Συνιστά ποινική παραβίαση των προσωπικών δεδομένων η προσκόμιση δικαστικών εγγράφων που δεν αποκτήθηκαν παρανόμως;
Με αφορμή το βούλευμα Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών 109/2025
17/02/2021
26/02/2025
Το σχολιαζόμενο βούλευμα προέκυψε έπειτα από προσφυγή του αρ. 322 ΚΠΔ. Τα πραγματικά περιστατικά της ελάσσονος σκέψης του βουλεύματος είναι συχνά απαντώμενα στην δικαστηριακή πρακτική. Τα δε ενδιαφέροντα έγγραφα δύνανται μπορεί να συνίστανται σε δικόγραφα αγωγών, εγκλήσεων, δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις, εισαγγελικές προτάσεις, βουλεύματα, δικαστικά πιστοποιητικά κλπ.
Το παρόν σχόλιο συντάσσεται με το βούλευμα υπ’ αριθμ. 109/2025 του Συμβ. Πλημ. Αθηνών και ασχολείται με το εάν πράγματι τελείται το αδίκημα των παραγράφων 1 και 2 του αρ. 38 Ν. 4624/2019, όταν ένας διάδικος ποινικής ή αστικής δίκης προσκομίζει μη παρανόμως κτηθέντα δικαστικά έγγραφα που περιέχουν προσωπικά δεδομένα του αντιδίκου του.
Η αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων παρ. 1 και 2 του αρ. 38 Ν. 4624/2019.
Το αρ. 38 Ν. 4624/2019, συνιστά την μοναδική ποινική διάταξη του νόμου 4624/2019, διαρθρώνεται σε έξι παραγράφους, εκ των οποίων οι πέντε πρώτες έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο, η δε έκτη και τελευταία έχει δικονομικό περιεχόμενο.
Το αδίκημα της παραγράφου 1 προϋποθέτει α) την η ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε "αρχείο", β) υποκείμενο των δεδομένων, δηλαδή το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, γ) να πρόκειται για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτά ορίζονται στο νόμο και δ) την επέμβαση τρίτου χωρίς δικαίωμα στο συγκεκριμένο αρχείο με οποιονδήποτε τρόπο και η περιέλευση σε γνώση του (ως αυτόθροη συνέπεια της παράνομης επέμβασης) των δεδομένων του αρχείου.
Η δε παράγραφος 2 του αρ. 38 Ν. 4624/2019 συνιστά διακεκριμένη παραλλαγή της παραγράφου 1. Τα αντικειμενικά στοιχεία της παρ. 2 είναι τα εξής τέσσερα: α) Η ύπαρξη “συστήματος αρχειοθέτησης” που περιέχει προσωπικά δεδομένα. β) Η μη ύπαρξη δικαιώματος επεξεργασίας τους. γ) Η αναφερόμενη στο α’ εδάφιο της πρώτης παραγράφου αρ. 38 μορφή επενέργειας σε αυτά (επέμβαση), ήτοι η εισβολή - εισχώρηση απέξω σε σύστημα αρχειοθέτησης που επέτρεψε την λήψη γνώσης των δεδομένων που κοινολογήθηκαν. Τέλος, απαιτεί την δ) κοινολόγηση των ως άνω προσωπικών δεδομένων σε τρίτους (ΑΠ 686/2021, ΑΠ 1269/2022, 947/2022, ΑΠ 426/2022). Είναι αυτονόητο, ότι εφόσον τα προσωπικά δεδομένα που κοινολογήθηκαν δεν προέρχονται από “επέμβαση” της παρ. 1, τότε παρέλκει εντελώς και η εξέταση του εάν έχει τελεστεί το αδίκημα της παρ. 2.
Η έννοια του αρχείου
Αντικείμενο της προστασίας του αρ. 38 Ν. 4624/2019 είναι το “σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, όπως αυτό ορίζεται αυθεντικά στο άρθρο 44 του ιδίου νόμου. Να σημειωθεί, ότι έχει νομολογιακώς επικρατήσει να αναφέρεται και άλλοτε απλώς ως “αρχείο”. Το άρθρο 44 του Ν. 4624/2019 που συνιστά μεταφρασμένη ενσωμάτωση αυτούσιου του περιεχομένου του άρθρου 3 της Οδηγίας 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ορίζει, ότι (στ.):”σύστημα αρχειοθέτησης” είναι κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι προσβάσιμα με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, είτε το σύνολο αυτό είναι συγκεντρωμένο είτε αποκεντρωμένο είτε κατανεμημένο σε λειτουργική ή γεωγραφική βάση.
