logo-print

Κεφάλαιο Β - Πράξη 82/8.3.2016 Τράπεζας της Ελλάδος - Προληπτική εποπτεία

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΙΣΧΥΟΣ:

10/03/2016

Κωδικοποιημένο
ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ: Τα ομολογιακά δάνεια μετά τον ν. 4548/2018
ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ: Τα ομολογιακά δάνεια μετά τον ν. 4548/2018

Ενότητα Β.1. Απόκτηση συμμετοχής

1. Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής, άμεσα ή έμμεσα ποσοστού που α) φθάνει ή υπερβαίνει τα όρια του που αντιστοίχως προβλέπονται από το άρθρο 1 του N. 4354/2015 όπως εκάστοτε ισχύει, η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την ενότητα Α.1. και την περίπτωση β της ενότητας Α.3 ανωτέρω, ή β) που καθιστά την Εταιρεία θυγατρική του «υποψήφιου αγοραστή»
κατά την έννοια του άρθρου 32 του N. 4308/2014 (ΦΕΚ Α΄ 251), υποβάλλεται από τον «υποψήφιο αγοραστή», υπό την επιφύλαξη της παρ. 3 της Ενότητας Β.2:

α) Το περιλαμβανόμενο στο Παράρτημα II της παρούσας ερωτηματολόγιο Τύπου Α, εφόσον τούτος είναι φυσικό πρόσωπο, άλλως επί νομικών προσώπων το διαλαμβανόμενο στο ίδιο Παράρτημα ερωτηματολόγιο Τύπου Β. Η υποχρέωση υποβολής του ερωτηματολογίου Τύπου Β ισχύει ανεξάρτητα και δεν επηρεάζεται από την υποχρέωση υποβολής του ερωτηματολογίου Τύπου Α, από τα φυσικά πρόσωπα που άμεσα ή έμμεσα ελέγχουν τα νομικά πρόσωπα. Το εκάστοτε υποβαλλόμενο ερωτηματολόγιο συνοδεύεται από τα αντιστοίχως προβλεπόμενα έγγραφα και δικαιολογητικά.

β) Τα στοιχεία και οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα III της παρούσας.

γ) Η πληροφόρηση της παρ. 1 είναι ανεξάρτητη και δεν επηρεάζει την υποχρέωση του «υποψήφιου αγοραστή» που είναι νομικό πρόσωπο, όπως γνωστοποιεί και την ταυτότητα των φυσικών προσώπων που το ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα.

2. Η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια να ζητά τα στοιχεία της παρ. 1 και να υποβάλει σε αξιολόγηση σύμφωνα με την Ενότητα Β.2. της παρούσας και τον «πραγματικό δικαιούχο» και τα τυχόν παρεμβαλλόμενα μεταξύ αυτού και του «υποψηφίου αγοραστή» πρόσωπα.

3. Η πρόθεση μείωσης συμμετοχής, κάτω από τα όρια της παρ. 1 γνωστοποιείται γραπτώς στην Τράπεζα της Ελλάδος από το φυσικό ή νομικό υπόχρεο πρόσωπο, κάτοχο της συμμετοχής, αναφέροντας το ποσοστό που προτίθεται να διατηρήσει.

4. Οι γνωστοποιήσεις των παρ. 1 και 3 υποβάλλονται και από Εταιρείες εντός 10 ημερών από το χρόνο που περιέρχονται σε γνώση της.

Ενότητα Β.2. Κριτήρια αξιολόγησης προσώπων

1. Η εποπτική αξιολόγηση των φυσικών και νομικών προσώπων με βάση την παρούσα Πράξη αφορά στην εξέταση της φήμης, γνώσεων, δεξιότητες και εμπειρίας τους, εν σχέσει με τα κατά περίπτωση καθήκοντα, καθώς και επαγγελματικές ή συγγενικές σχέσεις, για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του N. 4354/2015 και διεξάγεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, κατ΄αναλογία
των εφαρμοζόμενων για πιστωτικά ιδρύματα και δεν υποκαθιστούν την ευθύνη που πρωταρχικά φέρουν οι ίδιες οι Εταιρείες για πρόσληψη ικανών και κατάλληλων στελεχών:

2. Η αξιολόγηση λαμβάνει χώρα στις περιστάσεις:

α) Υποβολής αίτησης για αρχική άδεια λειτουργίας ή για την απόκτηση συμμετοχής,

β) Μεταβολής του αξιολογηθέντος προσώπου εξ οιασδήποτε αιτίας, και

γ) οποτεδήποτε, με πρωτοβουλία της Τράπεζας της Ελλάδος.

