Δεν είναι απόρρητα τα επαγγελματικά προσωπικά δεδομένα δικηγόρου που προσκομίζονται από αντίδικο (ΑΠ 58/2025)
Η γνωστοποίηση του αριθμού τραπεζικού λογαριασμού ήταν απρόσφορη, χωρίς όμως αυτό να επαρκεί για την επέλευση ηθικής βλάβης
Μια υπερδεκαετής δικαστική διαμάχη σχετικά με τη νομιμότητα της προσκόμισης προσωπικών δεδομένων δικηγόρου από τον αντίδικο του εντολέα της ολοκληρώθηκε με τη δημοσίευση της απορριπτικής απόφασης 58/2025 του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου.
Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα άσκησε αγωγή για προσβολή προσωπικότητας κατά του αντιδίκου του εντολέα της, καθώς αυτός προσκόμισε, στο πλαίσιο δίκης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επιστολή που αυτή είχε αποστείλει μέσω email στον νόμιμο εκπρόσωπο εταιρείας, τότε εντολέα της, της οποίας ο νυν εντολέας της αλλά και ο εναγόμενος υπήρξαν στο παρελθόν νόμιμοι εκπρόσωποι.
Σύμφωνα με την αγωγή της, η εν λόγω επιστολή, η οποία αφορούσε πορεία υπόθεσης της ως άνω εταιρείας και διευθέτηση υπολοίπου δικηγορικής της αμοιβής, ήταν άσχετη με εκείνη τη δίκη, στην οποία κατατέθηκε ως σχετικό, ενώ από το σώμα της επιστολής αυτής προέκυπταν προσωπικά δεδομένα της ίδιας, ήτοι ονοματεπώνυμο, διεύθυνση εργασίας και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, καθώς και αριθμοί τηλεφώνου και τραπεζικού της λογαριασμού.
Η αγωγή απορρίφθηκε αρχικώς από το πρωτοβάθμιο Πολυμελές Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η προσκόμιση της ένδικης επιστολής στο δικαστήριο ως αποδεικτικού στοιχείου δεν συνιστά εξ ορισμού παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και ακολούθως από το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με το σκεπτικό πως «η κρίσιμη επιστολή, η οποία δεν αναφέρεται ότι αποκτήθηκε από τον εναγόμενο με παράνομο τρόπο, δεν αποτελεί διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ούτως ώστε να εμπίπτει στην έννοια του αρχείου, όπως προβλέπεται στο ν. 2472/1997, ούτε η προσκόμιση της ενώπιον του δικαστηρίου συνιστά άνευ ετέρου παράνομη πράξη ήτοι παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η ενάγουσα, προκειμένου να θεμελιώσει την αξίωση της στην παράβαση του ν. 2472/1997. Ο δε ισχυρισμός της ότι αρχείο νοείται κατά βάση το έγγραφο υπό διάφορες μορφές του, με την έννοια ότι η έγγραφη πληροφορία είναι αυτή που μπορεί να αποτελεί αφ’ εαυτής αντικείμενο επεξεργασίας, δεν ευρίσκει έρεισμα στο νόμο και αντιβαίνει το σκοπό αυτού...».
Διαβάστε επίσης: Η προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων σε πολιτικό δικαστήριο ως πράξη επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων (ΔΕΕ C-268/21 - υπόθεση Norra Stockholm Bygg)
Η απόφαση του Εφετείου προσβλήθηκε με αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου, η οποία έγινε δεκτή με την υπ’ αριθμ. 186/2020 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία:
«το Εφετείο παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 και 2 του ν. 2472/1997, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2, 3 παρ.1, 4 παρ. 1 στοιχ. α΄ και β΄, 5 παρ.1, 11 παρ.1 και 3 του ιδίου νόμου και εκείνες των άρθρων 57, 59, 299 και 932 του ΑΚ, τις οποίες δεν εφάρμοσε, απορρίπτοντας ως νομικά αβάσιμη την έχουσα το ανωτέρω περιεχόμενο αγωγή, αν και αυτές έπρεπε να εφαρμοστούν στην κρινόμενη υπόθεση, καθόσον, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, συγκροτείται το πραγματικό των διατάξεων των πιο πάνω άρθρων και συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους και ως εκ τούτου η αγωγή ήταν νομικά βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις αυτές.
Τούτο δε διότι αποφασιστικής σημασίας στοιχείο στην προκειμένη περίπτωση για τη στοιχειοθέτηση της επικαλούμενης αστικής ευθύνης του αναιρεσιβλήτου (εναγομένου) δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο ο τελευταίος απέκτησε το συγκεκριμένο έγγραφο (επιστολή), το οποίο αποτελούσε μέρος (περιεχόμενο) αρχείου κατά την έννοια του ν. 2472/1997, ως περιλαμβανόμενο σε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων, που είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια.
