logo-print

Εκπρόθεσμη άσκηση έφεσης λόγω ανωτέρας βίας: Αδυναμία πρόσβασης στη δικογραφία (ΑΠ 1252/2024)

Εσφαλμένα το εφετείο έκρινε πως, λόγω του καθολικού μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αρκούσε η επίδοση του αποσπάσματος της πρωτόδικης απόφασης για την άσκησή της

11/03/2025

11/03/2025

Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας 2η έκδοση- καλλιτεχνικό

ΜΠΙΤΖΙΛΕΚΗΣ Ν.

ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Πολυκώδικας, 20η έκδ., 2025

Με πρόσφατη απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε πως η αδυναμία πρόσβασης στο φάκελο της δικογραφίας συνιστά λόγο ανώτερης βίας που δικαιολογεί την άσκηση έφεσης από τον κατηγορούμενο εκπροθέσμως (ΑΠ 1252/2024).

Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, από τη γενική αρχή του δικαίου (ΑΚ 255), κατά την οποία κανείς δεν μπορεί να υποχρεωθεί στα αδύνατα, συνάγεται ότι είναι επιτρεπτή η άσκηση του ενδίκου μέσου και μετά την πάροδο της προθεσμίας άσκησης αυτού, αν συνέτρεξε λόγος ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος. Ανωτέρα βία είναι κάθε απρόβλεπτο γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του δικαιούχου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί ακόμα και με μέτρα άκρας σύνεσης και επιμέλειας, ενώ ανυπέρβλητο κώλυμα είναι το γεγονός εκείνο το οποίο δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ασκούντος το ένδικο μέσο και δεν μπορούσε να υπερνικηθεί από αυτόν με κανένα τρόπο.

Εξαιρετικό και απρόβλεπτο γεγονός ανωτέρας βίας που δεν μπορούσε να υπερνικηθεί από τον εκκαλούντα και με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης, συνιστά και η μη παραμονή της δικογραφίας στο οικείο δικαστικό γραφείο κατά τις εργάσιμες ώρες, ώστε να έχει πρόσβαση σε αυτήν ο καταδικασθείς κατηγορούμενος, ως εκκαλών, προκειμένου να ασκήσει αποτελεσματικά το τυχόν δικαίωμα ενδίκου μέσου (εφέσεως) κατά της καταδικαστικής απόφασης.

Εν προκειμένω, το δικαστήριο δέχθηκε ότι συνέτρεχε πράγματι λόγος ανωτέρας βίας που εμπόδιζε τον καταδικασθέντα κατηγορούμενο να ασκήσει εμπροθέσμως την έφεσή του κατά της καταδικαστικής απόφασης, η οποία εκδόθηκε ερήμην του, και τον λόγο αυτόν ανωτέρας βίας επικαλέστηκε στην έφεσή του, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της άσκησής της.

Ειδικότερα, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο ήδη αναιρεσείων και τότε εκκαλών, για να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της άσκησης της εν λόγω έφεσής του, επικαλέστηκε ότι η κατά το χρόνο εκείνο εκπρόθεσμη άσκησή της οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας, άσχετο προς το πρόσωπό του. Εξέθεσε με τρόπο σαφή και ορισμένο τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά (αδυναμία πρόσβασης στη σχετική δικογραφία, λόγω μη παραμονής της στο οικείο δικαστικό γραφείο) εκ των οποίων εμποδίστηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, την προσπάθειά του με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως, διά της δικηγόρου του, να αποκτήσει πρόσβαση στη δικογραφία, ώστε να ασκήσει αποτελεσματικώς και εμπροθέσμως την έφεσή του, αρχικώς με τηλεφωνική επικοινωνία της γραμματέως, κατόπιν αιτήματος της δικηγόρου του, με τη δικαστή της έδρας, ακολούθως δε με την υποβολή αίτησης στον Πρόεδρο Υπηρεσίας για χορήγηση αντιγράφων της δικογραφίας, ο οποίος πράγματι αυθημερόν, χορήγησε σημείωμα για τη λήψη αντιγράφων εκ της δικογραφίας, το οποίο ωστόσο δεν μπορούσε να εκτελεσθεί, αφού η δικογραφία δεν είχε επιστραφεί από την δικαστή της έδρας στο οικείο δικαστικό γραφείο.

