logo-print

Γυναικοκτονία έξω από Αστυνομικό Τμήμα: Οι παρατηρήσεις του Συνηγόρου του Πολίτη

Μετά την αναπομπή της ΕΔΕ από τον Συνήγορο, η ΕΛΑΣ συνέταξε συμπληρωματικό πόρισμα, λαμβάνοντας υπόψη τις θέσεις του και αναβαθμίζοντας τις πειθαρχικές ποινές

04/09/2025

04/09/2025

Η αποζηµίωση από την επιδείνωση της υγείας του παθόντος, 2024
Δασικό Δίκαιο & Εθνικό Κτηματολόγιο Β έκδοση

ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΟΥ Δ.

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ - ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ - ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ

Σε περιστατικά που απασχόλησαν την κοινή γνώμη εστιάζει η Ετήσια Έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη για το έτος 2024, στο πλαίσιο της ειδικής αρμοδιότητάς του ως Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας (ΕΜΗΔΙΠΑ). Μεταξύ των περιστατικών αυτών καταγράφεται και η υπόθεση δολοφονίας νεαρής γυναίκας μπροστά από την είσοδο Αστυνομικού Τμήματος, μια υπόθεση που ανέδειξε κρίσιμα ζητήματα σχετικά με την ανταπόκριση των αρχών απέναντι σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας.

Η γυναίκα, αντιλαμβανόμενη ότι ο πρώην σύντροφός της βρισκόταν έξω από την οικία της, κατέφυγε με φιλικό της πρόσωπο στο πλησιέστερο Αστυνομικό Τμήμα, ζητώντας βοήθεια. Κατά του πρώην συντρόφου της είχε υποβάλει στο παρελθόν έγκληση για ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη, βιασμό και κατάχρηση σε ασέλγεια, κάτι το οποίο δεν έπραξε αυτή τη φορά. Οι αστυνομικοί που δέχτηκαν την αναφορά της την ενημέρωσαν ότι δεν υπήρχε διαθέσιμο περιπολικό και την παρέπεμψαν στην Άμεσο Δράση, την οποία και κάλεσε επιτόπου. Ο εκφωνητής του Κέντρου την ενημέρωσε ότι το περιπολικό δεν θα μπορούσε να διατεθεί για τέτοιο περιστατικό. Κατά τη διάρκεια αυτής της επικοινωνίας, και ενώ η γυναίκα βρισκόταν σε απόσταση λίγων μέτρων από τον σκοπό του φυλακίου, ο πρώην σύντροφός της την πλησίασε και τη δολοφόνησε.

Η διοικητική εξέταση που διενεργήθηκε πρότεινε την παραπομπή των αστυνομικών στο Πειθαρχικό Συμβούλιο με το ερώτημα της επιβολής της ανώτερης πειθαρχικής ποινής της «Αργίας με Απόλυση», ενώ για τον τηλεφωνητή της Άμεσης Δράσης προτάθηκε η κατώτερη ποινή του «Προστίμου». Ο Συνήγορος του Πολίτη επέστρεψε την υπόθεση προς συμπλήρωση, επισημαίνοντας ότι η ΕΛ.ΑΣ. είχε ήδη θεσπίσει ένα εκτεταμένο πλαίσιο οδηγιών και εγκυκλίων για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, ήδη από το 2005 και ακόμη περισσότερο μετά την ψήφιση του Ν. 3500/2006. Επιπλέον, με το Π.Δ. 37/2019 συστάθηκαν Τμήματα και Γραφεία Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας, ενώ ακολούθησαν σχετικές διαταγές που καθιστούσαν σαφή την ανάγκη άμεσης και ενεργητικής παρέμβασης σε κάθε σχετικό περιστατικό.

Ο Συνήγορος του Πολίτη επεσήμανε ότι οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί παρέλειψαν να εκτελέσουν τις βασικές τους υποχρεώσεις: δεν κατέγραψαν πλήρη στοιχεία της καταγγέλλουσας, δεν αναζήτησαν στοιχεία του δράστη, δεν αξιολόγησαν το επίπεδο κινδύνου, δεν ενημέρωσαν τη γυναίκα για τα δικαιώματά της και τις διαθέσιμες δυνατότητες προστασίας, δεν πρότειναν την εγκατάσταση εφαρμογών άμεσης ειδοποίησης («κομβίο πανικού»), ούτε της παρείχαν έντυπο με τα διαθέσιμα μέτρα στήριξης. Επιπλέον, με τη μη διάθεση περιπολικού, την οδήγησαν εκτός του Αστυνομικού Τμήματος, αφήνοντάς την ουσιαστικά εκτεθειμένη στον κίνδυνο.