3. Εάν τα πρόσωπα που αξιολογούνται με βάση την παρούσα Πράξη έχουν αξιολογηθεί από άλλη εποπτική αρχή ή από την Τράπεζα της Ελλάδος για σκοπούς ακεραιότητας και καταλληλότητας, σχετικά με καθήκοντα που αφορούν ρυθμιζόμενες δραστηριότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα, με βάση το κοινοτικό ή ισοδύναμο προς αυτό δίκαιο, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να μην επαναλάβει την αξιολόγησή τους αλλά να αρκεστεί σε γνωστοποίηση της ταυτότητας είτε των προσώπων αυτών είτε μόνο του νομικού προσώπου που υπόκειται στο καθεστώς εποπτείας, επιφυλασσόμενη του δικαιώματος διαβούλευσης με την αντίστοιχη εποπτική αρχή.

Στην περίπτωση που μέτοχοι της Εταιρείας είναι νομικά πρόσωπα εισηγμένα σε οργανωμένη αγορά, οι διατάξεις της περίπτωσης β της παρ. 1 της Ενότητας Α1 δεν εφαρμόζονται για τα πρόσωπα που, άμεσα ή έμμεσα, συμμετέχουν στα εν λόγω νομικά πρόσωπα.

Β.3. Οργανωτικές απαιτήσεις

1. Διαχωρισμός δραστηριοτήτων

Στην περίπτωση που η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει ότι παρακωλύεται η εποπτική παρακολούθηση των κανόνων που θεσπίζονται με την παρούσα, μπορεί να ζητά όπως οι εταιρείες που λαμβάνουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις ενότητες Α.1., Α2 και Α3 περίπτωση β, προβαίνουν σε κατάλληλο λειτουργικό και λογιστικό διαχωρισμό των δραστηριοτήτων εκείνων που ρυθμίζονται με το Ν. 4354/2015 από τυχόν παράλληλες δραστηριότητές τους.

2. Εσωτερικά συστήματα, διαδικασίες και όργανα διοίκησης

1.α) Οι εταιρείες που λαμβάνουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις ενότητες Α.1 και Α3 περίπτωση β, οφείλουν να συμμορφώνονται, ομοίως με την περίπτωση των Εταιρειών της ενότητας Α2, με τις σχετικές διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2577/.2006, όπως ισχύει εξαιρουμένων των διατάξεων περί χωριστής λειτουργίας διαχείρισης κινδύνων και αντίστοιχης Επιτροπής.

β) Η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί την ευχέρεια να απαιτεί τη σύσταση χωριστής λειτουργίας διαχείρισης κινδύνων και αντίστοιχης Επιτροπής από μέλη του Δ.Σ., αν, το κρίνει σκόπιμο με βάση την αρχή της αναλογικότητας και κριτήρια, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των υπό διαχείριση χαρτοφυλακίων της Εταιρείας.

2. Κατά την αξιολόγηση των συστημάτων, μεθόδων και διαδικασιών της Εταιρείας, η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνει υπόψη, τις σχετικές κατευθυντήριες, γραμμές, γνώμες της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής, σχετικά τεχνικά πρότυπα και τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές. Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος προσαρμόζει τις σχετικές απαιτήσεις της, ιδίως εν αναφορά με τα στοιχεία υπό iv, v και vi της παρ. 1, περίπτωση.ζ) της Ενότητας Α.1, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, με κριτήριο το βαθμό διαφοροποίησης των χαρτοφυλακίων και το ύψος των υπό διαχείριση απαιτήσεων.

3. Σύμβαση Ανάθεσης Διαχείρισης

α) Το σχέδιο της Σύμβασης Ανάθεσης της Διαχείρισης, υποβάλλεται στην Τράπεζα της Ελλάδος από το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που αναθέτει τη διαχείριση της απαίτησης, εφόσον τούτο εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, πριν την υπογραφή της ή, όταν δεν συντρέχει αυτή η περίπτωση από την ίδια την Εταιρεία. Η Σύμβαση απαιτείται:

(αα) να είναι σύμφωνη με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 2 του N. 4354/2015 και επίσης να περιλαμβάνει τουλάχιστον:

i) περιγραφή των μεθόδων και διαδικασιών που αναφέρονται στην περίπτωση. ζ της παρ. 1 της ενότητας Α1,

ii) τα προβλεπόμενα στις υποπαρ, β) έως ε) της παρ. 1 του Κεφαλαίου Ε, καθώς και

iii) πρόβλεψη για την ασφαλή και απρόσκοπτη πρόσβαση ή για τη μεταβίβαση όλων των στοιχείων και πληροφοριών εν σχέσει με την υπό διαχείριση απαίτηση, καθορίζοντας με σαφήνεια αν η Εταιρεία αναλαμβάνει και την ευθύνη ειδοποίησης του οφειλέτη, κατά τα προβλεπόμενα στο N. 2472/1997 (ΦΕΚ Α΄ 50).

