logo-print

Οθόνες CCTV σε διαδρόμους των καταστημάτων: Είναι νόμιμη η πρακτική;

Γιατί ο πελάτης δεν έχει καμία υποχρέωση να παρακολουθεί τον εαυτό του

07/02/2024

15/02/2024

Υπάρχουν καταστήματα που προτιμούν την εγκατάσταση μικρού αριθμού καμερών, σε συγκεκριμένους χώρους που χρήζουν ειδικής επίβλεψης, όπως οι είσοδοι και τα ταμεία, ενώ υπάρχουν και καταστήματα που εγκαθιστούν κάμερες σχεδόν σε κάθε πιθανό σημείο, εσωτερικά και εξωτερικά, προκειμένου να διασφαλίζουν πως οτιδήποτε συμβεί, οπουδήποτε, θα καταγραφεί.

Και μετά, υπάρχουν και τα καταστήματα που, εκτός από κάμερες, τοποθετούν και οθόνες προβολής, στην είσοδο ή και τους διαδρόμους, προκειμένου οι πελάτες να βλέπουν σε ζωντανό χρόνο την καταγραφή τους από μια κάμερα. Πρόκειται για μια πρακτική, που για την ώρα τουλάχιστον δεν έχει επικρατήσει, περιοριζόμενη ευτυχώς σε λίγες επιχειρήσεις. Ευτυχώς, διότι είναι παράνομη.

Ο σκοπός της εγκατάστασης μιας ή περισσοτέρων καμερών

Ο σκοπός της εγκατάστασης και λειτουργίας συστημάτων βιντεοεπιτήρησης (ή κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης, κατά την παλαιότερη ορολογία) ορίζεται στο άρθρο 14 παρ.5 του ν.3917/2011 και το άρθρο 2 της Οδηγίας 1/2011 ΑΠΔΠΧ. Ο σκοπός αυτός δεν είναι άλλος από την προστασία προσώπων και αγαθών.

Σύμφωνα με τον νόμο, «Η εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων επιτήρησης με τη λήψη ή καταγραφή ήχου ή εικόνας από δημόσιες αρχές, Ο.Τ.Α., φυσικά ή νομικά πρόσωπα στους χώρους που διαχειρίζονται επιτρέπεται για το σκοπό της προστασίας προσώπων και αγαθών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2472/1997 και τις κατευθυντήριες οδηγίες που εκδίδονται από την Α.Π.Δ.Π.Χ..». Αντίστοιχα, η Αρχή αναφέρει ότι «Ο σκοπός της προστασίας προσώπων ή/και αγαθών δικαιολογείται από το έννομο συμφέρον ή την νομική υποχρέωση του ιδιοκτήτη ή του διαχειριστή ενός χώρου να προστατεύσει τον χώρο καθώς και τα αγαθά που ευρίσκονται στον χώρο αυτό από παράνομες πράξεις. Το ίδιο ισχύει και για την ασφάλεια της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της υγείας καθώς και της περιουσίας τρίτων που νομίμως ευρίσκονται στον επιτηρούμενο χώρο».

Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων

Η λειτουργία ενός συστήματος βιντεοεπιτήρησης, είτε αυτό λειτουργεί με αποθήκευση δεδομένων, είτε με μετάδοση της εικόνας σε οθόνη προβολής ή και με αμφότερες τις λύσεις αυτές, συνιστά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στον βαθμό που στο πεδίο λήψης της κάμερας κινούνται πρόσωπα ή ευρίσκονται πληροφορίες που μπορούν να συνδεθούν με συγκεκριμένα πρόσωπα. Επεξεργασία δεδομένων πραγματοποιεί, χωρίς αμφιβολία, ένα σύστημα βιντεοεπιτήρησης που εγκαθίσταται στην είσοδο, τους διαδρόμους και τους εξωτερικούς χώρους ενός καταστήματος1, δεδομένου ότι στα σημεία αυτά κυκλοφορούν πελάτες, εργάζονται μέλη του προσωπικού, ή περνούν τυχαία πολίτες, όταν πρόκειται για επιτήρηση εξωτερικών χώρων.

