logo-print

Άσκηση δεύτερης προσφυγής, μετά από απόρριψη για τυπικό λόγο: Αοριστία δικογράφου (ΣτΕ Ολ 1829/2023)

Δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η καθιέρωση του δικαιώματος άσκησης δεύτερης προσφυγής

05/12/2023

05/12/2023

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο
Διοικητική Δικονομία - Συλλογή Διατάξεων

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΤΑΚΤΙΚΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

Την έννοια του «τυπικού λόγου» κατ’ άρθρο 70 παρ. 1 ΚΔΔ ερμήνευσε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίνοντας πως τέτοιο λόγο συνιστά και η αοριστία του δικογράφου της προσφυγής (ΣτΕ Ολ 1829/2023).

Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, ως απόρριψη προσφυγής για «τυπικό λόγο», που δικαιολογεί την άσκηση δεύτερης προσφυγής, κατ’ άρθρο 70 παρ. 1 του ΚΔΔ (όπως η παρ. αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 83 του ν. 4139/2013 και την αντικατάστασή της από το άρθρο 24 του ν. 4274/2014 και, ακολούθως, από το άρθρο 25 παρ.1 του ν. 4509/2017) νοείται κάθε περίπτωση -πλην των ρητώς θεσπιζομένων εξαιρέσεων- κατά την οποία η (πρώτη) προσφυγή απορρίπτεται για έλλειψη δικονομικής προϋπόθεσης ως απαράδεκτη, χωρίς να εξετασθεί κατά τη βασιμότητά της, εφόσον η έλλειψη αυτή, ως εκ της φύσεώς της, δύναται αντικειμενικώς να καλυφθεί με την εκ νέου άσκηση της προσφυγής.

Συνεπώς, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του δικαστηρίου, η περίπτωση του απαραδέκτου της προσφυγής λόγω αοριστίας του δικογράφου (όλων των λόγων της), μη εμπίπτουσα στις ρητώς θεσπιζόμενες εξαιρέσεις του νόμου, υπάγεται στην έννοια της απόρριψης της προσφυγής για τυπικό λόγο, μη αναγόμενο στη βασιμότητά της, εφόσον δεν επιτρέπει τον έλεγχο επί της ουσίας της υπόθεσης.

Το δικαστήριο τόνισε ότι, εξάλλου, η έλλειψη αυτή είναι αντικειμενικώς δυνατόν να καλυφθεί με την κατάθεση νέου κατά περιεχόμενο δικογράφου, η δε τελεσίδικη ή ανέκκλητη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η πρώτη προσφυγή παράγει δεδικασμένο μόνον ως προς το κριθέν δικονομικό ζήτημα, ώστε να είναι δυνατή από την άποψη αυτή η άσκηση νέας προσφυγής, όπως ισχύει και στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης. Αντιθέτως, αν ο νομοθέτης ήθελε να εξαιρέσει την περίπτωση της αοριστίας, θα έπρεπε να το ορίσει ρητά.

Περαιτέρω, κρίθηκε ότι υπό του ως άνω άρθρου 70 παρ. 1 καθιέρωση δικαιώματος άσκησης δεύτερης προσφυγής δεν προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, καθόσον σκοπός του νομοθέτη είναι να διασφαλισθεί πληρέστερα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και να επιτευχθεί το ενιαίο της αντιμετώπισης ενδίκων βοηθημάτων απορριφθέντων για τυπικό λόγο.

Η ρύθμιση αυτή, αν και φαίνεται καταρχήν να επιφέρει ρήγμα στην αρχή της άπαξ άσκησης των ενδίκων βοηθημάτων, η οποία ισχύει στη διοικητική δικονομία, και η οποία, πάντως, συνιστά γενική αρχή του δικαίου, χορηγεί δικαίωμα επανασκήσεως της προσφυγής για την ουσιαστική πραγμάτωση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας συνισταμένης σε κρίση από το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο της ύπαρξης ή μη δικαιώματος που απορρέει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου.

