Κορωνοϊός Covid-19 και επίκληση ανωτέρας βίας
Η απαλλακτική ρήτρα των επόμενων μηνών
15/04/2020
30/04/2020
Αντιμετωπίζοντας την πανδημία του ιού SARS-CoV-2 και της ασθένειας COVID-19 σε παγκόσμιο επίπεδο, η πλειοψηφία των κυβερνήσεων έχει λάβει μέτρα με σκοπό τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού, την προστασία της δημόσιας υγείας, και σε δεύτερο επίπεδο, την στήριξη κατά το δυνατόν, των μονάδων της εγχώριας οικονομίας, των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Οι ενέργειες αυτές προμηνύουν ότι η παγκόσμια οικονομία έχει δεχτεί ένα ισχυρό πλήγμα, του οποίου οι συνέπειες δεν έχουν γίνει ακόμα ούτε αντιληπτές ούτε είναι δυνατόν να προβλεφθούν εύκολα, αλλά αναμένονται να είναι μείζονες από αυτές της κρίσης του 2008.
Όπως είναι φυσικό, δεν είναι δυνατόν να μείνει ανεπηρέαστη η νομική πραγματικότητα, τόσο σε ιδιωτικό επίπεδο όσο και σε δημόσιο. Οι επιχειρήσεις δοκιμάζονται, άλλες έχοντας αναστείλει την λειτουργία τους με κυβερνητικές πράξεις άλλες πλήττονται σοβαρά στην δραστηριότητά τους, οι συμβάσεις εργασίας τίθενται σε αναστολή, και η αγορά βιώνει μία εν γένει επιφυλακτική στάση ως προς τις συναλλαγές της.
Μέσα σε αυτές τις πρωτοφανείς συνθήκες, ένα από τα νομικά ερωτήματα που μας τίθεται πλέον καθημερινά είναι το κατά πόσο η νομική έννοια της ανωτέρας βίας έχει εφαρμογή και κατά ποιον τρόπο μπορεί να προσεγγιστεί.
Συνήθως, ειδικά σε εμπορικές συμβάσεις, είναι διαδεδομένη η ύπαρξη συμβατικής ρήτρας η οποία ορίζει ποια περιστατικά –έστω και ενδεικτικά, τα μέρη ορίζουν ως περιστατικά ανωτέρας βίας, ποιες έννομες συνέπειες επιφέρουν αυτά εφόσον επέλθουν και σε ποιες ενέργειες οφείλουν τα μέρη να προβούν σε τέτοιες περιπτώσεις.
Αρχικά, σύμφωνα με το ΑΚ 336, «ο οφειλέτης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση εξαιτίας αδυναμίας να εκπληρώσει την παροχή, αν αποδείξει ότι η αδυναμία οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη. Οφείλει όμως αμέσως μόλις μάθει την αδυναμία για εκπλήρωση, να ειδοποιήσει το δανειστή.»
Για το εάν έχει ή όχι ευθύνη, απάντηση δίνει το άρθρο 330 ΑΚ: «ο οφειλέτης ενέχεται αν δεν ορίστηκε άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νομίμων αντιπροσώπων. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές.»
Αδυναμία παροχής θεωρείται αφενός όταν ο οφειλέτης δεν μπορεί να εκπληρώσει την παροχή του κατά τρόπο οριστικό, αφετέρου δε αφορά μόνο σε ενοχές είδους και μπορεί να εμφανιστεί ως φυσική, νομική, οικονομική, ηθική και αντικειμενική ή υποκειμενική αδυναμία. Σημαντικό στοιχείο που πρέπει να συνυπολογίζεται κατά την επίκληση αδυναμίας παροχής είναι ότι δεν υφίσταται αδυναμία παροχής (ειδικά επιγενόμενη) σε χρηματικές ενοχές.
Ανυπαίτια συνεπώς, αδυναμία με βάση τα ανωτέρω είναι αυτή που δεν οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια του οφειλέτη ή των προσώπων για το οποία ευθύνεται αλλά οφείλεται σε ανωτέρα βία ή τυχαίο γεγονός.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 342 ΑΚ, «ο οφειλέτης δεν γίνεται υπερήμερος, αν η καθυστέρηση της παροχής οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη».
Συνεπώς, τόσο στην αδυναμία παροχής όσο και στην υπερημερία του οφειλέτη, για τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, γεγονός που απαλλάσσει τον οφειλέτη από τις συνέπειες κατά περίπτωση είναι τόσο το τυχηρό γεγονός όσο και η ανωτέρα βία.
Ο Servius Sulpicius φαίνεται να είναι ο πρώτος Ρωμαίος νομικός που έχει καταγραφεί στις πηγές ο οποίος επικαλέστηκε περιστατικά ανωτέρας βίας (vis major- force majeure) ως λόγο εξαίρεσης στην αυστηρή συμβατική ευθύνη, αναφέροντας ενδεικτικά ως τέτοια τις καταιγίδες, την πλημμύρα, την πειρατεία και την πυρκαγιά Βασικά χαρακτηριστικά της ανωτέρας βίας από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα είναι η αδυναμία αποφυγής του περιστατικού, η εξωγενής προέλευσή του και η αδυναμία πρόβλεψής του1.
