logo-print

Παιδική Κακοποίηση: Ενδοοικογενειακή βία και παιδική εργασία

08/11/2021

09/11/2021

Ο ρατσιστικός λόγος μίσους ως μορφή του ρατσιστικού εγκλήματος

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΉΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΟΥΣΚΑΛΗΣ

Η υποστήριξή της κατηγορίας υπό το πρίσμα του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΟΥΔΕΛΗ

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

Επιμέλεια: Κωνσταντίνα Χριστοπούλου, Ευγένιος - Robert Ονοφρέι, φοιτητές Νομικής Σχολής Αθηνών

Ο όρος παιδική κακοποίηση αντικατοπτρίζει ένα διαρκώς αυξανόμενο κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο απασχολεί πλειάδα επιστημόνων, νομικών, ιατρών, κοινωνιολόγων, κυρίως λόγω των διαστάσεων που λαμβάνει, καθώς και λόγω της πολυπλοκότητας των παραγόντων που το πυροδοτούν. Στη χώρα μας τα περιστατικά παιδικής κακοποίησης εκδηλώνονται συχνότερα στο πλαίσιο της οικογένειας, με τη μορφή της ενδοοικογενειακής βίας, η οποία ξεκίνησε να εντείνεται αισθητά από τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και έπειτα με αποκορύφωμα την περίοδο της καραντίνας. Χαρακτηριστικό είναι το πρόσφατο περιστατικό κακοποίησης της 8χρονης στη Ρόδο, το οποίο τελεί ακόμα υπό εξιχνίαση.

Η κακοποίηση των παιδιών εντός του οικογενειακού πλαισίου λαμβάνει ποικίλες μορφές με συχνότερες τη σωματική και σεξουαλική, όπως επίσης τη χημική, η οποία είναι λιγότερο γνωστή και εκδηλώνεται με τη χορήγηση τοξικών ουσιών από τους γονείς στα τέκνα με σκοπό την πρόσκληση σε αυτά βλάβης ή και θανάτου σε πιο ακραίες περιπτώσεις. Άλλο είδος παιδικής κακοποίησης αποτελεί το επονομαζόμενο «Σύνδρομο του αμέτοχου θεατή», η έκθεση άλλως του παιδιού για μεγάλο χρονικό διάστημα σε διάφορες μορφές ενδοοικογενειακής βίας, χωρίς όμως να υφίσταται το ίδιο κακώσεις. Αυτό επιτυγχάνεται συνήθως με την εκδήλωση βίας σε άλλα μέλη της οικογένειας, επί παραδείγματι σε άλλα αδέλφια ή παππούδες. Ως εξειδίκευση του φαινομένου αυτού παρουσιάζεται η συζυγική κακοποίηση, η οποία έχει έντονο αντίκτυπο στην ψυχολογία του παιδιού, καθώς το τελευταίο εμφανίζει κρίσεις άγχους/θυμού, προβλήματα ύπνου, όπως επίσης αδυναμία συγκέντρωσης στη θέαση βίαιων περιστατικών μεταξύ των γονέων του. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μορφή ψυχολογικής κακοποίησης του τέκνου. Η παιδική εργασία, εξάλλου, εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία της παιδικής κακοποίησης και χρήζει περαιτέρω αναφοράς.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέταση των χαρακτηριστικών των παιδιών που πέφτουν θύματα ενδοοικογενειακής βίας, τόσο ως προς την αναγνώριση και κατ’ επέκταση την αντιμετώπιση, όσο και ως προς την πρόληψη του φλέγοντος αυτού φαινομένου. Ως προς τα σωματικά χαρακτηριστικά, συχνότερη ένδειξη κακοποίησης αποτελούν οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, οι κακώσεις του τριχωτού της κεφαλής, του προσώπου, της στοματικής κοιλότητας, καθώς επίσης τα εγκαύματα, ιδίως των άκρων. Ως ψυχολογικά γνωρίσματα, από την άλλη, των παιδιών που υφίστανται βία στο πλαίσιο της οικογένειάς τους παρουσιάζονται οι έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις, η υπερευαισθησία, η υπερκινητικότητα, η απαιτητικότητα, όπως και η παθητικότητα στις αντιδράσεις τους. Επιπροσθέτως, τα παιδιά-θύματα ενδοοικογενειακής βίας παρουσιάζουν τάσεις φυγής, μαθησιακές δυσκολίες, συχνά δε διαταραχές στην ομιλία, ιδίως σε μικρότερες ηλικίες. Αποφεύγουν, άλλωστε, τη σωματική επαφή και τείνουν να αντιμετωπίζουν τους μεγαλύτερους με επιφυλακτικότητα και καχυποψία ενστικτωδώς.