Η ερμηνεία της έννοιας “αρχείο” που παρατίθεται ανωτέρω δεν είναι καινοφανής. Το στοιχείο της διάρθρωσης ήταν εννοιολογικό συστατικό της έννοιας “αρχείο” ήδη υπό το κράτος του Ν. 2472/1997 αρ. 2 στ. ε). Εξάλλου, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, έχει ορίσει την έννοια “αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” ήδη από το έτος 2012 με επαρκή σαφήνεια. Ερωτώμενη η Αρχή εάν μεμονωμένα έγγραφα δύνανται να θεωρηθούν “αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, επέλυσε το ζήτημα ως ακολούθως: (ΑΠΔΠΧ 122/2012). : “Όσον αφορά τα συλλεχθέντα έγγραφα, δεν προκύπτει ότι πρόκειται για αρχείο κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. ε΄ ν. 2472/1997, δηλαδή διαρθρωµένο σύνολο δεδοµένων, εφόσον µόνον ο ίδιος, µετά από αναζήτησή τους ανάµεσα σε άλλα έγγραφα και µόνον εµπειρικά, µπορούσε, όπως κατέθεσε, να βρει τα κρίσιµα προσωπικά δεδοµένα. Αντίθετα, όσον αφορά τις παραπάνω µαγνητοταινίες, το αρχείο µπορεί να νοηθεί ως διαρθρωµένο, έστω στοιχειωδώς, στο µέτρο που η αναζήτησή τους µπορούσε να γίνει µε κριτήριο το αναγραφόµενο σε αυτές όνοµα του αναφερόµενου προσώπου (π.χ. Μητροπολίτης ∆)”.
Το στοιχείο της διάρθρωσης αποτυπώνεται και στην αρεοπαγιτική νομολογία, ενδεικτικά στην ΑΠ 947/2022, η οποία ειδικώς για την έννοια “αρχείο” είναι διαφωτιστική και δέχεται, ότι “Τέτοιο αρχείο προσωπικών δεδομένων κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων αποτελούν και οι σύγχρονες βιντεοκάμερες, οι οποίες διαθέτουν λογισμικά προγράμματα, στα οποία ο κάτοχος και ιδιοκτήτης τους καταχωρεί σε ξεχωριστά αρχεία τα προσωπικά δεδομένα που αναφέρονται στις φωτογραφίες του, στα βίντεό του (ταινίες του), κ.λ.π., τα οποία αρχεία (όταν είναι πολλά) είναι διαρθρωμένα σε φακέλους και υποφακέλους, όπως και στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, δηλαδή τα αρχεία της σύγχρονης βιντεοκάμερας αποτελούν διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια και μπορούν να τύχουν επεξεργασίας συνισταμένης μεταξύ άλλων και στην ανάρτηση του οπτικοακουστικού υλικού που καταγράφηκε με αυτά σε διαδικτυακές πλατφόρμες και ιστότοπους, που επιτρέπουν την κοινοποίηση, αποθήκευση, αναζήτηση και αναπαραγωγή ψηφιακών βίντεο και ψηφιακών ταινιών.”
Τέλος, το στοιχείο της διάρθρωσης σε φακέλους και υποφακέλους, ως απαραίτητο συστατικό της έννοιας “αρχείο” απαντάται ή νοείται ομοίως, έναντι πολλών, στις ΑΠ 505/2020, ΑΠ 96/2020 και ΑΠ 1306/2016.
Γεννάται αυτονοήτως το ερώτημα εάν ένα δικαστικό έγγραφο προέρχεται από κάποιο ήδη παραβιασθέν διαρθρωμένο σύστημα αρχειοθέτησης προσωπικών δεδομένων ή αν συνιστά το ίδιο ένα τέτοιο σύστημα. Διότι μόνο αν ισχύει τούτο έχει και νόημα η βάσανος του εάν καλείται σε εφαρμογή το αρ. 38 Ν. 4624/2019. Όπως γίνεται φανερό, εάν το προσκομιζόμενο δικαστικό έγγραφο δεν προέρχεται από κάποιο παραβιασθέν διαρθρωμένο αρχείο (για την έννοια της παραβίασης, γίνεται λόγος παρακάτω) ή εάν το δικαστικό έγγραφο δεν συνιστά το ίδιο “αρχείο”, τότε η επεξεργασίου αυτού δεν πληροί και την αντικειμενική υπόσταση του αρ. 38 Ν. 4624/2019.
