logo-print

Η δυνατότητα διεύρυνσης των απαλλακτικών ρητρών σε περίπτωση ασφάλισης επαγγελματικών κινδύνων υπό το προστατευτικό πλαίσιο που θέτει ο ν. 2251/1994.

Είναι εφικτό, να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων. Υφίσταται διαπραγματευτική ισοδυναμία μεταξύ των μερών και υποχωρεί το προστατευτικό πλαίσιο που θέτει ο νόμος για την προστασία του καταναλωτή (ν. 2251/1994).

Στο πλαίσιο της συμβατικής ελευθερίας των συμβαλλομένων, κατ' άρθρο 361 του Α.Κ., είναι εφικτό, να συμφωνηθούν και πρόσθετοι όροι, εφόσον και αυτοί αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και έγιναν εκατέρωθεν αποδεκτοί (ΑΠ 242/2011 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, με το άρθρο 7 παρ. 5 του ν. 2496/1997, ορίζεται ότι ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσης να καταβάλει ασφάλισμα, αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται στη μεν ασφάλιση ζημιών, σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια, στη δε ασφάλιση προσώπων μόνο σε δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος ή των λοιπών αναφερόμενων στην παράγραφο αυτή προσώπων, ενώ με την παρ. 6 εδ. α’ του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι με την ασφαλιστική σύμβαση μπορεί, να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων. Με βάση τις τελευταίες διατάξεις, επιτρέπεται η συνομολόγηση, στην περίπτωση ασφάλισης επαγγελματικής αστικής ευθύνης, απαλλαγών του ασφαλιστή πέραν των προβλεπόμενων από το Νόμο (ΑΠ 18/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1663/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2477/2014 ΝΟΜΟΣ). Οι όροι απαλλαγής αποτελούν εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη (ΑΠ 677/2013 ΝΟΜΟΣ) και συνιστούν καταλυτική της αγωγής ένσταση του ασφαλιστή περί απαλλαγής του από την υποχρέωση για καταβολή του ασφαλίσματος.

Η δυνατότητα διεύρυνσης με την ασφαλιστική σύμβαση των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την «κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων», πρέπει να νοηθεί στο ρυθμιστικό πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 33 παρ. 1 του ν. 2496/1997, κατά την οποία, κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα Νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή, εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το σύνολο των διατάξεων του ν. 2496/1997 αποτελούν ρυθμίσεις «ημιαναγκαστικού» κατ’ αρχήν δικαίου, με την έννοια ότι αν δεν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στο Νόμο αυτό, δεν μπορούν να περιοριστούν με την ασφαλιστική σύμβαση τα δικαιώματα των καλυπτόμενων προσώπων, παρά μόνο να διευρυνθούν. Εκδηλώνεται έτσι, για λόγους γενικότερου συμφέροντος, η προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη προς το ασθενέστερο στη σύμβαση ασφάλισης μέρος, που είναι κατά κανόνα το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον ασφαλιστή για λόγους μη επαγγελματικούς, αφού στην ιδιωτική ασφάλιση, η οποία αποτελεί καταναλωτικό αγαθό ευρείας χρήσης, είναι εμφανής στην περίπτωση αυτή η ανάγκη τέτοιας προστατευτικής παρέμβασης υπέρ του ασφαλισμένου, ενόψει του ότι ελλείπει τότε η διαπραγματευτική ισοδυναμία των μερών, με κίνδυνο η παρεχομένη ασφαλιστική κάλυψη να φαλκιδευτεί στην περίπτωση αυτή, μέσω της ασκούμενης υπό άνισους όρους συμβατικής ελευθερίας (ΟλΑΠ 14/2013 ΝΟΜΟΣ).

