logo-print

Πρόσβαση δανειολήπτη σε έκθεση εκτίμησης ακινήτου (ΑΠΔΠΧ 25/2025)

Μη νόμιμη η πλήρης άρνηση ικανοποίησης του δικαιώματος πρόσβασης από την Τράπεζα, η οποία οφείλει να αναθεωρήσει τις πρακτικές της ως προς τον χαρακτηρισμό των εκθέσεων εκτίμησης ακινήτων ως εμπιστευτικών και απορρήτων

10/09/2025

10/09/2025

Δίκαιο πληροφορικής - E έκδοση
Η χρηματοοικονομική ασφάλεια, 2024

Μια σημαντική απόφαση, με ευρύτατες προεκτάσεις στη λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων, δημοσίευσε η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Με την απόφαση ΑΠΔΠΧ 25/2025, η Αρχή έκρινε πως οι Τράπεζες δεν έχουν νόμιμο δικαίωμα να αρνούνται συλλήβδην και κατά τρόπο απόλυτο να αρνούνται τη χορήγηση αντιγράφου εκθέσεων εκτίμησης ακινήτου στους δανειολήπτες – ιδιοκτήτες αυτών, καθώς τα έγγραφα αυτά περιλαμβάνουν προσωπικά δεδομένα τους, ως εκ τούτου αυτοί έχουν το δικαίωμα πρόσβασης του άρθρου 15 ΓΚΠΔ.

Ιστορικό

Ενώπιον της Αρχής υποβλήθηκε καταγγελία δανειολήπτριας κατά της Τράπεζας Alpha Bank, της εταιρείας Alpha Αστικά Ακίνητα Α.Ε. και της Εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις Cepal Hellas, σχετικά με τη μη ικανοποίηση δικαιώματος πρόσβασης σε έκθεση εκτίμησης αξίας ακινήτου.

Σύμφωνα με την καταγγελία, η καταγγέλλουσα υπέβαλε στις 24-5-2022 αίτημα προς τις δύο τελευταίες, ζητώντας να λάβει αντίγραφο της έκθεσης εκτίμησης αξίας του ακινήτου της, για το οποίο έχει λάβει στεγαστικό δάνειο από την πρώτη. Λίγες ημέρες μετά, στις 8-6-2022, αντίστοιχο αίτημα υποβλήθηκε και προς την Τράπεζα.

Η καταγγέλλουσα ανέφερε ότι μετά από καταγγελία της σύμβασης δανείου που είχε συνάψει με την Τράπεζα, η οποία της κοινοποιήθηκε από την Cepal Hellas, και στο πλαίσιο εξεύρεσης λύσης προς αποπληρωμή του εμφανιζόμενου υπολοίπου αυτού, η Cepal Hellas τής ζήτησε να της καταβάλει το ποσό των 148,80 ευρώ, προκειμένου η Alpha Αστικά Ακίνητα Α.Ε. να συντάξει έκθεση εκτίμησης αξίας του ακινήτου της και βάσει αυτής να καθορισθεί το ύψος του ποσού που θα καλείτο να καταβάλει σε εξόφληση του φερόμενου υπολοίπου της απαίτησης.

Το ποσό αυτό κατεβλήθη, ωστόσο το ζητηθέν έγγραφο δεν της χορηγήθηκε σε αντίγραφο από καμία εκ των τριών καταγγελλομένων εταιρειών. Σύμφωνα με την καταγγελία, η Cepal Hellas τής απάντησε πως για τη χορήγηση εγγράφων θα πρέπει να απευθυνθεί προς την Τράπεζα, η Alpha Αστικά Ακίνητα Α.Ε. ότι «δεν έχουμε διενεργήσει την αναφερόμενη έκθεση εκτίμησης του ακινήτου σας στο πλαίσιο μεταξύ υμών υφιστάμενης συμβατικής σχέσης ως αναφέρεστε και συνεπώς δεν οφείλουμε την χορήγηση αντιγράφου αυτής προς εσάς», ενώ η Τράπεζα δεν έδωσε καμία απάντηση.

Ενώπιον της Αρχής

Η Αρχή έθεσε υπόψιν των τριών καταγγελλομένων εταιρειών την υποβληθείσα καταγγελία και ζήτησε τις απόψεις τους επί των αναφερομένων σε αυτή, καθώς και τη διευκρίνιση επί ειδικότερων ζητημάτων που προέκυπταν.

