logo-print

Η έλλειψη δόλου στην αποδοχή υπερχρεωμένης κληρονομιάς

13/01/2022

13/01/2022

Η με αριθμό 3145/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κάνει δεκτή την έφεση, σε υπόθεση που χειρίστηκε το γραφείο μας και εξαφανίζει την απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που είχε απορρίψει, πρωτοδίκως, την αίτηση εντολέως μας, λόγω δόλου οφειλόμενου στην αποδοχή υπερχρεωμένης κληρονομιάς προσώπου που πριν αποβιώσει είχε υπαχθεί τελεσιδίκως στις διατάξεις του ν. 3869/2010.

Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. δ’ του Ν. 3869/2010, ως τροποποιήθηκε από το άρθρο 56 του Ν. 4549/2018 «Η αποδοχή υπερχρεωμένης κληρονομίας από τους νόμιμους μεριδούχους του αρχικού οφειλέτη, ακόμα κι αν γίνεται εν γνώσει της υπερχρέωσης, δεν συνιστά από μόνη της και χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστάσεων δόλια περιέλευση σε αδυναμία πληρωμής χρηματικών οφειλών

Μάλιστα, σύμφωνα με το άρθρο 68 του Ν. 4549/2018 «Μεταβατικές διατάξεις

Με την παράγραφο 1 ορίζεται ότι ο κανόνας, περί µη θεµελίωσης δόλιας υπερχρέωσης µόνο και µόνο στο γεγονός της αποδοχής υπερχρεωµένης κληρονοµίας, ισχύει αναδροµικά και σε αποδοχές που έλαβαν χώρα πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόµου. Η ρύθµιση αυτή επιβάλλεται για λόγους ισότητας.»

Το άρθρο 56 αντικατοπτρίζει την επιλογή του νομοθέτη να περιορίσει και να αποδυναμώσει την έννοια του δόλου στην περίπτωση της κληρονομικής διαδοχής του θανόντος οφειλέτη από πρόσωπα του στενού συγγενικού του κύκλου – από τους νόμιμους μεριδούχους του αρχικού οφειλέτη –, εξαιτίας και της κατακόρυφης αύξησης του αριθμού των απορριπτικών αποφάσεων λόγω δόλιας περιέλευσης σε μόνιμη αδυναμία και να εξαιρέσει από αυτήν περιπτώσεις αποδοχής υπερχρεωμένης κληρονομιάς.

Η επιλογή αυτή κρίθηκε επιβεβλημένη κυρίως εξαιτίας του γεωμετρικά αυξανόμενου αριθμού αποποιήσεων, αλλά και δεδομένης της έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων από τα Ειρηνοδικεία της χώρας, αναφορικά με το ζήτημα της διόγκωσης του παθητικού εκ κληρονομικής διαδοχής, με υφιστάμενη κατά το χρόνο αποδοχής τη γνώση της υπερχρέωσης του κληρονομούμενου. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, κρίθηκε επιβεβλημένη και η εξειδίκευση της έλλειψης δόλου με τη φωτογραφική διατύπωση «ακόμα και αν γίνεται εν γνώσει της υπερχρέωσης». Η εν λόγω διατύπωση ουσιαστικά αποκλείει το δόλο κατά την ανάληψη των δανειακών υποχρεώσεων, ήτοι κατά το χρονικό σημείο αποδοχής της υπερχρεωμένης κληρονομιάς από μεριάς του νομίμου μεριδιούχου του θανόντος οφειλέτη, κληρονόμου.

Περαιτέρω, από τη διατύπωση του εν λόγω άρθρου και ειδικά από το εδάφιο «δεν συνιστά από μόνη της και χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστάσεων δόλια περιέλευση» προκύπτει ότι δεν αποκλείεται η απόρριψη της αίτησης λόγω δόλιας περιέλευσης σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών, πλην όμως αποκλειομένου του δόλου κατά την ανάληψη λόγω της γνώσης της υπερχρέωσης και της αδυναμίας, ήτοι αποκλειόμενου του ενδεχόμενου δόλου του νομίμου μεριδιούχου του θανόντος οφειλέτη, κληρονόμου, η υπό εξέταση έκφανση του δόλου, είναι αυτή του δόλου σκοπού, η οποία και αφορά περιπτώσεις απομείωσης του ενεργητικού κατά το μετά την αποδοχή διάστημα, από μεριάς του νομίμου μεριδιούχου του θανόντος, κληρονόμου – μεταβιβάσεις ακινήτων και κινητών περιουσιακών στοιχείων, εκούσια απώλεια εργασίας ή μη εμφάνιση εισοδημάτων – και περιπτώσεις δόλιας παραβίασης του καθήκοντος ειλικρινούς δηλώσεως – μη αναφορά τραπεζικών καταθέσεων κλπ.