Αντίθετα, στις περιπτώσεις της ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων από την επαγγελματική δραστηριότητα του ασφαλισμένου ή του λήπτη της ασφάλισης, δεν είναι αναγκαία εξ ορισμού η ως άνω προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη και μπορούν, κατά περίπτωση, να διαμορφωθούν ελεύθερα οι όροι των ασφαλιστικών συμβάσεων, όταν μεταξύ των μερών μπορεί να λειτουργήσει η ιδιωτική αυτονομία με όρους διαπραγματευτικής ισοδυναμίας. Ο Νομοθέτης, δηλαδή, δεν έχει επιτρέψει την ελεύθερη διαμόρφωση των όρων της ασφαλιστικής σύμβασης σε κάθε περίπτωση ασφάλισης επαγγελματικών κίνδυνων, αλλά μόνο σε όσες περιπτώσεις, είτε ειδικά αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του ν. 2496/1997, είτε γίνεται με τη διάταξη αυτή παραπομπή σε άλλες διατάξεις του ίδιου Νόμου, υπό την έννοια ότι ναι μεν δεν κατονομάζονται ρητά στην εν λόγω διάταξη, καλύπτονται, όμως, από την περιεχόμενη σ’ αυτή γενική επιφύλαξη, ότι τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος δεν επιτρέπεται να περιοριστούν συμβατικά, εκτός αν κάτι άλλο ειδικά ορίζεται στο ν. 2496/1997. Τέτοια ειδική ρύθμιση είναι και αυτή του άρθρου 7 παρ. 6 του ν. 2496/1997, η οποία έχει ευρεία διατύπωση, είναι ενταγμένη στο πρώτο τμήμα του Νόμου αυτού, που περιέχει γενικές διατάξεις για τις ασφαλιστικές συμβάσεις, και μπορεί έτσι να γίνει ασφαλώς δεκτό ότι η προβλεπόμενη με τη ρύθμιση αυτή δυνατότητα διεύρυνσης με την ασφαλιστική σύμβαση των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, όταν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων, αφορά ποικίλες κατ’ αρχήν απαλλακτικές ρήτρες για όλα τα είδη των ασφαλιστικά καλυπτόμενων ζημιών (ΟλΑΠ 18/2015 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 19/2015 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 14/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1880/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 854/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 166/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5289/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2685/2018 ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 6 ν. 2251/1994 ως προς την προστασία των καταναλωτών, που αποτελεί εξειδίκευση του άρθρου 281 του Α.Κ. στο πεδίο της προστασίας των καταναλωτών, οι γενικοί όροι των συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.), ήτοι οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου) και επιβάλλονται από τον προμηθευτή στον καταναλωτή (άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2251/1994), απαγορεύονται και είναι αναδρομικώς ("ex tunc", άρθρο 180 του Α.Κ.) απολύτως άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών σε βάρος του καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες τις υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται.

Περαιτέρω, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των ΓΟΣ που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα δύο περιπτώσεις γενικών όρων που θεωρούνται άνευ ετέρου ("per se") καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται, κατ’ αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Η σωρευτική εφαρμογή από το δικαστήριο των παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, επιβάλλεται και δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου «της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή» είναι δυνατό να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επί μέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου.

Οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές περιπτώσεις, κατ’ αμάχητο τεκμήριο, καταχρηστικότητας, αποτελούν δείκτες που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και συγκεκριμένα της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις είναι και η αρχή της διαφάνειας, η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της εκ των προτέρων, χωρίς σπουδαίο λόγο, δέσμευσης του καταναλωτή, να μην ασκήσει κατά τη λειτουργία και εξέλιξη της σύμβασης, νόμιμα δικαιώματα του έναντι του προμηθευτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στο άρθρο 5 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 05.04.1993, οι Γ.Ο.Σ. πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκειά της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου Γ.Ο.Σ., εντούτοις, σύμφωνα και με το άρθρο 42 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 05.04.1993, ελέγχεται εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν δηλαδή έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 207. 975, ΑΠ 1030/2001 ΔΕΕ 2001. 1125, ΕφΑΘ 2386/2006 ΕλλΔνη 2006. 1467, ΕφΑΘ 5253/2003 ΕΕμπΔ 2003. 643).

Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των Γ.Ο.Σ. αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του Α.Κ. με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στο πλαίσιο επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει ένα γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτα λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλομένων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργησή του. Δηλαδή, ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευτεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες (ΑΠ 430/2005 ΔΕΕ 2005. 460, ΕφΑθ 2386/2006 ΕλλΔνη 2006. 1461).

