

35 Είναι φυσικά άλλο το ζήτημα εάν και η βρετανική νομολογία θα συμπεριφερθεί με παρόμοιο τρόπο. Σε αυτό το σημείο, όμως, δεν ωφελεί η υπερβολική καχυποψία απέναντι σε έναν πρώην ομογάλακτο και νυν στρατηγικό δικονομικό εταίρο. Ακόμη κι εάν ο εταίρος αυτός είναι συνάμα και δικονομικός ανταγωνιστής.

36 Για τον ιδιαίτερα ευρύ χαρακτήρα των δικαιοδοτικών βάσεων του παραδοσιακού αγγλοσαξωνικού δικαίου βλ. όλως ενδεικτικώς Svantesson, Private International Law and the Internet, 2004, σ. 92-98.

37 Για τη ρύθμιση της διεθνούς δικαιοδοσίας για τις διαφορές που αναφέρονται σε trust κατά τον Κανονισμό Βρυξέλλες Ια βλ. Δεληκωστόπουλου, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων2, 2019, σ. 204-210.

38 Βλ. Έκθεση Almeida Cruz/Desantes Real/Jenard, διαθέσιμη σε https://op.europa.eu/en/publication-detail/-/publication/fda7f38c-8c7d-4... (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021), παράγραφος 25δ.

39 Βλ. Έκθεση Jenard/Möller, διαθέσιμη σε https://op.europa.eu/en/publication-detail/-/publication/2e7535fd-7882-4... (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021), παράγραφος 54, Έκθεση Pocar, διαθέσιμη σε https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:52009XG1223(04)&from=HR (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021), παράγραφος 93.

40 Σε αυτό το πνεύμα βλ. επίσης Νίκα/Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθ. 24 αριθ. 12.

41 Βλ. έτσι Magnus/Mankowski (-de Lima Pinheiro), Brussels Ibis Regulation, 2015, άρθ. 24 αριθ. 10.

42 Για την υιοθέτηση του χρόνου καταρτίσεως μίας συμφωνίας παρεκτάσεως ως κριτηρίου διαχρονικού δικαίου, κατ’ απόκλιση των όσων ισχύουν για τις υπόλοιπες δικαιοδοτικές βάσεις, οι οποίες κρίνονται με βάση τον χρόνο ασκήσεως του εκάστοτε κρινόμενου ένδικου βοηθήματος βλ. Poesen, EU-UK civil judicial cooperation after Brexit: Challenges and prospects for private international law, διαθέσιμο σε https://limo.libis.be/primo-explore/fulldisplay?docid=LIRIAS1952161&cont... (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021), σ. 5, αριθ. 13.

43 Βλ. άρθρο 26 της Συμβάσεως της Χάγης του 2005 σε https://assets.hcch.net/docs/510bc238-7318-47ed-9ed5-e0972510d98b.pdf (τελευταία επίσκεψη, 09.03.2021). Για τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής της Συμβάσεως της Χάγης του 2005 σε σχέση με τον Κανονισμό Βρυξέλλες Ια βλ. Hartley, International Commercial Litigation3, 2020, σ. 343, ο οποίος επιβεβαιώνει, μάλιστα, την πολυπλοκότητα του ζητήματος.

44 Θα πρόκειται δηλαδή εδώ για την αρνητική όψη της παρεκτάσεως, την derogatio υπέρ δικαστηρίων τρίτης χώρας, εν προκειμένω υπέρ των βρετανικών.

45 ΔΕΕ, 9.11.2000, Coreck Maritime GmbH/Handelsveem B.V., C-387/98, ECLI:EU:C:2000:606, παρ. 19.

46 ΔΕΕ, 19.7.2012, Mahamdia/Demokratische Volksrepublik Algerien, C-154/11, ECLI:EU:C:2012:491, παρ. 58-66

47 Βλ. έτσι χαρακτηριστικά και όλως ενδεικτικώς Magnus/Mankowksi (-Magnus), Brussels Ibis Regulation, 2015, άρθ. 25 αριθ. 37a.

48 Για την προβληματική των antisuit injunctions βλ. όλως ενδεικτικώς Ortolani, Anti-suit Injunctions in support of arbitration under the Recast Brussels I Regulation, Max Planck Institute Luxembourg for Procedural Law, Working Paper 6, 2015, διαθέσιμο σε https://www.mpi.lu/fileadmin/mpi/medien/research/Pietro_Orotolani_WPS_20... (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021), Καλαντζή, Σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ κρατικών δικαστηρίων και διαιτησίας ή διαμεσολάβησης στον ευρωπαϊκό χώρο, 2020, σ. 58-65 και τις εκεί περαιτέρω παραπομπές.

