1. Οι αποφάσεις της αρχής εξυγίανσης και της αρμόδιας αρχής κατ' εφαρμογή του παρόντος νόμου και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται βάσει αυτού προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η οποία εισάγεται προς συζήτηση εντός τριμήνου από την κατάθεσή της.
Ως βάση της εκτίμησης του δικαστηρίου γίνονται δεκτές οι οικονομικές εκτιμήσεις της αρχής εξυγίανσης ή της αρμόδιας αρχής. Στο πλαίσιο της προσωρινής δικαστικής προστασίας λαμβάνεται υπόψη ότι αυτές οι αποφάσεις κατατείνουν στην προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος, όπως αυτό εξειδικεύεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 31.
2. Από τη δικαστική ακύρωση των αποφάσεων της παραγράφου 1 δεν θίγεται η εκ μέρους τρίτων καλόπιστη κτήση μετοχών, άλλων τίτλων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, ιδίως δε δικαιωμάτων, υποχρεώσεων και συμβατικών σχέσεων του υπό εξυγίανση ιδρύματος στο πλαίσιο της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης ή της άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης.
3. Όποιος ζημιώθηκε από απόφαση της αρχής εξυγίανσης, η οποία στη συνέχεια ακυρώθηκε, μπορεί να διεκδικήσει δικαστικά αποζημίωση από την αρχή εξυγίανσης για τις ζημιές που υπέστη εξαιτίας αυτής της απόφασης.