Το γεγονός δε ότι η νομοθετική απαγόρευση άσκησης δεύτερης προσφυγής δεν προσκρούει στις μνημονευθείσες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, δεν έχει ως αυτόθροη συνέπεια ότι αντίκειται στις διατάξεις αυτές ρύθμιση επιτρέπουσα, και μάλιστα υπό προϋποθέσεις, την άσκηση δεύτερης προσφυγής μετά την απόρριψη της πρώτης. Εν προκειμένω δε, η άσκηση του δικαιώματος αυτού παρέχεται υπό αυστηρές και συγκεκριμένες προϋποθέσεις και εντός σύντομης προθεσμίας προκειμένου να μην ανατρέπεται η σταθερότητα των διοικητικών καταστάσεων μετά την πάροδο μακρού χρόνου, παραμένει δε, ακόμη και υπό τις προϋποθέσεις αυτές, εξαιρετική δικονομική δυνατότητα του διοικουμένου.

Κατόπιν των ανωτέρω, το δικαστήριο έκρινε κατά πλειοψηφία ότι η επίδικη ρύθμιση, ενόψει του σκοπού που υπαγόρευσε τη θέσπισή της, ήτοι της διασφάλισης του δικαιώματος κρίσης της υπόθεσης του διαδίκου επί της ουσίας σε πρώτο βαθμό, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και την αρχή του κράτους δικαίου, λαμβάνοντας υπόψη και ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν μπορεί να οδηγήσει, χωρίς αποχρώντα λόγο ο οποίος εκτιμάται, κατ’ αρχήν, από τον νομοθέτη, σε ουσιώδη περιορισμό ή σε αδυναμία διάγνωσης της ύπαρξης δικαιωμάτων των πολιτών.

Απόσπασμα απόφασης

15. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 70 παρ. 1 του ΚΔΔ καθιερώθηκε αρχικώς απόλυτη απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης προσφυγής του αυτού προσφεύγοντος κατά της αυτής διοικητικής πράξεως ή παραλείψεως. Ειδικότερα, δεύτερη θεωρείται η προσφυγή η οποία κατατίθεται μετά την άσκηση προηγούμενης προσφυγής και δη ανεξαρτήτως εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως επί της πρώτης προσφυγής, εφόσον υφίσταται ταυτότητα α) του προσφεύγοντος και β) της προσβαλλομένης πράξεως ή παραλείψεως, έστω και αν η εν λόγω προσφυγή στρέφεται κατά κεφαλαίου της πράξεως διαφόρου εκείνου κατά του οποίου εστρέφετο η πρώτη προσφυγή (ΣτΕ 223/1978, 1038/2021) ή περιέχει διαφορετικούς προβαλλόμενους λόγους σε σχέση με αυτήν. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, δεύτερη θεωρείται και η προσφυγή η οποία κατατίθεται μετά την απόρριψη της πρώτης ως αόριστης, εφόσον υφίσταται ταυτότητα του προσφεύγοντος και της προσβαλλομένης πράξεως ή παραλείψεως (πρβλ. ΣτΕ 3840/2009 Ολομ.)· η δε αοριστία του δικογράφου της (αρχικής) προσφυγής δεν καθιστά ανύπαρκτη τη διαδικαστική πράξη της ασκήσεώς της (πρβλ. ΣτΕ 97/2011 επταμ.). Η ανωτέρω δικονομική ρύθμιση για την απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης προσφυγής, η οποία αποτελεί επανάληψη προγενεστέρων διατάξεων της φορολογικής δικονομίας και της δικονομίας των λοιπών διοικητικών διαφορών ουσίας (άρθρα 83 του π.δ/τος 331/1985 (Α΄ 116) και 29 παρ. 1 του π.δ/τος 341/1978 (Α΄ 71)), αποτυπώνει την αρχή της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων που ισχύει στη διοικητική δίκη.

