logo-print

Σεξουαλική παρενόχληση εργαζομένης: Εφαρμογή του ν. 3896/2010 (ΜονΕφΠειρ 81/2023)

Ανεπιθύμητη λεκτική και σωματική συμπεριφορά σεξουαλικού χαρακτήρα, επιφέρουσα προσβολή της προσωπικότητας της εργαζομένης, κατ’ εκμετάλλευση της εργασιακής σχέσης και της θέσης του εναγομένου ως εργοδότη

08/01/2024

08/01/2024

Ασφαλιστικά μέτρα και ακίνητα Δημοσιεύματα ΕπαΚ Νο 6
Δασικό Δίκαιο & Εθνικό Κτηματολόγιο Β έκδοση

ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΟΥ Δ.

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ - ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ - ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ

Το Μονομελές Εφετείο Πειραιά απέρριψε έφεση κατά απόφασης, με την οποία επιδικάσθηκε χρηματική ικανοποίηση σε εργαζόμενη λόγω σεξουαλικής της παρενόχλησης στο χώρο εργασίας (ΜονΕφΠειρ 81/2023).

Συγκεκριμένα, επικυρώνοντας την πρωτόδικη κρίση, το δικαστήριο έκρινε ότι οι αναλυτικά αναφερόμενες στην απόφαση ενέργειες του εναγόμενου συνιστούν σεξουαλική παρενόχληση, καθώς αποτελούν μορφές ανεπιθύμητης λεκτικής και σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα, που είχαν ως σκοπό αλλά και ως αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας της ενάγουσας – εργαζόμενης. Η συμπεριφορά δε αυτή εκ μέρους του εναγόμενου, δεν είναι αποδεκτή από το δίκαιο, ως επιφέρουσα προσβολή της προσωπικότητας της τελευταίας, στο πεδίο της γενετήσιας ζωής, κατ’ εκμετάλλευση της επίδικης εργασιακής σχέσης και της θέσης του ως εργοδότη. 

Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, ο εργοδότης και οι εκπρόσωποί του οφείλουν να παραλείπουν ενέργειες ή συμπεριφορές που συνιστούν παρενόχληση και ιδίως σεξουαλική παρενόχληση του εργαζομένου και έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειάς του, υποχρέωση απορρέουσα καταρχήν και από την υποχρέωση πρόνοιας του εργοδότη έναντι του εργαζόμενου.

Στη νομολογία, η υποχρέωση στηριζόταν στις γενικές ρυθμίσεις του ΑΚ για την προσβολή της προσωπικότητας και την αδικοπρακτική ευθύνη (άρθρα 57, 59, 914, 932 ΑΚ). Στην περίπτωση δε, που το θύμα της σεξουαλικής παρενόχλησης εξαναγκαζόταν να εγκαταλείψει την εργασία του ή ο εργοδότης προέβαινε σε καταγγελία της σύμβασης, λόγω της άρνησής του να αποδεχθεί την παρενόχληση, τότε η συμπεριφορά του εργοδότη θεωρείτο ως μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας (άρθρο 7 του Ν. 2112/1920), η δε καταγγελία κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (θεωρείτο) καταχρηστική και άκυρη, ενώ ο εργαζόμενος μπορούσε να ζητήσει αποζημίωση και για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης.