Οι παρατηρήσεις της Αρχής τόνισαν επίσης ότι η υποχρέωση του κράτους να προστατεύει τη ζωή των πολιτών απορρέει όχι μόνο από την εσωτερική έννομη τάξη αλλά και από διεθνείς δεσμεύσεις, όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. Η τελευταία μάλιστα έχει ενσωματώσει ειδικές προβλέψεις για την προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, συμπεριλαμβανομένων της ποινικοποίησης του stalking, της δυνατότητας επιβολής περιοριστικών μέτρων και της προστασίας θυμάτων χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα.

Στην αναπομπή της ΕΔΕ, ο Συνήγορος υπογράμμισε ότι οι παραλείψεις των αστυνομικών συνδέονται αιτιωδώς με την απώλεια της ζωής της γυναίκας. Οι παραλείψεις αυτές αφορούν τόσο την παράκαμψη της αυτεπάγγελτης διαδικασίας, όσο και την έλλειψη στοιχειωδών μέτρων προστασίας. Η ΕΛ.ΑΣ., λαμβάνοντας υπόψη τις επισημάνσεις, συνέταξε συμπληρωματικό πόρισμα, αναβαθμίζοντας τις προτεινόμενες πειθαρχικές ποινές σε παραπομπή για την ανώτατη κύρωση της απόταξης ή της αργίας με απόλυση.

Το πλήρες κείμενο των παρατηρήσεων του Συνηγόρου του Πολίτη, όπως αυτό καταγράφεται στην Έκθεση ΕΜΗΔΙΠΑ 2024 έχει ως εξής:

Υπόθεση ανθρωποκτονίας από ιδιώτη (Φ. 325415), σε χώρο φύλαξης έμπροσθεν της εισόδου Α.Τ. το θύμα, νεαρή γυναίκα, αντιλήφθηκε ότι έξω από την οικία της βρισκόταν ο πρώην σύντροφός της και από κοινού με φιλικό της πρόσωπο επισκέφθηκαν το ως άνω Α.Τ. για να καταγγείλει το περιστατικό, ενώπιον των αρμοδίων αστυνομικών υπαλλήλων, χωρίς να υποβάλει έγκληση. Κατά του πρώην συντρόφου της είχε υποβάλει στο παρελθόν έγκληση για ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη, βιασμό και κατάχρηση σε ασέλγεια, κάτι το οποίο δεν έπραξε αυτή τη φορά. Οι αστυνομικοί την ενημέρωσαν ότι δεν υπήρχε διαθέσιμο περιπολικό και ότι θα έπρεπε να καλέσει η ίδια την Άμεσο Δράση προκειμένου να στείλει περιπολικό να την παραλάβει. Εν συνεχεία, κάλεσε την Άμεσο Δράση από το κινητό της τηλέφωνο, ζητώντας υπηρεσιακό όχημα. Ο εκφωνητής του Κέντρου την ενημέρωσε ότι το περιπολικό δεν είναι διαθέσιμο για τέτοιου είδους περιστατικά, αλλά κατά τη διάρκεια της συνομιλίας της με το Κέντρο Άμεσης Δράσης και ενώ εκείνη περπατούσε έξω από το Α.Τ. μαζί με το φιλικό της πρόσωπο, ο πρώην σύντροφός της βαδίζοντας γρήγορα έφτασε την καταγγέλλουσα και μπροστά ακριβώς στο φυλάκιο όπου βρισκόταν ο σκοπός του Α.Τ., προχώρησε στον θανάσιμο τραυματισμό της χρησιμοποιώντας μαχαίρι.