49 ΔΕΕ, 27.4.2004, Gregory Paul Turner/Felix Fareed Ismail Grovit, Harada Ltd and Changepoint SA, C-159/02, ECLI:EU:C:2004:228.

50 ΔΕΕ, 10.2.2009, Allianz SpA und Generali Assicurazioni Generali SpA/West Tankers Inc, C-185/07, ECLI:EU:C:2009:69.

51 Βλ. ΕφΠειρ 110/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

52 Για την γενικότερη συζήτηση και το εάν τα anti-suit injunctions θα πρέπει ή όχι να απορρίπτονται εν λευκώ από την ελληνική έννομη τάξη βλ. Τσικρικά, Ζητήματα από την αναγνώριση αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων στον ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο, ΕΠολΔ 2019.281.

53 ΔΕΕ, 9.12.2003, Gasser/MISAT, C-116/02, ECLI:EU:C:2003:657.

54 Για τον οποίον βλ. εγγύτερα Δεληκωστόπουλου, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων2, 2019, σ. 256-265, Αρβανιτάκη/Βασιλακάκη (-Ρεβολίδη), ΕρμΕΚ 1215/2012, άρθ. 31, αριθ. 4-21.

55 Υπό 2.2.1.

56 ΔΕΕ, 1.3.2005, Andrew Owusu v N. B. Jackson, C-281/02, ECLI:EU:C:2005:120

57 Για τον μηχανισμό των άρθρων 33 και 34 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια βλ. Δεληκωστόπουλου, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων2, 2019, σ. 265-269, Αρβανιτάκη/Βασιλακάκη (-Ρεβολίδη), ΕρμΕΚ 1215/2012, άρθ. 33-34.

58 Βλ. εγγύτερα Νίκα, Η ένσταση εκκρεμοδικίας στην πολιτική δίκη, 1991, σ. 66 επ.· Κεραμέα, Διεθνής εκκρεμοδικία, γνμδ., ΕλλΔνη 1988.1537.

59 Bλ. έτσι ΕφΑθ 4485/1992, Δ 1992.1049· ΕφΑθ 3597/1975, ΝοΒ 1975.1193· ΠΠρΠειρ 1481/1987, ΠειρΝ 1987.369· Τριανταφύλλου-Αλμπανίδου, Η δωσιδικία της συνάφειας κατά τον ΚΠολΔ και η συνάφεια κατά τον κανονισμό 44/2001, σ. 41 επ..

60 Βλ. Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, Guidance. Cross-border civil and commercial legal cases: guidance for legal professionals https://www.gov.uk/government/publications/cross-border-civil-and-commer... (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021).

61 Βλ. Υπουργείο Δικαιοσύνης του Ηνωμένου Βασιλείου, Support for the UK’s intent to accede to the Lugano Convention 2007, διαθέσιμο σε https://www.gov.uk/government/news/support-for-the-uks-intent-to-accede-... (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021).

62 Βλ. έτσι την εύλογη απορία του Pocar, A Partial Recast: Has the Lugano Convention Been Forgotten? σε Pocar/Viarengo/Villata (επιμ.) Recasting Brussels I, 2012, σ. 117 επ., ο οποίος λίγους, ουσιαστικά, μόλις μήνες πριν την υιοθέτηση του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια επεσήμανε την ανάγκη εναρμονίσεως της Συμβάσεως του Λουγκάνο με αυτόν και προέβη σε σχετικές προτάσεις.

63 Βλ. χαρακτηριστικά Hess, The Unsuitability of the Lugano Convention (2007) to Serve as a Bridge between the UK and the EU after Brexit, Max Planck Institute Luxembourg for Procedural Law, Research Paper Series No 2018 (2), διαθέσιμο σε https://www.mpi.lu/fileadmin/mpi/medien/research/MPEiPro/WPS2_2018_Hess_... (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021).

64 Διαθέσιμο σε https://curia.europa.eu/common/recdoc/convention/en/c-textes/lug02-idx.htm (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021).