Ειδικότερα, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, το έγγραφο αυτό απεστάλη από την αναιρεσείουσα (ενάγουσα) υπό τη μορφή συνημμένου μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) προς το νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας «... ...» και ως εκ τούτου παρέμεινε στα ψηφιακά δεδομένα της εν λόγω εταιρείας, με αποτέλεσμα να είναι ευχερής η πρόσβαση στα δεδομένα αυτά των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με συγκεκριμένα κριτήρια, όπως είναι η ημερομηνία αποστολής, ο αποστολέας, το θέμα κλπ.
Επίσης, κρίσιμο ζήτημα στην παρούσα περίπτωση δεν είναι το εάν ο αναιρεσίβλητος έλαβε νομίμως ή όχι γνώση των περιλαμβανομένων στο έγγραφο αυτό προσωπικών δεδομένων της αναιρεσείουσας, αλλά το ότι, αν και το εν λόγω έγγραφο περιήλθε σ’ αυτόν, στη συνέχεια προέβη σε περαιτέρω επεξεργασία αυτού με την προσκόμισή του ως αποδεικτικού εγγράφου στο προαναφερόμενο Δικαστήριο και ως εκ τούτου με τη χρήση των καταγεγραμμένων σ’ αυτό πληροφοριών, που αφορούσαν, εκτός των άλλων, το ποσό της αμοιβής της αναιρεσείουσας, τον αριθμό του τραπεζικού της λογαριασμού και όλα τα στοιχεία θέσης της (ακριβής διεύθυνση/τηλέφωνο/ηλεκτρονικό ταχυδρομείο).
Επιπλέον, κρίσιμο στοιχείο εν προκειμένω είναι το εάν η ως άνω περαιτέρω επεξεργασία (χρήση) εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου έγινε νόμιμα, λαμβανομένου υπόψη του ότι, όπως άλλωστε αναφέρεται στην αγωγή, η επίδικη επιστολή εστάλη στην εντολέα της αναιρεσείουσας εταιρεία ".." για την εκκαθάριση των λογαριασμών της δικηγορικής της αμοιβής και την καταβολή του υπολοίπου αυτής στον προσωπικό της λογαριασμό και με το σκοπό η τελευταία να τηρήσει αυτήν στο αρχείο της για την επίλυση της μεταξύ τους διένεξης.
Με τα δεδομένα αυτά είναι σαφές ότι καθοριστικής σημασίας στην παρούσα περίπτωση είναι το εάν ο αναιρεσίβλητος, αφού έλαβε την επιστολή αυτή με τα προσωπικά δεδομένα της αναιρεσείουσας, τα υπέβαλε σε περαιτέρω επεξεργασία και τα χρησιμοποίησε εναντίον του εντολέα της (... ...), χωρίς να εξυπηρετεί συγκεκριμένο νόμιμο σκοπό και χωρίς τα κρίσιμα προσωπικά δεδομένα να είναι συναφή με τους σκοπούς της επεξεργασίας εκ μέρους του, η οποία, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, έγινε για την πρόκληση εντυπώσεων και την παραπλάνηση του δικαστηρίου και ως εκ τούτου κατά παράβαση των ως άνω καθιερούμενων με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του νόμου αυτού αρχών της νομιμότητας του σκοπού της επεξεργασίας και της αρχής της αναλογικότητας».
Ο Άρειος Πάγος παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο απέρριψε εκ νέου την έφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, κρίνοντας ότι:
«Επομένως, προκύπτει ότι ο εναγόμενος χρησιμοποίησε την ένδικη επιστολή εξυπηρετώντας νόμιμο σκοπό και στο πλαίσιο άμυνάς του έναντι της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων του Γ. Ρ., πλην όμως, θα μπορούσε ευχερώς να προσκομίσει το σχετικό έγγραφο διαγράφοντας τα αναφερόμενα σ'αυτό προσωπικά δεδομένα της ενάγουσας (διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, διεύθυνση γραφείου, τηλεφωνικό αριθμό, αριθμό τραπεζικού λογαριασμού, ποσό αμοιβής), τα οποία προσωπικά δεδομένα δεν ήταν συναφή προς το σκοπό χρήσης της επιστολής εκ μέρους του και τυχόν απόκρυψη ή διαγραφή τους ουδόλως θα μπορούσε να οδηγήσει στην αμφισβήτηση της γνησιότητας του εγγράφου (βλ. άρθρο παρ. 2 εδ. γ' του τότε ισχύοντος ν.2472/1997).