Συνεπώς, ο εκκαλών χωρίς υπαιτιότητά του έλαβε γνώση της δικογραφίας μία ημέρα μετά τη λήξη της προθεσμίας έφεσης και η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε αμέσως την επομένη.

Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε ως εκπρόθεσμη την έφεση, με την αιτιολογία ότι δεν συνιστούσε γεγονός ανωτέρας βίας η αδυναμία του εκκαλούντος να λάβει αντίγραφα από τη δικογραφία και να ετοιμάσει την υπεράσπισή του, επειδή για την εμπρόθεσμη άσκηση έφεσης, λόγω του καθολικού μεταβιβαστικού της αποτελέσματος, αρκούσε η επίδοση του αποσπάσματος της πρωτόδικης απόφασης, που περιείχε τον αριθμό της, την πράξη για την οποία καταδικάστηκε και τη διάταξη που την προβλέπει, καθώς και την ποινή που του επιβλήθηκε. Έτσι όπως έκρινε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠΔ (παράνομη απόρριψη της έφεσης, ως εκπρόθεσμης), ενώ συγχρόνως υπερέβη αρνητικά την εξουσία του 510 παρ.1 στοιχ. Θ, αρνούμενο να θεωρήσει εμπρόθεσμη την έφεση και να κρίνει την ουσία της υπόθεσης, αφού τα ως άνω περιστατικά που επικαλέστηκε ο εκκαλών (αδυναμία πρόσβασης στη δικογραφία χωρίς υπαιτιότητά του), συνιστούσαν πράγματι γεγονός ανωτέρας βίας, με την παραπάνω έννοια, ανεξαρτήτως αν η έφεση έχει πράγματι καθολικό μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, αφού εναπόκειται στον εκκαλούντα ο τρόπος διαμόρφωσης των λόγων της έφεσής του και για την άσκησή της απαιτείται να έχει πρόσβαση στη δικογραφία, η οποία υποχρεωτικά πρέπει να παραμένει στο οικείο δικαστικό γραφείο.

