logo-print

ΟλΑΠ 8/2021: Ερμηνεία της διάταξης του Κώδικα Δικηγόρων περί αμοιβής για τη σύνταξη κύριας αγωγής από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου

Το Εφετείο, το οποίο δέχθηκε ότι η δικηγορική αμοιβή ως στοιχείο των δικαστικών εξόδων του διαδίκου πρέπει να καθορίζεται με βάση ενιαίο συντελεστή επί του συνόλου της αξίας του αντικειμένου της δίκης, χωρίς περαιτέρω ποσοστιαίες και ποσοτικές διακρίσεις, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο

18/02/2022

08/03/2022

Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ - Β έκδοση

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΝΙΚΑΣ

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΠΕΣ

Αθέτηση ρήτρας παρεκτάσεως αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας και αποζημιωτική ευθύνη - Σειρά Μελέτες ΕΡΜΕΚ Νο 8

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ

Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την υπ’ αριθμ. 8/2021 απόφασή της, προέβη σε ερμηνεία της διάταξης της παρ.1 περ. i του άρθρου 63 του νέου Κώδικα Δικηγόρων περί αμοιβής για τη σύνταξη κύριας αγωγής.

Ερμηνεύοντας τις ισχύουσες διατάξεις, σε αντιπαραβολή με εκείνες του προϊσχύσαντος Δικηγορικού Κώδικα, η Ολομέλεια του ανωτάτου δικαστηρίου επεσήμανε τα εξής:

Κύρια χαρακτηριστικά των νέων νομοθετικών ρυθμίσεων είναι:

(α) ότι προτάσσεται η ελευθερία των συμβαλλομένων για τον καθορισμό της δικηγορικής αμοιβής, αφού το προβάδισμα της συμβατικής ρύθμισης διατηρείται ακόμη και αν η συμφωνία του δικηγόρου με τον εντολέα για τον προσδιορισμό της αμοιβής υπολείπεται των, ελαχίστων, ορίων που καθορίζουν τα άρθρα 63 επ. του ΚΔικ,

(β) ότι μειώνονται οι ποσοστιαίοι συντελεστές υπολογισμού της δικηγορικής αμοιβής, κατ' αντίστροφη αναλογία προς την αύξηση της αξίας του αντικειμένου της δίκης, και

(γ) ότι διατηρείται ως σημείο αναφοράς, κατ’ αρχήν, το ποσοστό 2%, ως ελάχιστη νόμιμη αμοιβή, για τη σύνταξη του δικογράφου της κύριας αγωγής εφαρμοζομένου, όμως, αυτού μόνο επί του τμήματος του οικονομικού αντικειμένου της δίκης, το οποίο δεν υπερβαίνει τις 200.000 €. Για το υπερβάλλον αυτού ποσό η νόμιμη αμοιβή απομειώνεται σταδιακά, κατά τρόπο, που να περιορίζεται μέχρι το 0,05% για το τμήμα της αξίας του αντικειμένου της αγωγής, που υπερβαίνει τα 25.000.000 €.

Έτσι, με βάση τον ανωτέρω τρόπο υπολογισμού των ελαχίστων ορίων της δικηγορικής αμοιβής, ήτοι κατά φθίνουσα κλίμακα συντελεστών, οι οποίοι αντιστοιχούν σε, κατ’ αντίστροφη αναλογία (αύξουσα κλίμακα) οριζόμενα, επιμέρους ποσοτικά τμήματα του συνόλου του αντικειμένου της δίκης, το σύνολο αυτής (αμοιβής) εξάγεται από το άθροισμα των επιμέρους, ποσών που αναλογούν σε κάθε, επιμέρους, τμήμα του συνόλου του αντικειμένου της.

Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, το ανωτέρω συμπέρασμα αντλείται από τη γραμματική ερμηνεία των οικείων διατάξεων και, κυρίως, από την ιστορική και τελολογική ερμηνεία αυτών, όπως αυτή αναδύεται από την αληθινή βούληση του ιστορικού Νομοθέτη, κατά την οποία το ύψος της αμοιβής του δικηγόρου για τη σύνταξη αγωγής, ως και του δικηγόρου του εναγομένου για τη σύνταξη προτάσεων στην πρώτη συζήτηση της αγωγής, θα πρέπει να προσδιορίζεται με αναφορά μεν στην αξία του αντικειμένου της αγωγής, με βάση, όμως, πλέον, τη φθίνουσα κλίμακα, για κάθε επιμέρους ποσοτικό τμήμα αυτής και δη κατά τις διακρίσεις που προβλέπει η διάταξη της παρ. 1 περ. i του άρθρου 63 του νέου Κώδικα Δικηγόρων, σε αντιδιαστολή με τις ρυθμίσεις του προϊσχύσαντος Ν.Δ. 3026/1954 «Περί του Κώδικος των Δικηγόρων», όπου το ελάχιστο όριο της αμοιβής του δικηγόρου για τη σύνταξη κυρίας αγωγής οριζόταν, αδιακρίτως αξίας του αντικειμένου δίκης (οριζόντια), σε ποσοστό 2% επί του συνόλου αυτού, στο ίδιο δε ποσοστό οριζόταν και το ελάχιστο όριο της αμοιβής του δικηγόρου του εναγομένου για τη σύνταξη προτάσεων επί της πρώτης συζητήσεως της υποθέσεως, ενιαίως υπολογιζόμενο, επίσης, επί του συνόλου της αξίας του αντικειμένου της δίκης, χωρίς περαιτέρω διακρίσεις.

