logo-print

Άρση ασφαλιστικής αναπηρίας και καταλογισμός ως αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών κλάδου κύριας σύνταξης λόγω αναπηρίας (ΔΠΑ 8619/2025)

Δεκτή η προσφυγή – Ποιες οι προϋποθέσεις αναζήτησης των παροχών από τον e-Ε.Φ.Κ.Α.

08/09/2025

08/09/2025

Συλλογικό εργατικό δίκαιο - 3η έκδοση

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Εργοδοτική ιδιότητα και ευθύνη, 2025

Δεκτή έγινε προσφυγή κατά απόφασης καταλογισμού ως αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών κλάδου κύριας σύνταξης λόγω αναπηρίας, κατόπιν άρσης της ασφαλιστικής αναπηρίας (ΔΠΑ 8619/2025).

Το δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα και εκτεταμένη περιπτωσιολογία των διατάξεων της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας, σε συνδυασμό με την έλλειψη ειδικών γνώσεων και τη βαριά αναπηρία του προσφεύγοντος, με την απόφασή της περί καταλογισμού σε βάρος του προσφεύγοντος ποσά κύριας σύνταξης λόγω συνήθους αναπηρίας ως αχρεωστήτως καταβληθέντων, η αρμόδια Τοπική Διεύθυνση του e-Ε.Φ.Κ.Α. εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά κατά τρόπο εσφαλμένο.

Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, η αναζήτηση από τον e-Ε.Φ.Κ.Α. αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών τόσο δυνάμει του ν. 4093/2012 όσο και της διάταξης του άρθρου 103 του ν. 4387/2016 επιβάλλεται, αφενός αν το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της είσπραξης και της αναζήτησης είναι μικρό, δεν υπερβαίνει, δηλαδή, τον εύλογο χρόνο, ήτοι μικρότερος των πέντε ετών, αφετέρου δε, σε κάθε περίπτωση (δηλαδή με μόνο χρονικό περιορισμό την εικοσαετή παραγραφή) ανεξαρτήτως της υπαιτιότητας του λαβόντος.

Ωστόσο, η αναζήτηση των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών αποκλείεται και στην περίπτωση αυτή, που αυτός που έχει εισπράξει παράνομα τις χρηματικές ασφαλιστικές παροχές αφενός μεν είναι καλόπιστος και αφετέρου επικαλεστεί και αποδείξει ότι η επιστροφή τους στον ασφαλιστικό οργανισμό θα έχει ως συνέπεια τον ισχυρό κλονισμό της οικονομικής του κατάστασης, σε βαθμό που να τίθεται εν αμφιβόλω η ικανότητα βιοπορισμού του και η αξιοπρεπής διαβίωσή του και τούτο, όμως, μόνον εφόσον αυτός είναι καλόπιστος, δηλαδή μόνον εφόσον αγνοούσε ανυπαίτια (δηλαδή δεν μπορούσε να προβλέψει την έλλειψη ή το ενδεχόμενο της έλλειψης της νόμιμης αιτίας) ή δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι η παροχή που έλαβε ήταν αχρεώστητη ή παράνομη, ενώ εξάλλου μπορεί κατ’ αρχήν να είναι καλόπιστος με την έννοια ότι και μετά την εκπλήρωση της υποχρέωσής του να γνωστοποιήσει στον ασφαλιστικό φορέα οποιαδήποτε μεταβολή που επηρεάζει το ύψος της καταβαλλόμενης παροχής ή το δικαίωμα λήψης της παροχής πιστεύει ότι λαμβάνει την παροχή με νόμιμη αιτία.