Ευθύς εξαρχής, δεν νοείται να συνιστά ένα ή περισσότερα μεμονωμένα δικαστικά έγγραφα “σύστημα αρχειοθέτησης”. Τούτο προκύπτει από την ίδια την λογική, επειδή κυρίαρχο χαρακτηριστικό οποιουδήποτε “συστήματος” είναι η οργάνωση και ένταξη πλειόνων πραγμάτων σε μία ενιαία τάξη. Το ίδιο προκύπτει από το αρ. 44 του Ν. 4624/2019, που προσδίδει στην έννοια “σύστημα αρχειοθέτησης” το πρόσθετο χαρακτηριστικό της “διάρθρωσης”, δηλαδή, κατά Λεξικό Μπαμπινιώτη της Νέας Ελληνικής, δόμηση και σύνδεση των επιμέρους μελών σε ένα οργανωμένο σύνολο. Αν δεχθούμε, ότι ένα μεμονωμένο δικαστικό έγγραφο αυτό καθεαυτό συνιστά “σύστημα αρχειοθέτησης”, τότε ποιά είναι τα άλλα πράγματα με τα οποία αυτό δομείται και εντάσσεται σε ένα ενιαίο και διαρθρωμένο σύνολο; Περαιτέρω, πως αυτό το δήθεν “σύστημα” είναι προσβάσιμο με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, όπως απαιτεί να είναι το αρ. 44 Ν. 4624/2019;
Γίνεται κατανοητό, ότι τα μεμονωμένα δικαστικά έγγραφα (π.χ. μία δικαστική απόφαση ή μία εισαγγελική πρόταση) είναι ήδη εκτός του γράμματος του Ν. 4624/2019. Ο εν λόγω νόμος έχει θεσπιστεί για την προστασία του κοινού από την αθέμιτη επεξεργασία, και εμπορευματοποίηση των ποσοτικά σημαντικών δεδομένων πολλών προσώπων (βάσεις δεδομένων και αρχειοθήκες) ή πολλά δεδομένα ενός προσώπου, που τηρούνται σε διαρθρωμένα αρχεία και μπορεί κανείς να ανασύρει στοιχεία, έπειτα από διενέργεια αναζήτησης με βάση συγκεκριμένα κριτήρια ή τουλάχιστον συλλογών δεδομένων, οι οποίες δεν νοείται να συγκροτούνται από ένα μεμονωμένο έγγραφο. Με απλούστερα λόγια, ο νόμος 4624/2019 θεσπίστηκε με γνώμονα τις βάσεις δεδομένων και τα συστήματα αρχειοθέτησης που τηρούν επιτηδευματίες και δημόσιοι οργανισμοί (βλ. και Άρθρο 2, Πεδίο Εφαρμογής). Μόνο αν αναλογιστούμε μία τέτοια βάση δεδομένων π.χ. ιατρικούς φακέλους ασθενών μίας ιδιωτικής κλινικής, πελάτες ασφαλιστικής εταιρείας ή τα αρχεία της ΑΑΔΕ ευρίσκουμε εκείνα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά, ικανά να συγκροτήσουν την έννοια “σύστημα αρχειοθέτησης”. Συγκεκριμένα, επί π.χ, αρχείων ιατρικών φακέλων ασθενών ιδιωτικής κλινικής, απαντώνται όλα τα απαραίτητα εκ του νόμου στοιχεία. Πράγματι, τα αρχεία αυτά διαρθρωμένα, δηλαδή οργανωμένα με μία συγκεκριμένη εσωτερική λογική και κυρίως (αρ. 44 στ. στ) είναι προσβάσιμα με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, δηλαδή το πρόσωπο που τα τηρεί μπορεί να έχει πρόσβαση στο σύνολο ή μέρος αυτών με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, όπως οι τόποι κατοικίας ή ο χρόνος τελευταίας ιατρικής εξέτασης κλπ. Με απλά λόγια, μόνο και μόνο τέτοιου είδους αρχεία συνιστουν “συστήματα αρχειοθέτησης”. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, που πρέπει να συντρέχουν, απουσιάζουν πλήρως από τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το εδώ σχολιαζόμενο βούλευμα.