Εξίσου κρίσιμη καθίσταται η εξέταση των γνωρισμάτων των δραστών της ενδοοικογενειακής κακοποίησης, προκειμένου να διαλευκανθούν τα κίνητρα και το σκεπτικό πίσω από τις αποτρόπαιες πράξεις τους. Θύτες αποτελούν κατά κύριο λόγο άτομα, τα οποία έχουν επίσης κακοποιηθεί ως παιδιά, με αποτέλεσμα να ταυτίζονται με τον επιτιθέμενο και να γίνονται βίαιοι. Προσωπικότητες με χαμηλή αυτοεκτίμηση, επίσης, επιδίδονται ευκολότερα σε πράξεις βίας εντός της οικογένειας, κυρίως σε περιόδους προσωπικής κρίσης, με σκοπό να προβάλλουν τη δύναμή τους και να αυτοεπιβεβαιωθούν. Ακόμη, συχνή είναι η περίπτωση γονέων ιδιαίτερα νέων σε ηλικία, συνήθως χωρίς σταθερή εργασία, οι οποίοι φαίνεται να αντιμετωπίζουν ψυχοκοινωνικά προβλήματα με αποτέλεσμα να απομονώνονται από τους δικούς τους. Αποκόπτονται, λοιπόν, από την οικογένειά τους, δε διαθέτουν υποστήριξη και καταλήγουν πολλές φορές να αντιδρούν βίαια κατά των τέκνων τους, τα οποία θεωρούν υπαίτια για την κατάστασή τους.

Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί το φαινόμενο της «αντιστροφής ρόλων γονέα και τέκνου», σύμφωνα με το οποίο ορισμένοι γονείς να εκπληρώσουν τις δικές τους ανάγκες, απαιτήσεις και προσδοκίες μέσω της σχέσης με τα παιδιά τους. Πρόκειται, κατά κύριο λόγο, για άτομα με ναρκισσιστικές και υπεροπτικές τάσεις, στα οποία κυριαρχεί το υπερεγώ, ακόμη και σε μία τόσο τρυφερή και ανιδιοτελή σχέση, όπως αυτή του γονέα με το τέκνο του. Συνεπεία της κατάστασης αυτής, εκδηλώνουν σαδιστικές τάσεις, που μεταφράζονται σε βία με αποδέκτες τα παιδιά. Συχνά, οι γονείς- θύτες διαγιγνώσκονται με κάποια μορφή ψύχωσης, νεύρωσης ή άλλης διαταραχής της προσωπικότητας, εξαιτίας της οποίας δε δύνανται να ελέγξουν τον εαυτό τους και γίνονται επιθετικοί.

Σε αυτό το σημείο αξίζει να διευκρινιστεί ότι κοινό χαρακτηριστικό των περισσότερων θυτών στα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας αποτελεί, όπως έχει αποδειχθεί, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο που διαθέτουν. Ο παράγοντας αυτός σε συνδυασμό με την ανεπάρκεια ανταπόκρισης στο γονεϊκό ρόλο, αποτρέπει ορισμένους γονείς από το να συνειδητοποιήσουν την φυσιολογική και αναμενόμενη ανωριμότητα των τέκνων τους, λόγω του νεαρού της ηλικίας τους, με αποτέλεσμα να συμπεριφέρονται λιγότερο ανεκτικά από ό,τι απαιτεί ο ρόλος τους.