Η διοικητική εξέταση που διενεργήθηκε πρότεινε την παραπομπή στο αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο με το ερώτημα επιβολής της ανώτερης πειθαρχικής ποινής της «Αργίας με Απόλυση» των εμπλεκομένων αστυνομικών (Αξιωματικός Υπηρεσίας, Υποδιοικητής και Σκοπός Φυλακίου), ενώ για τον τηλεφωνητή της Άμεσης Δράσης, επιφύλαξε την κατώτερη πειθαρχική ποινή του «Προστίμου».

Η Αρχή ανέπεμψε προς συμπλήρωση την καταρτισθείσα Ε.Δ.Ε., επισημαίνοντας ότι η αντιμετώπιση του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας βρίσκεται, σύμφωνα με μια σειρά εγκυκλίων διαταγών, εγχειριδίων αλλά και καταχωρήσεων στους οικείους διαδικτυακούς τόπους της ΕΛ.ΑΣ., στις προτεραιότητες της Ελληνικής Αστυνομίας, ήδη πριν από τη δημοσίευση του Ν. 3500/2006 (ΦΕΚ Α 232/24.10.2006) «Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις». Μάλιστα, το 2005 είχε εκδοθεί σχετικό εγχειρίδιο με το οποίο εξειδικεύονταν τόσο οι στόχοι της αστυνομικής παρέμβασης στις υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, όσο και η ιδιαιτερότητα του ρόλου της Αστυνομίας και η δεοντολογία που θα πρέπει να τηρούν οι αστυνομικοί κατά τον χειρισμό παρόμοιων υποθέσεων.[1]

Περαιτέρω, με το Π.Δ. 37/2019 (ΦΕΚ Α-63) συστάθηκαν Τμήματα και Γραφεία Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας.[2] Ακολούθως, το Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ προχώρησε στην έκδοση μιας σειράς Διαταγών και Εγκυκλίων, για την έναρξη λειτουργίας Τμήματος Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας,[3] την αναγκαιότητα απαρέγκλιτης εφαρμογής της κείμενης νομοθεσίας, την θέση των ζητημάτων ενδοοικογενειακής βίας σε προτεραιότητα,[4] καθώς και την σχετική ενημέρωση, με ευθύνη κ.κ Διοικητών, όλων των αστυνομικών και ιδίως των εκτελούντων υπηρεσία Αξιωματικού Υπηρεσίας ότι «..οι περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας δεν αποτελούν απλή διεκπεραιωτική διαδικασία, αλλά αφορούν ανθρώπινα θύματα που χρήζουν βοήθεια και ιδιαίτερων χειρισμών, διαδικασίας που έχουν προβλεφθεί εκτενώς και ρυθμιστεί επακριβώς και αναλυτικά με προγενέστερες διαταγές….»[5] ενώ με Διαταγή του Τμήματος Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας της Διεύθυνσης Γενικής Αστυνόμευσης υπογεγραμμένη από τον Προϊστάμενο του Επιτελείου, για τη διαχείριση των υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας από τις αρμόδιες αστυνομικές υπηρεσίες λόγω της ραγδαίας αύξησης των περιστατικών, στην οποία, μεταξύ άλλων, προβλέπονται τα ακόλουθα, υπενθυμίζεται η αυτεπάγγελτη δίωξη των αδικημάτων που προβλέπονται στον Ν. 3500/2006 και της απορρέουσας υποχρέωσης του αστυνομικού προσωπικού για εκδήλωση όλων των ενεργειών που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις και τις σχετικές διαταγές των Προϊστάμενων Υπηρεσιών.