Κατ’ αντιστοιχίαν, το αρχείο που τηρεί η Εισαγγελία ή το δικαστικό αρχείο που τηρεί ένα Πρωτοδικείο συνιστούν κατά βεβαιότητα “αρχείο”, άλλως “σύστημα αρχειοθέτησης” υπό την έννοια του αρ. 38 Ν. 4624/2019, καθώς αυτά παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά της διάρθρωσης, της δυνατότητας αναζητήσεως εντός αυτών με βάση συγκεκριμένα κριτήρια και την δυνατότητα ανάσυρσης πληροφοριών εξ αυτών. Τούτο, όμως δεν σημαίνει αυτονοήτως, ότι η δικαστική χρήση ενός αντιγράφου, το πρωτότυπο του οποίου υπάρχει αρχειοθετημένο και οργανωμένο εντός των παραπάνω συστημάτων αρχειοθέτησης συνιστά και παραβίαση του αρ. 38 Ν. 4624/2019. Τούτο διότι, μπορεί ο προσκομίζων διάδικος να έχει λάβει αντίγραφο εκ δικογραφίας απολύτως νόμιμα και με έννομο συμφέρον και εν συνεχεία να προσκομίσει τούτο σε κάποια νέα δίκη. Από την στιγμή που η κατοχή επί του προσκομιζομένου εγγράφου θεμελιώθηκε με νόμιμο τρόπο (π.χ. με αίτηση ενώπιον της Εισαγγελίας ή με παράδοση της νομής από πρόσωπο που το έλαβε νόμιμα) δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του αρ. 38 Ν.4624/2019, επειδή το ενδιαφέρον έγγραφο δεν αποκτήθηκε με “επέμβαση”, για το εννοιολογικό περιεχόμενο της οποίας γίνεται λόγος παρακάτω.
Η έννοια της επέμβασης στο αρχείο.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4624/2019 σχετικά με την ποινική διάταξη του αρ. 38 του ιδίου νόμου, “με το προτεινόμενο άρθρο στην παράγραφο 1 τυποποιούνται σε αυτοτελή ποινικά αδικήματα (με επαπειλούμενη την ποινή της φυλάκισης μέχρι ενός έτους, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη πράξη) η χωρίς δικαίωμα "εισβολή-εισχώρηση - επέμβαση" από έξω σε συστήματα αρχειοθέτησης..” και στις παραγράφους 2 και 3 η χωρίς δικαίωμα “χρήση” από τον αποκτώντα σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του περιεχομένου των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”.
Ο νομοθέτης, σοφά, δεν επιθυμεί να επεκτείνει τις δυσμενείς συνέπειες της ποινικής διάταξης γενικά σε κάθε περίπτωση κοινοποίησης στοιχείων που ανάγονται στην σφαίρα της ιδιωτικότητας. Η μόνη πράξη που ποινικοποιείται από το άρθρο 38 παρ. 1 Ν. 4624/2019 είναι η εισβολή, απ’ έξω σε σύστημα αρχειοθέτησης όπως ρητά ορίζει η Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4624/2019, καθώς και η μετέπειτα κοινολόγηση δεδομένων που έγιναν γνωστά ένεκα της επέμβασης-εισβολής (παρ. 2). Όμως, για να νοείται “εισβολή”, πρέπει αναγκαστικά και να υπάρχει ένας οριοθετημένος χώρος, φυσικός ή ψηφιακός, η πρόσβαση στον οποίον αποτρέπεται σε μη δικαιούχους με προϋφιστάμενα φυσικά, ψηφιακά ή νομικά μέτρα και εμπόδια. Άρα πρέπει να υφίσταται ένα σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων, προσβάσιμο μόνο σε συγκεκριμένους δικαιούχους, την ασφάλεια του οποίου ο δράστης παραβίασε.
Γίνεται φανερό ότι εκείνος που κάνει δικαστική χρήση εγγράφου, προερχόμενο εκ του προσωπικού του αρχείου, το οποίο απέκτησε χωρίς να επέμβει σε κάποιο σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν προβαίνει σε τέτοιου είδους παρέμβαση.