Αυτό που προέχει σε κάθε περίπτωση, πάντως, και στο οποίο αποσκοπεί όλη η προηγούμενη ανάλυση του ζητήματος, είναι η αποτελεσματική αντιμετώπιση της οικογενειακής βίας. Προς την κατεύθυνση αυτή κινούνται δύο κυρίαρχα θεωρητικά μοντέλα, εκείνο της οικογενειακής υποστήριξης και εκείνο της διάσωσης. Το πρώτο μεν στοχεύει στην ενίσχυση της οικογένειας, όπως επίσης στη διευκόλυνση του ρόλου και της λειτουργίας της τελευταίας ως προς την ανατροφή των παιδιών. Το μοντέλο αυτό ακολουθείται από τις Σκανδιναβικές χώρες. Το δεύτερο δε επικεντρώνεται περισσότερο στη παροχή βοήθειας προς τους γονείς αναφορικά με τη διαχείριση των τέκνων τους καθώς και στα δικαιώματα του ίδιου του παιδιού και εφαρμόζεται κυρίως στις ΗΠΑ. Το Ηνωμένο Βασίλειο, από την άλλη, προσπαθεί να συνδυάσει τα δύο μοντέλα.

Σε πρακτικό επίπεδο τώρα παρέχεται πλειάδα οργανώσεων, οι οποίες ασχολούνται με την προάσπιση των δικαιωμάτων των παιδιών και την προστασία τους από την ενδοοικογενειακή βία. Συγκεκριμένα, προς την κατεύθυνση αυτή δραστηριοποιούνται οι υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων, η Εισαγγελία Ανηλίκων, ο Συνήγορος του Πολίτη, όπως επίσης μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίες προσφέρουν έγκαιρη τηλεφωνική επικοινωνία, συμβουλευτική σε θέματα ανατροφής και φροντίδας, ατομική και ομαδική ψυχοθεραπεία, θεραπεία συζύγων και τέλος οικιακή βοήθεια στην περίπτωση που είναι αναγκαίο.

Σε κάθε περίπτωση, κρίσιμος καθίσταται ο εντοπισμός και η αναγνώριση προβληματικών ή και παθολογικών συμπεριφορών από όλους τους φορείς που σχετίζονται καθημερινά με τα παιδιά, όπως οι δάσκαλοι, οι νηπιαγωγοί, οι οποίοι οφείλουν να αξιολογήσουν τη βαρύτητα της εκάστοτε κατάστασης, να συνεργαστούν με άλλους φορείς και να παράσχουν τις κατάλληλες συμβουλές και κατευθύνσεις προς επίλυσή τους.

Μία ακόμη παθογένεια, η οποία έχει ως θύματα τους ανηλίκους, είναι η παιδική εργασία. Ως ζήτημα, αφορά σε άτομα νεαρής ηλικίας τα οποία προσφέρουν τις υπηρεσίες τους προκειμένου να επωφεληθούν τρίτα πρόσωπα, ανεξαρτήτως του ανταλλάγματος που ενδεχομένως προσφέρεται. Αυτό που καθιστά την παιδική εργασία κοινωνικό πρόβλημα είναι η επαχθής εκμετάλλευση της παραγωγικής δυνατότητας των παιδιών, που θίγει βασικά δικαιώματα του ανθρώπου. Αποσαφηνίζεται στο σημείο αυτό ότι υφίσταται δικαίωμα των ανηλίκων σε εργασία, εφόσον αυτή αποτελεί απλή απασχόληση και εναρμονίζεται με τις νομοθετικές επιταγές. Δεν εντάσσεται στην υπό ανάλυση έννοια η εργασία που προσφέρει το παιδί στον οικογενειακό βίο. Ως σκοπό έχει τη διαπαιδαγώγηση και κοινωνικοποίηση του νέου με την ανάληψη ευθυνών. Εντούτοις, λαμβάνει την μορφή παιδικής εργασίας όταν μπορεί να θεωρηθεί ως οικονομική δραστηριότητα, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας.

