ΑΡΘΡΟ 24:
Διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού.
1. Όταν κάτοικος ενός συμβαλλόμενου Κράτους κρίνει ότι τα μέτρα που λαμβάνονται από ένα συμβαλλόμενο Κράτος ή και από τα δύο συμβαλλόμενα Κράτη θα έχουν γι' αυτόν σαν αποτέλεσμα την επιβολή φορολογίας, η οποία δεν είναι σύμφωνη προς την παρούσα σύμβαση, μπορεί, ανεξάρτητα από τα μέσα θεραπείας που προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία των Κρατών αυτών, να υποβάλει την υπόθεσή του στην αρμόδια αρχή του συμβαλλόμενου Κράτους, του οποίου είναι κάτοικος. Η υπόθεση πρέπει να υποβληθεί μέσα σε τρία χρόνια από την πρώτη κοινοποίηση της πράξης καταλογισμού φόρου η επιβολή του οποίου δεν είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις της σύμβασης.
2. Η αρμόδια αυτή αρχή θα προσπαθήσει, εάν η ένσταση θεωρηθεί βάσιμη και εάν η ίδια δεν δύναται να δώσει ικανοποιητική λύση, να επιλύσει τη διαφορά με αμοιβαία συμφωνία με την αρμόδια αρχή του άλλου συμβαλλόμενου Κράτους προκειμένου να αποφευχθεί η φορολογία που δεν είναι σύμφωνη προς τη σύμβαση. Η συμφωνία εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τις προθεσμίες που προβλέπονται από το εσωτερικό δίκαιο των συμβαλλόμενων Κρατών.
3. Οι αρμόδιες αρχές των συμβαλλόμενων Κρατών προσπαθούν, με αμοιβαία συμφωνία, να άρουν τις δυσκολίες ή να εξαλείψουν τις αμφιβολίες, τις οποίες μπορεί να δημιουργήσει η ερμηνεία ή η εφαρμογή της σύμβασης. Μπορούν, επίσης, να συσκέπτονται για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας στις περιπτώσεις που δεν προβλέπονται από την σύμβαση.
4. Οι αρμόδιες αρχές των συμβαλλόμενων Κρατών μπορούν να επικοινωνούν απευθείας μεταξύ τους για την επίτευξη συμφωνίας κατά την έννοια των προηγουμένων παραγράφων. Εάν οι προφορικές ανταλλαγές απόψεων διευκολύνουν αυτή τη συμφωνία, αυτές οι ανταλλαγές απόψεων μπορούν να γίνουν μέσω μιας επιτροπής που θα αποτελείται από αντιπρόσωπους των αρμόδιων αρχών των συμβαλλόμενων Κρατών.