Περαιτέρω, όμως, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε, ότι η επεξεργασία από τον εναγόμενο των συγκεκριμένων προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας της προκάλεσε οποιαδήποτε ψυχική, συναισθηματική αγωνία και αναστάτωση, την εξέθεσε ενώπιον του εντολέα της, Γ. Ρ. και προσέβαλε την προσωπικότητα, τιμή και επαγγελματική της υπόσταση, όπως εκθέτει στο αγωγικό της δικόγραφο. Εκτός του ότι τα ως άνω προσωπικά δεδομένα δεν συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με τον χειρισμό της αναφερόμενης στην επιστολή δικαστικής υπόθεσης, ούτε μπορούν να οδηγήσουν σε οποιαδήποτε κρίση περί της επαγγελματικής της ικανότητας και ηθικής, δεν μπορούν να συνδεθούν με οποιαδήποτε τυχόν ρήξη της με τον εντολέα της, Γ. Ρ. - η οποία σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχθηκε μετά βεβαιότητος, καθόσον και η ίδια η μάρτυράς της, κατά την κατάθεσή της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, σε ερώτηση αν εξακολουθούσε να τον εκπροσωπεί, απάντησε ότι δεν γνώριζε -ούτε προέκυψε ότι υπεβλήθη σε οποιαδήποτε ταλαιπωρία ή στενοχώρια λόγω γνωστοποίησης των στοιχείων θέσης της- που για κάθε επαγγελματία- πόσο μάλλον για ένα δικηγόρο, δεν αποτελούν απαραίτητα στοιχεία, αλλά στοιχεία ευρέως γνωστά, αλλά και του τραπεζικού λογαριασμού της (ειδικά για τον τελευταίο από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι προέβη σε κλείσιμο του σχετικού λογαριασμού και σχετική ενημέρωση των πελατών της, ούτε ότι υπήρξε έστω και η παραμικρή διακινδύνευση αθέμιτης εκμετάλλευσης του τραπεζικού της λογαριασμού, που σε κάθε περίπτωση δεν είναι δυνατή με μόνη τη γνώση του αριθμού αυτού).
Επομένως, μη αποδεικνυομένης οποιασδήποτε ηθικής βλάβης στην ενάγουσα από την ως άνω παράβαση των προσωπικών της δεδομένων, η οποία οφείλεται σε αμελή συμπεριφορά του εναγομένου, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη.»
Διαβάστε επίσης: Η συλλογή προσωπικών δεδομένων του αντιδίκου ελέγχεται από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων (ΑΠΔΠΧ 5/2024)
Η κρίση του Αρείου Πάγου
Η ενάγουσα άσκησε εκ νέου αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου, με το Ανώτατο Δικαστήριο να συντάσσεται αυτή τη φορά με το Εφετείο και να απορρίπτει την ασκηθείσα αίτηση αναίρεσης.
Σύμφωνα με την απόφαση του ΑΠ, η περαιτέρω επεξεργασία του επίμαχου εγγράφου, όπως αυτή πραγματοποιήθηκε δια της προσκόμισης ενώπιον δικαστηρίου «δεν ήταν παράνομη, αλλά εξυπηρετούσε νόμιμο σκοπό, δεδομένου ότι ήταν αναγκαία και πρόσφορη», η δε προσκόμιση έλαβε χώρα στο πλαίσιο της άμυνας του εναγόμενου-αναιρεσιβλήτου έναντι αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, «χωρίς συνεπώς να υφίσταται παραβίαση των αρχών της νομιμότητας, του σκοπού της επεξεργασίας και της αναλογικότητας».
Ο αναιρεσίβλητος, αμελώς φερόμενος (και συνεπώς υπαιτίως), παρέλειψε να διαγράψει τα προσωπικά δεδομένα της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας που αποτύπωνε το περιεχόμενο της ηλεκτρονικής επιστολής, τα οποία δεν ήσαν συναφή προς το σκοπό της χρήσης του εγγράφου, ωστόσο «δεν αποδείχθηκε επέλευση ηθικής βλάβης εις βάρος της αναιρεσείουσας, καθόσον δεν δοκίμασε αυτή στενοχώρια, ούτε υποβλήθηκε σε ταλαιπωρία από τη δημοσιοποίηση των ατομικών στοιχείων της, που εξ ορισμού δεν είναι απόρρητα λόγω του επαγγέλματός της ως δικηγόρου, ούτε εξ άλλου υπήρξε έστω και διακινδύνευση αθέμιτης χρήσης του τραπεζικού της λογαριασμού, η γνωστοποίηση του αριθμού του οποίου και μόνον ήταν απρόσφορη προς τούτο».
Απόσπασμα από την απόφαση:
Με βάση τα ανωτέρω, και την εντεύθεν απόρριψη της αγωγής της αναιρεσείουσας ως αβάσιμης από ουσιαστική άποψη, δεν παραβιάστηκαν με εσφαλμένη ερμηνεία και εντεύθεν μη εφαρμογή οι ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 2472/1997, όπως αβασίμως αιτιάται η αναιρεσείουσα με τον μοναδικό λόγο αναίρεσής της.