Εν προκειμένω, το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της είσπραξης των ποσών που έλαβε αχρεωστήτως ο προσφεύγων και του χρόνου έκδοσης της απόφασης του Διευθυντή της Α’ Τοπικής Διεύθυνσης του e-Ε.Φ.Κ.Α. ΔΤ Αθήνας, με την οποία αποφασίστηκε ο καταλογισμός του προσφεύγοντος με τα ποσά αυτά και η αναζήτησή τους, είναι μικρότερο της πενταετίας και άρα η επίδικη αναζήτηση δεν βαίνει πέραν του εύλογου χρόνου, ώστε να εγείρεται ζήτημα αντίθεσής της στην αρχή της χρηστής διοίκησης από την άποψη αυτή. Συνεπώς, ακόμη και αν ο προσφεύγων ήταν καλόπιστος κατά την είσπραξη των επίμαχων ποσών συντάξεων, η αναζήτησή τους θα μπορούσε να τυγχάνει αντίθετη στην αρχή της χρηστής διοίκησης, μόνο εφόσον, επιπροσθέτως της καλοπιστίας του, ο ίδιος επικαλείτο και αποδείκνυε σοβαρό κλονισμό της οικονομικής του κατάστασης, ως συνέπεια της καταβολής του καταλογισθέντος σε βάρος της ποσού ως αχρεωστήτως ληφθέντος.

Ωστόσο, δοθέντος ότι α) η αρχική αίτηση για συνταξιοδότησή του προσφεύγοντος λόγω αναπηρίας, όπου και ενημερώθηκε για πρώτη και μοναδική φορά περί της υποχρεώσεώς του να δηλώσει τυχόν μεταγενέστερη ανάληψη εργασίας κατατέθηκε το 2012, β) το σχετικό γεγονός της εκ νέου έναρξης εργασίας του έλαβε χώρα τον 9ο/2019, σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα προβλήματα υγείας που ο τελευταίος αντιμετωπίζει σχετικά, με την κατανόηση, την αντίληψη, τη συνεννόηση και τη βραχεία μνήμη που διαθέτει συνεπεία ατυχήματος ήδη από το 2008, στοιχεία άλλωστε που πιστοποιούνται από τις οικείες γνωματεύσεις των υγειονομικών επιτροπών, καθώς και των προσκομιζόμενων ιατρικών στοιχείων και που σε κάθε περίπτωση αποτελούν την αιτιολογική βάση της το πρώτον χορήγησης σε αυτόν σύνταξης συνήθους αναπηρίας και των συνεχών παρατάσεων αυτής, και γ) της πολυπλοκότητας και εκτεταμένης περιπτωσιολογίας των διατάξεων της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας, σε συνδυασμό με την έλλειψη ειδικών γνώσεων του προσφεύγοντος και τη βαριά αναπηρία του, κρίνει ότι ήταν δυσχερές γι’ αυτόν να διακρίνει και να εντοπίσει πολλώ δε μάλλον να θυμηθεί την υποχρέωσή του για άμεση ενημέρωση του ασφαλιστικού του φορέα περί της ανάληψης από τον ίδιο εργασίας.

Το δικαστήριο επεσήμανε, εξάλλου, ότι την υποχρέωσή του αυτή εκπλήρωσε ο προσφεύγων ευθύς αμέσως ενημερώθηκε εκ νέου, ειδικώς και κατά τρόπο αντιληπτό από αυτόν, ενόψει της νοητικής δυσπραγίας του, προκειμένου να δηλώσει τις εν λόγω τυχόν μεταβολές αλλά και για τις συνέπειες της παράλειψης της σχετικής δήλωσης, δοθείσης δε, και της εύλογης πεποίθησής του ότι νομίμως ελάμβανε την επίδικη σύνταξη.

Κατόπιν των ανωτέρω, το δικαστήριο έκρινε ότι το καθού δεν αντεπεξήλθε στο βάρος της απόδειξής του σχετικά με την κακοπιστία του προσφεύγοντος και, επομένως, ο προσφεύγων ελάμβανε καλόπιστα την επίμαχη κύρια σύνταξη συνήθους αναπηρίας κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, ενώ η επιστροφή οποιουδήποτε ποσού που έλαβε αχρεώστητα θα έχει σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωσή του.

Δείτε την περίληψη της απόφασης στο adjustice.gr

Ναυτικό Δίκαιο, 5η έκδ., 2024
Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2024
send