Η επεξεργασία αυτή, όπως και κάθε πράξη επεξεργασίας δεδομένων, απαιτεί μια νομική βάση, η οποία στην περίπτωση αυτή δεν είναι άλλη από το έννομο συμφέρον του άρθρου 6 παρ.1στ’ ΓΚΠΔ.

Οι προϋποθέσεις του εννόμου συμφέροντος

Το έννομο συμφέρον δεν είναι μια εύκολη νομική βάση. Συνοδεύεται από προϋποθέσεις, απαιτεί σταθμίσεις και κρίνεται σε τρια διαδοχικά στάδια και κριτήρια, τα οποία πρέπει να πληρούνται σωρευτικά: την καταρχήν ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, την αναγκαιότητα της επεξεργασίας και την προϋπόθεση ότι δεν υπερέχουν το συμφέρον ή τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων, που στην περίπτωση μιας κάμερας είναι βέβαια όλα εκείνα τα πρόσωπα που θα καταγραφούν.

Τα τρια αυτά στάδια έχουν αναλυθεί εκτενώς από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων στις Κατευθυντήριες Γραμμές 3/2019 για την επεξεργασία δεδομένων μέσω βιντεοσυσκευών. Ενδιαφέρον, εν προκειμένω, παρουσιάζουν τα δύο τελευταία εξ αυτών.

Σύμφωνα με το ΕΣΠΔ, «πριν από τη λειτουργία του συστήματος βιντεοεπιτήρησης, ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι υποχρεωμένος να αξιολογεί πότε και πού τα μέτρα βιντεοεπιτήρησης είναι απολύτως αναγκαία», κάτι το οποίο σημαίνει ότι η καταρχήν ύπαρξη εννόμου συμφέροντος δεν καθιστά αυτομάτως νόμιμη την οποιαδήποτε επεξεργασία δεδομένων από οποιοδήποτε σύστημα βιντεοεπιτήρησης. Ο τρόπος με τον οποίο θα πραγματοποιείται η συλλογή και επεξεργασία δεδομένων είναι στοιχείο που εξετάζεται και αξιολογείται στο πλαίσιο της αναγκαιότητας.

Η αναγκαιότητα της επεξεργασίας

Το ως άνω εξηγείται από το ΕΣΠΔ αναλυτικότερα, με αναφορά στον τρόπο διατήρησης των δεδομένων που συλλέγονται: Σε κάποιες περιπτώσεις είναι προτιμότερες οι λύσεις που προσομοιάζουν στο «μαύρο κουτί», ήτοι η αυτόματη αποθήκευση και διαγραφή του υλικού, χωρίς κάποιος να το παρακολουθεί σε ζωντανό χρόνο ή να έχει πρόσβαση σε αυτό, αν δεν έχει προηγηθεί κάποιο συμβάν. Σε άλλες περιπτώσεις, ειδικά όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν επιδιώκει τη συλλογή αποδεικτικού υλικού, προτιμότερη μπορεί να είναι η λύση της παρακολούθησης του υλικού βιντεοεπιτήρησης σε ζωντανό χρόνο μέσω οθόνης.

Η επιλογή μεταξύ των λύσεων ως προς την εγκατάσταση του συστήματος κρίνεται στη βάση του επιδιωκόμενου σκοπού, επισημαίνει το ΕΣΠΔ και προσθέτει πως δεν έχουν όλες οι τεχνικές λύσεις την ίδια παρεμβατικότητα, καθώς η παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο μπορεί να είναι περισσότερο παρεμβατική («π.χ. όταν κάποιος παρακολουθεί συνεχώς την οθόνη μπορεί να παρεμβαίνει περισσότερο στην ιδιωτική ζωή των ατόμων από ό,τι αν δεν υπάρχει καθόλου οθόνη και το υλικό αποθηκεύεται απευθείας στο μαύρο κουτί»).

Επισημαίνεται ότι η παρακολούθηση σε ζωντανό χρόνο, στην οποία αναφέρεται το ΕΣΠΔ, δεν είναι η παρακολούθηση από τους πελάτες, αλλά αυτή που πραγματοποιείται από ειδικό και εξειδικευμένο προσωπικό ασφαλείας, το οποίο δύναται να επέμβει σε περίπτωση διαπίστωσης συμβάντος.

