Προθεσμία καταβολής πλειστηριάσματος
Η μη εμπρόθεσμη καταβολή του πλειστηριάσματος δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα του πλειστηριασμού αλλά την εφαρμογή του άρθρου 965 παρ. 5 και 6 ΚΠολΔ
13/10/2024
13/10/2024
Κατά το άρθρο 1004 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 207 παρ. 19 του Ν. 4512/2018 (ΦΕΚ Α’ 5/17.1.2018), στον πλειστηριασμό ακινήτων ο υπερθεματιστής έχει υποχρέωση να καταβάλει στον ειδικό τραπεζικό επαγγελματικό λογαριασμό του υπαλλήλου του πλειστηριασμού το πλειστηρίασμα και το τέλος χρήσης το αργότερο τη δέκατη εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό (εδ. α). Ο υπάλληλος του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού οφείλει, το αργότερο τη δωδέκατη εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό, να καταθέσει το πλειστηρίασμα στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (εδ. β). Η κατάθεση του πλειστηριάσματος είναι ακατάσχετη, δεν εμπίπτει στην πτωχευτική περιουσία και δεν υπόκειται στις δεσμεύσεις που επιβάλλει το Δημόσιο για τη διασφάλιση των συμφερόντων του (εδ. γ). Εντός της επόμενης εργάσιμης ημέρας από την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού αποδίδει το τέλος χρήσης στον οικείο συμβολαιογραφικό σύλλογο του οποίου αυτός είναι μέλος (εδ. δ). Εντός τριών (3) εργασίμων ημερών, μέρος του ανωτέρω ποσού, το οποίο καθορίζεται με την απόφαση της παραγράφου 14 του άρθρου 959, αποδίδεται από τον Συμβολαιογραφικό Σύλλογο στο ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ (εδ. ε). Κατά δε το άρθρο 1005 παρ. 1 εδ. α του ίδιου κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο έβδομο του παρ. 7 του Ν. 4475/2017 (ΦΕΚ Α’ 83/12.6.2017), από τη στιγμή που ο υπερθεματιστής καταβάλλει το πλειστηρίασμα και το τέλος χρήσης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού του δίνει περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης.
Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, με εκείνες των άρθρων 341 και 345 του ΑΚ, συνάγεται ότι ο υπερθεματιστής οφείλει να καταβάλει εντός δέκα εργασίμων ημερών μετά την κατακύρωση ολόκληρο το πλειστηρίασμα και το τέλος χρήσης, διαφορετικά γίνεται, χωρίς όχληση, υπερήμερος, από την ημέρα της κατακυρώσεως ή την τελευταία ημέρα της άνω προθεσμίας και οφείλει τόκους υπερημερίας. Η εκπρόθεσμη όμως καταβολή από τον υπερθεματιστή του πλειστηριάσματος (όχι δε και των αναλογούντων τόκων υπερημερίας) δεν επιφέρει ακυρότητα της περιλήψεως κατακυρωτικής εκθέσεως, που τυχόν χορήγησε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού στον υπερθεματιστή, παρά το ότι ο τελευταίος δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή του για εμπρόθεσμη καταβολή.
Η ερμηνεία αυτή επιβάλλεται από το πνεύμα και το σκοπό του νόμου, για τον περιορισμό κατά το δυνατό της ανατροπής των πλειστηριασμών και της διενέργειας αναπλειστηριασμών, συνάγεται όμως και από το γράμμα των διατάξεων των άρθρων 965, 1004 και 1005 ΚΠολΔ, όπου ο νομοθέτης με σαφή διάκριση των όρων που χρησιμοποιεί, υποχρεώνει τον υπερθεματιστή στην καταβολή του πλειστηριάσματος και του τέλους χρήσης μετά την κατακύρωση εντός εύλογης προθεσμίας, που είναι η κύρια και η βασική υποχρέωσή του, προκειμένου να του παραδοθεί το πράγμα, επί κινητών και του χορηγηθεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης επί ακινήτων. Στις άνω διατάξεις η υποχρέωση του υπερθεματιστή αναφέρεται στο πλειστηρίασμα που επιτεύχθηκε κατά τον πλειστηριασμό, χωρίς τόκους, όπου δε ο νόμος απαιτεί και την καταβολή των τόκων, ορίζει τούτο, όπως επί αναπλειστηριασμού, με τη διάταξη του άρθρου 965 παρ. 5 εδ. τελ. του ίδιου κώδικα, όταν ο αρχικός υπερθεματιστής ζητεί να του κατακυρωθεί το πράγμα, πλέον των εξόδων του αναπλειστηριασμού (ΑΠ 1518/2005 ΕλλΔνη 2006.135, ΑΠ 696/2003 αδημ). Εν κατακλείδι, η μη εμπρόθεσμη καταβολή του πλειστηριάσματος δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα του πλειστηριασμού αλλά την εφαρμογή του άρθρου 965 παρ. 5 και 6 ΚΠολΔ.