Εν τω μεταξύ, όμως, για το εν λόγω θέμα θεσμοθετήθηκαν από τον νομοθέτη νεότερες ρυθμίσεις σε συμμόρφωση με τις ρυθμίσεις του ενωσιακού δικαίου. Ειδικότερα, στη ενωσιακή νομοθεσία η σεξουαλική παρενόχληση αντιμετωπίστηκε στα πλαίσια της απαγόρευσης των διακρίσεων στον τομέα της απασχόλησης και στην αρχή της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών αρχικώς για όμοια και μετέπειτα για ίσης αξίας εργασία σε επίπεδο τόσο πρωτογενούς (άρθρο 119 ήδη 141 ΣΕΚ) όσο και δευτερογενούς δικαίου και δη στις Οδηγίες 75/117/ΕΟΚ, 76/207/ΕΟΚ, 86/378/ΕΟΚ και 97/80/ΕΚ. Στη συνέχεια, οι διατάξεις των ως άνω οδηγιών αναδιατυπώθηκαν στην οδηγία 2006/54/ΕΚ και δη κωδικοποιήθηκαν και απλουστεύθηκαν, ενώ επικαιροποιήθηκε και το κοινοτικό κεκτημένο στον συγκεκριμένο τομέα με ενσωμάτωση του μεγαλύτερου μέρους της σχετικής πάγιας νομολογίας του Δ.Ε.Κ.

Σύμφωνα με τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας, στο προοίμιο 6 της οδηγίας αυτής ορίσθηκε ότι η παρενόχληση και η σεξουαλική παρενόχληση αντιβαίνουν προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών και αποτελούν διάκριση λόγω φύλου για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας, ενώ οι μορφές αυτές διάκρισης δεν παρατηρούνται μόνο στον χώρο εργασίας, αλλά και στο πλαίσιο της πρόσβασης στην απασχόληση, την επαγγελματική κατάρτιση και την επαγγελματική εξέλιξη και θα πρέπει συνεπώς, να απαγορεύονται και να υπόκεινται σε αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις.

Η ενσωμάτωση της εν λόγω οδηγίας 2006/54/ΕΚ στην ελληνική έννομη τάξη έγινε με το νόμο 3896/2010, που ισχύει στην ένδικη υπόθεση. Επομένως, η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί συμπεριφορά που δεν είναι αποδεκτή από το δίκαιο ως επιφέρουσα προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου και γεννά υπέρ του παρενοχλούμενου δικαιώματα και σε βάρος του παρενοχλούντα επιφέρει κυρώσεις. Η έννομη προστασία ρυθμίζεται καταρχήν στο άρθρο 22 Ν. 3896/2010, ενώ στο άρθρο 23 ορίζονται οι αστικές, διοικητικές και ποινικές κυρώσεις και στην περίπτωση που παρενοχλεί ο εργοδότης ορίζεται αξίωση του παρενοχλούμενου για πλήρη αποζημίωση, θετική και αποθετική, για υλική και ηθική βλάβη, που προκαλείται από την παρενόχληση, κατά το άρθρο 23 παρ. 1 Ν. 3896/2010, αλλά και κατά εφαρμογή των διατάξεων 57, 59 ΑΚ ή και 914, 923 ΑΚ.

Το δικαστήριο επεσήμανε, μεταξύ άλλων, απορρίπτοντας τον σχετικό λόγο έφεσης, ότι στην ένδικη υπόθεση, που αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και ειδικότερα σεξουαλική παρενόχληση, κάμπτονται οι γενικοί δικονομικοί κανόνες περί του βάρους απόδειξης και θεσπίζεται ειδικότερος κανόνας αντιστροφής του βάρους απόδειξης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 24 του Ν. 3896/2010, όταν ένα πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου επικαλείται, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, γεγονότα ή στοιχεία από τα οποία πιθανολογείται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου, ή ότι εκδηλώθηκε σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση κατά την έννοια του νόμου, ο καθ’ού φέρει το βάρος να αποδείξει στο δικαστήριο ή σε άλλη αρμόδια αρχή, ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών και παρενόχληση.