Οι ανωτέρω περιπτώσεις καταχρηστικού ΓΟΣ, σε συνδυασμό με την αρχή της διαφάνειας, έχουν αποτελέσει αντικείμενο ερμηνείας από τη νομολογία στο πλαίσιο των τραπεζικών συμβάσεων παροχής πιστωτικών υπηρεσιών μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και καταναλωτών, αλλά και με αφορμή ασφαλιστικές συμβάσεις (ΕφΑθ 74/2022 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ως ΓΟΣ νοούνται εκείνοι οι συμβατικοί όροι, τους οποίους καθορίζει εκ των προτέρων ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη κατά τρόπο γενικό και ενιαίο, με σκοπό να αποτελόσουν το ομοιόμορφο περιεχόμενο ενός αόριστου αριθμού συμβάσεων, κύριο δε χαρακτηριστικό τους είναι η μονομερής προδιατύπωση, με την έννοια ότι ο αντισυμβαλλόμενος εκείνου που τις προδιατύπωσε δεν μετείχε στη διαμόρφωσή τους, πλην όμως δεν αρκεί αυτό το χαρακτηριστικό, αλλά απαιτείται περαιτέρω να μην υφίστατο κατά την κατάρτιση της σύμβασης δυνατότητα ατομικής διαπραγμάτευσης ως προς το περιεχόμενο των όρων.

Αντίποδας αυτών των ΓΟΣ είναι οι ειδικοί όροι που συμφωνήθηκαν για τη συγκεκριμένη περίπτωση ύστερα από διαπραγμάτευση, επί των οποίων δεν εφαρμόζονται οι προστατευτικές υπέρ του καταναλωτή διατάξεις. Συνήθης είναι η χρήση ΓΟΣ και στις ασφαλιστικές συμβάσεις του ν. 2496/1997, διότι περιέχουν ασφαλιστικούς όρους, γενικούς και ειδικούς, τους οποίους ο ασφαλιστής επαναλαμβάνει ομοιόμορφα στις συμβάσεις του, δεν διαπραγματεύεται το περιεχόμενό τους με κάθε λήπτη ασφάλισης, αλλά τους έχει ετοιμάσει εκ των προτέρων, έτσι ώστε ο μέλλων να ασφαλιστεί ή τους δέχεται όλους και προσχωρεί στη σύμβαση ή δεν τους δέχεται και δεν συνάπτεται η σύμβαση. Ωστόσο, η ασφαλιστική σύμβαση περιέχει και όρους που έχουν συνταχθεί μετά από διαπραγμάτευση με το λήπτη. Τέτοιοι είναι οι όροι που συνιστούν τα εξατομικευμένα στοιχεία της σύμβασης, όπως είναι τα ασφαλιζόμενα πρόσωπα, οι κίνδυνοι που καλύπτονται, η περιουσία ή το αντικείμενο που ασφαλίζεται και η χρηματική αξία τους, η διάρκεια της ασφάλισης, το ασφάλιστρο, ο χρόνος και ο τόπος έκδοσης του ασφαλιστηρίου, το τυχόν ασφαλιστικό ποσό, δηλαδή το ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή και γενικά τα κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 2496/1997 στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης, όπως επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 2 και ό,τι άλλο επί πλέον στοιχείο απαιτεί η κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, όπως τυχόν ποσό απαλλαγής του ασφαλιστή για ένα μέρος της κάθε ζημίας κ.λπ. Συνεπώς, οι όροι αυτοί περιέχουν μόνο τη συγκεκριμένη κάλυψη που αγόρασε ο λήπτης, και όχι τους γενικούς όρους με τους οποίους ο ασφαλιστής παρέχει την κάλυψη ομοιόμορφα στους πελάτες του.

