logo-print

Η εγγυητική ευθύνη στον εξωδικαστικό μηχανισμό του ν. 4738/2020

10/10/2024

10/10/2024

Οι πρόσφατες τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικας και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
Η προστασία της εμπορικής επωνυμίας και του διακριτικού τίτλου στο χώρο των διακριτικών γνωρισμάτων, 2024

Επιμέλεια: Παναγιώτης Α. Γεωργαντόπουλος, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διαχειριστής Αφερεγγυότητας Β’ τάξης

Μία σημαντική διαφοροποίηση του ισχύοντος εξωδικαστικού μηχανισμού του ν. 4738/2020 σε σχέση με τον προγενέστερο του ν. 4469/2017 εντοπίζεται στην αντιμετώπιση των εγγυητών και εν γένει συνοφειλετών. Καταρχάς, διευκρινίζεται ότι ορισμός του συνοφειλέτη για τις ανάγκες του ισχύοντος μηχανισμού, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 ιθ του ν. 4738/2020, ταυτίζεται κατ’ ουσίαν με τον αντίστοιχο στο άρθρο 1 παρ. 2γ του ν. 4469/2017 ώστε ως «συνοφειλέτης χρηματοδοτικών φορέων» νοείται κάθε πρόσωπο που ευθύνεται αλληλεγγύως εκ του νόμου ή δυνάμει δικαιοπραξίας για την εξόφληση μέρους ή του συνόλου των οφειλών του οφειλέτη προς χρηματοδοτικούς φορείς. Στην έννοια του συνοφειλέτη περιλαμβάνεται και ο εγγυητής.»

Υπό το προισχύσαν δίκαιο του ν. 4469/2017, ο νομοθέτης προέκρινε ως λύση την υποχρεωτική συνυποβολή της αίτησης ρύθμισης των οφειλών και από τους συνοφειλέτες (άρθρα 4 παρ. 3, 7 παρ. 3) προς τούτο και τα έννομα αποτελέσματα της σύμβασης αναδιάρθρωσης καταλάμβαναν και αυτά τα πρόσωπα, καθόσον ρητά προβλεπόταν ότι «κάθε ρύθμιση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών ευνοϊκή για τον οφειλέτη ισχύει υπέρ κάθε συνοφειλέτη, μη εγγυητή, που έχει συνυποβάλει αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 4, και υπέρ κάθε εγγυητή που έχει παράσχει εγγύηση για ρυθμιζόμενη με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών απαίτηση.» (άρθρο 9 παρ. 5). Με αυτό τον τρόπο, η νομοθετική λύση ακολουθούσε τον εν γένει κρατούντα παρεπόμενο χαρακτήρα της εγγυήσεως εξασφαλίζοντας βέβαια τη συμμετοχή του συνοφειλέτη στη διαδικασία ρύθμισης.  

Εκ παραλλήλου, πρέπει να τονιστεί ότι κατά τη θεσμοθέτηση του προηγούμενου νομοθετικού πλαισίου για τον εξωδικαστικό μηχανισμό είχε μόλις εισαχθεί από το νομοθέτη με το ν. 4446/2016 η διαφοροποιημένη αντιμετώπιση του εγγυητή στη διαδικασία εξυγίανσης με τη ρύθμιση του άρθρου 106γ§2 ΠτΚ, η οποία στηριζόταν στον περιορισμό των δικαιωμάτων των πιστωτών κατά των εγγυητών και συνοφειλετών εις ολόκληρον του οφειλέτη στο αντίστοιχα με τυχόν περιορισμό της απαίτησης κατά του οφειλέτη, εκτός αν δεν συναινούσε ο πιστωτής. Η ανάγκη παροχής συναίνεσης του εξασφαλιζόμενου πιστωτή στον περιορισμό της εγγυητικής ευθύνης, ο οποίος εισήχθη το πρώτον με την τροποποίηση του άρθρου 106γ§2 ΠτΚ με το Ν.4446/2016, υπαγορεύεται από τη φύση της εγγύησης που συνίσταται στη διασφάλιση προστασίας του πιστωτή στην περίπτωση οικονομικής ατυχίας του οφειλέτη, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται και στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4446/2016. Η ρύθμιση δεν είναι αυτονόητη και έρχεται σε αντίθεση με την αποστολή της ασφάλειας, αφού όταν κάποιος πιστωτής μεριμνά να λάβει ασφάλεια προνοεί ακριβώς για την περίπτωση της αφερεγγυότητας του οφειλέτη του και δεν είναι εύλογο, στην περίπτωση αυτή ο νόμος να τη θίγει μειώνοντας την. Εξ ου και ο νομοθέτης έθεσε ως προϋπόθεση για την εφαρμογή του ως άνω εξαιρετικού κανόνα την έλλειψη συναίνεσης του πιστωτή1. Με αυτό τον τρόπο δηλαδή ο νομοθέτης εισήγαγε μια εξαιρετική ρύθμιση, η οποία ούσα αντίθετη προς τη βασική αρχή, στόχευση και λειτουργία της εγγυήσεως, δεν μπορεί να εφαρμόζεται παρά μόνο αν ο ίδιος ο πιστωτής και συνεπώς θιγόμενος από τον περιορισμό της εγγυήσεως ρητά συναινέσει. Ακολούθως με το ν. 4738/2020 η ρύθμιση αυτή επαναλήφθηκε στο άρθρο 60 αντικαθιστώντας ωστόσο τη μη συναίνεση με τη ρητή συμφωνία που πιστωτή για τον περιορισμό της ευθύνης και αποκλείοντας την πλασματική συναίνεση του άρθρου 37 § 2 για Δημόσιο και ΦΚΑ.