Απόσπασμα απόφασης

Η ενσωμάτωση της εν λόγω οδηγίας 2006/54/ΕΚ στην ελληνική έννομη τάξη έγινε με το νόμο 3896/2010, που ισχύει στην ένδικη υπόθεση (ΦΕΚ Α΄ 207/8-12-2010), στο άρθρο 3 του οποίου ορίσθηκε ότι απαγορεύεται κάθε μορφής άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση, σε όλους τους τομείς που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, όπως εξειδικεύονται στις κατωτέρω διατάξεις και δη στην παράγραφο 2 α) η παρενόχληση, η σεξουαλική παρενόχληση, καθώς και οποιαδήποτε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση που οφείλεται στην ανοχή ή στην απόρριψη αυτής της συμπεριφοράς και συνιστούν διάκριση λόγω φύλου και απαγορεύονται, ενώ στο άρθρο 24 ορίζεται ότι, όταν ένα πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου ισχυρίζεται ότι υφίσταται μεταχείριση που ενέχει διάκριση λόγω φύλου, κατά τις ανωτέρω διατάξεις (άρα και σεξουαλική παρενόχληση) και επικαλείται, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, γεγονότα ή στοιχεία από τα οποία πιθανολογείται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου, ή ότι εκδηλώθηκε σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση κατά την έννοια του νόμου, ο καθ’ού φέρει το βάρος να αποδείξει στο δικαστήριο ή σε άλλη αρμόδια αρχή, ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών και παρενόχληση.

Η προστασία, εξάλλου, έναντι αντιποίνων ρυθμίζεται δυνάμει του άρθρου 14 Ν. 3896/2010, το οποίο (στο δεύτερο εδάφιό του) απαγορεύει την καταγγελία ή την με οποιονδήποτε τρόπο λύση της σχέσης εργασίας και της υπαλληλικής σχέσης, καθώς και κάθε άλλη δυσμενή μεταχείριση, όταν συνιστά εκδικητική συμπεριφορά του εργοδότη, λόγω μη ενδοτικότητας του εργαζομένου σε σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση σε βάρος του, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 2 Ν. 3896/2010. Οι μορφές παρενόχλησης, κατά τους ορισμούς της ως άνω οδηγίας, μπορούν να κυμαίνονται από ήπιες συμπεριφορές μέχρι και σοβαρά ποινικά αδικήματα, ως τέτοιες δε, μεταξύ άλλων, θεωρούνται τα περιττά αγγίγματα στο σώμα του εργαζόμενου, ανεπιθύμητες ερωτικές και ανήθικες προτάσεις ή πίεση για σεξουαλικές πράξεις ή συνεχείς προτάσεις εντός του εργασιακού χώρου, πολύ περισσότερο και πράξεις προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας με εκμετάλλευση της εργασιακής θέσης του παθόντος, που αποτελούν κατά το Ελληνικό δίκαιο και ποινικά αδικήματα (βλ. άρθρο 337 παρ. 1 και 5 ΠΚ). Επομένως, η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί συμπεριφορά που δεν είναι αποδεκτή από το δίκαιο ως επιφέρουσα προσβολή της προσωπικότητάς του εργαζομένου και γεννά υπέρ του παρενοχλούμενου δικαιώματα και σε βάρος του παρενοχλούντα επιφέρει κυρώσεις. Η έννομη προστασία ρυθμίζεται καταρχήν στο άρθρο 22 Ν. 3896/2010, ενώ στο άρθρο 23 ορίζονται οι αστικές, διοικητικές και ποινικές κυρώσεις και στην περίπτωση που παρενοχλεί ο εργοδότης ορίζεται αξίωση του παρενοχλούμενου για πλήρη αποζημίωση, θετική και αποθετική, για υλική και ηθική βλάβη, που προκαλείται από την παρενόχληση, κατά το άρθρο 23 παρ. 1 Ν. 3896/2010, αλλά και κατά εφαρμογή των διατάξεων 57, 59 ΑΚ ή και 914, 923 ΑΚ (Εφ.Αθ. 1196/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γεώργιος Ν. Διαμαντόπουλος ‘’Νομοθετικό πλαίσιο και νομολογιακές εκφάνσεις της σεξουαλικής παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο’’ ΔΕΕ 2016.1334).

Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο efeteio-peir.gr.

Τεχνητή Νοημοσύνη & ανταγωνισμός
Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙΙ/α Β έκδοση
send