Σε αντίθεση με την παρακολούθηση του υλικού των καμερών από προσωπικό ασφαλείας, η παρακολούθηση από τα ίδια τα υποκείμενα των δεδομένων (εργαζόμενοι και πρωτίστως πελάτες) δεν είναι αναγκαία για την εκπλήρωση του σκοπού για τον οποίο έχουν οι κάμερες εγκατασταθεί. Οι πελάτες δεν μπορούν να παρέμβουν στην περίπτωση τέλεσης συμβάντος, ενώ άλλωστε δεν έχουν επισκεφθεί το κατάστημα για να παρακολουθήσουν κάποιο reality. Κατά τούτο, η συγκεκριμένη επεξεργασία της μετάδοσης εικόνας σε οθόνες προβολής τοποθετημένες στους διαδρόμους του καταστήματος βρίσκεται εκτός των ορίων της αναγκαιότητας και αναλογικότητας. Η επεξεργασία αυτή παραβιάζει την αρχή της ελαχιστοποίησης του άρθρου 5 παρ.1γ’ ΓΚΠΔ, αλλά και την ίδια την αρχή της νομιμότητας του άρθρου 5 παρ.1α’ ΓΚΠΔ και την απαίτηση ύπαρξης νομικής βάσης του άρθρου 6 ΓΚΠΔ, καθώς η μη τήρηση της αναγκαιότητας συμπαρασύρει την ίδια τη νομική βάση του εννόμου συμφέροντος2​.

Η μη υπεροχή των δικαιωμάτων και ελευθεριών των υποκειμένων

Μολονότι δεν είναι αναγκαίο να προχωρήσει κανείς στο τρίτο κριτήριο του εννόμου συμφέροντος, δεδομένου ότι αυτό έχει καταρριφθεί ήδη από το δεύτερο, οφείλουμε – για την πληρότητα της νομικής ανάλυσης – να παρατηρήσουμε πως ούτε το κριτήριο αυτό περνά τον πήχυ της νομιμότητας.

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η τελευταία προϋπόθεση για τη θεμελίωση της επεξεργασίας στο έννομο συμφέρον είναι η μη υπεροχή των δικαιωμάτων και ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων. Στην περίπτωση των καμερών, η προϋπόθεση αυτή κρίνεται, μεταξύ άλλων, από το εάν η παρακολούθηση μέσω αυτών έχει αρνητικές συνέπειες για τα δικαιώματα των παρακολουθούμενων, στοιχείο που κρίνεται και από την ένταση της παρέμβασης.

Η ένταση της παρέμβασης δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, ούτε και κρίνεται με γενικής εφαρμογής κανόνες· αξιολογείται με βάση τις συγκεκριμένες λειτουργίες και τεχνικές παραμέτρους του συστήματος βιντεοεπιτήρησης, καθώς και τα χαρακτηριστικά του εποπτευόμενου χώρου και των προσώπων που θα καταγραφούν. Είναι προφανές πως διαφορετική η λειτουργία ενός συστήματος, όταν η εικόνα που συλλέγει μεταδίδεται σε μια οθόνη που την επιτηρεί ένας υπάλληλος σεκιούριτι της επιχείρησης, προκειμένου να παρέμβει άμεσα σε περίπτωση συμβάντος, και διαφορετική όταν η ίδια αυτή εικόνα προβάλλεται δημόσια.

Στην περίπτωση αυτή, τα προσωπικά δεδομένα που συλλέγονται από το σύστημα βιντεοεπιτήρησης (το πρόσωπο, η εμφάνιση, το ντύσιμο, η συμπεριφορά, η παρέα) δεν τίθενται σε γνώση μόνο του εξειδικευμένου προσωπικού της επιχείρησης, που δεσμεύεται άλλωστε από κανόνες εχεμύθειας, αλλά και κάθε τρίτου προσώπου, που θα βρεθεί κάτω από την οθόνη και που δεν έχει κανένα δικαίωμα να λαμβάνει την πληροφορία αυτή.