16. Επειδή, απόκλιση από τον ανωτέρω κανόνα εισήχθη για πρώτη φορά με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 83 του ν. 4139/2013 -ενόψει της αντίστοιχης τροποποιήσεως του άρθρου 76 του ΚΔΔ με το άρθρο 8 του ν. 3659/2008 για το ένδικο βοήθημα της αγωγής- και μεταγενεστέρως με τις διατάξεις του άρθρου 24 του ν. 4274/2014 και του άρθρου 25 του ν. 4509/2017, με τις οποίες παρασχέθηκε, υπό τις οριζόμενες σε αυτές προϋποθέσεις, η δυνατότητα ασκήσεως δεύτερης προσφυγής, όταν η πρώτη (προσφυγή) απορρίφθηκε τελεσιδίκως για τυπικό λόγο, εκτός από την περίπτωση της απορρίψεως της προσφυγής ως εκπρόθεσμης, καθώς και όταν ο προσφεύγων είχε κληθεί κατ’ εφαρμογή των άρθρων 28 παρ. 3, 139Α και 277 παρ. 1 του ΚΔΔ να καλύψει τις σχετικές παραλείψεις που οδήγησαν στην απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης. Εξάλλου, ως απόρριψη προσφυγής για «τυπικό λόγο» που δικαιολογεί την άσκηση δεύτερης προσφυγής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 70 παρ. 1 του ΚΔΔ, όπως τροποποιήθηκε κατά τα ανωτέρω, νοείται κάθε περίπτωση -πλην των ρητώς θεσπιζομένων εξαιρέσεων- κατά την οποία η (πρώτη) προσφυγή απορρίπτεται για έλλειψη δικονομικής προϋποθέσεως ως απαράδεκτη, χωρίς να εξεταστεί κατά τη βασιμότητά της, εφόσον η έλλειψη αυτή, ως εκ της φύσεώς της, δύναται αντικειμενικώς να καλυφθεί με την εκ νέου άσκηση της προσφυγής. Ότι είναι αυτό το νόημα της ως άνω διατάξεως προκύπτει τόσο από το περιεχόμενο και τη διατύπωσή της όσο και από τον σκοπό και την ιστορία της. Εκτός δηλαδή από τη γενική και αδιάστικτη αναφορά σε «τυπικούς λόγους» και την ευθύς εξαρχής αιτιολόγηση της ρυθμίσεως (με αναφορά στην εναρμόνισή της με τα ισχύοντα επί αγωγής, στην πληρέστερη διασφάλιση της δικαστικής προστασίας κ.λπ.), με την τροποποίηση του ν. 4274/2014 και την εισαγωγή ρητών εξαιρέσεων έγινε σαφές ότι ο νομοθέτης αντιλαμβάνεται ως εμπίπτοντα στην ως άνω ρύθμιση κάθε εν γένει λόγο απαραδέκτου της προσφυγής για έλλειψη δικονομικής προϋποθέσεως, ο οποίος προκάλεσε την απόρριψή της, χωρίς να κριθεί η βασιμότητά της, πράγμα που θεωρήθηκε «ιδιαίτερα δυσμενές» (βλ. ανωτέρω αιτιολογικές εκθέσεις επί των άρθρων 83 του ν. 4139/2013 και 24 του ν. 4274/2014), ώστε να δικαιολογείται η παροχή μιας ακόμη ευκαιρίας για κρίση επί της ουσίας της υποθέσεως. Τούτο δε αποσαφηνίσθηκε ακόμη περισσότερο με τη μεταγενέστερη τροποποίηση του ν. 4509/2017 και την -χαρακτηριστικά πλέον- ευρεία διατύπωση ότι χωρεί δεύτερη προσφυγή, όταν η πρώτη έχει απορριφθεί «για οποιονδήποτε τυπικό λόγο και σε κάθε περίπτωση, εκτός (…)». Ενόψει τούτων, η επίδικη περίπτωση του απαραδέκτου της προσφυγής λόγω αοριστίας του δικογράφου της, μη εμπίπτουσα στις ως άνω ρητώς προβλεπόμενες εξαιρέσεις, υπάγεται στην έννοια της απορρίψεως για «τυπικό λόγο» (τυπικό σφάλμα του συντάξαντος το οικείο δικόγραφο), μη αναγόμενο στη βασιμότητά της, κατά την προαναφερθείσα διάταξη. Ειδικότερα, η έλλειψη της δικονομικής προϋποθέσεως του «ορισμένου» του δικογράφου της προσφυγής -η οποία (προϋπόθεση) απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 68 παρ. 1 περ. α΄ υποπερ. iii και 45 παρ. 1 του ΚΔΔ, επί ποινή ακυρότητας (άρθρα 46, 62 ΚΔΔ)- μη δυνάμενη να καλυφθεί στο πλαίσιο της δίκης αυτής ούτε με την κατάθεση δικογράφου προσθέτων λόγων (βλ. ΣτΕ 3375/2014, 51/2012, 1750/2011 κ.