Ενόψει των ανωτέρω, παρατηρούμε ότι η μεταχείριση της εγγυητικής ευθύνης στο δίκαιο της αφερεγγυότητας αποτελεί ευαίσθητο ζήτημα, αφού έχει ήδη συντρέξει ο λόγος λήψης της προσωπικής ασφάλειας, δηλαδή η επέλευση της αφερεγγυότητας του πρωτοφειλέτη, συνεπώς είναι κρίσιμο για τον πιστωτή να μην απωλέσει τη δυνατότητα ολικής ή μερικής ικανοποίησής του από τον εγγυητή. Ταυτόχρονα όμως παρατηρείται η αντικειμενική δυσκολία επίτευξης εκτεταμένων ρυθμίσεων οφειλής και με εν γένει αυτοματοποιημένους όρους, την οποία ήθελε πρωτίστως να υπηρετήσει η θεσμοθέτηση του εξωδικαστικού μηχανισμού. Η ανάγκη εξισορρόπησης μεταξύ της επίτευξης περισσότερων και σε συντομότερο διάστημα ρυθμίσεων οφειλών και της διασφάλισης κατά το δυνατόν των ασφαλειών οδήγησε το νομοθέτη να αναθεωρήσει τη στάση του στον εξωδικαστικό μηχανισμό του ν. 4738/2020.

Από την επισκόπηση των άρθρων 5-30 του ν. 4738/2020 διαπιστώνεται ότι (α) δεν τίθεται ως προϋπόθεση για την υποβολή της αίτησης ρύθμισης η σύμπραξη των συνοφειλετών/εγγυητών και (β) η τυχόν απόσβεση μέρους της οφειλής του πρωτοφειλέτη μετά την τήρηση και ολοκλήρωση της σύμβασης αναδιάρθρωσης δεν επενεργεί και υπέρ των εγγυητών/συνοφειλετών (άρθρο 26 § 12). Υιοθετείται καταρχήν η αντίστροφη λύση από την υιοθετούμενη με το ν. 4469/2017 προς το σκοπό επίτευξης περισσότερων ρυθμίσεων και αφίσταται του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυήσεως.

Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι ειδικότερες προβλέψεις για τους εγγυητές ανευρίσκονται στις εκδοθείσες Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις, οι οποίες ρυθμίζουν τα ζητήματα εφαρμογής της διαδικασίας, όπως συμβαίνει με πλείστα όσα ζητήματα του εν λόγω μηχανισμού. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 7.16 στ. ε της υπ’ αρ. 77697 ΕΞ 2021 ΚΥΑ εξαιρούνται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης τυχόν οφειλές για τις οποίες έτερος συνοφειλέτης έχει καταρτίσει σύμβαση ρύθμισης, μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού, εντός των τελευταίων ενενήντα ημερών πριν από την υποβολή της αίτησης, καθώς και αυτές για οποίες η υφιστάμενη ρύθμιση του έτερου συνοφειλέτη δεν παρουσιάζει καθυστέρηση οποιουδήποτε ποσού μεγαλύτερη των ενενήντα ημερών. Παράλληλα προβλέπεται ότι οι συνοφειλέτες δύνανται να συνυπογράφουν τη σύμβαση αναδιάρθρωσης ώστε να επωφελούνται από τους όρους της (άρθρο 10 παρ. 9 της ως άνω ΚΥΑ), ενώ οι μη συμβαλλόμενοι συνοφειλέτες συνεχίζουν να ευθύνονται έναντι των χρηματοδοτικών φορέων για το συνολικό ποσό των απαιτήσεων ως είχαν πριν τη ρύθμιση.

Συμπερασματικά, ο εγγυητής έχει τη δυνατότητα (αλλά όχι την υποχρέωση) να συμμετάσχει στη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού, την οποία εκκίνησε ο πρωτοφειλέτης του, ώστε να μπορέσει να ωφεληθεί από την τελικώς επιτευχθείσα ρύθμιση. Ωστόσο, η μη συμμετοχή του εγγυητή επάγεται την απώλεια της δυνατότητας ρύθμισης της συγκεκριμένης οφειλής μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού όσο τηρείται η σύμβαση του πρωτοφειλέτη, με παράλληλη διατήρηση της ευθύνης για το σύνολο της οφειλής. Συνεπώς, το συμφέρον του εγγυητή τίθεται σαφώς υπέρ της συμμετοχής στη διαδικασία ρύθμισης, ενώ με αυτό τον τρόπο αυξάνονται και οι πιθανότητας αποδοχής της ρύθμισης από την πλευρά των πιστωτών, αφού μετά την υποχρέωση αιτιολόγησης της απόρριψης της αίτησης ρύθμισης, που θεσμοθέτησε ο ν. 5024/2023, η μη συμμετοχή όλων των ενεχομένων (συνοφειλετών ή/και εγγυητών) περιλαμβάνεται στους επικαλούμενους από τους πιστωτές λόγους απόρριψης.​

  • 1. Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 2017, σελ. 84, 454
  • 2. «Με την καταβολή του συνόλου των οφειλόμενων δόσεων σε κάθε καταλαμβανόμενο πιστωτή, ολοκληρώνεται επιτυχώς η ρύθμιση και αποσβέννυται το τμήμα της απαίτησης που υπερβαίνει το ποσό της ρύθμισης που τον αφορά, με την επιφύλαξη τυχόν δικαιωμάτων του κάθε πιστωτή έναντι συνοφειλετών ή εγγυητών του οφειλέτη ή δικαιωμάτων των πιστωτών με δικαιώματα επιφύλαξης κυριότητας.»
Ενεργειακή Αλληλεγγύη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 2024
Αθέτηση ρήτρας παρεκτάσεως αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας και αποζημιωτική ευθύνη - Σειρά Μελέτες ΕΡΜΕΚ Νο 8

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ

send