Από το σύνολο των ανωτέρω διατάξεων, των σχετικών διαταγών και εγχειριδίων/Οδηγών της ΕΛ.ΑΣ. προκύπτει με απόλυτη σαφήνεια ότι, στο σύνολο του Αστυνομικού Προσωπικού, έχουν από πολλών ετών καταστεί σαφείς, τόσο οι υποχρεώσεις των αστυνομικών που υπηρετούν στα κατά τόπους Αστυνομικά Τμήματα και υποδέχονται, ως φορείς πρώτης υποδοχής, θύματα ενδοοικογενειακής βίας ή με άλλο τρόπο έρχονται σε επαφή με τα πρόσωπα αυτά, όσο και η ιδιαιτερότητα του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας, που απαιτεί τον προσεκτικό χειρισμό των σχετικών υποθέσεων και ιδίως των θυμάτων τέτοιων εγκληματικών ενεργειών. Η δημιουργία κλίματος ασφάλειας, η λεπτομερής ενημέρωση του θύματος για τα δικαιώματα που έχει, μεταξύ των οποίων η πιθανή εγκατάσταση «κομβίου πανικού» στο κινητό του/της τηλέφωνο, αλλά και οι Φορείς στους οποίους μπορεί να απευθυνθεί, προκειμένου να λάβει κοινωνική, ψυχολογική και νομική στήριξη ή να βρει ασφαλές καταφύγιο, εφόσον κινδυνεύει η ζωή του, αποτελούν βασικές υποχρεώσεις των υπηρετούντων αστυνομικών οι οποίοι βρίσκονται στο εκάστοτε Α.Τ. και υποδέχονται πρόσωπο που αναφέρει τη διάπραξη σε βάρος του εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας. Υποχρέωση δε των Διοικητών των εκάστοτε Α.Τ. ή Τ.Α. είναι η επιβεβαίωση ότι το προσωπικό είναι ενήμερο για αυτές τις υποχρεώσεις και για ό,τι σχετικά προβλέπεται στην οικεία νομοθεσία.

Το Ε.Δ.Δ.Α. έχει κρίνει ότι, όταν υπάρχει προσβολή ζωής, το εδάφιο α΄ της παρ. 1 του άρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α), όχι μόνο απαγορεύει την εσκεμμένη και παράνομη στέρηση της ζωής από τα κρατικά όργανα, αλλά και επιβάλλει στα κράτη να λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα, στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξης, για τη διασφάλιση της ζωής των ατόμων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία τους.[6] Στο πλαίσιο αυτό το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τέτοια υποχρέωση υφίσταται όταν πληρούνται οι παρακάτω προϋποθέσεις: αν και οι αρχές γνώριζαν ή θα έπρεπε να γνωρίζουν την ύπαρξη μιας πραγματικής και άμεσης απειλής κατά της ζωής ενός ή περισσοτέρων ατόμων, δεν έλαβαν στο πλαίσιο των εξουσιών τους τα μέτρα που εύλογα θα αναμέναμε απ’ αυτές και που σύμφωνα με τη λογική θα είχαν συμβάλει στην αποφυγή αυτού του κινδύνου. Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι τυχόν ευρύτερη ερμηνεία της παραπάνω θετικής υποχρέωσης θα κατέληγε, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την προστασία από εγκληματικές ενέργειες τρίτων, να αναλάβουν οι αρχές ένα δυσβάσταχτο ή υπερβολικό βάρος, δεδομένων των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν τα όργανα της τάξης στην άσκηση των καθηκόντων τους στις σύγχρονες κοινωνίες, του μη προβλέψιμου της ανθρώπινης συμπεριφοράς, καθώς και των επιχειρησιακών επιλογών που καθορίζονται βάσει των προτεραιοτήτων και διαθέσιμων πόρων.[7]

Ωστόσο, ειδικά όταν πρόκειται για εγκλήματα που εμπίπτουν στη νομοθεσία για την ενδοοικογενειακή βία το Ε.Δ.Δ.Α έχει επανειλημμένα δώσει έμφαση στο γεγονός ότι θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ιδιαίτερη φύση της ενδοοικογενειακής βίας, όπως αυτή αναγνωρίζεται στο προοίμιο της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, στο πλαίσιο των εσωτερικών διαδικασιών των κρατών, αλλά και να καταβάλλεται ιδιαίτερη επιμέλεια κατά τον χειρισμό τέτοιων υποθέσεων.[8] Ιδίως μετά την κύρωση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, οι σχετικές υποχρεώσεις των κρατών έχουν αυξηθεί ενώ υπάρχει ειδικό θεσμοθετημένο πλαίσιο για την αντιμετώπιση παρόμοιων περιστατικών, όπως αναλύεται στις επόμενες ενότητες. Επίσης, με την κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση Κωνσταντινούπολης) από την Βουλή των Ελλήνων[9] επήλθαν σημαντικές τροποποιήσεις στο νομοθετικό πλαίσιο, προς την κατεύθυνση της αποτελεσματικότερης προστασίας των θυμάτων με την θεσμοθέτηση αδικημάτων, μεταξύ των οποίων η επίμονη καταδίωξη/παρακολούθηση (stalking), ενώ διευρύνθηκε ο κύκλος των μελών της οικογένειας, εντάσσοντας σε αυτόν μόνιμους συντρόφους, τέως μόνιμους συντρόφους κ.α. καθώς και πρόσωπα που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης. Τέλος επεκτάθηκε η δυνατότητα έκδοσης περιοριστικών όρων, για την προστασία του θύματος, ενώ προβλέφθηκε η προστασία θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας που διαβιούν στη χώρα χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα και μεταβαίνουν στις αστυνομικές Υπηρεσίες για την υποβολή καταγγελίας, από το μέτρο της διοικητικής απέλασης.

