logo-print

Εγγράφως αναπόδεικτη καταγγελία σύμβασης δανείου (ΜονΕφΠειρ 314/2025)

Από τα έγγραφα δεν αποδεικνύεται η απαίτηση της καθ’ης πιστώτριας τράπεζας και, κυρίως, εάν αυτή έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη

17/06/2025

17/06/2025

Εγχειρίδιο Δικαίου Αναγκαστικής Εκτελέσεως, 3η έκδ., 2024
Εγχειρίδιο Δικαίου Αναγκαστικής Εκτελέσεως, 3η έκδ., 2024

Δεκτή έγινε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ανακοπή κατά επιταγής προς πληρωμή, αναγνωρίζοντας ότι από τα προσκομισθέντα από την καθ’ης πιστώτρια τράπεζα έγγραφα δεν αποδεικνύεται η έγγραφη καταγγελία της σύμβασης δανείου (ΜονΕφΠειρ 314/2025).

Αρχικά, το δικαστήριο έκρινε ότι παραδεκτά προβάλλονται με την ένδικη ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ λόγοι που αφορούν το κύρος της διαταγής, αφού δεν προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, είτε με την τελεσίδικη απόρριψη ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ κατά αυτής ή με τη δεύτερη επίδοσή της, εφόσον βέβαια ζητείται η ακύρωση όχι της ίδιας αλλά των πράξεων εκτέλεσης, που έλαβαν χώρα με βάση αυτή.

Στη συνέχεια, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι στην ένδικη διαταγή πληρωμής επισυνάπτεται μόνο η εξώδικη δήλωση και, μάλιστα, σε απλή φωτοτυπία μη επικυρωμένη, η οποία αποτελεί απλή επιστολή ενημέρωσης κλεισίματος του λογαριασμού της ένδικης σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου, βάσει της οποίας εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, δυνάμει δε της τελευταίας επισπεύθηκε η επίδικη εκτελεστική διαδικασία.

Στην ως άνω επιστολή αναφέρεται μεν ότι η καθ'ής η ανακοπή προέβη σε καταγγελία της δανειακής σύμβασης, χωρίς, ωστόσο, η αναφερόμενη αυτή καταγγελία να επισυνάπτεται στα έγγραφα τα οποία προσκομίστηκαν για την έκδοση της επίμαχης διαταγής πληρωμής και χωρίς, επίσης, να προκύπτει από κανένα άλλο έγγραφο το περιεχόμενό της. 

Το δικαστήριο επεσήμανε, μάλιστα, ότι ούτε ενώπιον του πρωτοβάθμιου, αλλά και του ίδιου δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, προσκομίστηκε η επικαλούμενη από την καθ'ής καταγγελία.

Κατόπιν των ανωτέρω, έκρινε ότι από τα έγγραφα δεν αποδεικνύεται η απαίτηση της καθ'ής και, κυρίως, εάν αυτή έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην ένδικη δανειακή σύμβαση, μόνο σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης γίνεται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και το μη ληξιπρόθεσμο μέρος του δανείου και δύναται να επιδιωχθεί η είσπραξη του συνόλου της οφειλής. Συνεπώς τα έγγραφα δεν αποτελούσαν νόμιμα αποδεικτικά μέσα, ώστε να εκδοθεί βάσει αυτών έγκυρη διαταγή πληρωμής.

Συνακόλουθα, η ακυρότητα της διαταγής πληρωμής οδηγεί σε ακυρότητα και τις πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία επισπεύθηκε δυνάμει της διαταγής αυτής. 

Απόσπασμα απόφασης

Με τον ως άνω δεύτερο λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων - ήδη εκκαλών ισχυρίζεται ότι δεν του επιδόθηκε, εκ μέρους της καθ'ής, καταγγελία της επίδικης σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου, αλλά η από 8-11-2022 απλή επιστολή - δήλωση προς αυτόν γνωστοποίησης του κλεισίματος του λογαριασμού του δανείου, με αποτέλεσμα να δημιουργείται διαδικαστικό απαράδεκτο για την έκδοση της διαταγής πληρωμής στην οποία βασίστηκε η επισπευδόμενη εκτέλεση με αποτέλεσμα την ακυρότητα των προσβαλλόμενων πράξεων της τελευταίας, καθόσον δεν υπάρχει ληξιπρόθεσμη απαίτηση, η οποία έχει σαν προϋπόθεση την καταγγελία της σύμβασης. Επικουρικά δε, ο ανακόπτων υποστηρίζει ότι είναι άκυρη η εν λόγω διαταγή πληρωμής, διότι η καθ’ής προσκόμισε την ανωτέρω από 8-11 -2022 εξώδικη δήλωση σε απλή φωτοτυπία χωρίς να είναι νόμιμα επικυρωμένη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ανακοπή του.

