logo-print

Δικαστήριο ΕΕ: Η σύναψη δημοσίων συμβάσεων μπορεί να εξαρτάταται από τη δέσμευση περί καταβολής κατώτατου μισθού

17/11/2015

16/11/2017

Εργατικό Ποινικό Δίκαιο
Εργατικό Δίκαιο - Ατομικές εργασιακές σχέσεις - Ε έκδοση

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΕΡΔΕΛΗΣ

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε σήμερα ότι η σύναψη δημοσίων συμβάσεων μπορεί να εξαρτάται, εκ του νόμου, από την προϋπόθεση της αναλήψεως δεσμεύσεως περί καταβολής κατώτατου μισθού.

Το ΔΕΕ επεσήμανε πως το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει τον αποκλεισμό από τη διαδικασία συνάψεως συμβάσεως προσφέροντος ο οποίος αρνείται να δεσμευθεί ότι θα καταβάλλει στο οικείο προσωπικό που απασχολεί τον κατώτατο μισθό.

Ιστορικό

Τον Ιούλιο του 2013, ο δήμος Landau (Ρηνανία-Παλατινάτο, Γερμανία) απέκλεισε την γερμανική επιχείρηση RegioPost από τη συμμετοχή σε διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως με αντικείμενο τις ταχυδρομικές υπηρεσίες του δήμου, για τον λόγο ότι η επιχείρηση αυτή δεν είχε υποβάλει, αντίθετα προς τα οριζόμενα στην προκήρυξη του διαγωνισμού και παρά την σχετική επιστολή υπενθυμίσεως, δήλωση περί του ότι δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει στο προσωπικό που θα απασχοληθεί στην εκτέλεση των παροχών που αποτελούν το αντικείμενο της οικείας δημόσιας συμβάσεως έναν κατώτατο μισθό.

Συγκεκριμένα, τόσο η προκήρυξη του διαγωνισμού όσο και η συγγραφή υποχρεώσεων αναφέρονταν σε έναν νόμο του Land Ρηνανίας-Παλατινάτου κατά τον οποίο οι δημόσιες συμβάσεις, στο εν λόγω Land, ανατίθενται μόνο σε επιχειρήσεις (και υπεργολάβους) οι οποίοι, κατά τον χρόνο υποβολής της προσφοράς, δεσμεύονται ότι θα καταβάλλουν στο προσωπικό που θα απασχοληθεί στην εκτέλεση των παροχών κατώτατο μισθό ανερχόμενο στο ακαθάριστο ποσό των 8,70 ευρώ ανά ώρα (όριο μισθού που ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών). Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών δεν υφίστατο, στη Γερμανία, συλλογική σύμβαση ορίζουσα κατώτατο μισθό που να δεσμεύει τις επιχειρήσεις του κλάδου των ταχυδρομικών υπηρεσιών. Μόνο μεταγενέστερα θεσπίστηκε στο κράτος αυτό ενιαίος κατώτατος μισθός.

Το Oberlandesgericht Koblenz (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο του Κόμπλεντς, Γερμανία) στο οποίο προσέφυγε σε δεύτερο βαθμό η RegioPost, ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η νομοθετική αυτή ρύθμιση του Land Ρηνανίας-Παλατινάτου είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, με την οδηγία 2004/18 περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων, έργων, προμηθειών και υπηρεσιών.

Κατά την εν λόγω οδηγία, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να επιβάλλουν ειδικούς όρους σχετικά με την εκτέλεση της συμβάσεως, με την προϋπόθεση ότι οι όροι αυτοί είναι συμβατοί με το κοινοτικό δίκαιο και ότι επισημαίνονται στην προκήρυξη διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων.

Οι όροι που επιβάλλονται σχετικά με την εκτέλεση μιας συμβάσεως μπορούν να αφορούν ιδίως κοινωνικές παραμέτρους. 