Συνεπώς και με βάση τα παραπάνω, η αναπομπή της διοικητικής εξέτασης ασκήθηκε γιατί τα αστυνομικά όργανα διέπραξαν σημαντικές παραλείψεις,[10] οι οποίες συνδέονται αιτιωδώς με την προσβολή της ζωής της παθούσας και ειδικότερα:

1. Δεν προέβησαν στις προβλεπόμενες εκ του νόμου και των εσωτερικών διαταγών του Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ ενέργειες ως προς την διαχείριση του συγκεκριμένου περιστατικού ενδοοικογενειακής βίας ως πρώτη Υπηρεσία στην οποία καταφεύγει το θύμα, με αποτέλεσμα το περιστατικό εξαρχής να υποβιβαστεί, να μην αναζητηθούν καν τα στοιχεία της καταγγέλλουσας, πόσο μάλλον τα στοιχεία του πρώην συντρόφου της, προκειμένου στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης δίωξης να γίνουν οι κατά νόμο ενέργειες, ούτε και να ληφθεί, ως όφειλε, το ιστορικό που αφορούσε την συγκεκριμένη καταγγελία, προκειμένου να εκτιμηθεί με ασφάλεια το επίπεδο κινδύνου που διέτρεχε το θύμα, μετά από αξιολόγηση των διαφόρων παραγόντων επικινδυνότητας, ένας εκ των οποίων ήταν τα ψυχολογικά προβλήματα που κατά δήλωση της καταγγέλλουσας αντιμετώπιζε ο πρώην σύντροφός της.

2. Η καταγγέλλουσα ρωτήθηκε μόνον εάν είχε απειληθεί την ίδια ή την προηγούμενη ημέρα, και εάν επιθυμούσε να υποβάλει έγκληση, την οποία σε καμιά περίπτωση δεν είχε υποχρέωση να υποβάλει, εφόσον για το συγκεκριμένο αδίκημα της ενδοοικογενειακής απειλής προβλέπεται αυτεπάγγελτη δίωξη,

3. Με τη μη διάθεση περιπολικού, οδήγησαν στην ουσία τη νεαρή γυναίκα έξω από το Α.Τ., χωρίς καμία ουσιαστική ενημέρωση για τα δικαιώματα και τις δυνατότητες που είχε στο πλαίσιο της γνωστής στους ίδιους νομοθεσίας, χωρίς να της παρέχουν κάποιο έντυπο με αυτές, χωρίς, τέλος, να της προτείνουν την εγκατάσταση στο κινητό της τηλέφωνο της εφαρμογής του «Κομβίου Πανικού».

4. Δεν δόθηκαν συμβουλές στο θύμα για τα διαδικαστικά, νομικά και διοικητικά μέτρα προστασίας τα οποία είχε στη διάθεσή της ούτε και έγιναν οι ενδεδειγμένες ενέργειες, με βάση το περιστατικό και τις αρμοδιότητές των ελεγχόμενων αστυνομικών.

5. Δεν κλήθηκαν να καταθέσουν αυτόπτες μάρτυρες, με δεδομένο ότι το συγκεκριμένο συμβάν έλαβε χώρα στον εξωτερικό χώρο του Α.Τ. και σε έναν ιδιαίτερα πολυσύχναστο δρόμο.

