logo-print

Η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας σε υπόθεση ανάκλησης διορισμού λόγω πλαστού πτυχίου (Ελ.Συν. Ολ. 771/2021)

Ο καταλογισμός του δημοσίου υπαλλήλου πρέπει να βρίσκεται σε εύλογη αναλογία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε, χωρίς να υποβαθμίζεται η ανάγκη αποκατάστασης της ελλειμματικής διαχείρισης, να μην άγει στον πλουτισμό του Δημοσίου και να μη μετατρέπει την ανάκληση του διορισμού σε κύρωση

25/06/2021

25/06/2021

Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα - Κατ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΑΝΔΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΑΝΔΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ
 

Επίτομο Εργατικό Δίκαιο

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΕΡΔΕΛΗΣ / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΟΥΛΑΣ

Η ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου (771/2021), απέρριψε αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου κατά απόφασης, με την οποία περιορίσθηκε το σε βάρος δημοσίου υπαλλήλου νοσοκομείου, συνεπεία ανακλήσεως του διορισμού του λόγω πλαστογραφίας του βαθμού του πτυχίου του, καταλογισθέν ποσό των 179.014,40 ευρώ, στο ύψος των 50.000,00 ευρώ, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας.

Περαιτέρω, η σωρευθείσα στο ίδιο δικόγραφο αγωγή αδικαιολογήτου πλουτισμού απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση το μεν ως νόμω αβάσιμη, διότι ο ενάγων – υπάλληλος δεν προέβη στην καταβολή του καταλογισθέντος ποσού μετά τη δημοσίευση απόφασης του Τμήματος περί αναστολής της καταλογιστικής πράξης, το δε, διότι στην περίπτωση αναδρομικής απώλειας της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας δεν έχει εφαρμογή ο γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ, καθόσον ο πλουτισμός του Δημοσίου έχει ως νόμιμη αιτία την κατ’ άρ. 33 παρ. 1 περ. β’ του Ν. 2362/1995 υποχρέωση του λαβόντος σε αποκατάσταση του ελλείμματος της δημόσιας διαχείρισης που προκλήθηκε από την καταβολή των παρανόμως ληφθεισών αποδοχών.

Κατά το σκεπτικό του Δικαστηρίου, ο καταλογισμός, ως αντανακλαστικό διοικητικό μέτρο της πράξης ανάκλησης του διορισμού, που σκοπεί στην αναδρομική αποκατάσταση της νομιμότητας σε σχέση με τις περιουσιακής φύσης ωφέλειες που έχει αντλήσει ο υπάλληλος από την επί μακρό χρόνο υφιστάμενη νομική κατάσταση, απαιτείται να συνάδει με τη φύση της ανάκλησης ως διοικητικό μέτρο και να μην την μετατρέπει σε διοικητική ή πειθαρχική κύρωση ή ποινή, καθώς και να είναι συμβατός με τις συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας, της προβλεψιμότητας, καθώς και της αναλογικότητας, τηρώντας μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ του υπηρετούμενου δημοσίου σκοπού και της συνταγματικώς επιβεβλημένης προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των διακυβευομένων ατομικών δικαιωμάτων.

Ειδικότερα, δοθέντος δε ότι η έκδοση της καταλογιστικής πράξης έπεται της πράξης ανάκλησης του διορισμού και προκειμένου αυτές οι πράξεις να μην μετατρέπονται από διοικητικά μέτρα σε κυρώσεις ή ποινές, επιβάλλεται να τηρείται μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ αφενός του σκοπού δημοσίου συμφέροντος που υπηρετείται με την ανάκληση (ήτοι η τήρηση των αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας κατά την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις) και τον καταλογισμό (ήτοι η αποκατάσταση της νομιμότητας και της ελλειμματικής διαχείρισης) και αφετέρου της προστασίας της τιμής, της εργασίας και του σεβασμού των περιουσιακών δικαιωμάτων του δημοσίου υπαλλήλου. Προς τούτο, κατά τον καταλογισμό απαιτείται να συνεκτιμάται η ένταση της παραβίασης της αρχής της αξιοκρατίας ή η έκταση του πταίσματος του καταλογιζόμενου, ιδίως όταν ο δημόσιος υπάλληλος κέκτηται του νομίμου τίτλου σπουδών που απαιτείται για την κατάληψη της θέσης, ο χρόνος που διανύθηκε στην υπηρεσία, η επάρκεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, το συντρέχον πταίσμα της διοίκησης, η οποία δεν ήλεγξε εγκαίρως τα προσκομισθέντα των τυπικών προσόντων δικαιολογητικά, το ύψος του καταλογισθέντος ποσού, η παροχή εκ μέρους του υπαλλήλου ίσης αξίας υπηρεσιών ή εργασιών για τις οποίες ο ίδιος δεν έχει άλλο τρόπο να αποζημιωθεί, η ύπαρξη πραγματικής ζημίας στη δημοσιονομική διαχείριση ή ο επερχόμενος πλουτισμός του Δημοσίου σε βάρος της περιουσίας του υπαλλήλου, καθώς και η τυχόν υπάρχουσα ποινική καταδίκη του υπαλλήλου.