Ως φαινόμενο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σύγχρονο, διότι ήδη από την προβιομηχανική εποχή παιδιά χρησιμοποιούνταν για να εισφέρουν στην οικογένεια ορισμένο χρηματικό ποσό που αξιοποιούνταν για την ικανοποίηση βασικών βιοτικών αναγκών. Στη όξυνση του φαινομένου συνέβαλε η βιομηχανική επανάσταση και η αστικοποίηση, δηλαδή η μετακίνηση σημαντικού μέρους του πληθυσμού από την επαρχία στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η αύξηση του ανταγωνισμού και η «αποειδίκευση» της εργασίας με τη χρήση μηχανών κατέστησε τα παιδιά το πιο κατάλληλο παραγωγικό μέσο. Χαρακτηριστικό είναι ότι αποτελούν φθηνό εργατικό δυναμικό, δεκτικό εκμεταλλεύσεως, αφού η πνευματική τους ωριμότητα και η αντιδραστικότητά τους είναι μηδαμινές. Έτσι, ο εργοδότης επωφελείται, διότι οι απολαβές του πολλαπλασιάζονται και οι δαπάνες του μειώνονται.

Οι συνθήκες εργασίας των ανηλίκων την περίοδο αυτή ήταν απάνθρωπες. Δεδομένου ότι το παιδί αντιμετωπιζόταν ως αντικείμενο, ως μέσο επίτευξης σκοπού, και της ανυπαρξίας νομοθετικών κειμένων που να προστατεύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, ο ανήλικος εργάτης ακολουθούσε τους ρυθμούς της μηχανής. Αυτό συνεπαγόταν αυξημένα ωράρια εργασίας, χωρίς διαλλείματα, σωματικά και ψυχικά προβλήματα. Όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο Thompson, το κλίμα στον χώρο εργασίας ήταν μονότονο, αποτελούσε ρουτίνα από την οποία δεν ήταν δυνατόν να αποδράσει κανείς, Έτσι, το παιδί μεταλλασσόταν σε κινούμενη μηχανή, σε ένα άβουλο και άλογο ον.

Η δυσμενής αυτή μεταχείριση των παιδιών θορύβησε την κοινή γνώμη, η οποία άρχισε να αποστασιοποιείται από την αντίληψη του Locke ότι τα παιδιά των κατωτάτων κοινωνικών στρωμάτων, δηλαδή οι φτωχοί, πρέπει να εργάζονται από νεαρή ηλικία. Η μεταστροφή αυτή οφείλεται και στην αντίδραση των ιατρών στα ψυχικά και σωματικά προβλήματα που εμφάνιζαν τα παιδία εξαιτίας των εντατικών ρυθμών εργασίας. Κατά τον 18ο αι μ.Χ., η κρατική εξουσία άρχισε να παρεμβαίνει με σκοπό τον περιορισμό της παιδικής εργασίας. Θεωρούταν αδιανόητο το παιδί να απομακρύνεται από την οικογένεια του και να χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών. Πέρα από τους ανθρωπιστικούς λόγους, παράγοντας που οδήγησε σε αυτήν την κατεύθυνση είναι η αντίληψη ότι ο νέος αποτελεί το μέλλον του κράτους. Η θέση αυτή σε συνδυασμό με τον στρατιωτικό ανταγωνισμό, που επικρατούσε εκείνη την εποχή, είχε ως αποτέλεσμα να δίνεται ιδιαίτερη σημασία στη σωματική και ψυχική ακεραιότητα του νέου, ώστε να είναι σε θέση να προσφέρει τις στρατιωτικές του υπηρεσίες σε ενδεχόμενο πολέμου.