Ο λόγος αυτός της ανακοπής, που παραδεκτά, κατά τα προεκτεθέντα προβάλλεται όσον αφορά το αίτημα ακύρωσης των ως άνω υπό στοιχείο α' και γ' προσβαλλόμενων πράξεων εκτέλεσης [καθώς η υπό στοιχείο β' πράξη (ήτοι η από 7-7-2023 έγγραφη εντολή), δεν αποτελεί πράξη εκτέλεσης αλλά προπαρασκευαστική πράξη αυτής και δεν προσβάλλεται αυτοτελώς], είναι νομικά -σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη- αλλά και ουσιαστικά βάσιμος. Κι αυτό διότι, όπως προκύπτει από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, στην ένδικη διαταγή πληρωμής επισυνάπτεται μόνο η από 8-11-2022 εξώδικη δήλωση και μάλιστα σε απλή φωτοτυπία μη επικυρωμένη, (επιδοθείσα στον ανακόπτοντα στις 6-12-2022 δυνάμει της υπ'αρ. ./6-12-2022 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών .), η οποία αποτελεί απλή επιστολή ενημέρωσης κλεισίματος του λογαριασμού της ένδικης σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου (με αρ. .σε συνδυασμό με την πρόσθετη πράξη αυτής), βάσει της οποίας εκδόθηκε η υπ'αρ. 324/2023 διαταγή πληρωμής, δυνάμει δε της τελευταίας επισπεύθηκε η επίδικη εκτελεστική διαδικασία. Στην ως άνω από 8-11-2022 επιστολή αναφέρεται μεν ότι η καθ'ής η ανακοπή προέβη σε καταγγελία της σύμβασης στις 2-11-2022, χωρίς, ωστόσο, η αναφερόμενη αυτή καταγγελία να επισυνάπτεται στα έγγραφα τα οποία προσκομίστηκαν για την έκδοση της επίμαχης ανωτέρω διαταγής πληρωμής και χωρίς, επίσης, να προκύπτει από κανένα άλλο έγγραφο το περιεχόμενό της. Σημειωτέον ακόμη ότι, ούτε ενώπιον του πρωτοβάθμιου, αλλά και του παρόντος Δικαστηρίου, προσκομίστηκε η επικαλούμενη από την καθ'ής στην ανωτέρω από 8-11-2022 εξώδικη δήλωσή της, από 2-11-2022 καταγγελία. Από τα παραπάνω, όμως, έγγραφα στα οποία στηρίχθηκε η Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για να εκδώσει την εν λόγω διαταγή πληρωμής, δεν αποδεικνύονται η απαίτηση της καθ'ής και κυρίως εάν αυτή έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 9 της ανωτέρω σύμβασης, μόνο σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης γίνεται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και το μη ληξιπρόθεσμο μέρος του δανείου και δύναται να επιδιωχθεί η είσπραξη του συνόλου της οφειλής και συνεπώς τα ανωτέρω έγγραφα δεν αποτελούσαν νόμιμα αποδεικτικά μέσα, ώστε να εκδοθεί βάσει αυτών έγκυρη διαταγή πληρωμής. Η ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, οδηγεί σε ακυρότητα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην οικεία μείζονα σκέψη, και τις πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία επισπεύθηκε δυνάμει της διαταγής αυτής. Παρέλκει δε η εξέταση του επικουρικού σκέλους του ως άνω λόγου της ανακοπής.

Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν κι απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής ως απαράδεκτο, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο, όπως προεκτέθηκε. Πρέπει, συνεπώς, κατά τον βάσιμο περί τούτου λόγο της έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση κι ως ουσιαστικά βάσιμη κι αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και ερευνηθεί κατ' ουσία, (πρέπει) να γίνει δεκτή η ένδικη ανακοπή και ως προς τον λόγο της αυτόν, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερθέντα και να ακυρωθούν οι ως άνω προσβαλλόμενες (υπό στοιχ. α' και γ') πράξεις εκτέλεσης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ), καθώς επίσης θα διαταχθεί η απόδοση του αναφερόμενου επίσης στο διατακτικό παράβολου της έφεσης, στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα (κατ'άρθρο 495 παρ. 3εδ.ε ΚΠολΔ).

Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr

Σεμινάριο: ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ - Νομοθετικές & νομολογιακές εξελίξεις
Η συμβολαιογραφία στο σύγχρονο νομικό περιβάλλον
send