Έτσι, δεν τίθεται γι’ αυτούς θέμα καταχρηστικότητας κατά τους όρους και τις προϋποθέσεις του ν. 2251/1994 (ΑΠ 788/2018 ΝΟΜΟΣ), τούτο, όμως, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν διατυπωθεί κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, δηλαδή ότι δεν έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΟλΑΠ 15/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 237/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 166/2019 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΔωδ 202/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠατρ 161/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑΘ 369/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, μετά τον ν. 4512/2018 οι έννοιες του καταναλωτή και του προμηθευτή καταλαμβάνουν αντίστοιχα «κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα» και «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από το αν διέπεται από το ιδιωτικό ή δημόσιο δίκαιο, το οποίο ενεργεί ακόμη και μέσω κάθε άλλου προσώπου που ενεργεί στο όνομά του ή για λογαριασμό του, για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με τις εμπορικές, επιχειρηματικές, βιοτεχνικές ή επαγγελματικές του δραστηριότητες» (άρθρο 1α του ν. 2251/2014).

Σύμφωνα δε με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 111 του ν. 4512/2018, τα άρθρα 100 έως 110 (Κεφάλαιο Α’ του παρόντος Τμήματος) δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις που έχουν συναφθεί έως την έναρξη ισχύος των άρθρων αυτών, ήτοι δύο μήνες μετά την δημοσίευση του νόμου, δηλαδή στις 17.03.2018, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 126 του παρόντος, παρά μόνο στις ανανεώσεις των συμβάσεων αυτών, και ως εκ τούτου για τις ήδη συναφθείσες συμβάσεις ισχύει ο ορισμός του τελικού αποδέκτη. Τέλος, από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 και 8 του ν. 2251/1994 συνάγεται ότι τον προσδιορισμό της αόριστης νομικής έννοιας της καταχρηστικότητας του γενικού όρου της ασφαλιστικής σύμβασης, ο νόμος εξαρτά από ορισμένα στοιχεία, τα οποία πρέπει να τεθούν υπόψη του δικαστηρίου, ώστε αυτό να κρίνει αν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο όρος είναι άκυρος ως καταχρηστικός. Η απαγόρευση, δηλαδή, της εφαρμογής ενός καταχρηστικού γενικού όρου της ασφαλιστικής σύμβασης αποτελεί εξειδικευμένη περίπτωση της θεμελιώδους αρχής του άρθρου 281 του ΑΚ. Συνεπώς, στην περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική εταιρία προβάλλει κατά της αγωγής του καταναλωτή για επιδίκαση του ασφαλίσματος ένσταση καταλυτική της αγωγής αυτής, με βάση κάποιο γενικό όρο του ασφαλιστηρίου, ο ενάγων καταναλωτής μπορεί να επικαλεστεί με αντένσταση την ακυρότητα του όρου αυτού ως καταχρηστικού. Για το παραδεκτό της αντένστασης αυτής από άποψη χρόνου προβολής της, τα συγκροτούντο την καταχρηστικότητα περιστατικά πρέπει να προβάλλονται όπως και στην περίπτωση του άρθρου 281 του Α.Κ., κατά την πρώτη σε πρώτο βαθμό συζήτηση της υπόθεσης και συγχρόνως να διατυπώνεται από τον προβάλλοντα και αίτημα απόρριψης της ένστασης της αντιδίκου του για την αιτία αυτή. Όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 εδ. 1 του Κ.Πολ.Δ., μπορεί κατ’ εξαίρεση ο ενάγων, ως εφεσίβλητος, να προβάλει παραδεκτώς για πρώτη φορά στο Εφετείο την ως άνω καταλυτική της ένστασης του εναγόμενου - εκκαλούντος αντένσταση της καταχρηστικότητας του γενικού όρου, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης του αντιδίκου του, εφόσον, βέβαια, δεν μεταβάλλεται με την αντένσταση αυτή η βάση της αγωγής του (ΑΠ 1584/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1519/2001 Δελτίο Α.Ε. και ΕΠΕ 2004. 408, ΕφΑθ 2894/2008 ΝΟΜΟΣ).

Θεοδώρα Γιαννακοπούλου

Αοριστία και Νομική Αβασιμότητα της Αγωγής
Οι πρόσφατες τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικας και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
send