Κατά τις δύο αυτές παραγράφους,
Αν ο υπερθεματιστής δεν καταβάλει εμπροθέσμως το πλειστηρίασμα και το τέλος χρήσης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει μέσα στις επόμενες δύο (2) εργάσιμες ημέρες να τον οχλήσει με εξώδικη πρόσκληση που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή. Αν ο υπερθεματιστής δεν καταβάλει το πλειστηρίασμα μέσα στις επόμενες από την όχληση πέντε (5) εργάσιμες ημέρες, η κατακύρωση σε αυτόν ανατρέπεται, η εγγυοδοσία που έχει καταθέσει καταπίπτει, καλούνται δε οι επόμενοι πλειοδότες, η προσφορά των οποίων, αθροιζομένη με το ποσό της εγγυοδοσίας που κατέπεσε, είναι ίση με το πλει-στηρίασμα, να καταβάλουν σε τακτή ημέρα που ορίζεται στην πρόσκληση το ποσό που είχαν προσφέρει.
Η πρόσκληση επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή, επί δε κοινής πλειοδοσίας επιδίδεται στον εκπρόσωπο αυτών. Αν εμφανισθούν περισσότεροι ενδιαφερόμενοι συντάσσεται σχετική έκθεση από τον συμβολαιογράφο και η κατακύρωση γίνεται σε εκείνον που είχε προσφέρει κατά τον πλειστηριασμό το μεγαλύτερο ποσόν. Το πλειστηρίασμα συνίσταται στο άθροισμα του ποσού που καταβλήθηκε και της εγγυοδοσίας του αρχικού υπερθεματιστή που κατέπεσε. Αν, κατά την ελεύθερη κρίση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, η κατά τα προηγούμενα εδάφια πρόσκληση των επόμενων πλειοδοτών είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής για λόγους που εκτίθενται σε σχετική έκθεση, καθώς και σε κάθε περίπτωση που η διαδικασία αυτή δεν τελεσφόρησε, γίνεται αναπλειστηριασμός κατά τις διατάξεις των επόμενων εδαφίων. Η επίσπευση του αναπλειστηριασμού γίνεται είτε με επιμέλεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού είτε από τον υπέρ ου ή από τον καθ` ου η εκτέλεση ή από κάθε δανειστή που έχει αναγγελθεί με τίτλο εκτελεστό. Ο αναπλειστηριασμός επισπεύδεται με πράξη του υπαλλήλου του πλειστηριασμού ή με δήλωση προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού του υπέρ ου ή του καθ` ου ή του δανειστή, για την οποία συντάσσεται πράξη. Περίληψη της πράξης, η οποία περιέχει και όσα πρέπει να περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, δημοσιεύεται με επιμέλεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού στην Ιστοσελίδα Δημοσιεύσεων Πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e- ΕΦΚΑ). Η διάταξη του άρθρου 959 της παρ. 8 εφαρμόζεται αναλόγως και η σχετική προθεσμία υπολογίζεται αφότου συνταχθεί η πράξη.
Ο αρχικός υπερθεματιστής, που δεν κατέβαλε το πλειστηρίασμα, δεν μπορεί να πλειοδοτήσει, δικαιούται όμως, έως ότου αρχίσει η πλειοδοσία, να καταβάλει το οφειλόμενο πλειστηρίασμα, με τον τόκο υπερημερίας, καθώς και τα έξοδα του αναπλειστηριασμού και να ζητήσει να του κατακυρωθεί το πράγμα. 6. Αν κατά τον αναπλειστηριασμό δεν επιτευχθεί το ίδιο πλειστηρίασμα, ο πρώτος υπερθεματιστής, που δεν κατέβαλε, ευθύνεται για τη διαφορά εντόκως, με το επιτόκιο υπερημερίας. Η εγγυοδοσία που είχε καταθέσει, με τους τυχόν τόκους της, καταλογίζεται στη διαφορά για την οποία ευθύνεται. Αν απομένει επιπλέον διαφορά, η έκθεση του αναπλειστηριασμού αποτελεί εναντίον του τίτλο εκτελεστό για τη συμπλήρωση. Αν έγιναν περισσότεροι αναπλειστηριασμοί, όλοι οι προηγούμενοι διαδοχικοί υπερθεματιστές, που δεν κατέβαλαν, εξακολουθούν να ευθύνονται εις ολόκληρον για την τυχόν διαφορά μεταξύ του αρχικού πλειστηριάσματος και του πλειστηριάσματος που τελικά επιτεύχθηκε και καταβλήθηκε, χωρίς όμως η ευθύνη του καθενός να υπερβαίνει το ποσόν της διαφοράς από τη δίκη του οφειλή. Οι εγγυοδοσίες που είχαν κατατεθεί από τους προηγούμενους διαδοχικούς υπερθεματιστές δεν επιστρέφονται έως ότου καταβληθεί το πλειστηρίασμα από τον τελικό υπερθεματιστή, προκειμένου να γίνει ο ως άνω καταλογισμός στην τυχόν διαφορά. Ο υπερθεματιστής που δεν κατέβαλε δεν δικαιούται, αν κατά τον αναπλειστηριασμό επιτεύχθηκε μεγαλύτερο πλειστηρίασμα, να απαιτήσει το επιπλέον.