• Η Alpha Αστικά Ακίνητα Α.Ε. ανέφερε ότι «αποτελεί θυγατρική εταιρεία της Τράπεζας και διενεργεί εκτιμήσεις για λογαριασμό της τελευταίας. Στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της αυτής, η Τράπεζα της ζήτησε να εκτιμήσει το ακίνητο της καταγγέλλουσας και να της υποβάλει σχετική έκθεση, αίτημα στο οποίο ανταποκρίθηκε. Ενεργούσε, δηλαδή, ως εκτελούσα την επεξεργασία για λογαριασμό της Τράπεζας, συνεπώς δεν είχε υποχρέωση να ανταποκριθεί στο αίτημα πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων και ενημέρωσε σχετικώς και την καταγγέλλουσα την 01-06-2022».

• Η Cepal Hellas απάντησε πως οι οφειλές της καταγγέλλουσας, οι οποίες βρίσκονται σε καθυστέρηση, περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιό της, αφού της μεταβιβάστηκαν οι απαιτήσεις της Τράπεζας στο πλαίσιο τιτλοποίησης. Η εταιρεία προσέθεσε πως η Τράπεζα «διατηρεί τη δυνατότητα να συνεχίσει να εκτελεί ορισμένες υποστηρικτικές εργασίες σε σχέση με τη διαχείριση των απαιτήσεων (όπως, ενδεικτικά, υποστήριξη πληρωμών, αποστολή ενημερώσεων, εντολές για έκδοση εκθέσεων εκτίμησης ακινήτων κλπ.)», ενώ ειδικότερα η έκδοση έκθεσης εκτίμησης αξίας ακινήτου «γίνεται για λόγους εσωτερικής πληροφόρησης και προκειμένου η Τράπεζα και η Cepal Hellas να αποφανθούν σε σχέση με τη ρύθμιση ή το διακανονισμό της οφειλής της καταγγέλλουσας».

Ως προς τα προσωπικά δεδομένα της δανειολήπτριας και καταγγέλλουσας, η Cepal Hellas ανέφερε ότι στην έκθεση εκτίμησης αξίας ακινήτου περιλαμβάνονται το ονοματεπώνυμό της, ο κωδικός ταυτοποίησης ως πελάτη από την Alpha Αστικά Ακίνητα και η εκτιμώμενη αξία του ακινήτου της, ενώ η έκθεση αυτή «κατά κύριο λόγο περιέχει τεχνικά χαρακτηριστικά του ακινήτου ως προς την εκτίμησή του». Παράλληλα, η εταιρεία επανέλαβε και προς την Αρχή αυτό που είχε απαντήσει και προς την καταγγέλλουσα, ότι δηλαδή αυτή θα έπρεπε να απευθυνθεί στην Τράπεζα, «καθώς η συγκεκριμένη έκθεση συντάχθηκε κατ’ εντολή της».

Η Alpha Bank προέβαλε σειρά επιχειρημάτων για το δικαίωμά της να αρνηθεί τη χορήγηση της ζητηθείσας έκθεσης εκτίμησης αξίας ακινήτου. Με την απάντησή της προς την Αρχή, η Τράπεζα επιβεβαίωσε πως τον Ιούνιο του 2021 προχώρησε σε τιτλοποίηση των απαιτήσεών της από δάνεια και πιστώσεις, μεταξύ των οποίων και η εξασφαλιζόμενη με το ακίνητο της καταγγέλλουσας, η διαχείριση των οποίων ανατέθηκε από εταιρεία ειδικού σκοπού, στην κυριότητα της οποίας αυτές περιήλθαν, στην Cepal ΑΕ.

Στην περίπτωση όπου υποβάλλεται αίτημα δανειολήπτη για συμβιβαστική εξόφληση της οφειλής, η απόφαση λαμβάνεται με συμμετοχή της Τράπεζας, για το λόγο αυτό η Τράπεζα «η Τράπεζα ζήτησε από την Alpha Αστικά Ακίνητα να εκτιμήσει το προσημειωμένο ακίνητο της καταγγέλλουσας-οφειλέτιδας», η δε εκτίμηση διενεργήθηκε από την τελευταία και παραδόθηκε στην Τράπεζα.