Η προσθήκη της διάταξης για την αποδοχή της υπερχρεωμένης κληρονομιάς και η αποδυνάμωση της έννοιας του δόλου για τους νόμιμους μεριδιούχους του θανόντος οφειλέτη, κληρονόμους κρίθηκαν επιβεβλημένες από το νομοθέτη και δικαιολογούνται απόλυτα στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4549/2018, η οποία επί λέξει αναφέρει:

«Άρθρο 56 Πεδίο εφαρµογής

Όταν αποβιώνει υπερχρεωµένο πρόσωπο, οι κληρονόµοι του πολλές φορές αποδέχονται την κληρονοµία είτε ελπίζοντας ότι θα καταφέρουν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις του κληρονοµουµένου είτε επειδή συγκατοικούσαν µε τον κληρονοµούµενο σε κατοικία ιδιοκτησίας του και θα αντιµετωπίσουν στεγαστικό πρόβληµα σε περίπτωση αποποίησης. Αν στη συνέχεια, δεν καταφέρουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που πλέον βαρύνουν αυτούς και ζητήσουν την υπαγωγή τους στο ν. 3869/2010, κινδυνεύουν να αντιµετωπίσουν την ένσταση δόλιας περιέλευσής τους σε µόνιµη και γενική αδυναµία πληρωµής µόνο και µόνο για το λόγο ότι αποδέχθηκαν εν γνώσει τους υπερχρεωµένη κληρονοµία. Το φαινόµενο όµως αυτό αφενός συνιστά κοινωνικό πρόβληµα από µόνο του, αφετέρου είναι επιβλαβές για την εθνική οικονοµία, αφού δηµιουργεί κίνητρο για αποποιήσεις κληρονοµιών, µε αποτέλεσµα το ενεργητικό του κληρονοµουµένου να παραµένει για µεγάλο χρονικό διάστηµα αναξιοποίητο. Για να αντιµετωπιστεί το πρόβληµα αυτό, προβλέπεται ρητά µε την προτεινόµενη διάταξη ότι η αποδοχή υπερχρεωµένης κληρονοµίας, ακόµα κι αν ο κληρονόµος γνώριζε την υπερχρέωση του κληρονοµουµένου κι απέβλεπε στην προστασία της κληρονοµιαίας κύριας κατοικίας, δεν συνιστά από µόνη της δόλια περιέλευση σε αδυναµία πληρωµής, παρά θα πρέπει να συνδυάζεται µε άλλα περιστατικά (π.χ. υπαιτιότητα του κληρονόµου για την υπερχρέωση του κληρονοµουµένου). Από την άλλη πλευρά, γενίκευση της διάταξης σε κάθε περίπτωση κληρονοµικής διαδοχής, ακόµα κι αν ο κληρονόµος δεν είχε στενή συγγένεια µε τον αρχικό οφειλέτη ή κληρονόµησε από διαθήκη, θα έδινε ευκαιρία καταχρήσεων από πρόσωπα, που αποδέχονται την κληρονοµία όχι από ανάγκη ούτε υπό δυσµενείς ψυχολογικές συνθήκες, αλλά βάσει σταθµίσεων και υπολογισµών. Για το λόγο αυτό η εµβέλεια της διάταξης περιορίζεται στην περίπτωση των νόµιµων µεριδούχων, ανεξάρτητα από το αν κληρονοµούν από διαθήκη, εξ αδιαθέτου ή από τη νόµιµη µοίρα. Για τις λοιπές περιπτώσεις, τα δικαστήρια θα πρέπει να είναι ελεύθερα να κρίνουν αν η αποδοχή υπερχρεωµένης κληρονοµίας εν γνώσει της υπερχρέωσης συνιστά από µόνη της δόλια περιέλευση σε αδυναµία πληρωµής. »