Τελείται το αδίκημα του αρ. 38 ν. 4624/2019 εάν λάβει χώρα επεξεργασία των δεδομένων για σκοπό διαφορετικό σε σχέση με τον σκοπό για τον οποίο αυτά συνελέγησαν;
Η εισαγγελική πρόταση επί του υπ’ αριθμ. 109/2025 βουλεύματος αποκρίνεται θετικά σε αυτό το ερώτημα. Δέχεται, ότι μπορεί μεν ο πρώτος κατηγορούμενος να απέκτησε νόμιμα το επίδικο δικαστικό έγγραφο, κατείχε όμως τούτο αποκλειστικά ως διάδικος της δίκης στην οποία αυτό προέκυψε. Ως εκ τούτου, δεν είχε δικαίωμα να το κοινοποιήσει στον δεύτερο κατηγορούμενο, άρα να το επεξεργαστεί, καθώς ουδέποτε συναίνεσε ο παθών στην αλλαγή του σκοπού επεξεργασίας των δεδομένων του. Η σκέψη αυτή απηχεί το πνεύμα του Ν. 4624/2019 και του ΓΚΠΔ, αλλά και το κανονιστικό περιεχόμενο του άρθρου 25 Ν. 4624/2019, που αναφέρεται στις προϋποθέσεις της επιτρεπτής επεξεργασίας δεδομένων, εκ μέρους του υπευθύνου επεξεργασίας για σκοπό διαφορετικό από εκείνον για τον οποίον αρχικώς εκείνα συνελέγησαν, σε συνδυασμό με την αναφορά της Αιτιολογικής Έκθεσης του Ν. 4624/2019, ότι “χωρίς δικαίωμα ενεργεί ο δράστης της παραγράφου 1, 2 και 3 (του αρ. 38), όταν τελεί τις παραπάνω πράξεις χωρίς να υφίσταται σχετική διάταξη νόμου που να του το επιτρέπει ή ενεργεί καθ’ υπέρβαση άλλης νομικής πράξης (λ.χ. εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας, σύμβασης κ.ο.κ.”. Κατά τον τρόπο αυτόν, σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση, καλύπτονται νομοθετικά και οι περιπτώσεις παράνομης επεξεργασίας δεδομένων, τα οποία νομίμως έχει στην κατοχή του ο δράστης - αυτουργός του αδικήματος (λ.χ. λόγω συγκατάθεσης του υποκειμένου τους ή λόγω επεξεργασίας αυτών για άλλο σκοπό), αλλά τα επεξεργάζεται για σκοπό διαφορετικό από αυτόν που συναίνεσε το υποκείμενό τους ή εν αγνοία του τελευταίου (ΑΠ 686/2021).
Τα παραπάνω φαίνονται να έρχονται σε αντίθεση με την επίσης ρητή αναφορά της Αιτιολογικής Έκθεσης του Ν. 4624/2019, κατά την οποία, όπως είδαμε παραπάνω, δεν εγκληματεί εκείνος που δεν παραβίασε ή εισέβαλε σε σύστημα αρχειοθέτησης. Πιο συγκεκριμένα, αν υιοθετηθεί η πρώτη φράση της Αιτιολογικής Έκθεσης που εξετάσαμε, που ορίζει την επέμβαση ως απαραίτητο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος ως την "εισβολή-εισχώρηση" απ’ έξω σε συστήματα αρχειοθέτησης, τότε οι κατηγορούμενοι του σχολιαζομένου βουλεύματος πρέπει να απαλλαγούν, καθώς ουδέποτε εισέβαλαν σε κάποια βάση δεδομένων και ουδέν αρχείο παρεβίασαν. Από την άλλη πλευρά, αν ακολουθήσουμε κατά γράμμα την δεύτερη φράση της Αιτιολογικής Έκθεσης που εξετάσαμε και ορίζει, ότι χωρίς δικαίωμα ενεργεί ο δράστης της παραγράφου 1, 2 και 3 (του αρ. 38), όταν ενεργεί πέραν του σκοπού αρχικής συλλογής των δεδομένων, τότε οι κατηγορούμενοι του σχολιαζομένου βουλεύματος έπρεπε να παραπεμφθούν, γνώμη που εξέφρασε και η προτείνουσα Εισαγγελέας.