Επομένως, το συμπέρασμα του διενεργούντος την Ε.Δ.Ε. παρίσταται αιτιολογημένο ως προς την αναγνώριση πειθαρχικής ευθύνης των εμπλεκομένων αστυνομικών, ωστόσο θα πρέπει να αιτιολογηθεί για ποιον λόγο οι παραλείψεις τους δεν συνιστούν σοβαρή παραμέληση του υπηρεσιακού τους καθήκοντος, προβλεπόμενου στο άρθρο 11 παρ.1 εδ. ι’ του Π.Δ. 120/2008, όπως προτείνει ο διενεργών, και όχι βαρύτερο πειθαρχικό παράπτωμα εκ των συμπεριλαμβανομένων στο άρθρο 10 (ενδεικτικά στην παρ. 1 εδ. η΄, ιγ’), με βάση όσα ανωτέρω εκτέθηκαν.

Επί της αναπομπής του εν λόγω πορίσματος από την Αρχή, η ΕΛΑΣ προέβη στη σύνταξη Συμπληρωματικού Πορίσματος, λαμβάνοντας υπόψη τις θέσεις της Αρχής και αναβαθμίζοντας τις πειθαρχικές ποινές, πρότεινε πλέον την παραπομπή των εμπλεκομένων αστυνομικών στο αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο με το ερώτημα επιβολής της ανώτερης πειθαρχικής ποινής της απόταξης και της αργίας με απόλυση. Η Αρχή θεώρησε ότι η ΕΛ.ΑΣ. κατά τη συμπλήρωση της διοικητικής εξέτασης ανταποκρίθηκε στις επισημάνσεις του Συνηγόρου του Πολίτη, όπως αυτές είχαν αναφερθεί στο αναπεμπτικό του Πόρισμα και έθεσε την υπόθεση στο αρχείο, υπό την αίρεση της αποστολής των οικείων πειθαρχικών αποφάσεων.

Από την Ετήσια Έκθεση ΕΜΗΔΙΠΑ έτους 2024 του Συνηγόρου του Πολίτη

 

[1] https://www.astynomia.gr/images/stories/Attachment13518_egxeiridio.pdf

[2] Αξίζει να σημειωθεί ότι τα Τμήματα ή Γραφεία αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας, όπου αυτά συστάθηκαν, προβλέφθηκε ότι θα στελεχώνονται από αστυνομικό προσωπικό και κατά προτίμηση από κατόχους πτυχίων Νομικών, Κοινωνικών ή Ανθρωπιστικών Σπουδών ή από πολιτικό προσωπικό, με αντίστοιχο πτυχίο. Μάλιστα κατά το έτος 2020, δημοσιεύθηκε η πρώτη ετήσια έκθεση απολογισμού έργου των ανωτέρω τμημάτων/γραφείων.

[3] Βλ. από 31.10.2019 με αρ. πρωτ. 2470/19/2305996 Διαταγή.

[4] Βλ. την από 5.4.2020 με αρ. πρωτ. 2470/20/718067 Διαταγή.

[5] Βλ. την με από 6.2.2021με αρ. πρωτ. 2470/21/282895 Διαταγή.

[6] Απόφαση Ε.Δ.Δ.Α Μακαρατζής κατά Ελλάδας, 20.12.2004, παρ. 50 και 57.

[7] Βλ. σχετικά Σ.Η Ακτύπη, ανάλυση άρθρου 2 Ε.Σ.Δ.Α στο Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Ερμηνεία κατ’ άρθρο-Δικαιώματα, Παραδεκτό, Δίκαιη Ικανοποίηση, Εκτέλεση, Νομική Βιβλιοθήκη 2017, σελ. 92., E.Δ.Δ.Α, Dink κατά Τουρκίας, 14.9.2010, παρ. 65.

[8] Απόφαση ΕΔ.Δ.Α Talpis κατά Ιταλίας, 18.9.2017, παρ. 129.

[9] Ν. 4531/2018.

[10] «…όπως μπορεί κανείς να φαντασθεί, αν οι επιβεβλημένες ανωτέρω ενέργειες, οι οποίες παραλείφθηκαν, λάμβαναν χώρα, τότε με πιθανότητα που εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα δεν θα επερχόταν…», Ι. Αναστασοπούλου, ερμηνεία άρθρου 306 Π.Κ σε «Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο», επ. Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, Νομική Βιβλιοθήκη 2011, σελ. 1045.

Οι πρόσφατες τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικας και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ - Ερμηνεία Κατ΄άρθρο - 5η έκδοση