Προσέτι, σύμφωνα με το άρθρο 12α του Ν. 3869/2010, παρ. 2 και 3 «2. Αν ο οφειλέτης αποβιώσει πριν την απαλλαγή του κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 11, οι απαιτήσεις των πιστωτών επανέρχονται στο ύψος, στο οποίο θα βρίσκονταν αν δεν είχε υποβληθεί η αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4, μειωμένο κατά τα ποσά που καταβλήθηκαν από τον κληρονομούμενο. Η παύση ή ο περιορισμός της τοκογονίας κατά τα πρώτα δύο εδάφια της παραγράφου 3 του άρθρου 6 δεν ανατρέπονται για το χρονικό διάστημα μέχρι το θάνατο του οφειλέτη.

Αν το δικαστήριο είχε διατάξει την εξαίρεση της πρώτης κατοικίας του κληρονομουμένου από τη ρευστοποίηση, και ο κληρονόμος χρησιμοποιεί το ίδιο ακίνητο ως δική του κύρια κατοικία, μπορεί, εφόσον ασκήσει την αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4 και συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις παραδοχής της, να ζητήσει την εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 9 χωρίς το χρονικό περιορισμό του πρώτου εδαφίου αυτής. Στην περίπτωση αυτή εξακολουθεί να ισχύει ο κανόνας της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών σε σχέση με την περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, ωστόσο για τον προσδιορισμό του σχεδίου διευθέτησης οφειλών, το ποσό, το οποίο θα λάμβαναν οι πιστωτές σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, μειώνεται κατά το αντίστοιχο ποσό που καταβλήθηκε από τον κληρονομούμενο. Η συνολική διάρκεια των σχεδίων διευθέτησης οφειλών του κληρονομουμένου και του κληρονόμου δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τη διάρκεια που αναφέρεται στο δέκατο ένατο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 9.».

Εκ των ανωτέρω, καθίστανται σαφή τα κάτωθι:

Α. Αδιαμφισβήτητη βούληση του Νομοθέτη συνιστά η προστασία του κληρονόμου από την άνευ ετέρου συναγωγή της δολιότητός του εκ μόνου του γεγονότος της αποδοχής υπερχρεωμένης κληρονομίας.

Β. Λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν στη σχετική αποδοχή συνιστούν η μη ύπαρξη άλλης κατοικίας πλην της υπό διάσωση ή ήδη διασωθείσας, η πίστη ότι, εν τέλει, θα αποπληρωθούν οι οφειλές, και, εν γένει, η επιθυμία εκ των νομίμων μεριδούχων, ή μέρους αυτών, να διασωθεί η οικογενειακή στέγη.

Γ. Η εν λόγω προστασία αφορά τους νομίμους μεριδούχους, προς αποφυγή κατάχρησης των σχετικών διατάξεων.

Από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4549/2018 φαίνεται ότι επεδιώχθη με τη νέα διάταξη να ρυθμισθούν περιπτώσεις συγκατοικήσεως με τον κληρονομούμενο, για να μην απωλέσει ο κληρονόμος κατάχρεης κληρονομίας που γνωρίζει τα χρέη, την κύρια κατοικία του. Όπως αναφέρει η Εισηγητική Έκθεση, Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αυτό, προβλέπεται ρητά με την προτεινόμενη διάταξη ότι η αποδοχή υπερχρεωμένης κληρονομιάς, ακόμα κι αν ο κληρονόμος γνώριζε την υπερχρέωση του κληρονομουμένου και απέβλεπε στην προστασία της κληρονομιαίας κύριας κατοικίας, δεν συνιστά από μόνη της δόλια περιέλευση σε αδυναμία πληρωμής, παρά θα πρέπει να συνδυάζεται με άλλα περιστατικά (π.χ. υπαιτιότητα του κληρονόμου για την υπερχρέωση του κληρονομούμενου).