Η παραπάνω αντίφαση, κατά την γνώμη μας, δεν είναι πραγματική, καθώς οι δύο φράσεις της Αιτιολογικής Έκθεσης που παρατέθηκαν αναφέρονται σε διαφορετικά πράγματα. Η μεν πρώτη φράση προβαίνει σε ερμηνεία της έννοιας της επέμβασης σε αρχείο, ενώ η δεύτερη φράση προβαίνει σε εξήγηση του πότε η εν λόγω επέμβαση θεωρείται, ότι γίνεται χωρίς δικαίωμα. Εξάλλου, από την ανάγνωση του αρ. 38 Ν. 4624/2019, προκύπτει, ότι απαιτούνται να συντρέχουν σωρευτικά αμφότερα τα στοιχεία, δηλαδή αφενός να έχει τελεστεί επέμβαση σε αρχείο και αφετέρου αυτή η επέμβαση να έλαβε χώρα δικαίωμα. Πρόκειται δηλαδή για δύο ξεχωριστά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης και δεν επιτρέπεται η μη πλήρωση του ενός εκ των δύο να υποκαθίσταται από την πλήρωση του ετέρου1. Εάν ίσχυε τούτο, ο νομοθέτης θα είχε συνδέσει συντακτικά τους δύο όρους με διάζευξη, πράγμα που δεν έπραξε. Με πιο απλά λόγια, το ότι η επεξεργασία των δεδομένων έλαβε χώρα άνευ δικαιώματος, που προκύπτει από διάταξη νόμου, από σύμβαση ή από εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας, δεν σημαίνει, ότι η εν λόγω επεξεργασία συνιστά και άνευ ετέρου επέμβαση, ήτοι αξιόποινη εισβολή - εισχώρηση απέξω σε σύστημα αρχειοθέτησης.
Ουσιαστική -και απόλυτα ορθή- τομή στη νομολογία όμως επέφερε το σχολιαζόμενο βούλευμα με την εξής του παραδοχή: “Εξάλλου, η μεταγενέστερη χορήγηση αντιγράφου της ως άνω εισαγγελικής πρότασης στον β’ κατηγορούμενο με σκοπό την υπεράσπιση δικαιώματος του τελευταίου ενώπιον δικαστικού οργάνου σε ποινική διαδικασία, δεν μεταβάλει το σκοπό επεξεργασίας του από τον α’ κατηγορούμενο κατ΄ άρθρο 25 του ιδίου νόμου, καθώς σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ΓΚΠΔ, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από ιδιώτη πρέπει να συνδέεται με κάποια επαγγελματική ή εμπορική χρήση, προϋπόθεση που δεν υφίσταται στην προκειμένη περίπτωση”. Είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύεται απόφαση ή βούλευμα που περιέχει την εν λόγω σκέψη, η οποία απηχεί, όχι μόνον την αιτιολογική έκθεση του ΓΚΠΔ, αλλά και το ίδιο το αρ. 2 του Ν. 4624/2019, το οποίο ορίζει, ότι “Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται στην, εν όλω ή εν μέρει, αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης από: α) δημόσιους φορείς ή β) ιδιωτικούς φορείς, εκτός και εάν η επεξεργασία πραγματοποιείται από φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικής ή οικιακής δραστηριότητας.” Υπό το φως της εν λόγω διάταξης, προκύπτει σαφώς, ότι επί ιδιώτη δράστη, ήτοι επί προσώπου που ενεργεί στα πλαίσια προσωπικής μη επαγγελματικής δραστηριότητας δεν εφαρμόζεται καθόλου το αρ. 25 Ν. 4624/2019, ούτε καν ο ΓΚΠΔ. Έτσι, το άρθρο 25, περί επιτρεπτής μεταβολής του σκοπού επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, δεν πρέπει να επιστρατεύεται για να εξετάζεται το εάν ενεργεί ο ιδιώτης δράστης του αρ. 38 με ή χωρίς δικαίωμα.