ά.), συνιστά τυπικό λόγο απορρίψεως της προσφυγής (ως απαράδεκτης), ο οποίος δεν επιτρέπει τον έλεγχο επί της ουσίας της υποθέσεως (βλ. ΣτΕ 3840/2009 Ολομ., 3351/2012, με τις οποίες κρίθηκε -υπό την ισχύ της αρχικής διατάξεως του άρθρου 76 του ΚΔΔ, πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 8 του ν. 3659/2008- ότι η αοριστία συνιστά τυπικό λόγο απορρίψεως της αγωγής). Επομένως, η επίδικη δικονομική έλλειψη είναι, πάντως, αντικειμενικώς δυνατόν να καλυφθεί με την άσκηση δεύτερης προσφυγής και την κατάθεση νέου κατά περιεχόμενο δικογράφου, δοθέντος άλλωστε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 197 παρ. 1 του ΚΔΔ, η τελεσίδικη ή ανέκκλητη απόφαση με την οποία απορρίπτεται η πρώτη προσφυγή ως απαράδεκτη παράγει δεδικασμένο μόνον ως προς το κριθέν δικονομικό ζήτημα, ώστε να είναι δυνατή, από την άποψη αυτή, η άσκηση νέας προσφυγής και η εξέτασή της κατ’ ουσίαν. Εξάλλου, και στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης, από την οποία έλκουν την καταγωγή τους οι ως άνω εξαιρετικές διατάξεις -θεσπισθείσες, κατά τα ανωτέρω, προς τον σκοπό εναρμονίσεώς τους προς αυτήν και τα ισχύοντα επί της αγωγής- η αοριστία, σύμφωνα με τα παγίως γενόμενα δεκτά, περιλαμβάνεται στους τυπικούς (μη ουσιαστικούς) λόγους απορρίψεως της αγωγής, οι οποίοι ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της υπάρξεως και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξιώσεως, εφαρμοζομένου του άρθρου 263 του ΑΚ (κατά το οποίο, αν η αγωγή απορρίφθηκε τελεσιδίκως για λόγους «μη ουσιαστικούς» και ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή εντός έξι μηνών, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί από την έγερση (επίδοση) της προηγούμενης αγωγής (ΑΠ 546/2021, 826/2020, 794/2019, 252/2016, 768/2016)), «καθόσον στις περιπτώσεις αυτές είναι πρόδηλο ότι είναι αντικειμενικά δυνατόν με τη νέα αγωγή να διορθωθεί το τυπικό σφάλμα της απορριφθείσας προηγούμενης αγωγής» (ΑΠ 546/2021, 794/2019) και δεδομένου ότι η τελεσίδικη απόρριψη της αγωγής ως αόριστης δεν δημιουργεί δεδικασμένο επί του ουσιαστικού δικαιώματος που να εμποδίζει την έγερση και εκδίκαση νέας αγωγής (βλ. ΑΠ 211/2007, 190/2008 κ.ά.). Επιπλέον, με την έκθεση της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής για την ως άνω διάταξη του άρθρου 8 του ν. 3659/2008 (ως προς τη δυνατότητα ασκήσεως δεύτερης αγωγής) -η οποία επαναλήφθηκε κατ’ ουσίαν με την επίδικη ρύθμιση για τη δεύτερη προσφυγή, προς τον σκοπό της ενιαίας αντιμετωπίσεως των εν λόγω ενδίκων βοηθημάτων- επισημάνθηκε η ανάγκη ρητής αναφοράς σχετικά με το αν η αοριστία της πρώτης αγωγής συνιστά ή όχι «τυπικό λόγο» που επιτρέπει την άσκηση δεύτερης αγωγής· στην εν λόγω δε έκθεση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι: «(...) δεδομένου ότι η πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου δέχεται ότι η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 263 ΑΚ εφαρμόζεται και στην περίπτωση της αγωγής για τον λόγο της αοριστίας, που συνιστά δικονομικό (τυπικό) λόγο απόρριψης (...) θα ήταν ίσως σκόπιμο να διευκρινισθεί εάν στους τυπικούς λόγους του άρθρου 76 παρ. 1 ΚΔΔ, όπως προτείνεται να τροποποιηθεί, συμπεριλαμβάνεται και ο λόγος της αοριστίας». Ενόψει τούτων, η ανωτέρω ερμηνευτική εκδοχή ενισχύεται και από το ότι αν ο νομοθέτης ήθελε να εξαιρέσει την περίπτωση της αοριστίας από τους τυπικούς λόγους απορρίψεως της προσφυγής που επιτρέπουν την εκ νέου άσκησή της, θα έπρεπε να το ορίσει ρητά, όπως έπραξε, κατά τις διαδοχικές τροποποιήσεις της επίμαχης διατάξεως, για τις περιπτώσεις της εκπρόθεσμης προσφυγής και της μη συμπληρώσεως από τον προσφεύγοντα των τυπικών παραλείψεων, τις οποίες είχε κληθεί να συμπληρώσει κατ’ εφαρμογή των άρθρων 28 παρ. 3, 139Α και 277 παρ. 1 του ΚΔΔ. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Μ. Σωτηροπούλου, Χ. Σιταρά, Χ. Λιάκουρας, Μ. Αθανασοπούλου και Γ. Ανδριοπούλου, οι οποίοι υποστήριξαν τα εξής: Η επίμαχη διάταξη, ακόμη και μετά την τελευταία τροποποίησή της με τον ν. 4509/2017, παρέχει τη δυνατότητα θεραπείας τυπικών ελλείψεων διαδικαστικού χαρακτήρα, οι οποίες μπορούν να καλυφθούν με την άσκηση νέας προσφυγής. Αντιθέτως, κατά την έννοια του νόμου, η αοριστία του δικογράφου της προσφυγής δεν αποτελεί τέτοια τυπική έλλειψη ή παράλειψη, διότι ανάγεται στο ουσιαστικό περιεχόμενο του οικείου εισαγωγικού δικογράφου, το οποίο εκτιμάται κάθε φορά από το Δικαστήριο, προκειμένου να κριθεί αν προβάλλεται, έστω καθ’ ερμηνεία, συγκεκριμένη αιτίαση κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξεως. Η παράβαση της υποχρεώσεως του προσφεύγοντος να προβάλει ένα τουλάχιστον, επαρκώς ορισμένο, λόγο κατά της βλαπτικής για τα συμφέροντά του πράξεως εκτιμάται από τον ίδιο τον νομοθέτη ότι έχει τέτοια βαρύτητα, ώστε να μη χωρεί θεραπεία της ούτε με δικόγραφο προσθέτων λόγων (βλ. άρθρα 46 και 62 του ΚΔΔ και την προεκτεθείσα σταθερή νομολογία). Υπό τα δεδομένα αυτά, η ερμηνεία ότι ως τελεσίδικη απόρριψη «για οποιονδήποτε τυπικό λόγο», κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 4509/2017, νοείται και η απόρριψη της προσφυγής λόγω αοριστίας του αρχικού δικογράφου υπερακοντίζει τον σκοπό του νόμου και αναιρεί, εν τοις πράγμασι, τη θεμελιωδέστερη υποχρέωση του διαδίκου να εκθέσει κατά τρόπο σαφή τον λόγο για τον οποίον ζητεί δικαστική προστασία, επιδιώκοντας την ακύρωση ή τη μεταρρύθμιση της προσβαλλόμενης πράξεως. Κατά την άποψη, επομένως, αυτή, η επανάσκηση της προσφυγής κατόπιν απορρίψεως του πρώτου ενδίκου βοηθήματος ως αόριστου, δεν εμπίπτει, πάντως, στις περιπτώσεις επιτρεπτής ασκήσεως δεύτερης προσφυγής, τούτο δε ανεξαρτήτως της συμφωνίας της ρυθμίσεως αυτής προς το Σύνταγμα.

Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο sakkoulas-online.gr.

Επαγγελματικό ποδόσφαιρο, 2η έκδ., 2023

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ

Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ - Ερμηνεία Κατ΄άρθρο - 5η έκδοση
send