Παρά τα αγαθά κίνητρα της ρυθμίσεως, αυτή δεν παύει να είναι προβληματική, διότι οδηγεί στην υπαγωγή στη ρύθμιση, ακόμη και αν δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις υπαγωγής στο πρόσωπο του κληρονομουμένου και οδηγεί σε ένα είδος ιδιότυπης καταστρατήγησης των προϋποθέσεων. Βεβαίως νομοθετική καταστρατήγηση δεν είναι δυνατή, αλλά η αντινομία είναι εμφανής. Για το λόγο αυτό πρέπει να γίνουν οι εξής διακρίσεις:

Α. κατά την κληρονομική επαγωγή σε σχέση με την υπερχρέωση είναι δυνατόν καταρχάς να έχει υπαχθεί ήδη ο κληρονομούμενος στη ρύθμιση. Μετά από το θάνατό του, οι κληρονόμοι του υπεισέρχονται στον διακανονισμό του χρέους που έχει γίνει με τη δικαστική απόφαση (υποχρέωση κληρονομίας = χρέος).

Β. εάν ο κληρονομούμενος δεν είχε υπαχθεί στη ρύθμιση, ενώ υπήρχαν οι προϋποθέσεις στο πρόσωπό του, ο κληρονόμος όμως μπορεί να ανταποκριθεί στα χρέη, δεν μπορεί να ζητήσει την υπαγωγή στη ρύθμιση, διότι με την επαγωγή παύει να είναι υπερχρεωμένη η κληρονομία.

Γ. εάν ο κληρονομούμενος δεν είχε υπαχθεί στη ρύθμιση, ο κληρονόμος όμως δεν μπορεί να ανταποκριθεί, ερωτάται αν ο κληρονόμος μπορεί να ζητήσει την υπαγωγή στη ρύθμιση. Αν αγνοεί την υπερχρέωση μπορεί να ζητήσει την υπαγωγή. Αν όμως τη γνωρίζει, όπερ είναι και το πιθανότερο, και δεν υπήρχε η πρόσφατη τροποποίηση, αποδεχόμενος εν γνώσει της υπερχρέωσης, θα κινδύνευε να θεωρηθεί ότι περιάγει τον εαυτό του δολίως σε αδυναμία πληρωμής χρηματικών οφειλών.

Από τη διατύπωση της νέας διατάξεως συνάγεται ότι πρέπει να συντρέχουν και άλλες περιστάσεις για να θεωρηθεί ότι τελεί σε δόλο. «Άλλες περιστάσεις» θα είναι καταρχάς η αποξένωση του κληρονόμου από το ακίνητο – αντικείμενο της κληρονομίας στο οποίο ο ίδιος δε κατοικούσε και αποδέχεται την κληρονομία μόνον για να το εκμεταλλευθεί, για παράδειγμα δια της εκμισθώσεως.

Συνεπώς η αποδοχή υπερχρεωμένης κληρονομίας εν γνώσει της υπερχρέωσης δεν θα συνιστά δόλια περιέλευση κατά κανόνα, αν οι προϋποθέσεις υπαγωγής συνέτρεχαν και στο πρόσωπο του κληρονομούμένου, κατά συσταλτική ερμηνεία της νέας ρυθμίσεως. (ίδετ. σχετ. Κ. Παντελίδου, Αποδοχή – Αποποίηση κληρονομίας και χρέη. (Ο περιορισμός της ευθύνης παρά την αποδοχή και η διατήρηση της ευθύνης παρά την αποποίηση), σε: ΕλλΔνη 4/2020, ΣΕΛ. 976 – 984)

Την υπόθεση χειρίστηκαν οι Δικηγόροι Αθηνών, Μιχαήλ Ι. Κούβαρης και Αρετή Ν. Περδικομάτη.

Η απόφαση είναι διαθέσιμη στο michaliskouvaris.gr

ΜΙΧΑΗΛ ΚΟΥΒΑΡΗΣ

Ο Μιχάλης Κούβαρης είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος του Μεταπτυχιακού διπλώματος με τίτλο "MSC BUSINESS FOR LAWYERS" του ALBA GRADUATE...

Δίκαιο επιταγής - 6η έκδοση
Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων και Ευθύνη για Αποζημίωση