Ως προς την υποχρέωσή της να ικανοποιήσει το αίτημα πρόσβασης υποκειμένου των δεδομένων, η Τράπεζα, τόσο μέσω της αρχικής απάντησής της, όσο και κατά την ακρόαση ενώπιον της Ολομέλειας της Αρχής, ισχυρίστηκε ότι:

α. Η διαδικασία αξιολόγησης του κατά περίπτωση πιστωτικού κινδύνου, «στην οποία αναμφίβολα εντάσσεται και η εκτίμηση της αξίας των σχετικών εξασφαλίσεων, αποτελεί εσωτερική διαδικασία κάθε πιστωτικού και χρηματοδοτικού ιδρύματος και τα έγγραφα που παράγονται στο πλαίσιο αυτής αποτελούν εσωτερικά έγγραφα αυτών. Περιέχουν στοιχεία, μεθόδους και κρίσεις εντασσόμενες στον σκληρό πυρήνα του επαγγελματικού απορρήτου αυτών, ώστε δεν είναι δυνατόν να δημοσιοποιούνται».

Η Τράπεζα έθεσε υπόψιν της Αρχής και το από 4-1-2023 μήνυμά της προς την καταγγέλλουσα, ήτοι δύο μήνες μετά την υποβολή της καταγγελίας, με το οποίο την ενημέρωνε ότι «το περιεχόμενο του αιτούμενου εγγράφου είναι εμπιστευτικό διότι συντάχθηκε για λόγους εσωτερικής πληροφόρησης, και ως εκ τούτου το αίτημά της δεν μπορεί να γίνει δεκτό». Σύμφωνα με την Τράπεζα, η ικανοποίηση του αιτήματος της καταγγέλλουσας προσέκρουε στην εξαίρεση του άρθρου 15 παρ.3 ΓΚΠΔ, που προβλέπει ότι «το δικαίωμα να λαμβάνεται αντίγραφο που αναφέρεται στην παράγραφο 3 δεν επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων», αλλά και στην εθνική ρύθμιση του άρθρου 33 παρ.4 Ν. 4624/2019, σύμφωνα με την οποία «το δικαίωμα ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 15 του ΓΚΠΔ δεν ισχύει, στον βαθμό που μέσω της ενημέρωσης θα αποκαλύπτονταν πληροφορίες, οι οποίες σύμφωνα με διάταξη νόμου ή λόγω της φύσης τους, ιδίως λόγω των υπέρτερων έννομων συμφερόντων τρίτου, πρέπει να παραμείνουν απόρρητες».

β. Αν από την έκθεση εκτίμησης ακινήτου «αφαιρεθούν τα προσωπικά δεδομένα ταυτοποίησης του υποκειμένου (ονοματεπώνυμο, ΑΦΜ, διεύθυνση κατοικίας κτλ) οι υπόλοιπες αναγραφόμενες επί της έκθεσης πληροφορίες δεν μπορούν να συσχετισθούν με συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο και ως εκ τούτου δεν αποτελούν κατά τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 προσωπικά δεδομένα».  Η Τράπεζα ισχυρίστηκε πως ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων υιοθετήθηκε για να προστατευτεί η προσωπικότητα των υποκειμένων από την εκτός κανόνων επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων και «σε καμία περίπτωση για να χρησιμοποιηθεί ως όχημα για την κατάλυση άλλων θεσμών και την προσβολή άλλων δικαιωμάτων, όπως είναι το επαγγελματικό απόρρητο και η προστασία περιουσιακών στοιχείων, όπως πχ μέθοδοι και διαδικασίες».

Σύμφωνα με την Τράπεζα, «ουδέν ενδιαφέρον είχε η καταγγέλλουσα για τα προσωπικά της δεδομένα, αλλά μόνο για την τεχνική έκθεση εκτίμησης, την αξιοπιστία της οποίας ήθελε να προσβάλει για να επιτύχει ευνοϊκή για αυτήν ρύθμιση της εξόφλησης της οφειλής».

γ. Η εξώδικη πρόσκληση της καταγγέλλουσας, με την οποία ζήτησε αντίγραφο της επίμαχης έκθεσης, δεν περιελάμβανε καμία απολύτως αναφορά σε προσωπικά δεδομένων, ούτε στο δικαίωμα πρόσβασης σε αυτά, έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί ως αίτημα πρόσβασης του άρθρου 15 ΓΚΠΔ.