Η μεγαλύτερη πρόκληση που έπρεπε να αντιμετωπιστεί είναι η αντίληψη ότι το παιδί αποτελεί ιδιοκτησία του πατέρα (patria potestas). Αυτό έγινε με τη λήψη προστατευτικών για το παιδί νομοθετικών μέτρων και τη θέσπιση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Στην Μεγάλη Βρετανία, το 1866 στο Πρώτο Διεθνές Συνέδριο των Εργατών, έγινε μια πρώτη προσπάθεια σύνδεσης δικαιωμάτων με την παιδική εργασία, ορίζοντας το ανώτατο όριο εργασίας ημερησίως για τους ανηλίκους. Μεταγενέστερα, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος αποπροσανατόλισε τα κράτη με αποτέλεσμα να επικεντρώνονται αποκλειστικά στους κινδύνους του πολέμου. Τελικά, από τον 20ο αι. φαίνεται τα παιδία να έχουν απομακρυνθεί από τον βιομηχανικό κόσμο, το φαινόμενο, όμως, της παιδικής εργασίας δεν έχει εξαλειφθεί πλήρως.

Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

Η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου υιοθετήθηκε το 1948 με σκοπό την καταγραφή βασικών θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αποτέλεσε λογικό επακόλουθο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στο πλαίσιο του οποίου οι ανθρώπινες ελευθερίες είχαν ξεχασθεί. Σε αυτήν κατοχυρώνονται πλείονες εξουσίες μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα στην εργασία. Έγινε προσπάθεια αντιμετώπισης της εξευτελιστικής μεταχείρισης των εργατών, ορίζοντας στο άρθρο 23 ότι καθένας είναι ελεύθερος να επιλέγει να εργαστεί και να αμείβεται για τις παροχές του. Επίσης, τυποποιείται έκφανση της αρχής της ισότητας, βάσει της οποίας οφείλεται ίση αμοιβή για ίση εργασία. Η αντιπαροχή του εργοδότη πρέπει να είναι τέτοια ώστε ο εργάτης να είναι σε θέση να ικανοποιεί βασικές βιοτικές του ανάγκες. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η αξία του ατόμου αποτελούν κριτήρια που αξιοποιούνται για να διαπιστωθεί η εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής. Εξάλλου, συμπληρωματικά στο άρθρο 24 αναφέρεται ότι «καθένας έχει το δικαίωμα στην ανάπαυση και την αναψυχή, σε λογικό περιορισμό του χρόνου εργασίας και σε περιοδικές άδειες με πλήρεις αποδοχές». Έτσι, αναγνωρίζεται η ανάγκη του εργάτη να ξεκουράζεται και να διαθέτει χρόνο σε δραστηριότητες διαφορετικές της εργασίας του. Η διάταξη αυτή αποτελεί ριζοσπαστική για την εποχή ρύθμιση δεδομένου ότι τα ωράρια εργασίας ήταν πολύωρα. Από το γράμμα του νόμου γίνεται αισθητό πως οι προαναφερθείσες διατάξεις δεν αφορούν στους ανηλίκους και δη στα παιδία. Ένα τέτοιο συμπέρασμα, όμως, μόνο βεβιασμένο μπορεί να χαρακτηριστεί. Η διασταλτική ερμηνεία της ΟΔΔΑ μας επιτρέπει να επεκτείνουμε το φάσμα εφαρμογής των διατάξεων και στους ανηλίκους δεδομένου ότι οι όροι του πραγματικού τους εκπληρώνονται στις εκατέρωθεν περιπτώσεις (ενηλίκους και ανηλίκους).

Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού

Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού υιοθετήθηκε το 1959 ύστερα από συζητήσεις και προβληματισμούς σχετικά με την αναγκαιότητα σύνταξης υπερνομοθετικού κειμένου που να αφορά αποκλειστικά στους ανηλίκους. Παράγοντας που οδήγησε στη κατάρτιση της Διακήρυξης αποτέλεσε η ανάγκη συγκεκριμενοποίησης των ήδη υφισταμένων δικαιωμάτων, ώστε να προσαρμοστούν στις ειδικές ανάγκες των ανηλίκων. Χαρακτηριστικό γνώρισμά τους είναι η πνευματική τους ανωριμότητα, η οποία χρήζει ειδικής φροντίδας. Παρόλο που στον τίτλο της διακήρυξης περιλαμβάνεται ο όρος «δικαιώματα», περιεχόμενό της αποτελούν γενικές αρχές. Στην Αρχή 9 διατυπώνεται ότι το παιδί δύναται να εργαστεί εφόσον πληροί ορισμένο ηλικιακό όριο. Η παρεχόμενη εργασία δεν πρέπει να προσβάλλει την υγεία του ή να εμποδίζει την εκπαίδευση και την πνευματική ή σωματική ανάπτυξή του. Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, ο ανήλικος εργάτης εξομοιώνεται με τον ενήλικο.

Δεδομένου ότι γίνεται λόγος για Διακήρυξη, τα κράτη με μόνη την υπογραφή της δεν δεσμεύονται. Απαιτείται λήψη νομοθετικών μέτρων από τα αρμόδια εσωτερικά όργανα κάθε κράτους, ώστε η διακήρυξη να παράγει τα αποτελέσματά της. Αυτό την καθιστά περισσότερο κείμενο με πολική παρά κανονιστική χροιά, με το οποίο προτείνονται λύσεις στα προβλήματα της εποχής.

Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα

Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα υιοθετήθηκε το 1966 και έλαβε ισχύ μια δεκαετία αργότερα, το 1976. Στο άρθρο 10 προβλέπεται υποχρέωση προστασίας του θεσμού της οικογένειας και των μελών της, και παροχής ιδιαίτερης μέριμνας στους ανηλίκους. Από το γράμμα της διάταξης διαφαίνεται ότι προστατεύεται κάθε νέος ανεξαρτήτως συγγενικού ή άλλου δεσμού. Έτσι, υπάγεται στο κανονιστικό πυρήνα της διάταξης και το παιδί που δεν είναι μέλος φυσικής ή θετής οικογένειας. Θεωρείται απαγορευμένη κάθε μορφή καταχρηστικής εκμετάλλευσης των νέων. Τέτοιου είδους εκμετάλλευση είναι αυτή που προσβάλλει την ηθική υπόσταση του ανηλίκου ή θέτει σε κίνδυνο την υγεία (σωματική και πνευματική) του και παρεμποδίζει την φυσιολογική ανάπτυξή του.

Επίσης, στο άρθρο 13, κατοχυρώνεται υποχρέωση των κρατών να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να οριστεί ένα κατώτατο όριο ηλικίας. Είναι απαγορευμένη η χρησιμοποίηση νέων για εργασίες που θέτουν σε κίνδυνο την σωματική τους ακεραιότητα και τη ζωή τους.

Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού

Η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού συνήφθη το 1989 στην Νέα Υόρκη. Ratio της αποτελεί η πεποίθηση ότι το παιδί έχει αυτοτελή προσωπικότητα, η οποία απαιτείται να προστατεύεται. Σύμφωνα με το άρθρο 1, παιδί θεωρείται το άτομο που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του. Η διάταξη δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα, επομένως, εξασφαλίζεται η δυνατότητα στα κράτη να υιοθετήσουν διαφορετικό όριο ενηλικίωσης.