Συνεπώς, εν προκειμένω ο Άρειος Πάγος, κάνοντας δεκτό το σχετικό λόγο αναίρεσης, έκρινε πως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του ότι η δικηγορική αμοιβή ως στοιχείο των δικαστικών εξόδων του διαδίκου πρέπει να καθορίζεται με βάση ενιαίο συντελεστή επί του συνόλου της αξίας του αντικειμένου της δίκης, χωρίς περαιτέρω ποσοστιαίες και ποσοτικές διακρίσεις, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, αφού θα έπρεπε να υπολογίσει τη δικηγορική αμοιβή με βάση τη φθίνουσα κλίμακα συντελεστών, οι οποίοι αντιστοιχούν στα κατ’ αύξουσα κλίμακα ποσοτικά τμήματα του οικονομικώς αποτιμητού αντικειμένου της δίκης και, στη συνέχεια, να προβεί στο μερικό συμψηφισμό των δικαστικών εξόδων της δίκης.

Απόσπασμα απόφασης

Με τις σκέψεις του αυτές, το Εφετείο έκρινε ειδικότερα: α) ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα υπολόγισε τη δικηγορική αμοιβή, του ήδη αναιρεσείοντος, ενάγοντος, στο ποσό των 72.750 ευρώ, με βάση τη φθίνουσα κλίμακα, αντί να την υπολογίσει με βάση τον ενιαίο συντελεστή 0,05%, που αντιστοιχεί στη συνολική αξία του αντικειμένου της δίκης, που όπως ανέκκλητα έγινε δεκτό αυτή ανέρχεται σε 47.089.383,60 ευρώ. β) Ότι συντρέχουν, στην προκειμένη περίπτωση, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 179 ΚΠολΔ, για το μερικό συμψηφισμό των δικαστικών εξόδων της δίκης, σημειουμένου ότι τούτο κρίθηκε ανέκκλητα, καθόσον με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας παραπεμπτική απόφαση του Β2’ Τμήματος του Αρείου Πάγου, απορρίφθηκε ο περί του αντιθέτου σχετικός δεύτερος και τελευταίος, αναιρετικός λόγος. γ) Ότι η δικηγορική αμοιβή και, εντεύθεν, τα δικαστικά έξοδα του ήδη αναιρεσείοντος – ενάγοντος, υπολογιζόμενα με την εφαρμογή ενιαίου συντελεστή από 0,05%, επί του συνόλου της αξίας του αντικειμένου της δίκης ανέρχονται στο ποσό των 23.544,70 ευρώ και, αφού προέβη σε μερικό συμψηφισμό τους, λαμβάνοντας ως βάση αυτό, επιδίκασε υπέρ του ήδη αναιρεσείοντος – ενάγοντος, το από 6.000 ευρώ μέρος τους.

Έτσι, όμως, που έκρινε το Εφετείο και δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του ότι η δικηγορική αμοιβή ως στοιχείο των δικαστικών εξόδων του διαδίκου πρέπει να καθορίζεται με βάση ενιαίο συντελεστή επί του συνόλου της αξίας του αντικειμένου της δίκης, χωρίς περαιτέρω, ποσοστιαίες και ποσοτικές, διακρίσεις, αντιστοίχως και, στη συνέχεια, την προσδιόρισε στο ανωτέρω χρηματικό ποσό των 23.544,70 ευρώ και, λαμβάνοντας αυτό ως βάση του μερικού συμψηφισμού τους, επιδίκασε στον ήδη αναιρεσείοντα – εφεσίβλητο – ενάγοντα, το από 6.000 ευρώ μέρος τους, αντί, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, να υπολογίσει αυτή με βάση τη φθίνουσα κλίμακα συντελεστών, οι οποίοι αντιστοιχούν στα οριζόμενα, από τις προαναφερθείσες διατάξεις, κατ’ αύξουσα κλίμακα, ποσοτικά τμήματα του οικονομικώς αποτιμητού αντικειμένου της δίκης και να την προσδιορίσει σε 72.750 ευρώ, ώστε με βάση το τελευταίο αυτό ποσό, να προβεί, στη συνέχεια, στο μερικό συμψηφισμό των δικαστικών εξόδων της δίκης, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τους ανωτέρω κανόνες ουσιαστικού δικαίου.

Επομένως, το Εφετείο, υπέπεσε στην αποδιδόμενη, με τον παραπεμφθέντα κατά τα εκτιθέμενα στην αρχή της παρούσας απόφασης στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου πρώτο αναιρετικό λόγο, πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που, συνακόλουθα, πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος.

Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr

Ηλεκτρονικό Κτηματολόγιο - Βιβλιοθήκη Δικάιου Κτηματολογίου Νο 24
Συλλογικό εργατικό δίκαιο - 3η έκδοση

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