δ. Οι μόνες πληροφορίες που περιέχονται σε μια έκθεση εκτίμησης ακινήτου και προσδιορίζουν φυσικό πρόσωπο είναι «το ονοματεπώνυμο του πελάτη και τα συμβολαιογραφικά έγγραφα που αφορούν το ακίνητο (π.χ. αγοράς ακινήτου, εξόφλησης τιμήματος κτλ), τα οποία προσκομίζονται από τον πελάτη». Σε ταυτοποίηση του προσώπου δεν μπορεί να οδηγήσει ούτε η φωτογραφία του ακινήτου, που συνήθως υπάρχει στις εκθέσεις εκτίμησης, «ιδίως όταν πρόκειται για πολυκατοικία, στην οποία κατοικούν πολλά φυσικά πρόσωπα, αλλά ούτε και όταν πρόκειται για μονοκατοικία εφόσον μπορεί αυτή να είναι συνιδιοκτησία πολλών ή σε αυτή να διαμένει διαφορετικό πρόσωπο από τον ιδιοκτήτη», αλλά ούτε και η διεύθυνση του ακινήτου, για τους ίδιους λόγους.

ε. Η καταγγέλλουσα είχε πλήρη γνώση των προσωπικών της δεδομένων που η ίδια είχε διαθέσει στην Τράπεζα, τόσο αρχικά για την χορήγηση του στεγαστικού δανείου, όσο και μεταγενέστερα για την διευθέτηση της εξ αυτού οφειλής της, όπως για την αιτία και στο σκοπό της επεξεργασίας τους, ενώ γνώριζε, άγνωστο πώς, και το αποτέλεσμα της διενεργηθείσας εκτίμησης. Κατά συνέπεια, και κατ’ εφαρμογή της εξαίρεσης του άρθρου 14 παρ.5α’ ΓΚΠΔ, που προβλέπει ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν υποχρεούται να ενημερώσει το υποκείμενο των δεδομένων για τη συλλογή δεδομένων του από τρίτους όταν το υποκείμενο διαθέτει τις πληροφορίες αυτές, «η Τράπεζα δεν είχε υποχρέωση να της το γνωστοποιήσει γιατί ήταν σε γνώση της».

Η κρίση της Αρχής

Το πρώτο ζήτημα που εξέτασε η Αρχή ήταν το αν η έκθεση εκτίμησης αξίας ακινήτου περιλαμβάνει προσωπικά δεδομένα του δανειολήπτη ή όπως αναφέρεται στην απόφαση με βάση ισχυρισμό της Τράπεζας, αν αυτή «συνιστά προσωπικό δεδομένο». Η Αρχή, επικαλούμενη τη Γνώμη 4/2007 της Ομάδας Εργασίας του Άρθρου 29 και τη συναφή νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (υποθέσεις  C-434/16 και C-487/21) υπενθύμισε την ευρεία ερμηνεία που πρέπει να λαμβάνει η έννοια των προσωπικών δεδομένων και τη σύνδεση της πληροφορίας με συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο, εκ του περιεχομένου, του σκοπού ή και του αποτελέσματός της, όταν η χρησιμοποίησή της είναι ικανή να έχει αντίκτυπο και επιπτώσεις στα δικαιώματα και τα συμφέροντά του.

Ως προς την επίμαχη έκθεση εκτίμησης ακινήτου, η Αρχή έκρινε πως αυτή περιέχει προσωπικά δεδομένα του ιδιοκτήτη του ακινήτου, «αφού αφενός μεν περιλαμβάνει πληροφορίες που προσδιορίζουν το φυσικό πρόσωπο (λ.χ. το ονοματεπώνυμο του ιδιοκτήτη-πελάτη, τη διεύθυνσή του, τον ΑΦΜ, στοιχεία εκ των συμβολαιογραφικών εγγράφων που αφορούν το ακίνητο), [...] αφετέρου δε αναπτύσσει έννομες συνέπειες για το υποκείμενο των δεδομένων, ιδίως σε σχέση με τον καθορισμό του ύψους της οφειλής και του ποσού που θα καλείτο ο συμβαλλόμενος να καταβάλει για τη ρύθμιση της οφειλής του απορρέουσας από την δανειακή σύμβαση της Τράπεζας και κατά συνέπεια επιφέρει δεσμευτικές επιπτώσεις στα συμφέροντά του. Τούτο δε διότι, όπως και η Τράπεζα συνομολογεί, η έκθεση εκτίμησης αξίας ακινήτου αποτελεί μια εκ των παραμέτρων που σταθμίζονται και λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί ο πιστωτικός κίνδυνος που καλείται να αναλάβει το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα και να ληφθεί απόφαση σε σχέση με συγκεκριμένο δανειολήπτη (είτε αίτημα χορήγησης δανείου, είτε αλλαγής προσημείωσης, είτε ρύθμισης υφιστάμενης οφειλής από υφιστάμενο δάνειο κτλ)».