Στην Ελλάδα, η ανωτέρα βία ερίζεται στην γενική αρχή του δικαίου κατά την οποία κανείς δεν μπορεί να υποχρεωθεί στα αδύνατα. Ως «ανωτέρα βία» θεωρείται οποιοδήποτε ακραίο περιστατικό που αποτελεί τυχαίο και απρόβλεπτο γεγονός το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι δυνατόν να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης και το οποίο καθιστά ανέφικτη την από τον δικαιούχο επιδίωξη της αξίωσής του.
Για την ερμηνεία της σχετικής ρήτρας ή της επίκλησης, πρέπει να συντρέχουν οι κάτωθι προϋποθέσεις σωρευτικά:
α) ότι το περιστατικό ανωτέρας βίας να προκάλεσε την αδυναμία εκπλήρωσης της παροχής ή καθυστέρησης εκπλήρωσης.
β) η μη εκπλήρωση της παροχής προκλήθηκε από περιστάσεις πέραν ου ελέγχου του μέρους που την επικαλείται, και
γ) δεν υπήρχαν άλλα δικαιολογημένα μέτρα ή ενέργειες που θα μπορούσαν να έχουν ληφθεί ώστε να αποφευχθεί ή μετριασθεί το γεγονός και οι συνέπειές του2.
Κομβικοί παράγοντες οι οποίοι λαμβάνονται υπόψιν κατά την ερμηνεία της έννοιας της ανωτέρας βίας- υπαρχόντων και των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων προς υποστήριξη, είναι η σημασία του γεγονότος στο συγκεκριμένο συμβαλλόμενο μέρος και η εκτιμώμενη διάρκεια του γεγονότος. Επίσης, κατά την ερμηνεία της σχετικής έννοιας και περίπτωσης, λαμβάνεται υπόψιν κατά πόσο το επικαλούμενο την ανωτέρα βία μέρος ενημέρωσε έγκαιρα τον αντισυμβαλλόμενο επί των περιστατικών και των συνεπειών τους.
Παρόλα αυτά, σε όσες συμβάσεις έχει συμφωνηθεί εφαρμοστέο το Αγγλικό δίκαιο, η προσέγγιση των πραγμάτων είναι εντελώς διαφορετική. Αντίθετα με το ελληνικό δίκαιο, όπου η έννοια της ανωτέρας βίας ανήκει στις γενικές νομικές έννοιες και επομένως, το Δικαστήριο μπορεί να χαρακτηρίσει ένα γεγονός ως ανωτέρα βία, ακόμα και αν δεν υπάρχει συμβατική πρόβλεψη, σε συμβάσεις που εφαρμόζεται Αγγλικό δίκαιο, η ανωτέρα βία πρέπει να έχει συμφωνηθεί μεταξύ των μερών και να έχει αποτυπωθεί ως όρος της σύμβασης3. Κατά συνέπεια, κατά πόσο μία συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να επιφέρει ή όχι τις απαλλακτικές της ευθύνης συνέπειες της ανωτέρας βίας, εξαρτάται αποκλειστικά από το πώς το Δικαστήριο θα ερμηνεύσει το λεκτικό της συγκεκριμένης ρήτρας, λαμβάνοντας υπόψιν την λίστα γεγονότων που τα Μέρη έχουν συμφωνήσει, την γλώσσα που έχουν επιλέξει, και τις τυχόν εξαιρέσεις (carve-out) που μπορεί να έχουν συμφωνηθεί.
Εν κατακλείδι, προβλέπεται στο εγγύς μέλλον να εμφανιστεί πληθώρα περιπτώσεων επίκλησης ανωτέρας βίας. Το βέβαιο είναι ότι, εκτός από το μέτρο της κρατικής παρέμβαση που θα έχει επέλθει με σκοπό την προστασία ομάδων ή και του συνόλου του πληθυσμού, και η οποία θα συνδράμει στην στοιχειοθέτηση της ανωτέρας βίας ανά περίπτωση, η καλή πίστη στις συναλλαγές θα πρέπει να είναι πάντοτε παράγοντας που τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν υπόψιν, ώστε να αποφευχθούν τυχόν καταχρηστικές επικλήσεις της ανωτέρας βίας που καταστρατηγούν τις γενικές συναλλακτικές αρχές.
- 1. European Judicial Training Network (EJTN) , http://www.ejtn.eu/PageFiles/6333/Doukoff_Vis_major.pdf, http://www.ejtn.eu/About-us/.
- 2. Επίτομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα και ΕισΝΑΚ, Μ. Μαργαρίτησς και Α. Μαργαρίτη, Εκδ. Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σελ. 293-304.
- 3. Το "doctrine of frustration", το οποίο συναντάται στο Αγγλικό δίκαιο, είναι παρεμφερής έννοια της ανωτέρας βίας, ωστόσο δεν ταυτίζεται ως προς το πεδίο εφαρμογής της και την ερμηνεία της.