Απόφαση

Με τη σημερινή του απόφαση, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η οδηγία 2004/18 δεν αντιτίθεται σε νομοθετική ρύθμιση η οποία υποχρεώνει τους προσφέροντες και τους υπεργολάβους τους να δεσμευθούν, με γραπτή δήλωση επισυναπτόμενη στην προσφορά τους, ότι θα καταβάλλουν στο προσωπικό που θα απασχοληθεί στην εκτέλεση των παροχών προκαθορισμένο κατώτατο μισθό.

Κατά το Δικαστήριο, η επίμαχη υποχρέωση συνιστά ειδικό όρο επιτρεπόμενο, καταρχήν, από την οδηγία, δεδομένου ότι αναφέρεται στην εκτέλεση της συμβάσεως και αφορά κοινωνικές παραμέτρους.

Το Δικαστήριο επισημαίνει περαιτέρω ότι η υποχρέωση αυτή πληροί, στην προκειμένη περίπτωση, την προϋπόθεση της διαφάνειας και δεν εισάγει διάκριση.

Η εν λόγω υποχρέωση είναι, εξάλλου, συμβατή με μια άλλη οδηγία της Ένωσης και, συγκεκριμένα, την οδηγία 96/71 σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων, στο μέτρο που απορρέει από νομοθετική διάταξη θεσπίζουσα όριο κατώτατου μισθού κατά την έννοια της οδηγίας αυτής. Ως εκ τούτου, ο επίμαχος κατώτατος μισθός αποτελεί ένα από τα στοιχεία του βαθμού προστασίας που πρέπει να διασφαλίζεται, από επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη, στους αποσπασμένους εργαζομένους για την εκτέλεση της συμβάσεως.

Αφού επισημαίνει ότι ο επίμαχος ελάχιστος μισθός έχει εφαρμογή μόνο στις δημόσιες συμβάσεις και όχι στις συμβάσεις του ιδιωτικού τομέα, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο περιορισμός αυτός αποτελεί απλώς συνέπεια του γεγονότος ότι, για τον εν λόγω τομέα, υφίστανται ειδικές ρυθμίσεις του δικαίου της Ένωσης (εν προκειμένω αυτές που θεσπίζει η οδηγία 2004/18). Το γεγονός αυτό δεν αποκλείει ο επίμαχος κατώτατος μισθός, καθόσον ενδέχεται να συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, να μπορεί καταρχήν να δικαιολογηθεί με βάση τον σκοπό της προστασίας των εργαζομένων. Συναφώς το Δικαστήριο διακρίνει μεταξύ της παρούσας υποθέσεως και της υποθέσεως Rüffert.

Το Δικαστήριο αποφαίνεται περαιτέρω ότι η οδηγία 2004/18 δεν αντιτίθεται σε νομοθετική ρύθμιση η οποία προβλέπει τον αποκλεισμό από τη συμμετοχή στη διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως των προσφερόντων και των υπεργολάβων τους οι οποίοι αρνούνται να δεσμευθούν, με γραπτή δήλωση επισυναπτόμενη στην προσφορά τους, ότι θα καταβάλλουν στο προσωπικό που θα απασχοληθεί στην εκτέλεση των παροχών προκαθορισμένο κατώτατο μισθό.

Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η οδηγία δεν αντιτίθεται στην απαίτηση έγγραφης δεσμεύσεως όσον αφορά την τήρηση του κατώτατου μισθού, επιτρέπει τον αποκλεισμό από τη συμμετοχή στη διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως προσφέροντος ο οποίος αρνείται να αναλάβει μια τέτοια δέσμευση. 

Ολόκληρη την απόφαση μπορείτε να βρείτε εδώ.

Η αναιρετική δίκη με άξονα το άρθρο 573 ΚΠολΔ - Πραγματείες Πολιτικής Δικονομίας Νο 4 - XVIII & 288

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΠΕΣ

Ηλεκτρονικό Κτηματολόγιο - Βιβλιοθήκη Δικάιου Κτηματολογίου Νο 24