Απόσπασμα απόφασης

Πλην όμως, από τις παραδοχές αυτές του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας, προκύπτει ότι συνέτρεχε πράγματι λόγος ανωτέρας βίας που εμπόδιζε τον καταδικασθέντα κατηγορούμενο να ασκήσει εμπροθέσμως την έφεσή του κατά της 3467/2003 καταδικαστικής απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, η οποία εκδόθηκε ερήμην του και τον λόγο αυτόν ανωτέρας βίας επικαλέστηκε στην έφεσή του, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της άσκησής της. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας μεταξύ των οποίων και του δικογράφου της παραπάνω από 31.01.2024 και με αριθμό 35/2024 έκθεσης έφεσης του τότε εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, την οποία άσκησε για λογαριασμό του η δικηγόρος Λάρισας Β. Π., που είχε εξουσιοδοτηθεί ειδικώς προς τούτο με την προσαρτημένη στην ως άνω έφεση και από 22.01.2024 εξουσιοδότηση κατά της ως άνω καταδικαστικής απόφασης, που του επιδόθηκε εγκύρως σε απόσπασμα στις 19.01.2024, ο ήδη αναιρεσείων και τότε εκκαλών, για να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της άσκησης της εν λόγω έφεσής του, επικαλέστηκε ότι η κατά το χρόνο εκείνο εκπρόθεσμη άσκησή της οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας, άσχετο προς το πρόσωπό του. Εξέθεσε δηλαδή με τρόπο σαφή και ορισμένο τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά (αδυναμία πρόσβασης στη σχετική δικογραφία, λόγω μη παραμονής της στο οικείο δικαστικό γραφείο) εκ των οποίων εμποδίστηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, την προσπάθειά του με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως, διά της δικηγόρου του Β. Π., να αποκτήσει πρόσβαση στη δικογραφία, ώστε να ασκήσει αποτελεσματικώς και εμπροθέσμως την έφεσή του, αρχικώς μεν στις 23.01.2024, με τηλεφωνική επικοινωνία της γραμματέως, κατόπιν αιτήματος της δικηγόρου του, με τη δικαστή της έδρας, ακολούθως δε με την υποβολή της 145/24.01.2024 αίτησης στον Πρόεδρο Υπηρεσίας για χορήγηση αντιγράφων της δικογραφίας, ο οποίος πράγματι αυθημερόν, χορήγησε σημείωμα για τη λήψη αντιγράφων εκ της δικογραφίας, το οποίο ωστόσο δεν μπορούσε να εκτελεσθεί, αφού η δικογραφία δεν είχε επιστραφεί από την δικαστή της έδρας στο οικείο δικαστικό γραφείο, στο οποίο επεστράφη μόλις στις 30.01.2024, οπότε ο εκκαλών, χωρίς υπαιτιότητά του, έλαβε γνώση της δικογραφίας μία ημέρα μετά τη λήξη, στις 29.01.2024, της προθεσμίας έφεσης και η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε αμέσως την επομένη, ήτοι στις 31.01.2024. Μνημονεύει δε περαιτέρω και τα αποδεικτικά μέσα, που αποδεικνύουν τα πραγματικά αυτά περιστατικά, ενώ εξετάστηκε σχετικώς στο ακροατήριο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης και η μάρτυρας δικηγόρος του Β. Π.. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ωστόσο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά τα προαναφερόμενα, απέρριψε ως εκπρόθεσμη την έφεση, με την αιτιολογία ότι δεν συνιστούσε γεγονός ανωτέρας βίας η αδυναμία του εκκαλούντος να λάβει αντίγραφα από τη δικογραφία και να ετοιμάσει την υπεράσπισή του, επειδή για την εμπρόθεσμη άσκηση έφεσης, λόγω του καθολικού μεταβιβαστικού της αποτελέσματος, αρκούσε η επίδοση στις 19.01.2024 αποσπάσματος της πρωτόδικης απόφασης, που περιείχε τον αριθμό της, την πράξη για την οποία καταδικάστηκε και τη διάταξη που την προβλέπει, καθώς και την ποινή που του επιβλήθηκε. Έτσι, όμως, το Δικαστήριο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠΔ (παράνομη απόρριψη της έφεσης, ως εκπρόθεσμης), ενώ συγχρόνως υπερέβη αρνητικά την εξουσία του 510 παρ.1 στοιχ. Θ, αρνούμενο να θεωρήσει εμπρόθεσμη την έφεση και να κρίνει την ουσία της υπόθεσης, αφού τα ως άνω περιστατικά που επικαλέστηκε ο εκκαλών (αδυναμία πρόσβασης στη δικογραφία χωρίς υπαιτιότητά του), συνιστούσαν πράγματι γεγονός ανωτέρας βίας, με την παραπάνω έννοια, ανεξαρτήτως αν η έφεση έχει πράγματι καθολικό μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, αφού εναπόκειται στον εκκαλούντα ο τρόπος διαμόρφωσης των λόγων της έφεσής του και για την άσκησή της απαιτείται να έχει πρόσβαση στη δικογραφία, η οποία υποχρεωτικά πρέπει να παραμένει στο οικείο δικαστικό γραφείο.

Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr

H διεθνής δικαιοδοσία διασυνοριακών διάφορων εταιριών κατά τον κανονισμό 1215/2012 - ΠΠΠ Νο 7 -
Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, 7η έκδ., 2024
send