Μείζονος σημασίας είναι το άρθρο 32. Στην πρώτη παράγραφο, ορίζεται ότι το παιδί έχει δικαίωμα να προστατεύεται από εκμετάλλευσή για οικονομικούς σκοπούς και από εργασία που θέτει σε κίνδυνο τη σωματική και ψυχική του ακεραιότητα. Στην δεύτερη παράγραφο θεσπίζεται υποχρέωση των κρατών να προβαίνουν στις απαραίτητες διαδικασίες ώστε να καθοριστεί κατώτατο ηλικιακό όριο εργασιακής απασχόλησης, να ρυθμιστούν τα ωράρια εργασίας και να επιβάλλονται ποινές στους παραβάτες των μέτρων που έχουν ληφθεί. Από την γραμματική διατύπωση του άρθρου φαίνεται ότι υπάρχουν μορφές εκμετάλλευσης που εξαιρούνται από το ρυθμιστικό πλαίσιο του υπό ανάλυση άρθρου. Έτσι, εμμέσως γίνεται αναφορά στην επιτρεπτή εκμετάλλευση του παιδιού, η οποία δεν είναι επικίνδυνη για την υγεία, την ψυχική και σωματική ακεραιότητα και την εκπαίδευσή του. Στο σημείο αυτό κρίνεται απαραίτητο να αναφερθεί ότι η «εκμετάλλευση» αποτελεί αόριστη έννοια, την οποία καλούνται να οριοθετήσουν τα συμβαλλόμενα κράτη.

Νομοθετικές ρυθμίσεις στην Ελλάδα

Στο ελληνικό δικαιικό σύστημα η προστασία των παιδιών εδράζεται σε πολλές συνταγματικές διατάξεις, όπως στο άρθρο για την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (Σ2 παρ. 1), το άρθρο για την ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας (Σ5 παρ. 1) και την αρχή της ισότητας (Σ4).

Ειδική αναφορά στα παιδία και στην προστασία της παιδικής ηλικίας γίνεται στο άρθρο 21 του Συντάγματος. Συγκεκριμένα, κατοχυρώνεται κοινωνικό δικαίωμα με φορείς τους ανηλίκους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας και ένταξης σε κάποια οικογένεια. Αποδέκτες αποτελούν η κρατική εξουσία και οι ιδιώτες, επομένως το δικαίωμα τριτενεργεί στις ιδιωτικές σχέσεις. Η προστασία της παιδικής ηλικίας έχει ως περιεχόμενο την υποχρέωση του κράτους να διαμορφώνει συνθήκες που να εξασφαλίζουν την ομαλή πνευματική και σωματική ανάπτυξη των ανηλίκων. Έτσι, κρίνεται αντισυνταγματική οποιαδήποτε κρατική ενέργεια που θέτει σε κίνδυνο ή παρεμποδίζει την ανέλιξη των νέων. Εδώ κρίνεται απαραίτητο να επισημανθεί ότι κατά τον Μάνεση ο όρος «παιδική ηλικία» δεν αποδίδει την βούληση του συνταγματικού νομοθέτη. Αυτό, διότι η παιδική ηλικία τερματίζεται με την εφηβεία. Το ζήτημα, ωστόσο, είναι εικονικό, αφού στο άρθρο 1 του ΔΣΔΠ ορίζεται ότι παιδί είναι όποιος δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του.

Στο πλαίσιο του αστικού κώδικα, στο άρθρο 136 ορίζεται ότι ο ανήλικος, που έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του, μπορεί να εργαστεί, εφόσον συναινέσουν σε αυτό τα πρόσωπα που ασκούν την επιμέλειά του. Εξάλλου, στο άρθρο 1511 ορίζεται ότι οι αποφάσεις που αφορούν στον ανήλικο πρέπει να λαμβάνονται με γνώμονα το συμφέρον του Επομένως, η απόφαση των γονέων για το επιτρεπτό ή μη της εργασίας του παιδιού απαιτείται να αποσκοπεί σε αυτό (στο συμφέρον του).