Τούτο διότι το Εφετείο διέλαβε αναιρετικώς ανελέγκτως, τις ουσιαστικές παραδοχές:
Ότι η περαιτέρω επεξεργασία του υπόψη εγγράφου (προσκομιδή του ενώπιον δικαστηρίου) που περιείχε προσωπικά δεδομένα της αναιρεσείουσας (διεύθυνση, αριθμό τηλεφώνου και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αριθμό τραπεζικού καταθετικού λογαριασμού και ποσό αμοιβής της) δεν ήταν παράνομη, αλλά εξυπηρετούσε νόμιμο σκοπό, δεδομένου ότι ήταν αναγκαία και πρόσφορη για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του αναιρεσιβλήτου ενώπιον δικαστηρίου.
Ότι η προσκομιδή του εγγράφου έλαβε χώρα στα πλαίσια της άμυνάς του έναντι της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, τη λήψη των οποίων ζήτησε από το Δικαστήριο ο Γ. Ρ., εντολέας της αναιρεσείουσας δικηγόρου, χωρίς συνεπώς να υφίσταται παραβίαση των αρχών της νομιμότητας, του σκοπού της επεξεργασίας και της αναλογικότητας.
Ότι δεν ανετράπη από τον αναιρεσίβλητο, έχοντα το σχετικό βάρος αποδείξεως, λόγω της φύσεως της ευθύνης του ως νόθου αντικειμενικής, η τεκμαιρόμενη υπαιτιότητά του για την προσβολή της προσωπικότητας της αναιρεσείουσας εξ αιτίας της παραβάσεως των διατάξεων για τη προστασία των προσωπικών δεδομένων, ενόψει του ότι αυτός, αμελώς φερόμενος (και συνεπώς υπαιτίως) παρέλειψε να διαγράψει τα παραπάνω προσωπικά δεδομένα της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας που αποτύπωνε το περιεχόμενο της ηλεκτρονικής επιστολής, τα οποία δεν ήσαν συναφή προς το σκοπό της χρήσης του εγγράφου.
Ότι δεν αποδείχθηκε επέλευση ηθικής βλάβης εις βάρος της αναιρεσείουσας, καθόσον δεν δοκίμασε αυτή στενοχώρια, ούτε υποβλήθηκε σε ταλαιπωρία από τη δημοσιοποίηση των ατομικών στοιχείων της, που εξ ορισμού δεν είναι απόρρητα λόγω του επαγγέλματός της ως δικηγόρου, ούτε εξ άλλου υπήρξε έστω και διακινδύνευση αθέμιτης χρήσης του τραπεζικού της λογαριασμού, η γνωστοποίηση του αριθμού του οποίου και μόνον ήταν απρόσφορη προς τούτο.
Δεδομένου δε, ότι η ύπαρξη (υπό την έννοια της απόδειξης της πράγματι επελθούσας) ηθικής βλάβης, συνιστά αναγκαίο όρο του πραγματικού της διάταξης του άρθρου 23 ν. 2472/1997, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 932 του ΑΚ, και λαμβανομένου υπόψη του ότι η επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης στον παθόντα προϋποθέτει τη θεμελίωση της ηθικής βλάβης, υπό την έννοια της επίκλησης, και εντεύθεν, απόδειξης (ανεξαρτήτως κατανομής του βάρους αυτής) όχι μόνον του παρανόμου και υπαιτίου της συμπεριφοράς του δράστη, αλλά και της επέλευσης αυτής καθεαυτής της ηθικής βλάβης, με στοιχεία υποστήριξής της, την ψυχική ταλαιπωρία του ατόμου, τη πρόκληση αρνητικής εικόνας αυτού από την γενομένη προσβολή, τη προσβολή της σφαίρας της ιδιωτικής του ζωής, ή της επαγγελματικής υπόληψης, και αξιοπιστίας, ορθά ερμηνεύοντας η προσβαλλομένη τις παραπάνω διατάξεις δεν προέβη στην εφαρμογή τους και την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, χωρίς να αρκούσε, όπως εσφαλμένως αιτιάται η αναιρεσείουσα, η απόδειξη μόνον του παρανόμου και υπαιτίου της συμπεριφοράς του αναιρεσιβλήτου προκειμένου να θεμελιωνόταν αυτοτελώς η ηθική βλάβη και εντεύθεν το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης της αναιρεσείουσας. Τούτο, πολύ περισσότερο αφού, η θεμελίωση της αστικής ευθύνης του υπευθύνου επεξεργασίας συνδέεται με την παράνομη προσβολή των προσωπικών δεδομένων με αιτιώδη συνάφεια κατά τους κανόνες του αστικού δικαίου, που απαιτεί την απόδειξη της ύπαρξης ηθικής βλάβης.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο του Αρείου Πάγου