Παράλληλα – και πρωτίστως – η πληροφορία που συλλέγεται από την κάμερα που αντιστοιχεί στην οθόνη προβολής προβάλλεται στο ίδιο το πρόσωπο που καταγράφεται, το οποίο υποχρεώνεται να παρακολουθεί τον εαυτό του. Το πρόσωπο αυτό, όμως, δεν έχει καμία υποχρέωση να δεχθεί μια τέτοια πρακτική και να υποστεί μια τέτοιας έκτασης και έντασης παρέμβαση και παραβίαση των δικαιωμάτων του, στην προστασία των προσωπικών δεδομένων του, την ιδιωτικότητα και την ίδια την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.

Η οθόνη αυτή δεν έχει τοποθετηθεί για να ενημερώσει άμεσα για τυχόν περιστατικά που θα λάβουν χώρα στο κατάστημα· έχει τοποθετηθεί για να «ενοχλήσει» τους πελάτες, να τους προειδοποιήσει πως ό,τι κάνουν καταγράφεται αλλά και προβάλλεται, ως εκ τούτου δεν πρέπει να διανοηθούν να προβούν στην παράνομη αφαίρεση προϊόντων. Η στόχευση και η λογική αυτή βρίσκονται σε προφανή σύγκρουση με τον ίδιο τον σκοπό για τον οποίο το σύστημα έχει εγκατασταθεί (θα μπορούσε ως εκ τούτου να στοιχειοθετηθεί και παραβίαση του νόμιμου σκοπού), όπως βρίσκονται και σε προφανή σύγκρουση με το δικαίωμα του πελάτη να κινείται στους χώρους του καταστήματος, χωρίς η παρουσία του να προβάλλεται μέσω οθόνης σε τρίτα πρόσωπα.

Πρωτίστως όμως, η λογική και η πρακτική αυτή πλήττουν το θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου να αναπτύσσει ακώλυτα την προσωπικότητα και την κοινωνική δραστηριότητά του, να μη νιώθει επιτηρούμενο, να μην αισθάνεται πως οι κινήσεις του βρίσκονται υπό παρακολούθηση, ως εκ τούτου πρέπει να προσαρμοστούν σε συγκεκριμένα στερεότυπα «ορθής κοινωνικής συμπεριφοράς».

Η κρισιμότητα του σκοπού τον οποίο αδιαμφισβήτητα υπηρετούν οι κάμερες επιτήρησης σε συνάρτηση προς την εξαιρετικά σημαντική παρέμβαση που η λειτουργία τους συνιστά στα δικαιώματα των προσώπων που καταγράφονται απαιτεί πολύ λεπτομερείς σταθμίσεις και όσο το δυνατόν πιο ήπιες τεχνολογικές λύσεις. Η υπέρβαση των ορίων της στάθμισης αυτής, υπέρ των συμφερόντων του υπευθύνου επεξεργασίας, παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, υπερβαίνει την αναγκαιότητα και αναλογικότητα και καθιστά παράνομη τη λειτουργία του συστήματος στο σύνολό της.

Φωτογραφία από Burst

  • 1. Το κατά πόσον η εγκατάσταση στους διαδρόμους ή τους εξωτερικούς χώρους είναι νόμιμη, είναι μια άλλη δύσκολη ιστορία, που εκφεύγει του αντικειμένου του παρόντος κειμένου.
  • 2. Αυτονοήτως, η επεξεργασία αυτή παραβιάζει και την αρχή της ακεραιότητας και εμπιστευτικότητας των δεδομένων (άρθρο 5 παρ.1ε’ ΓΚΠΔ), καθώς ο υπεύθυνος επεξεργασίας θέτει τα δεδομένα στη διάθεση τρίτων προσώπων, χωρίς σχετική εξουσιοδότηση, αλλά και τις υποχρεώσεις των άρθρων 24 ΓΚΠΔ (για την υποχρέωση λήψης κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων), 25 ΓΚΠΔ (για την προστασία των δεδομένων από τον σχεδιασμό και εξ ορισμού) και 32 ΓΚΠΔ (για την ασφάλεια της επεξεργασίας).

Δημήτρης Βέρρας

Η υποστήριξή της κατηγορίας υπό το πρίσμα του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΟΥΔΕΛΗ

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

Το δικαίωμα διεξαγωγής αποδείξεων του κατηγορουμένου

ΜΙΧΑΗΛ ΤΣΕΡΤΣΙΔΗΣ

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

send