Νόμος 1837/1989

Σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 του ν. 1837/1989 το κατώτατο όριο ηλικίας για νόμιμη εργασία αποτελούν τα δεκαπέντε έτη. Σκοπός του νομοθέτη είναι η ολοκλήρωση της βασικής και υποχρεωτικής εκπαίδευσης των νέων, που υφίσταται μέχρι την τάξη της τρίτης γυμνασίου. Εξάλλου, οι ανήλικοι που υπάγονται στην ηλικιακή κλίμακα των δεκαπέντε έως δεκαοκτώ ετών έχουν τη δυνατότητα να εργαστούν, εφόσον η προσφερόμενη εργασία δεν είναι επικίνδυνη, δεν προσβάλλει την ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας και δεν βλάπτει την πνευματική και σωματική υγεία τους.

Έτσι, όπως ορίζεται και στην υπουργική απόφαση του Υπουργείου Εργασίας 130627/1990, απαιτείται να επιδεικνύεται ιδιαίτερη προσοχή στην ανάθεση καθηκόντων στον νέο. Ειδικότερα, χρειάζεται να λαμβάνεται υπόψη η ιδιοσυστασία του και να εξασφαλίζονται συνθήκες εργασίας, που θα προστατεύουν τον ανήλικο εργαζόμενο από επαγγελματικούς κινδύνους. Γι’ αυτό είναι αναγκαία η τήρηση Μητρώου Ανηλίκων, στο οποίο θα αναγράφονται τα στοιχεία του βιβλιαρίου εργασίας τους καθώς και τα χαρακτηριστικά της παροχής που προσφέρουν.

Επίσης, απαιτείται να διασφαλίζεται στο παιδί δυνατότητα να συνεχίσει την εκπαίδευσή του (πέραν της υποχρεωτικής). Έτσι, ο νομοθέτης στο άρθρο 5 θέτει χρονικό όριο στην καθημερινή και εβδομαδιαία απασχόλησή του και απαγορεύει την υπερωριακή εργασία. Τέλος, απαγορεύεται ρητά η νυκτερινή απασχόληση, όπως ορίζεται στο άρθρο 15.

Συνοψίζοντας, τα παιδία αν και αποτελούν τμήμα του πληθυσμού που επιδέχεται ειδικής προστασίας και κρατικής μέριμνας, καλούνται να αντιμετωπίσουν παραβατικές και εγκληματικές συμπεριφορές, που εμφανίζονται ιδίως στον οικογενειακό κύκλο. Η κακοποίηση ανηλίκων, αποτελεί μάστιγα της εποχής που οξύνεται από την οικονομική και συνακόλουθα κοινωνική κρίση που χαρακτηρίζει την κοινωνία μας. Οι δράστες, παρουσιάζουν κοινό μοτίβο συμπεριφοράς το οποίο αποκαλύπτει προσωπικά βιώματα που ενδεχομένως οι ίδιοι έχουν υποστεί κατά την νεαρή τους ηλικία. Πρόκειται, επομένως, για φαύλο κύκλο που είναι δύσκολο να εξαλειφθεί. Εξάλλου, η παιδική εργασία αποτελεί μια ακόμη μορφή προσβολής της ανθρώπινης υπόστασης των νέων, τα αίτια ύπαρξης της οποίας άπτονται ιστορικών συγκυριών. Και για τα δύο φαινόμενα έχουν συναφθεί διεθνείς συμβάσεις και υιοθετηθεί εθνικοί νομοθετικοί κανόνες που σκοπό έχουν τον περιορισμό τους. Σε αυτό συνεπικουρούν οργανώσεις φιλανθρωπικού χαρακτήρα, οι οποίες, ασκώντας κοινωνική και πολιτική πίεση, οδηγούν στην βελτιστοποίηση των προστατευτικών για το παιδί θεσμών.

Τα υποκειμενικά και αντικειμενικά όρια της συμφωνίας περί διαιτησίας

ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ

Φορολογικός Πολυκώδικας - Σεπτέμβριος 2022

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΠΑΡΜΠΑΣ

ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΜΑΥΡΙΔΗΣ

 

send