Με βάση το σκεπτικό αυτό, η Αρχή διαπίστωσε πως ο ισχυρισμός της Τράπεζας πως η επίμαχη έκθεση εκτίμησης ακινήτου δεν συνιστά προσωπικό δεδομένο που αφορά σε ορισμένο πρόσωπο τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, «καθώς η επίμαχη έκθεση εκτίμησης ακινήτου αφορά σε περιουσιακό στοιχείο της οφειλέτιδας και ήδη καταγγέλλουσας ενώπιον της Αρχής, η οποία ιδίως λόγω του σκοπού και του αποτελέσματός της, επηρεάζει ουσιωδώς την εμπράγματη αξίωση της Τράπεζας και την διεκδίκηση κατόπιν αυτής του συνολικού ύψους της οφειλής από την οφειλέτιδα και νυν καταγγέλλουσα ενώπιον της Αρχής».

Ακολούθως, η Αρχή εξέτασε τα όρια και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της εξαίρεσης του άρθρου 15 παρ.4 ΓΚΠΔ, που περιορίζει τη χορήγηση αντιγράφου των δεδομένων, όταν αυτή «επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων».

Επικαλούμενη την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, η Αρχή παρατήρησε πως η εξαίρεση αυτή «έχει γενικό χαρακτήρα και δεν περιλαμβάνει κατάλογο των δικαιωμάτων και των ελευθεριών «άλλων» που μπορεί να συνιστούν αντίβαρο στην άσκηση πλήρους δικαιώματος πρόσβασης μέσω της λήψης αντιγράφου», ενώ συμπεριλαμβάνει και τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του ίδιου του υπευθύνου επεξεργασίας, ήτοι εν προκειμένω, της Τράπεζας. Ωστόσο, όπως παρατηρήθηκε, ο υπεύθυνος επεξεργασίας «πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα δικαιώματα ή οι ελευθερίες των άλλων, όντως επηρεάζονται αρνητικά», ενώ η εφαρμογή της εξαίρεσης δεν θα πρέπει να οδηγεί στην άρνηση παροχής κάθε πληροφορίας στο υποκείμενο, καθώς «οι πληροφορίες που αφορούν τους άλλους θα πρέπει να καθίστανται δυσανάγνωστες στο μέτρο του δυνατού αντί να υπάρχει άρνηση παροχής αντιγράφου των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα».

Παράλληλα, η Αρχή υπενθύμισε πως όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας αρνείται να ικανοποιήσει αίτημα πρόσβασης εν όλω ή εν μέρει, με βάση το άρθρο 15 παρ.4 ΓΚΠΔ, θα πρέπει να ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων για τους λόγους άρνησης και να εξηγεί σε αυτό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, οι οποίες δικαιολογούν την άρνησή του, προκειμένου το υποκείμενο των δεδομένων να είναι σε θέση να αξιολογήσει αν επιθυμεί να προσφύγει κατά της άρνησης αυτής.

Ζητήματα που επίσης εξετάστηκαν ήταν το κατά πόσον το αίτημα που ασκήθηκε με εξώδικο από την καταγγέλλουσα αποτελούσε αίτημα πρόσβασης ή όχι, καθώς και το αν η Τράπεζα είχε υποχρέωση να χορηγήσει δεδομένα που ήταν ήδη σε γνώση της καταγγέλλουσας.