65 Όπως επί λέξει ορίζει το Πρωτόκολλο 2 της Συμβάσεως του Λουγκάνο: “... DESIRING to prevent, in full deference to the independence of the courts, divergent interpretations and to arrive at as uniform an interpretation as possible of the provisions of the Convention, and of these provisions and those of the Brussels Convention which are substantially reproduced in this Convention …”.

66 Για τις δυσκολίες καταρτίσεως μίας διμερούς βλ. Rühl, Private International Law post-Brexit: Between Plague and Cholera, προδημοσίευση διαθέσιμη σε https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=3553768 (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021), με ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι η κατάρτιση διμερούς Συμβάσεως θα προσκρούσει όχι μόνο και όχι τόσο σε ουσιαστικά ζητήματα, αλλά κυρίως στο ζήτημα της δικαιοδοσίας του ΔΕΕ να την ερμηνεύει κυριαρχικά και κατά τρόπο δεσμευτικό και για τη Μεγάλη Βρετανία.

67 Βλ. λ.χ. Dickinson, Walking Solo – A New Path for the Conflict of Laws in England, διαθέσιμο σε https://conflictoflaws.net/2021/walking-solo-a-new-path-for-the-conflict... (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021).

68 Βλ. την ιστοσελίδα των δικαστηρίων αυτών σε https://www.sicc.gov.sg/ (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021).

69 Για μία συνολική συγκριτική παρουσίαση και εξέταση των σχετικών πρωτοβουλιών βλ. Requejo Isidro, International Commercial Courts in the Litigation Market, Max Planck Institute Luxembourg for Procedural Law Research Paper Series N° 2019 (2), διαθέσιμο σε https://www.mpi.lu/fileadmin/mpi/medien/research/WPS/MPILux_Research_Pap... (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021).

70 Για μία εγγύτερη παρουσίαση των γαλλικών προσπαθειών για τη δημιουργία δικαστηρίων που θα εκδικάζουν διασυνοριακές αστικές και εμπορικές υποθέσεις βλ. Biard, International Commercial Courts in France: Innovation without Revolution?, Erasmus L. Rev. 2019.24 επ., Jeuland, The International Chambers of Paris: A Gaul Village σε Kramer/Sorabji (επιμ.), International Business Courts 2019, σ. 65 επ..

71 Για τις σχετικές γερμανικές προσπάθειες βλ. Hess/Boerner, Chambers for International Commercial Disputes: The State of Affairs, Erasmus L. Rev. 2019.33 επ., Lehmann, Law Made in Germany - The Export Engine Stutters σε Kramer/Sorabji (επιμ.), International Business Courts 2019, σ. 83 επ., Bookmann, The Adjudication Business, Yale J. Int’l L. 2020.227 επ..

72 Γα μία παρόμοια αποτίμηση βλ. Rühl, Settlement of international commercial disputes post-Brexit, or: United we stand taller σε Kämmerer/Schäfer (επιμ.), Brexit. Legal and Economic Aspects of a Political Divorce, 2021, σ. 190 επ..

73 Βλ. εγγύτερα Bauw, Commercial Litigation in Europe in Transformation: The Case of the Netherlands Commercial Court, Erasmus L. Rev. 2019.15 επ., Schelhaas, The Brand New Netherlands Commercial Court: A Positive Development? σε Kramer/Sorabji (επιμ.), International Business Courts 2019, σ. 45 επ..

74 Βλ. Rules of Procedure for the International Commercial Chambers of the Amsterdam District Court (NCC District Court) and the Amsterdam Court of Appeal, διαθέσιμο σε https://www.rechtspraak.nl/English/NCC/Pages/rules.aspx (τελευταία επίσκεψη, 9.3.021).

75 Για την γλωσσική ευελιξία της ολλανδικής σύλληψης βλ. άρθρο 2.1 των Rules of Procedure for the International Commercial Chambers of the Amsterdam District Court (NCC District Court) and the Amsterdam Court of Appeal, έκδοση 01.01.2021, διαθέσιμοι σε https://www.rechtspraak.nl/SiteCollectionDocuments/NCC-Rules-second-edit... (τελευταία επίσκεψη, 9.3.2021).

76 Βλ. σε αυτό το πνεύμα Rühl, Settlement of international commercial disputes post-Brexit, or: United we stand taller σε Kämmerer/Schäfer (επιμ.), Brexit. Legal and Economic Aspects of a Political Divorce, 2021, σ. 190 επ..

Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ - Ερμηνεία Κατ΄άρθρο - 5η έκδοση
Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ΙΙ
send