και

(ββ) να έχει εγκριθεί από τα αρμόδια όργανα διοίκησης των υπόχρεων.

β) Εφόσον η διαχείριση ανατίθεται από πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα εποπτευόμενο από την Τράπεζα της Ελλάδος η ανάθεση διέπεται παράλληλα και από τις διατάξεις του Παραρτήματος 1 της ΠΔ/ΤΕ 2577/2006, όπως ισχύει.

Ενότητα Β4. Αναχρηματοδότηση της απαίτησης

1. Για την αναχρηματοδότηση απαίτησης απαιτείται τήρηση αρχείου που επιδεικνύεται στην Τράπεζα της Ελλάδος, όποτε αυτό ζητηθεί και περιλαμβάνει τα κάτωθι:

α) Τη σύμφωνη γνώμη του κυρίου των απαιτήσεων. Σε περίπτωση πλειόνων πιστωτών, η συγκατάθεση απαιτείται, ανεξαρτήτως αν η Εταιρεία έχει συνάψει σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης με το ίδρυμα−πιστωτή.

β) Το σχέδιο αναδιάρθρωσης, στο πλαίσιο του οποίου συμφωνήθηκε η αναχρηματοδότηση, εγκεκριμένο από τα αρμόδια διοικητικά όργανα.

2. Αναχρηματοδότηση απαιτήσεων έναντι οφειλετών που έχουν «ειδική σχέση», κατά την έννοια του Παραρτήματος Ι της ΠΔ/ΤΕ 2651/2012 (ΦΕΚ Β΄ 199), με την Εταιρεία ή το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα – κύριο της απαίτησης εγκρίνεται προηγουμένως από τα Διοικητικά Συμβούλια της εταιρείας και του κυρίου της απαίτησης, αντιστοίχως.

Ενότητα Β5. Κανόνες που διέπουν τις σχέσεις με οφειλέτες

1. Κώδικας Δεοντολογίας του Ν. 4224/2013

Από τις Εταιρείες των Ενοτήτων Α.1, Α.2 και Α.3 εφαρμόζονται οι διατάξεις της απόφασης ΕΠΑΘ 116/1/25.8.2014, όπως ισχύει, λαμβάνοντας υπόψη τα στάδια που τυχόν έχουν προηγηθεί και τα στοιχεία που τυχόν έχουν παρασχεθεί εκατέρωθεν.

Σε περίπτωση που, πριν από την ανάθεση της διαχείρισης ή πριν τη μεταβίβαση απαιτήσεων, έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας χωρίς να τελεσφορήσει λύση ρύθμισης παρά το γεγονός ότι ο δανειολήπτης υπήρξε «συνεργάσιμος», η τυχόν επανάληψη της διαδικασίας από την εταιρεία διαχείρισης ή από την εταιρεία που αποκτά την απαίτηση πρέπει να συνοδεύεται από τεκμηρίωση της καταλληλότητας νέας πρότασης ρύθμισης κατόπιν επικαιροποίησης της αξιολόγησης της τρέχουσας και μελλοντικής ικανότητας αποπληρωμής του δανειολήπτη, λαμβάνοντας υπόψη τις «εύλογες δαπάνες διαβίωσης», αν τούτος είναι φυσικό πρόσωπο ή της βιωσιμότητάς του αν είναι νομικό πρόσωπο.

2. Διαφάνεια – ενημέρωση− χειρισμός παραπόνων

Από τις Εταιρείες των Ενοτήτων Α1, Α.2 και Α.3 εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2501/31.10.2002 «Ενημέρωση των συναλλασσόμενων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους», όπως ισχύει.

3. Λοιπών διατάξεων που στοχεύουν στην προστασία του Καταναλωτή

Κάθε ποινή που τυχόν επιβάλλεται από άλλες αρχές για παραβιάσεις του N. 2251/1994 (ΦΕΚ Α΄ 191) και της λοιπής νομοθεσίας που διέπει την προστασία του καταναλωτή (παρ. 22 άρθρου 1 του N. 4354/2015) θα συνεκτιμάται από την Τράπεζα της Ελλάδος κατά την αξιολόγηση της επάρκειας της λειτουργίας κανονιστικής συμμόρφωσης της Εταιρείας.

4. Εφαρμογή του N. 3691/2008

Εφαρμόζονται οι κατ’ εξουσιοδότηση του N. 3691/2008 (ΦΕΚ Α΄ 166) αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος από τις Εταιρείες της παρούσας που εμπίπτουν στον ορισμό του «χρηματοπιστωτικού οργανισμού» του άρθρου 4 του εν λόγω νόμου.

Η φορολογική ενημερότητα

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ​

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΤΣΟΣ

Η ευθύνη του εκχωρητή απαίτησης κατά τα άρθρα 467-468 ΑΚ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΓΕΩΡΓΑΚΗ

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