Ως προς το πρώτο, η Αρχή απάντησε με σαφήνεια καταφατικά, απορρίπτοντας ως προδήλως αβάσιμο τον ισχυρισμό της Τράπεζας πως «όταν υποβλήθηκε το αίτημα, δεν αναφέρθηκε από την καταγγέλλουσα ότι αποτελεί άσκηση δικαιώματος πρόσβασης αλλά ούτε υπήρχε μέσα στο αίτημα ο όρος ‘προσωπικά δεδομένα’». Όπως παρατηρήθηκε, ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν μπορεί να αρνηθεί να παράσχει τα δεδομένα επικαλούμενος τη μη αναφορά της νομικής βάσης του αιτήματος, ιδίως την έλλειψη ειδικής αναφοράς στο δικαίωμα πρόσβασης ή στον ΓΚΠΔ, αφού άλλωστε υποχρεούται να διευκολύνει τα υποκείμενα των δεδομένων κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους.

Ως προς το ζήτημα της γνώσης των δεδομένων από το υποκείμενο, η Αρχή και πάλι απέρριψε τον ισχυρισμό της Τράπεζας ως αβάσιμο, παρατηρώντας πως η εξαίρεση του άρθρου 14 παρ.5α’ ΓΚΠΔ «δεν συνιστά, ούτε μπορεί να συνιστά, περιορισμό στην ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης», αφού οι παρεκκλίσεις και περιορισμοί αυτού προβλέπονται στο άρθρο 15 παρ.4 ΓΚΠΔ. Εξάλλου, όπως παρατήρησε η Αρχή, «ακόμα και αν η καταγγέλλουσα είχε ήδη πρόσβαση σε ορισμένα εκ των στοιχείων που αιτήθηκε, μεταξύ των οποίων και η αξία του ακινήτου της, το γεγονός αυτό ουδόλως επηρεάζει ούτε αναιρεί την υποχρέωση που είχε η καταγγελλόμενη Τράπεζα ως υπεύθυνη επεξεργασίας να ικανοποιήσει το σχετικό δικαίωμα πρόσβασης που ασκήθηκε ενώπιόν της. Απεναντίας, δεδομένου ότι δυνάμει της επίμαχης εκτίμησης ακινήτου που διενεργήθηκε από την Alpha Αστικά Ακίνητα κατ’ εντολή της Τράπεζας ανέκυψε διαφορά στο ύψος του εκτιμηθέντος ακινήτου το οποίο εξασφάλιζε απαίτηση για την οποία ήταν υπόχρεη η καταγγέλλουσα, η παροχή πρόσβασης κατ΄ άρθρο 15 ΓΚΠΔ εξυπηρετούσε την απαίτηση διαφανούς ενημέρωσης (άρθρο 5 παρ. 1 στοιχ. α΄ ΓΚΠΔ) της καταγγέλλουσας».

Το τελευταίο και κρισιμότερο ζήτημα ήταν αυτό της επίκλησης από την Τράπεζα αυτών ακριβώς των περιορισμών του άρθρου 15 παρ.4 ΓΚΠΔ, και ειδικότερα του δικαιώματος αυτής να αρνηθεί την αποκάλυψη πληροφοριών που πρέπει να παραμείνουν απόρρητες.

Η Αρχή παρατήρησε πως η Τράπεζα επικαλέστηκε «εσωτερικές διαδικασίες», «σκληρό πυρήνα επαγγελματικού απορρήτου», «εμπιστευτική πληροφορία και οιονεί περιουσιακό στοιχείο της επιχείρησης», ως λόγους για τη μη χορήγηση αντιγράφου της έκθεσης εκτίμησης του ακινήτου της καταγγέλλουσας. Διαπίστωσε όμως πως η Τράπεζα «δεν παρέχει επαρκή τεκμηρίωση ενώπιον της Αρχής σχετικά με την υποχρέωση τήρησης απόρρητης πληροφορίας αναφορικά με την επίμαχη έκθεση ακινήτου, προστατευόμενη από κάποια συγκεκριμένη διάταξη νόμου, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τον περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης, ούτε θεμελιώνει ποιες ακριβώς πληροφορίες από αυτές που περιλαμβάνονται στην επίμαχη έκθεση συνιστούν πληροφορίες που εντάσσονται στο απόρρητο. Πράγματι, η επίκληση εκ μέρους της Τράπεζας του ισχυρισμού ότι μια πληροφορία που αφορά τραπεζικές εργασίες είναι προστατευτέα ως υπαγόμενη στο επιχειρηματικό απόρρητο δεν απαλλάσσει την Τράπεζα από την υποχρέωση να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό της αυτό, ώστε να δικαιολογείται ενδεχόμενος περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης. Ομοίως όφειλε η Τράπεζα να τεκμηριώσει επαρκώς τον ισχυρισμό της ότι τα έννομα συμφέροντά της υπερισχύουν εν προκειμένω του δικαιώματος πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων».