Περαιτέρω, το εν λόγω βούλευμα, αφίσταται της ερμηνευτικής εκδοχής, ότι για την θεμελίωση του αδικήματος του αρ. 38 αρκεί και η αλλαγή του σκοπού επεξεργασίας των δεδομένων που εκφράστηκε με την ΑΠ 686/2021, αλλά ταυτόχρονα συμπορεύεται την ΑΠ 426/2021, που δέχθηκε έμμεσα, ότι εάν δεν παραβιάστηκε αρχείο, δια επεμβάσεως, δεν τελείται και το αδίκημα. Πράγματι, η ίδια η νομολογία έχει εκφραστεί άλλοτε υπέρ της μίας εκδοχής του και άλλοτε υπέρ της άλλης: άλλοτε έχει δεχθεί, ότι εφόσον δεν τελέστηκε παραβίαση αρχείου δεν τελείται και το αδίκημα του αρ. 38, άλλοτε έχει δεχθεί, ότι το αδίκημα τελείται και άνευ εν στενή εννοία παραβιάσεως, αλλά αρκεί η μεταβολή του σκοπού της αρχικής συλλογής των δεδομένων. Αν ανατρέξουμε όμως στο σύνολο των αποφάσεων του Αρείου Πάγου, θα διαπιστώσουμε το εξής ενδιαφέρον, που ίσως εξηγεί και την αμφιταλάντευση της νομολογίας του Ακυρωτικού. Η (ανεπίτρεπτα διασταλτική) εκδοχή της πλήρωσης της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος του αρ. 38, που στηρίζεται αποκλειστικά στην αλλαγή του σκοπού επεξεργασίας, ακόμα και εάν δεν έλαβε χώρα προηγουμένως κάποια εισβολή σε αρχείο, είχε υιοθετηθεί αρχικώς σε περιπτώσεις εκδικητικής πορνογραφίας, κάποιες εκ των οποίων απασχόλησαν τον δημόσιο λόγο και προκάλεσαν το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Πρόκειται για περιπτώσεις που ο δράστης δημοσιεύει, συνήθως στο διαδίκτυο, οπτικό υλικό γεννετησίων συνευρέσεών του με άλλο πρόσωπο, χωρίς την συναίνεσή του τελευταίου, το δε υλικό προέρχεται από το προσωπικό αρχείο του δράστη και δεν προέκυψε από εισβολή του σε κάποιο σύστημα αρχειοθέτησης. Όπως γίνεται κατανοητό, η απόπειρα υπαγωγής του φαινομένου της εκδικητικής πορνογραφίας στο γράμμα του αρ. 38 Ν. 4624/2019 κατέδειξε και τα άκρα όρια των δυνατοτήτων του εν λόγω άρθρου2.
Από την άλλη, σε περιπτώσεις επεξεργασίας άλλων δεδομένων π.χ. δικαστικών εγγράφων, η νομολογία έχει υιοθετήσει την ορθότερη και μη διασταλτική εκδοχή, ότι εάν δεν λάβει χώρα επέμβαση - εισβολή σε αρχείο, ουδέν αδίκημα τελείται3
Θεωρούμε, ότι η αμφιταλάντευση της αρεοπαγιτικής νομολογίας έπαψε να εξυπηρετεί κάποια υπαρκτή δικαιοπολιτική στόχευση, δυνάμει του νέου άρθρου 346 ΠΚ που τιτλοφορείται “Εκδικητική Πορνογραφία”, που θεσπίστηκε το 2022. Η εν λόγω διάταξη έρχεται ως πλέον ειδική να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της εκδικητικής πορνογραφίας αυτό καθεαυτό και πλέον δεν χρειάζεται εφεξής να διαστέλλεται ανεπίτρεπτα το περιεχόμενο της ποινικής νομοθεσίας περί προσωπικών δεδομένων, η οποία θεσπίστηκε έχοντας υπόψη εντελώς διαφορετικές συμπεριφορές και έννομα αγαθά. Πλέον, δύναται η νομολογία να αντιμετωπίζει περιπτώσεις ενδεχομένων παραβιάσεων της νομοθεσίας των προσωπικών δεδομένων, χωρίς να πρέπει να απασχολείται με το τι θα συμβεί στο πλαίσιο της εκδικητικής πορνογραφίας, εάν υιοθετηθεί η -ορθή- μη διασταλτική άποψη που εκφράσαμε εδώ αναφορικά με το αρ. 38 Ν. 4624/2019. Την ίδια στιγμή, δεν πρέπει να επιφορτίζονται οι ιδιώτες με υποχρεώσεις, που σχετίζονται με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, τις οποίες ούτε ο Ν. 4624/2019, ούτε ο ΓΚΠΔ τους επιβάλλει, αλλά επιφυλλάσσει αποκλειστικά για τους υπευθύνους επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων επιτηδευματιών και δημοσίων οργανισμών. Ως εκ τούτων, το βούλευμα 109/2025 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών είναι στην απόλυτα ορθή κατεύθυνση.