Απορρίπτοντας τον πρώτο λόγο αναίρεσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μη εφαρμογή των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά πράξεων του Δημοσίου ή νπδδ, με τις οποίες καταλογίζονται αχρεωστήτως καταβληθείσες αποδοχές, δεν συνεπάγεται ότι η καταλογιστική πράξη δεν ελέγχεται με βάση την αρχή της αναλογικότητας κατά τα άνω, προκειμένου να διαπιστωθεί αν τηρείται μια εύλογη αναλογία μεταξύ του σκοπού του καταλογισμού και των ατομικών δικαιωμάτων του υπαλλήλου, καθώς και αν ο καταλογισμός, ως απόρροια της ανάκλησης, συνάδει με τον αποκαταστατικό της χαρακτήρα ή την μετατρέπει σε διοικητική κύρωση ή ποινή.

Ο πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβλήθηκε η αιτίαση της έλλειψης επαρκούς, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας από το δικάσαν Τμήμα κατά την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, απορρίφθηκε ως αόριστος.

Απόσπσμα απόφασης

Συναφώς, σύμφωνα με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, η οποία διατρέχει το σύνολο της έννομης τάξης και λαμβάνεται υπόψη για την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου, ο καταλογισμός δεν συνδέεται αναγκαίως και αρρήκτως με το ύψος του διαπιστωθέντος ελλείμματος (ΕλΣ Ολ. 1824/2019, 1929/2018). Δοθέντος δε ότι η έκδοση της καταλογιστικής πράξης έπεται της πράξης ανάκλησης του διορισμού και προκειμένου αυτές οι πράξεις να μην μετατρέπονται από διοικητικά μέτρα, σε κυρώσεις ή ποινές επιβάλλεται να τηρείται μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ αφενός του σκοπού δημοσίου συμφέροντος που υπηρετείται με την ανάκληση (τήρηση των αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας κατά την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις) και τον καταλογισμό (αποκατάσταση της νομιμότητας και της ελλειμματικής διαχείρισης) και αφετέρου της προστασίας της τιμής, της εργασίας και του σεβασμού των περιουσιακών δικαιωμάτων του δημοσίου υπαλλήλου. Προς τούτο απαιτείται κατά τον καταλογισμό να συνεκτιμάται η ένταση της παραβίασης της αρχής αξιοκρατίας ή η έκταση του πταίσματος του καταλογιζόμενου, ιδίως όταν ο δημόσιος υπάλληλος κέκτηται του νομίμου τίτλου σπουδών που απαιτείται για την κατάληψη της θέσης, ο χρόνος που διανύθηκε στην υπηρεσία, η επάρκεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, το συντρέχον πταίσμα της διοίκησης, η οποία δεν ήλεγξε εγκαίρως τα προσκομισθέντα των τυπικών προσόντων δικαιολογητικά, το ύψος του καταλογισθέντος ποσού, η παροχή εκ μέρους του υπαλλήλου ίσης αξίας υπηρεσιών ή εργασιών για τις οποίες ο ίδιος δεν έχει άλλο τρόπο να αποζημιωθεί, η ύπαρξη πραγματικής ζημίας στη δημοσιονομική διαχείριση ή ο επερχόμενος πλουτισμός του Δημοσίου σε βάρος της περιουσίας του υπαλλήλου (πρβ. ΕλΣ Ολ. 1269/2019) καθώς και η τυχόν υπάρχουσα ποινική καταδίκη του υπαλλήλου.

Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις σκέψεις 8 έως 19, το Δικαστήριο κρίνει ότι η μη εφαρμογή των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά πράξεων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, με τις οποίες καταλογίζονται αχρεωστήτως καταβληθείσες αποδοχές επειδή νόμιμη αιτία του πλουτισμού αποτελεί η διάταξη του εδαφίου β) της παραγράφου 1 του άρθρου 33 του ν. 2362/1995, δεν συνεπάγεται ότι η καταλογιστική πράξη δεν ελέγχεται με βάση την αρχή της αναλογικότητας προκειμένου να διαπιστωθεί αν τηρείται μια εύλογη αναλογία μεταξύ του σκοπού του καταλογισμού (αποκατάσταση του ελλείμματος της δημόσιας διαχείρισης από τη μη νόμιμη καταβολή αποδοχών) και των ατομικών δικαιωμάτων της αναιρεσίβλητης καθώς και αν ο καταλογισμός, ως απόρροια της ανάκλησης συνάδει με τον αποκαταστατικό της χαρακτήρα ή την μετατρέπει σε διοικητική κύρωση ή ποινή. Κριτήριο, μεταξύ άλλων, για την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας αποτελεί και ο ενδεχόμενος πλουτισμός του Δημοσίου σε βάρος της περιουσίας του καταλογιζόμενου. Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης καθόσον ο αποκλεισμός της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν σημαίνει αποκλεισμό του ελέγχου της πράξης με βάση τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.

Δείτε ολόκληρη την απόφαση εδώ.

Προσωπικές Εταιρείες
Δίκαιο πληροφορικής - E έκδοση