Η Αρχή απέφυγε να πάρει σαφή θέση ως προς το αν οι επίμαχες πληροφορίες εντάσσονται στο «επιχειρηματικό απόρρητο» της Τράπεζας και αποτελούν «οιονεί περιουσιακό στοιχείο της επιχείρησης», περιοριζόμενη στο να διαπιστώσει πως κάτι τέτοιο δεν τεκμηριώθηκε. Παράλληλα, η Αρχή δέχθηκε πως ακόμη και αν κάτι τέτοιο γινόταν αποδεκτό, και πάλι η Τράπεζα δεν θα είχε δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή κάθε πληροφορίας στο υποκείμενο των δεδομένων, αλλά θα έπρεπε «να εξετάσει το εν λόγω αίτημα της καταγγέλλουσας ως αίτημα πρόσβασης και να το ικανοποιήσει, κατ’ αρχήν, ενεργώντας επί της παροχής πληροφοριών και κοινοποιώντας της τις πληροφορίες που αντιστοιχούν στο δικαίωμα πρόσβασής της, απαλείφοντας από την έκθεση μόνο τις πληροφορίες, οι οποίες κατά την εκτίμηση της Τράπεζας συνιστούν εμπορικό/επιχειρηματικό απόρρητο έτσι ώστε η καταγγέλλουσα να είναι σε θέση να ελέγξει την ακρίβεια του περιεχομένου της έκθεσης και να ασκήσει τα κατά τον ΓΚΠΔ δικαιώματά της αν συντρέχει περίπτωση».

Η απόφαση της Αρχής

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή διαπίστωσε πως η Τράπεζα παραβίασε την υποχρέωση του άρθρου 15 παρ. 3 του ΓΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 12 παρ. 3 του ΓΚΠΔ, διότι «αφενός ουδόλως απέδειξε ενώπιον της Αρχής τον απόρρητο χαρακτήρα της έκθεσης εκτίμησης ακινήτου, επικαλούμενη συγκεκριμένη διάταξη νόμου, και αφετέρου ουδόλως θεμελίωσε ποιες ακριβώς πληροφορίες από αυτές που περιλαμβάνονται στην επίμαχη έκθεση συνιστούν πληροφορίες που εντάσσονται στο υποτιθέμενο απόρρητο, ώστε να συντρέχει περίπτωση περιορισμού του δικαιώματος πρόσβασης». Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, η Τράπεζα «όφειλε κατά αληθή και δίκαιη στάθμιση με τον πυρήνα του δικαιώματος πρόσβασης να παράσχει στην οφειλέτιδα ιδιοκτήτρια τις πληροφορίες εκείνες που ήταν ικανές να διασφαλίσουν κατ’ ελάχιστο την έννομη προστασία της για το ύψος της συνολικής οφειλής και εξασφάλισης δυνάμει της δανειακής σύμβασης που διαμορφώθηκε μετά από την σύνταξη της έκθεσης».

Η Αρχή δεν επέβαλε κυρώσεις στην Τράπεζα.

Έθεσε υπόψιν της «την ανάγκη να αναθεωρήσει συνολικά την πρακτική που ακολουθεί για τον χαρακτηρισμό των διενεργηθεισών εκθέσεων εκτίμησης ακινήτων ως εμπιστευτικών/ απόρρητων» και της έδωσε εντολή «να εξετάσει το ασκηθέν δικαίωμα πρόσβασης της καταγγέλλουσας και να το ικανοποιήσει κατά τα διαλαμβανόμενα στις ανωτέρω σκέψεις».

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο της Αρχής

Κώδικας Ποινικής Δικονομίας -Ερμηνεία Κατ΄άρθρο - Τόμος Ι - Β έκδοση

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ζητήματα πολυπρόσωπης λογοδοσίας στον Αστικό Κώδικα, 2024